Πολιτικη & Οικονομια

Τα σύκα σύκα και τη σκάφη σκάφη με το πρόβλημα των αιώνιων φοιτητών

Το ποσοστό των Ελλήνων φοιτητών που στην πορεία των σπουδών τους «λιμνάζουν» είναι όντως πολύ μεγάλο και άκρως ανησυχητικό. Είναι, όμως, παράλληλα εντελώς ανεξήγητο ή αποκλειστική ευθύνη των ίδιων των φοιτητών;

Αριστοτέλης Σταμούλας
Αριστοτέλης Σταμούλας
4’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
Τα σύκα σύκα και τη σκάφη σκάφη με το πρόβλημα των αιώνιων φοιτητών
© ΜΙΧΑΛΗΣ ΚΑΡΑΓΙΑΝΝΗΣ/EUROKINISSI

Το πρόβλημα των αιώνιων φοιτητών και οι πραγματικές ευθύνες του ίδιου του εκπαιδευτικού συστήματος

Σε πρόσφατη τηλεοπτική του εμφάνιση, όπου μίλησε για θέματα της αρμοδιότητάς του, ο Υπουργός Παιδείας, Θρησκευμάτων και Αθλητισμού έκανε μεταξύ άλλων μία εκτίμηση του αριθμού των φοιτητών σε δημόσια πανεπιστήμια που έχουν ξεπεράσει την προβλεπόμενη (κατ’ άρθρο 76 του ν. 4957/2022) ανώτατη διάρκεια φοίτησης, τους οποίους υπολόγισε σε 300.000 (ήτοι, περίπου στο μισό του συνολικού φοιτητικού πληθυσμού). Ο Υπουργός υπογράμμισε τις δυσμενείς συνέπειες του φαινομένου, υπό την έννοια ότι ο μεγάλος αριθμός «αιώνιων φοιτητών» επηρεάζει αρνητικά το ακαδημαϊκό προφίλ και τις διεθνείς κατατάξεις των ελληνικών πανεπιστημίων, ενώ έκανε εμμέσως πλην σαφώς λόγο για την επικείμενη διαγραφή τους, παραπέμποντας στην πιστή εφαρμογή του νόμου.

Το γεγονός ότι η συνεχιζόμενη κατάσταση με τους αιώνιους φοιτητές αποβαίνει σε βάρος της εικόνας, αλλά πρωτίστως της ποιότητας της παρεχόμενης δημόσιας τριτοβάθμιας εκπαίδευσης στη χώρα μας δεν σηκώνει καμία αμφισβήτηση. Η αναφορά γίνεται περιοριστικά για την Ελλάδα, διότι το εν λόγω φαινόμενο σε αυτή την τεράστια έκταση αποτελεί διεθνώς εγχώρια πρωτοτυπία. Ό,τι πιο κοντινό μπορώ να φανταστώ ότι υπάρχει στο εξωτερικό, αλλά στην κατά πολύ θετικότερη και άξια λόγου εκδοχή του, είναι ο θεσμός των «ώριμων φοιτητών» (mature students), ο οποίος χρησιμοποιείται για να περιγράψει άτομα μεγαλύτερης ηλικίας με λίγα ή καθόλου ακαδημαϊκά προσόντα, τα οποία είτε κάποια στιγμή στη ζωή τους εγγράφονται για πρώτη φορά σε ένα πρόγραμμα σπουδών είτε επιστρέφουν στο πανεπιστήμιο για να κάνουν ένα μεταπτυχιακό κατά την εξέλιξη της σταδιοδρομίας τους.

Όπως φανερώνει η εκτεταμένη ζήτηση, αλλά και ο έντονα ανταγωνιστικός χαρακτήρας των Πανελληνίων Εξετάσεων στη χώρα μας, η εισαγωγή στη δημόσια τριτοβάθμια εκπαίδευση έχει χαραχτεί ανεξίτηλα στο υποσυνείδητο της ελληνικής κοινωνίας ως αίτημα υψηλής διαχρονικής αξίας και ως ένα αγαθό για χάρη του οποίου τα νοικοκυριά δεν διστάζουν να προβούν σε υπέρμετρες ιδιωτικές δαπάνες, τόσο για τη φροντιστηριακή προετοιμασία των παιδιών τους όσο και για τη μετέπειτα μακρόχρονη οικονομική υποστήριξή τους, εάν τυχόν χρειαστεί να φοιτήσουν εκτός του τόπου μόνιμης κατοικίας τους.

