Life

Η Νίνα του Γιάννη Καλπούζου

«Και τι να κάνουμε; Θα σώσουμε όλα τα αδέσποτα;»

25388-95773.jpg
Αναστασία Καμβύση
5’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
44826-93831.JPG

Τέλη Μάη κι απέμεναν άλλες τρεις παρουσιάσεις του τελευταίου μου βιβλίου «Ουρανόπετρα» στην Κύπρο. Με το δεξιοτίμονο τζιπ κατευθυνόμαστε με τη σύζυγό μου προς τη συνοικία Σωτήρα της Λάρνακας. Κει όπου άλλοτε βρισκόταν το ενετικό διοικητήριο της πόλης και τώρα το εγκαταλειμμένο τζαμί Τούζλα.

Στη διασταύρωση, πριν από το Σταυροδρόμι, το φημισμένο για τους ομηρικούς καβγάδες που έστηναν εκεί οι παλικαράδες του 1900, στρίβω αριστερά. Ένα γατάκι, διόλου με ύφος παλικαρά, ωστόσο ξέγνοιαστο κι αεράτο κατά την αργκό της εποχής μας, έρχεται καταπάνω μας απ' την αντίθετη μεριά.

Ακινητοποιώ το αυτοκίνητο στη μέση του δρόμου. Το γατάκι με την ουρά ανασηκωμένη, με βήματα παιγνιδιάρικα, σχεδόν χορευτικά, και με την ανεμελιά όσων φαντάζονται ότι τίποτε δεν πρόκειται να κόψει το νήμα της ζωής τους, χώνεται κάτω από το αμάξωμα. Κει όπου καρτερεί ο θάνατος, έτοιμος να σύρει το δρεπάνι του.

Ο νεαρός περαστικός, με τα τατουάζ στα μπράτσα, κοντοστέκεται βλέποντας τη σκηνή. Του νεύω να κοιτάξει κάτω από το αυτοκίνητο, καθώς εκτιμώ ότι το γατάκι μπορεί να έφυγε απ' το πίσω μέρος. Μια σταλίτσα ήταν, όσο η γροθιά μου, κι αέρας, αδύνατον να καταλάβω από τη θέση του οδηγού αν εγκλωβίστηκε στη θανάσιμη παγίδα. «Αν όμως ήταν παιδί, γέννημα ανθρώπου κι όχι ζώου;» κάκιζα κατόπιν τον εαυτό μου, «Δίχως άλλο θα κατέβαινα να παρατηρήσω μονάχος μου, δεν θα εμπιστευόμουν παρά μόνο τα δικά μου μάτια. Συνεπώς η αξία της ζωής δεν έχει το ίδιο μέτρημα στο νου μας. Είναι τούτος ο εγωιστικός τρόπος που συμπεριφερόμαστε απέναντι στη φύση και στα πλάσματά της. Ωσάν να είμαστε οι κυρίαρχοι κι όχι ένα μικρό κομμάτι της».

n

Ο κεντημένος με τατουάζ νεαρός σκύβει να δει. Κοιτάζει από τη μια, κοιτάζει από την άλλη, ανασηκώνει τους ώμους και με την πανάρχαια γλώσσα του σώματος, μορφάζοντας και γνέφοντας, δηλώνει ότι το γατάκι δεν βρίσκεται πια κάτω από το αυτοκίνητο. Δύσπιστος, όπως πάντα, διστάζω να ξεκινήσω. Για μια στιγμή. Κατόπιν πατώ ελαφρά το γκάζι. Ωσάν να κάθισε σμήνος των πεταλούδων της Ρόδου στο πεντάλ. Οι ρόδες διαγράφουν πολύ αργά ένα τεταρτημόριο του κύκλου, ίδιο με το φυλαχτό που έφτιαξε ο Γερόλεμος το 1571 και πάνω του στήνεται η μυθοπλασία της «Ουρανόπετρας».

Άξαφνα έχω την ίδια αίσθηση με αυτή των δαχτύλων όταν περιδιαβαίνοντας σε ξένο σώμα εντοπίζουν ένα εσωτερικό, ανεπαίσθητο, εξόγκωμα. Ή όπως όταν η ρόδα πατάει σε χλωρό, τόσο δα, βλαστάρι ριγμένο στην άσφαλτο.

«Κατέβα να δεις» λέω στη σύζυγό μου και παραμένω στο τιμόνι ελπίζοντας στο θαύμα.

Βγαίνει, σκύβει, σηκώνεται. Οι κινήσεις των χεριών της θυμίζουν φυλλοβόλα δέντρα τον Γενάρη καθώς τα πολεμά άγριος βοριάς. Στο πρόσωπό της ζωγραφίζονται έκδηλα οδύνη και ταραχή.

«Κάνε πίσω» λέει με την αρχέγονη επικοινωνία των νοημάτων, αδυνατώντας να αξιοποιήσει τη γλωσσική πρόοδο που πέτυχε μέσα στο διάβα του χρόνου ο άνθρωπος.

