Θεματα

Χωριάτικο λουκάνικο και τραχανάς Α΄

Ο κόσμος που ήξερες μπορεί ανά πάσα στιγμή να χαθεί. Να λιώσει σαν παραψημένος τραχανάς σε καμένη κατσαρόλα

320074-629230.jpg
Ιωάννα Μαραγκουδάκη
4’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
328909-680135.jpg

Χωριάτικο λουκάνικο

Γλυκός τραχανάς

1 μεσαίο κρεμμύδι

Λευκό κρασί

Ελαιόλαδο

Αλάτι

Μπούκοβο

Μισό λεμόνι (λιγότερο ή περισσότερο κατά βούληση)

Θα μπορούσα να σκεφτώ πολύ τετριμμένες εκφράσεις. Ό,τι κοροϊδεύεις το λούζεσαι. Ό,τι φτύνεις, στο τέλος το τρως. Όμως ποτέ δεν χρησιμοποιούσα τετριμμένες εκφράσεις στη ζωή μου. Βέβαια από την άλλη, ποτέ ξανά δεν έχω βρεθεί 4 η ώρα τα ξημερώματα σε ένα ελεεινό καταγώγιο να ακούω τα πιο βαριά σκυλάδικα που έχουν ποτέ γραφτεί, μέσα σε μια ομίχλη από βρωμερούς καπνούς και μεθυσμένα χνώτα.

Κάπου εκεί, ανάμεσα σε κάτι τελευταίους της ζωής που δείχνουν να γνωρίζουν όλους τους στίχους ακόμα και στην κατάσταση τους, εγώ. Ο τελευταίος των τελευταίων. Που λούστηκε ό,τι κορόιδεψε. Που ρουφάει σφηνάκι στο σφηνάκι ότι ακριβώς έφτυσε. Όλα τα ξεκίνησε αυτό. Αυτό το καταραμένο λουκάνικο.

Χωριάτικο και ξιγκάτο. Από αυτά που σου μοσχοβολάνε το ψυγείο και μετά το λούζεις στο ξίδι για μέρες, μπας και ξεβρομίσει. Αυτά που σου τερματίζουν τη χοληστερίνη με δυο μπουκιές. Εγώ δεν είχα ποτέ υψηλή χοληστερίνη. Δεν έτρωγα ποτέ λουκάνικα. Το έφαγα όμως. Από αυτήν.

Αυτήν. Που  αντιπάθησα από την πρώτη στιγμή που την είδα. Που μόνο ο ήχος της τσιριχτής φωνής της μου προκαλούσε ημικρανία. Που το καμένο από το οξυζενέ μαλλί της μου προκαλούσε αλλεργία. Που ο ήχος από τα ψεύτικα της νύχια πάνω στο γυάλινο τραπεζάκι του σαλονιού, μου προκαλούσε ανατριχίλα.

Η ξαδέλφη της γυναίκας μου, απευθείας από την κωμόπολη καταγωγής τους, με τρία γιγαντιαία λουκάνικα, έξω από την πόρτα του τίμιου και green eating σπιτιού μας. Τόσο Β΄ για τα γούστα μου. Να λέει διαρκώς «αντίς» και «επειδής» και να μου προκαλεί αναφυλαξίες. Να ρωτάει διαρκώς τα πιο ακατάλληλα πράγματα με ένα χαμόγελο να, χωρίς καμία συνείδηση, καμία συναίσθηση της αγένειας και του inappropriate των λέξεων της. Να περιφέρεται με φτηνά νάιλον νυχτικά που μύριζαν πλαστικίλα. Ή μάλλον μύριζαν το φτηνό νάιλόν της άρωμα. Βαρύ και λιγωτικό σε σημείο εμετού.

Την πρώτη μέρα την απέφυγα. Την δεύτερη, καθυστέρησα να γυρίσω από τη δουλειά. Την τρίτη πήγαν με τη γυναίκα μου στο θέατρο. Την τέταρτη σκούπισα το πρόσωπό μου στην πετσέτα του μπάνιου και η κολόνια της (προφανώς χύμα) μου έπνιξε τα ρουθούνια. Όλες οι πετσέτες, όλο το μπάνιο, όλο το σπίτι, όλη η γη είχε ποτίσει από τη δεύτερη πατσουλένια της μυρωδιά.

Στο κρεβάτι φαντασιωνόμουν ότι την έκανα ρεζίλι. Ότι την προσέβαλλα με τα χειρότερα λόγια. Ότι την πέταγα γυμνή με τη βρομομυρωδιά της στο δρόμο. Η γυναίκα μου με παρακαλούσε να κάνω υπομονή. Ήρθε για λίγο. Ήρθε για να φύγει. Ήρθε απλά για επίσκεψη. Αυτό νόμιζα. Αυτό ευελπιστούσα. Σε αυτό έλπιζα.

Μέχρι εκείνη την καταραμένη νύχτα. Γύρισα σπίτι και με προϋπάντησε η βαριά μυρωδιά τσιγαρισμένου χωριάτικου λουκάνικου σε μια θάλασσα από κρεμμύδια. Αηδιασμένος σύρθηκα μέχρι την ομιχλώδη από τους υδρατμούς κουζίνα.

Με το ξανθοκίτρινο μαλλί πιασμένο με ένα φούξια κλάμερ με προϋπάντησε η βασίλισσα της βλαχιάς, ακούγοντας από το ipad της ό,τι πιο άθλιο έχει να προσδώσει η ελληνική σκυλολαϊκή μουσική και λέγοντάς μου με ένα ειλικρινέστατο χαμόγελο ότι η ξαδέλφη της και γυναίκα μου θα καθυστερούσε λόγω δουλειάς. Θα έφταιγε σίγουρα και αυτή η καταρρακτώδης βροχή που την κρατούσε κλειδωμένη στο γραφείο.

