Πολιτικη & Οικονομια

Οι ταυτότητες που ενώνουν και διχάζουν

Άραγε, το χρώµα του δέρµατος, η καταγωγή ή η σεξουαλική πρακτική εξισώνει τους ανθρώπους και τα συµφέροντά τους;

Σώτη Τριανταφύλλου
Σώτη Τριανταφύλλου
ΤΕΥΧΟΣ 21ος αιώνας
4’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
Οι ταυτότητες που ενώνουν και διχάζουν
© Cottonbro Studio / Pexels

Πώς λειτουργούν οι ταυτότητες και η πολιτική των ταυτοτήτων στις κοινωνίες της Δύσης;  

Η ταυτότητα, εθνική, θρησκευτική, βιολογικού ή κοινωνικού φύλου, άρχισε να γίνεται της µόδας στον πανεπιστηµιακό χώρο από το 1980 περίπου. Έκτοτε πολλαπλασιάστηκαν οι διατριβές και τα ακαδηµαϊκά µαθήµατα γύρω από έννοιες και στάσεις ζωής που δήθεν ενώνουν τα άτοµα σε «συλλογικότητες», αλλά που στην πράξη διχάζουν. Η ταυτοτική πολιτική προωθεί το ανήκειν σε µία ή περισσότερες οµάδες, εξαλείφοντας τα ατοµικά χαρακτηριστικά του κάθε ανθρώπου: µε λίγα λόγια το να είσαι γκέι, «µαύρος» ή Ασιάτης αποκτά µεγαλύτερη σπουδαιότητα από το να είσαι γιατρός, καλλιτέχνης, υδραυλικός· και σίγουρα αποκτά µεγαλύτερη σπουδαιότητα από το να είσαι «καλός άνθρωπος» που βοηθάει τους συνανθρώπους του.

Οι ταυτότητες έχουν τρεις λειτουργίες. Κατά πρώτον, είναι ένας τρόπος να διακρίνουµε µεταξύ ενός εσωτερικού ―«εµείς»― και ενός εξωτερικού: οι «άλλοι». ∆εύτερον: η ετικέτα σηµαίνει για όσους την υιοθετούν ότι ανήκουν σε µια κοινότητα οµοίων (peers). Το τρίτο στοιχείο είναι το βλέµµα των άλλων: η ταυτότητα ορίζει πώς µας καλούν, πού µας κατατάσσουν και εντέλει πώς «µας βλέπουν». Ακόµα και οι επαγγελµατικές ταυτότητες ―δικηγόρος, µαραγκός, δηµοσιογράφος― έχουν παρόµοια δοµή και λειτουργίες.

Η ταυτότητα είναι προπάντων ένας τρόπος οργάνωσης της ζωής μας: ενεργούµε και αισθανόµαστε σε αντιστοιχία µε την ταυτότητά µας. Ένα από τα συναισθήµατα είναι η συγγένεια µε όσους µοιράζονται την ίδια ταυτότητα, παρότι δεν τους γνωρίζουµε προσωπικά: η αλληλεπίδραση µε αυτούς θεωρείται, εξ ορισµού, ευκολότερη από ό,τι µε τους «άλλους». Επιπλέον, βοηθάει στην αναγνώριση: αν έχω ευσεβείς Εβραίους ή µουσουλµάνους καλεσµένους, δεν µαγειρεύω χοιρινό για το δείπνο· ούτε παίζω τον οινοχόο στον µουσουλµάνο. Οι ταυτότητες µας βοηθούν να διαµορφώνουµε τη συµπεριφορά µας απέναντι στους άλλους.