Ένα τεταρτημόριο προς τα πίσω διαγράφουν το ίδιο αργά οι ρόδες του αυτοκινήτου. Τα γυμνά κλαδιά-χέρια συνεχίζουν να παραδέρνουν στον άνεμο της απελπισίας. Κλείνουν και με την παλάμη το στόμα, μην ακουστεί ο εσωτερικός θρήνος.

Εκλαμβάνω τα μηνύματα ως προσταγή να σταματήσω. Ήδη φαντάζομαι τα σπλάχνα του γατιού να έχουν σκορπίσει στην άσφαλτο και το ίδιο να σφαδάζει. Τι θα το κάνουμε; Μήπως είναι καλύτερα να πατήσω γκάζι και να...

Πλησιάζει και μια κυρία, Βουλγάρα. Κάτι λέει σε σπαστά ελληνικά. Κατεβαίνω απ' το αυτοκίνητο. Η σύζυγός μου συνεχίζει να έχει την ίδια εικόνα, δέντρο της συντριβής, όπου πλέον δεν χωρά καμιά ευεργετική συναισθηματική επέμβαση. Μονάχα δείχνει προς ένα σημείο. Κει απ' όπου εκπορεύεται η αιτία της οδύνης της.

Τάχατες ψύχραιμος σκύβω να δω. Το γατάκι βρίσκεται γαντζωμένο στο εσωτερικό του αριστερού μπροστινού τροχού. Θαρρείς κι έχει αρπάξει τον χάρο απ' το στήθος. Έντρομο, μα πουθενά αίματα και χυμένα άντερα στο δρόμο.

Το αγύμναστο κορμί μου υποφέρει στην προσπάθειά μου να το φτάσω. Μια κράμπα μεταξύ ώμου και σβέρκου με θανατώνει. Ωστόσο αρπάζω το γατάκι, σηκώνομαι κι ωσάν τρόπαιο το παραδίδω στη σύζυγό μου. Παντελώς αναίμακτο. Όμως από τη μέση και προς τα πίσω το κορμάκι του μοιάζει να μην μπορεί να κινηθεί. Γδέρνει μόνο με τα νύχια των μπροστινών του ποδιών τη σύζυγό μου, η οποία ανακαλύπτει πλέον ότι διαθέτει το χάρισμα της ομιλίας.

«Πού έχει κτηνίατρο; Έναν κτηνίατρο! Κι ένα πανί να το τυλίξω!»

Μιλά θυμωμένα, ωσάν να δίνει εντολές. Προφανώς καταλογίζει στον νεαρό ευθύνες για την επιπολαιότητά του να μην παρατηρήσει με σχολαστικό τρόπο κάτω από το αυτοκίνητο. Εκείνος τρέχει προς την κοντινή αυλή κι επιστρέφει με μια παλιά πετσέτα.

Η Βουλγάρα επιτέλους καταφέρνει να μας υποδείξει πού θα βρούμε κτηνίατρο. Μπαίνουμε στο αυτοκίνητο, με το γατάκι τυλιγμένο στην πετσέτα, και οδηγώ με ταχύτητα αριστερά, κατά το σύστημα που άφησαν κληρονομιά οι αποικιοκράτες Εγγλέζοι στην Κύπρο. Ήδη σκέφτομαι την ευθανασία. Εάν έχει σπάσει η σπονδυλική στήλη του γατιού, ποια άλλη λύση απομένει;

Βεβαίως δεν τολμώ καν να το πω στη σύζυγό μου. Σ' αυτές τις περιπτώσεις η σιωπή είναι όντως χρυσός. Ειδάλλως μπορεί να δοκιμάσει κανείς τα γυναικεία νύχια, τα οποία ενίοτε ξεπερνούν εκείνα της γάτας. Βλέπω και τα γδαρσίματα που επέφερε το γατάκι στα χέρια της κι επιλέγω οριστικά τη συνετή οδό της σιωπής. Ωστόσο συνεχίζω να σκέφτομαι την ευθανασία.

Φτάνουμε στην κτηνιατρική κλινική. Ο γιατρός, εκ Θεσσαλονίκης ορμώμενος προς ανεύρεση καλύτερης τύχης, εξετάζει για λίγο το θύμα. Όμως δεν είναι σε θέση να διαμορφώσει ολοκληρωμένη εικόνα. Απαιτείται ακτινογραφία και να γίνει ενδελεχής εξέταση όταν το γατάκι θα ξεπεράσει το τραυματικό σοκ. Το βλέπουμε κι εμείς να τρέμει σύγκορμο.

Το αφήνουμε στην κλινική να το περιποιηθούν. Την επόμενη μέρα θα ξέρουμε τα αποτελέσματα των εξετάσεων.