Από βαθύτερης κοινωνιολογικής σκοπιάς, η εξήγηση της μεγάλης ζήτησης εντοπίζεται στο γεγονός ότι η δημόσια πανεπιστημιακή εκπαίδευση στην Ελλάδα αποτέλεσε από τη δεκαετία του 1970 και μετά τον βασικότερο μηχανισμό κοινωνικής ανόδου. Φοιτητές προερχόμενοι από φτωχές αγροτικές ή εργατικές οικογένειες μπορούσαν να βρουν μέσω του πτυχίου μία θέση στον δημόσιο ή μία σχετικά καλοπληρωμένη δουλειά στον ιδιωτικό τομέα. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, εκτός του να ικανοποιεί τις μορφωτικές φιλοδοξίες των νέων, το δημόσιο πανεπιστήμιο απέκτησε στην πορεία χαρακτηριστικά (τα οποία, παρά τα προβλήματα και την κριτική που κατά καιρούς δέχεται, ποτέ στην πραγματικότητα δεν απώλεσε) ενός ισχυρού θεσμού κοινωνικής και επαγγελματικής ενσωμάτωσης.

Σε αντίθεση, ωστόσο, με τον παραλογισμό αυτής της τεράστιας ψυχικής, αλλά και χρηματικής επένδυσης, το ποσοστό των Ελλήνων φοιτητών που στην πορεία των σπουδών τους «λιμνάζουν», δηλαδή δεν παίρνουν το πτυχίο στην ώρα τους ή και καθόλου, είναι όντως πολύ μεγάλο και άκρως ανησυχητικό. Είναι, όμως, παράλληλα εντελώς ανεξήγητο ή αποκλειστική ευθύνη των ίδιων των φοιτητών; Ας δούμε τα πράγματα όσο το δυνατόν σφαιρικά και με πάσα ειλικρίνεια:

Για την εισαγωγή σε κάποιο πανεπιστήμιο λαμβάνονται υπόψη μόνο οι βαθμοί των υποψηφίων στις Πανελλαδικές Εξετάσεις, δηλαδή τα μόρια που συγκεντρώνουν. Μετά την ανακοίνωση των βαθμολογιών, οι υποψήφιοι συμπληρώνουν σε μηχανογραφικό δελτίο και με σειρά προτίμησης τις επιθυμητές σχολές και τμήματα, όπου εν συνεχεία εισάγονται με γνώμονα τις βάσεις που ανακοινώνει το Υπουργείο Παιδείας.

Παρότι το συγκεκριμένο σύστημα εισαγωγής θεωρείται γενικώς αδιάβλητο, εντούτοις δεν είναι προσανατολισμένο στην εξυπηρέτηση του πραγματικού δικαιώματος ελεύθερης επιλογής σπουδών των υποψηφίων, αφού τους οδηγεί πολλές φορές στη φοίτηση σε σχολές που δεν είναι πάντα της απολύτου επιθυμίας τους ούτε βρίσκονται στην κορυφή των προτιμήσεών τους. Σαν αποτέλεσμα του εγκλωβισμού τους σε αδιάφορα γνωστικά αντικείμενα, μερικοί από τους επιτυχόντες χάνουν στην πορεία το ενδιαφέρον και εγκαταλείπουν τις σπουδές τους. Σίγουρα υπάρχουν και εκείνοι που αποφασίζουν να δοκιμάσουν ξανά την τύχη και τις ικανότητές τους στις επόμενες Πανελλήνιες Εξετάσεις ή κάνουν μία εντελώς άλλη επιλογή σπουδών (π.χ. κολέγια), όμως και πάλι κάποιοι μένουν εντός συστήματος με βαριά καρδιά, είτε επειδή δεν θέλουν είτε επειδή δεν μπορούν να υποστούν ξανά το ψυχολογικό και οικονομικό βάρος της εξεταστικής διαδικασίας.

Αλλά και για όσους πετυχαίνουν την εισαγωγή στην πανεπιστημιακή σχολή των ονείρων τους, το κόστος των σπουδών (σίτιση, στέγαση, μεταφορές, κ.λπ.), ιδίως εάν φοιτούν σε άλλη πόλη, είναι δυσβάσταχτο και ενδέχεται να ωθεί τους φτωχότερους στη λύση της παράλληλης εργασίας. Και ναι μεν ο νόμος προβλέπει δικαίωμα υποβολής αίτησης για μερική φοίτηση για όσους σπουδαστές αποδεδειγμένα εργάζονται, όμως ας μη γελιόμαστε, σε αρκετές περιπτώσεις η εργασία αποσπά μακροπρόθεσμα την προσοχή και αποβαίνει σε βάρος των πανεπιστημιακών υποχρεώσεων και ίσως από ένα σημείο κι έπειτα λειτουργεί ως σειρήνα που σιγά-σιγά χωρίς να το καταλάβεις σε απομακρύνει ανεπιστρεπτί από αυτές.

