Life

Ο πατέρας μου και το μαύρο χάπι

«Τι είναι το μαύρο χάπι;» με ρωτάει. «Ένα χάπι που σου εξασφαλίζει ήσυχο θάνατο»

aris-sfakianakis.jpg
Άρης Σφακιανάκης
ΤΕΥΧΟΣ 755
1’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
Grant Wood, «American Gothic»
«American Gothic», πίνακας του Grant Wood (1930)

Ο Άρης Σφακιανάκης γράφει κάποιες σκέψεις για τη ζωή των ηλικιωμένων και το δικαίωμα στην ευθανασία.

Ο πατέρας μου ζει (;) στην Κρήτη. Είναι 90 χρονών, κατάκοιτος, ζωσμένος με πάνες ακράτειας και δέχεται τροφή αλεσμένη στο μπλέντερ από μια Ρουμάνα 24ώρου φροντίδας. Από τον θάνατο της μάνας μου και μετά κατέρρευσε ολοκληρωτικά. Κάποτε ένας λεβεντάντρας, τώρα ένας μελαγχολικός γέρος. Δυστυχώς ή ευτυχώς, διατηρεί το μυαλό του καθαρό από αμυλώδεις ασβεστώσεις – ήγουν, δεν έχει άνοια. Έχει βέβαια άλλα νοσήματα.

Όποτε κατεβαίνω στο Ηράκλειο να τον δω και να του κρατήσω λίγη συντροφιά, σέρνοντας μια καρέκλα πλάι στο κρεβάτι του και χαμηλώνοντας τον ήχο στην τηλεόραση, εκείνος μιλάει αχνά και με κόπο. Μου δείχνει το σώμα  του κάτω από τα σκεπάσματα: «Είναι ζωή αυτή;» με ρωτάει. Είναι μια ερώτηση που κάνει πρωτίστως στον εαυτό του. Κάθε τόσο μπαίνει στο δωμάτιο η Ρουμάνα και του δίνει ένα χάπι. Ο πατέρας μου παίρνει δεκαπέντε λογιών χάπια σε διαφορετικές ώρες. Αν έλειπε μια μέρα η Ρουμάνα, κανείς δεν θα ήξερε τι να κάνει με τις δοσολογίες. Ο πατέρας μου με κοιτάζει και περιμένει μιαν απάντηση. «Είναι ζωή αυτή;» επαναλαμβάνει. «Όχι», του λέω, «αυτή δεν είναι ζωή».

Στρέφει το βλέμμα του προς τα πάνω. «Το όπλο είναι ακόμα στο πατάρι;» με ρωτάει. Κάθε τίμιο κρητικό σπίτι έχει ένα –τουλάχιστον– όπλο στο πατάρι. «Το όπλο είναι στη θέση του, το ίδιο και οι σφαίρες», τον βεβαιώνω. «Θέλω να μου το κατεβάσεις εδώ», λέει. «Να το έχω δίπλα μου». Ο πατέρας μου πάσχει από Πάρκινσον. «Μα δεν έχεις σταθερό χέρι», του λέω. «Θα μπορούσε να γίνει κάποιο ατύχημα. Άσε που βάψαμε πρόσφατα τους τοίχους». «Δεν μπορώ άλλο αυτή τη μη-ζωή», λέει.

Grant Wood, «American Gothic»
«American Gothic», πίνακας του Grant Wood (1930)

Καθηλωμένος στο κρεβάτι, υποχείριο των φαρμάκων και της Ρουμάνας, νιώθει αιχμάλωτος μέσα σ’ ένα σώμα που τον έχει εγκαταλείψει από καιρό. «Μακάρι να είχα να σου δώσω το μαύρο χάπι», λέω. «Τι είναι το μαύρο χάπι;» με ρωτάει. «Ένα χάπι που σου εξασφαλίζει ήσυχο θάνατο», μονολογώ κοιτάζοντας πέρα, στην αυλή. «Θέλω να μου βρεις αυτό το μαύρο χάπι», λέει. «Δυστυχώς, δεν υπάρχει», αναστενάζω. «Λέω επίμονα στους φίλους μου γιατρούς ότι το μαύρο χάπι θα ήταν μια σπουδαία εφεύρεση, ίσως πιο σπουδαία κι από τη θεραπεία της φαλάκρας».

Ο πατέρας μου χαμογελάει θλιμμένα. Είναι φαλακρός – κι εγώ με τη σειρά μου κληρονόμησα αυτό το άθλιο γονίδιο. «Τώρα γέρασες κι εσύ», μου λέει. «Τι να τα κάνεις τα μαλλιά;» Εξανίσταμαι φουρκισμένος. «Αν είχα μαλλιά θα φαινόμουν δέκα χρόνια νεότερος», λέω.

Ο πατέρας μου μοιάζει να βαρέθηκε ξαφνικά την κουβέντα μας και βυθίζεται σ’ έναν λήθαργο. Έτσι είναι την υπόλοιπη μέρα –κάθε μέρα–, με φωτεινά διαλείμματα τις ώρες του φαγητού και των χαπιών.

Ο πατέρας μου δεν είναι πια ένας ευτυχής ένοικος της ζωής, είναι ένας δυστυχισμένος πελάτης της φαρμακοβιομηχανίας.

Η κοινωνία θα έπρεπε κάποτε να συζητήσει ανοιχτά για το δικαίωμα του ανθρώπου στον θάνατο. Να διαβάσει ξανά την Απολογία του Σωκράτη. Και να απαιτήσει από την επιστημονική κοινότητα το Μαύρο Χάπι.

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