Φεύγουμε. Οι παρουσιάσεις του βιβλίου καρτερούν, όπως και φίλοι, συνεντεύξεις και πολλά δρομολόγια από πόλη σε πόλη της Κύπρου. Ταξιδεύουμε στη Λευκωσία όπου και διανυκτερεύουμε. Η επικοινωνία με την κτηνιατρική κλινική γίνεται τηλεφωνικά. Συχνότατη. Το γατάκι, όπως μας διαβεβαιώνουν, δεν έχει σπασμένη σπονδυλική στήλη. Περιμένουν όμως να δουν εάν μπορεί να αφοδεύσει. Ενδέχεται να υπάρχει πρόβλημα στα έντερα και να μην φάνηκε στην ακτινογραφία.

Η αισιοδοξία ωστόσο κυριαρχεί πλέον στη σύζυγό μου. Άλλο είναι κείνο το οποίο την απασχολεί.

«Τι θα το κάνουμε;»

«Να το αφήσουμε εκεί που το βρήκαμε» απαντώ, «Τι πιο φυσιολογικό; Να βρει τη μαμά του...»

«Πεταμένο το είχαν, αύριο θα το σκοτώσει άλλο αυτοκίνητο».

«Και τι να κάνουμε; Θα σώσουμε όλα τα αδέσποτα;»

«Δεν το αφήνω εκεί. Για κάποιο λόγο βρέθηκε στο δρόμο μας. Είναι η τύχη μας».

«Ναι, για να μας ταλαιπωρεί. Η τύχη του κι η ατυχία μας».

«Εγώ δεν το αφήνω».

«Να το πάμε σε καταφύγιο».

«Δεν τα περιποιούνται όπως πρέπει. Λένε κι ότι τα σκοτώνουν άμα δεν βρεθεί κάποιος να τα πάρει σε σύντομο χρονικό διάστημα. Εάν είναι θηλυκό θα το πάρω στην Αθήνα, να κάνει παρέα στον Μέμο».

Ο Μέμος είναι ο γάτος μας. Μαύρος, με γυαλιστό τρίχωμα κι οκτώ κιλά. Σωστό γομάρι, κατά τον μεγάλο μας γιο. Μέμος, από το τραγούδι «Αμάν Μέμο» που εμπεριέχεται στο μυθιστόρημά μου «Ιμαρέτ». Μέμος, χαϊδευτικό του Μεχμέτ, τουρκόσπορος.

n

«Γατόστανη θα φτιάξουμε;»

Περίπου όμοιες συζητήσεις γίνονται επί ώρες. Το επόμενο απόγευμα επισκεπτόμαστε ξανά την κτηνιατρική κλινική. Το γατάκι είναι θηλυκό και χαίρει άκρας υγείας. Περπατά κανονικότατα, αφοδεύει κανονικότατα, βγάζει τα νύχια του και γδέρνει κανονικότατα.

Όπως χαζεύω τριγύρω τα άλλα ζώα στα κλουβιά, αφουγκράζομαι κάποιες κουβέντες μεταξύ του γιατρού και της συζύγου μου.

«Οι Κύπριοι αγαπούν τα ζώα πολύ περισσότερο κι από τους Ιταλούς. Οι Ελλαδίτες είναι τελευταίοι στην Ευρώπη».

Η σύζυγός μου είναι Κυπρία. Κρατά το γατάκι ωσάν μωρό και συνεχίζουν να μιλούν.

«Αντιλυσσικό εμβόλιο», «σαράντα πέντε ημερών», «μικροτσίπ», «διαβατήριο» προλαβαίνω ν' ακούσω ενόσω ένας σκύλος τεραστίων διαστάσεων περιδιαβαίνει στην αίθουσα και το αφεντικό του τον κρατά με χοντρό σκοινί, σχεδόν καραβόσκοινο.

«Φαντάσου να πατούσαμε τούτον;» σκέφτομαι. «Μην παραπονιέσαι καθόλου λοιπόν».

Κοντολογίς το γατάκι ονομάστηκε «Νίνα», βιαστικά γιατί έπρεπε να έχει όνομα στο διαβατήριο, έγιναν τα απαραίτητα εμβόλια, ξεπεράσαμε ορισμένα εμπόδια που αφορούσαν την ηλικία του, προσαυξάνοντάς την κατά τι, και στις τρεις Ιουνίου ταξίδευε μαζί μας για την Αθήνα μέσα σε μια μικροσκοπική ροζ τσάντα.

«Τουλάχιστον να τη βγάζαμε Ουρανόπετρα» είπα καθώς απογειωνόταν το αεροπλάνο και η Νίνα με κοίταζε με τα πλάνα ματάκια της απ' το δικτυωτό της τσάντας. Το μουτράκι της δίχως άλλο θα σαγήνευε τον Μέμο.

«Οι γάτες ακούν σε δισύλλαβα ονόματα» αποκρίθηκε η σύζυγός μου και τη χάιδευε με το δάκτυλό της ανοίγοντας λίγο το πορτάκι της τσάντας.

Έριξα το βλέμμα μου στη Νίνα. Ήταν το δεύτερο θηλυκό από την Κύπρο που έμπαινε στη ζωή μου. Με δισύλλαβα ονόματα και οι δυο.

n


* Το κείμενο το έγραψε ο φίλος της στήλης συγγραφέας Γιάννης Καλπούζος

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