Αλλά μία και μοναδική ταυτότητα δεν αρκεί και ταυτοχρόνως είναι κάτι που κατακλύζει τα άτοµα. Στον πολιτισµό, κάθε άτοµο χαρακτηρίζεται από πλήθος ταυτοτήτων οι οποίες έχουν σειρά σπουδαιότητας και προτεραιότητας. Η εργασία, η ιδιότητα του πολίτη, οι σπουδές, η εµφάνιση, το φύλο, η ιδεολογία προσδίδουν σειρά ταυτοτήτων οι οποίες έχουν µεγαλύτερη σπουδαιότητα από τα χαρακτηριστικά που φαίνονται επικρατέστερα έξω από τον πολιτισµό: κάποτε, η απόχρωση του δέρµατος έδινε πληροφορίες για το σε ποια φυλή του παρθένου δάσους ανήκει ο καθένας ― αλλά, στο πλαίσιο του πολιτισµού, αυτό το εξωτερικό χαρακτηριστικό δεν θα έπρεπε να γίνεται καν ορατό. Αντιθέτως, αποκτά σηµασία η ταυτότητα του πολίτη µιας χώρας ή µιας γεωπολιτικής περιοχής: λόγου χάρη, είµαι Αθηναίος, Έλληνας και Ευρωπαίος ― όχι απαραιτήτως µε αυτή τη σειρά. Η ταυτότητα είναι αναπόφευκτη όταν απευθυνόµαστε στο οργανωµένο κράτος το οποίο λαµβάνει υπόψη την ταυτότητά µας στις σχέσεις του µαζί µας: για παράδειγµα, υπάρχουν νόµοι που αφορούν τις γυναίκες, νόµοι που αφορούν τους ανηλίκους, νόµοι που αφορούν τους αυτοκινητιστές, τους αθλητές, το νοσηλευτικό προσωπικό κ.λπ.

Όταν κάποιος δηλώνει Αμερικανός δίνει κάποιες πληροφορίες για τον εαυτό του. Αυτές οι πληροφορίες όµως γίνονται αντικείµενο επεξεργασίας από τους άλλους: ένας Αµερικανός µπορεί να θεωρηθεί αφελής, πιστολάς, αµόρφωτος ή φιλοχρήµατος· για να παρουσιάσει τον εαυτό του ως άτοµο χρειάζονται περισσότερες πληροφορίες ― ηλικία, επάγγελµα, οικογενειακή κατάσταση, γενέθλιος τόπος. Ειδάλλως, η ταυτότητά του αναλύεται στα στοιχεία ενός στερεότυπου.

Η πολιτική της ταυτότητας έχει σαν αποτέλεσμα η κοινωνία να κατακερµατίζεται σε πολλά µικρά κουτάκια το εσωτερικό των οποίων εξαγριώνεται όλο και περισσότερο εναντίον αληθινών ή φανταστικών εχθρών

Οι ΗΠΑ είναι παράδειγμα προς αποφυγήν σχετικά με την πολιτική της ταυτότητας. Η ταυτότητα συνιστά εκ των ων ουκ άνευ πτυχή του δηµόσιου διαλόγου, των στατιστικών και των πολιτικών συζητήσεων, µε αποτέλεσµα η κοινωνία να κατακερµατίζεται σε πολλά µικρά στεγανοποιηµένα κουτάκια το εσωτερικό των οποίων εξαγριώνεται όλο και περισσότερο εναντίον αληθινών ή φανταστικών εχθρών. Οι ταυτότητες έχουν αποκτήσει τέτοια σπουδαιότητα εξαιτίας των διακρίσεων που προηγήθηκαν: διακρίσεις και υποτίµηση εναντίον των γυναικών, διωγµοί των οµοφυλοφίλων, των Εβραίων, των µη λευκών, των αναπήρων ― µε λίγα λόγια, η σηµερινή µανία των ταυτοτήτων οφείλεται στο παρελθόν τής κακοµεταχείρισης και του αποκλεισµού από διάφορους τοµείς ή δραστηριότητες. Ωστόσο, η δικαιολόγησή τους δεν σηµαίνει ότι είναι επιθυµητές: ανάµεσα στις παρενέργειές τους είναι η ψυχολογία του θύµατος ατόµων ή οµάδων, η απαίτηση για ειδική µεταχείριση και προπάντων η µηχανιστική µεταφορά του παρελθόντος στο παρόν. Η πολιτική των ταυτοτήτων, η ταυτοτική επιµονή, δεν λαµβάνει υπόψη τις κοινωνικές εξελίξεις: υπερτονίζοντας τα όρια φαντασιακών κοινοτήτων ―π.χ. ΛΟΑΤΚΙ+ «κοινότητα»― και ξεχωρίζοντας ένα κοινό γνώρισµα, τη σεξουαλική συµπεριφορά, θεωρεί δεδοµένες τις διακρίσεις στο παρόν. Παραλλήλως, αγνοεί τον ταξικό, οικονοµικο-κοινωνικό παράγοντα που παραµένει θεµελιώδης.