Το πρόβλημα θα μπορούσε να είναι μικρότερο, εάν το κράτος έκανε αισθητή την παρουσία του ως ουσιαστικός οικονομικός αρωγός στη σπουδαστική διαδρομή των νέων. Εάν δηλαδή οι έχοντες πραγματική ανάγκη φοιτητές λάμβαναν οικονομική βοήθεια σε τέτοια έκταση, ώστε να μπορούν να αφοσιωθούν απερίσπαστοι στις σπουδές τους.

Σύμφωνα όμως με σχετικά πρόσφατα στοιχεία του εκπαιδευτικού δικτύου «Ευρυδίκη» των ετών 2019-2020, η Ελλάδα βρισκόταν συγκριτικά στη χαμηλότερη κλίμακα (0,1-9,9%) των ευρωπαϊκών εκπαιδευτικών συστημάτων σε ό,τι αφορά το ποσοστό φοιτητών που λάμβαναν κάποιου είδους κρατική οικονομική στήριξη υπό τη μορφή επιδοτήσεων (grants), το δε πραγματικό ποσοστό αυτών των φοιτητών ήταν ελάχιστα άνω του 1%. Και ναι μεν στον αντίποδα τα ύψη των χορηγούμενων επιδοτήσεων βρίσκονταν στη σχετικά υψηλή κλίμακα των 3.001 έως 5.000 ευρώ ανά φοιτητή, όμως το εν λόγω γεγονός μάλλον συνηγορεί υπέρ μίας άδικης κατανομής, αφού τα χρήματα αυτά προορίζονται, όπως είπαμε, για ένα πολύ μικρό τμήμα του φοιτητικού πληθυσμού, όταν είναι σχεδόν βέβαιο ότι οι Έλληνες φοιτητές με χαμηλές οικονομικές δυνατότητες και πιεστικές ανάγκες είναι αρκετά περισσότεροι (και όταν, επιπλέον, στην πλειονότητα των υπόλοιπων ευρωπαϊκών κρατών, ακόμα και των πιο αναπτυγμένων, όπως Γερμανία, Γαλλία, Ισπανία, ακολουθείται η αντίστροφη λογική της κατανομής χαμηλότερων επιδοτήσεων, ύψους από 1.000 έως 3.000 ευρώ, αλλά σε κατά πολύ μεγαλύτερο ποσοστό ενεργών φοιτητών, από 10% έως 49.9%).

Βέβαια, θα ήταν τεράστια παράλειψη να μην αναφερθούμε και σε εκείνες τις απαράδεκτες περιπτώσεις σπουδαστών που γίνονται αιώνιοι επειδή το… ρίχνουν στον κατ’ επάγγελμα φοιτητικό συνδικαλισμό ή «εργάζονται» άοκνα για τη συντήρηση της απαρχαιωμένης έννοιας του «φοιτητικού κινήματος», που αλήθεια ποιος ξέρει τι πραγματικά εξυπηρετεί στη σύγχρονη εποχή, ή επιδίδονται γενικώς σε αλλότριες προς τον σκοπό της εξυπηρέτησης των σπουδών τους δραστηριότητες ή επειδή είναι αργόσχολοι, που χωρίς την υπαρξιακή έγνοια οικονομικών προβλημάτων, με τη γονική ανοχή και άνευ πραγματικού σπουδαστικού ενδιαφέροντος, απλώς καμώνονται επ’ αόριστο τους φοιτητές για image και δημόσιες σχέσεις.

Ωστόσο, θα ήταν εξίσου λάθος πίσω από αυτές τις κραυγαλέες περιπτώσεις να κρυφτούν οι πραγματικές ευθύνες του ίδιου του εκπαιδευτικού συστήματος, που με την έλλειψη επαρκών παροχών προς τους φτωχότερους σπουδαστές, παρά τον διακηρυγμένο δημόσιο χαρακτήρα του, και με τον παράλογα συγκεντρωτικό τρόπο επιλογής εισακτέων έχει συμβάλλει καθοριστικά όλα αυτά τα χρόνια στη δημιουργία, αλλά και τη διόγκωση του φαινομένου των αιώνιων φοιτητών.

 

 

ΕΓΓΡΑΦΕΙΤΕ ΣΤΟ NEWSLETTER ΜΑΣ

Tα καλύτερα άρθρα της ημέρας έρχονται στο mail σου

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ

ΔΙΑΒΑΖΟΝΤΑΙ ΠΑΝΤΑ

ΔΕΙΤΕ ΕΠΙΣΗΣ

Τα πολλά πρόσωπα της οικονομικής ανάπτυξης
Τα πολλά πρόσωπα της οικονομικής ανάπτυξης

Θα έπρεπε, προκειμένου να περιοριστούν οι παράγοντες ανόδου των τιμών των ενοικίων, να μην είχε κατασκευαστεί το Μετρό, που αναπόφευκτα επηρεάζει (αυξάνει) τις αξίες των ακινήτων;

Έχετε δει 20 από 200 άρθρα.