Άναυδος με το χαρτοφύλακα στο χέρι την κοιτούσα μέσα σε μια άθλια χρωματιστή ρόμπα να λικνίζεται γελοία ενώ έσβηνε με κρασί το χιλιοτσιγαρισμένο λουκάνικο μέσα στην κατσαρόλα. Έβγαλα το σακάκι μου και έμεινα να στέκομαι σιωπηλός και έξαλλος στο σαλόνι. Τραγουδούσε το γύναιο. Τραγουδούσε και έριχνε δύο κούπες τραχανά, προσθέτοντας βραστό νερό, τόσο όσο να ψηθεί και να μελώσει το φαΐ, όπως μου είπε.

Τραχανάς! Τραχανάς στο σπίτι μου! Τραχανάς, λουκάνικα με ξύγκια και τσιγαρίσματα και τηγανίσματα και Βασίλης Καρράς! Μπήκα εκτός εαυτού πια μέσα στην κουζίνα χωρίς να είμαι σίγουρος ούτε εγώ ο ίδιος ποιο ήταν τελικά το πρόβλημα μου. Το φαΐ; Η μουσική; Το φούξια κλάμερ; Το κίτρινο μαλλί; Το τεχνητό νύχι; Της πήρα από το χέρι την κουτάλα και την πέταξα με δύναμη πάνω στο τζάμι γεμίζοντας τον κόσμο τρχανάδες.

Εκείνη να φωνάζει τι μου συνέβη και ότι θα κολλήσει το φαγητό. Το τσιτσίρισμα και οι καπνοί από την κατσαρόλα να πληθαίνουν. Η βροχή και ο αέρας να διαλύει το σύμπαν και πιθανώς και τις τέντες του σπιτιού και εγώ στη μέση σαν σε δίνη σχιζοφρενική να είμαι έτοιμος να κατασπαράξω τα πάντα γεμάτος από ένα ακραίο θυμό που δεν ήξερα ούτε πώς προέκυψε, ούτε που αποσκοπεί.

Και το φαΐ να καίγεται και εκείνη να φωνάζει και η βροχή να δυναμώνει και η λαϊκή αοιδός να ξεφωνίζει και τότε σταμάτησα πια να σκέφτομαι. Την πήρα και τη σήκωσα ανάμεσα σε μαύρους πια καπνούς και σε κολλημένους στον  πάγκο τραχανάδες. Της πέταξα τη ρόμπα, της ξέσκισα το φριχτό νάιλον νυχτικό και σηκωτή, κολλημένη στο τοίχο, τη βρήκα ανέλπιστα και ασυγκράτητα υγρή και έτοιμη για μένα.

Αν ήμουν τέτοιος τύπος, θα έλεγα ότι ξεσκιστήκαμε επί ένα τρίωρο σαν άρρωστα ζώα, σε όλα τα δωμάτια του σπιτιού, σε όλες τις πιθανές στάσεις του κόσμου. Και σε κάποιες άλλες, που ποτέ δεν είχα ακούσει, ούτε κάνει, ούτε καν δει σε τσόντες. Όταν με παρακαλούσε να δυναμώσω, δυνάμωνα. Και όταν μου ζητούσε να γίνω πιο αργός, γινόμουν.

Γενικώς πλην της αρχικής πρωτοβουλίας, τον έλεγχο τον είχε όλο εκείνη. Μέχρι σε κάποια φάση που ενώ βρισκόταν από πάνω μου στο πάτωμα της κουζίνας, έκλεισε και το μάτι και έσωσε το σπίτι από βέβαιη πυρκαγιά. Για άνθρωπο που δεν αντέχει να χάνει τον έλεγχο, τα πήγα εξαιρετικά. Εκείνη τελείωσε 3 φορές. Εγώ  5.  Τις 4 πάνω της και την τελευταία μέσα στην κατσαρόλα, έτσι για την αλητεία μου.

Αφού κάποτε έπεσα λιπόθυμος στον καναπέ, εκείνη σηκώθηκε, με φίλησε, μάζεψε τα σπασμένα, πέταξε την κατσαρόλα, καθάρισε την κουζίνα, έκανε μπάνιο και έφτιαξε τη βαλίτσα της. Όταν ήρθε η γυναίκα μου της είπε ότι αύριο πρωί-πρωί επιστρέφει σπίτι λόγω επείγουσας υποχρέωσης.

Όταν επέστρεψα από τη δουλειά την επόμενη δεν ήταν εκεί. Και δεν ξαναγύρισε ή τηλεφώνησε ποτέ ξανά, τουλάχιστον από όσο γνωρίζω. Μόνο το φούξια κλάμερ έμεινε πίσω για να μου θυμίζει κάθε μέρα την άρρωστη καψούρα μου. Ο κόσμος που ήξερες μπορεί ανά πάσα στιγμή να χαθεί. Να λιώσει σαν παραψημένος τραχανάς σε καμένη κατσαρόλα.

Αυτά τα τετριμμένα σκέφτομαι και παραγγέλνω ακόμα ένα ουίσκι. Το πίνω μονορούφι λίγο πριν φύγω για το σπίτι και συνειδητοποιώ ότι περπατώντας/ παραπατώντας στο δρόμο μυρίζω στον αέρα πατσουλί και σιγομουρμουρίζω ένα ρεφρέν που μιλάει για λιώματα και γκρεμούς. Τελικά, αρχίζω και το γουστάρω το βρομοτράγουδο. 

*Credits για τη συνταγή, στη Σοφίνα.  

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