Παρότι η ισότητα περιλαμβάνει την παρατήρηση των διαφορών ―π.χ. της θρησκείας― η διόγκωσή τους προκαλεί κατάλυση νόµων και κοινωνικό κατακερµατισµό. Συχνά, οι ταυτότητες οργανώνονται γύρω από αντικοινωνικά συναισθήµατα ή ιδεολογίες µερικές από τις οποίες είναι ευανάγνωστες (αντισηµιτισµός, ρατσισµός), ενώ άλλα οξύνουν εµµέσως παλιά κοινωνικά µίση, όπως ο αφροαµερικανικός εθνικισµός, ο µαχητικός αφροκεντρισµός και ο ριζοσπαστικός φεµινισµός που καλεί σε διαχωρισµό των φύλων και «εκδίκηση» κατά των λευκών ανδρών.

Το βάρος που αποκτούν οι φυλετικοχρωματικές ταυτότητες στον σύγχρονο κόσµο αντικατοπτρίζει τη µείωση του ενδιαφέροντος για τις οικονοµικές και ταξικές ανισότητες: η παραµέληση της «λευκής» αγροτικής τάξης στις ΗΠΑ και στη Γαλλία, καθώς και της βρετανικής «λευκής» working class (που δεν είναι και τόσο «working»), ενισχύει κινήµατα δεξιού και αριστερού εξτρεµισµού υπέρ των φτωχών. Η έµφαση στο πρόβληµα του ρατσισµού παραµερίζει ερωτήµατα σχετικά µε τις ταξικές ανισότητες, ταυτίζοντας τα ταξικά προβλήµατα µε τα ρατσιστικά και ξεχειλώνοντας την έννοια του ρατσισµού σε οποιαδήποτε δυσαρέσκεια, διαφωνία ή προτίµηση.

Οι Αφροαµερικανοί εκατοµµυριούχοι του Χόλιγουντ είναι άραγε «µαύροι» όπως εκείνοι που ζουν στις φτωχογειτονιές;

Η ταυτοτική εστίαση και πολιτική θολώνουν το ζήτηµα της κοινωνικής τάξης: οι Αφροαµερικανοί εκατοµµυριούχοι του Χόλιγουντ είναι άραγε «µαύροι» όπως εκείνοι που ζουν στις φτωχογειτονιές; Το χρώµα του δέρµατος και µια κοινή ιστορία στα βάθη των αιώνων είναι άραγε ισχυρότερα από την κοινωνική και οικονοµική θέση στο σήµερα; Έχει την ίδια θέση στον κόσµο ένας φτωχός transgender µε έναν πλούσιο transgender; Μπορούµε να εξετάζουµε τη θέση των γυναικών οριζοντίως σε όλες τις κουλτούρες και σε όλες τις κοινωνικές τάξεις;

Ακόμα και σε χώρες δίχως ρατσιστικές συνήθειες, καλλιεργούνται και εντείνονται τα παλιά πάθη εναντίον των λευκών υπενθυµίζοντας µε γλαφυρότητα τα ρατσιστικά εγκλήµατα του παρελθόντος. Έτσι, τα όρια των φυλετικών ταυτοτήτων γίνονται όλο και πιο δύσκαµπτα, εγείρονται απαιτήσεις για «θετικές διακρίσεις» εκ µέρους των πρώην αδικηµένων και αυξάνεται η πικρία ένθεν και ένθεν. Γίνεται λόγος για τα «λευκά προνόµια» τα οποία ωστόσο καταργήθηκαν στις ανεπτυγµένες χώρες, από νοµική άποψη τουλάχιστον, στη δεκαετία του 1960. Από την πλευρά τους, οι πολιτικοί, για να ανταποκριθούν στις τάσεις του εκλογικού σώµατος κινούνται µε βάση δευτερεύοντα κριτήρια ― λες και το χρώµα του δέρµατος, η καταγωγή ή η σεξουαλική πρακτική εξισώνει τους ανθρώπους και τα συµφέροντά τους.

Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην ειδική έκδοση για τα 20 χρόνια Athens Voice «Επιβιώνοντας στον 21ο αιώνα - Οι πολιτικές, οι τάσεις, τα ρεύµατα της εποχής µας», σε επιµέλεια Σώτης Τριανταφύλλου 

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