Πολιτικη & Οικονομια

Από τη μεταπολίτευση ως το τέλος

Το βιβλίο θα μπορούσε να θεωρηθεί και ένα προσωπικό χρονικό των 50 χρόνων της μεταπολίτευσης

81922-183211.jpg
Παντελής Καψής
3’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
Από τη μεταπολίτευση ως το τέλος
© Λυδία Σιώρη / Eurokinissi

Το βιβλίο της Μυρσίνης Ζορμπά και τα πράγματα που καταλαβαίνουμε για εκείνη και την Ελλάδα μέσα από τις σελίδες του

Ομολογώ την αμαρτία μου. Ένας από τους λόγους που έσπευσα να αγοράσω το βιβλίο της Μυρσίνης Ζορμπά, ήταν για να καταλάβω πώς ένα πρόσωπο με τα δικά της χαρακτηριστικά, βρέθηκε υπουργός του Σύριζα. Ήταν μια διανοούμενη, με εξαιρετικά ήπιο προφίλ, ανήκε στον στενό κύκλο των ανθρώπων του Κώστα Σημίτη, είχε μάλιστα αξιόλογη θητεία σε θέσεις ευθύνης. Περίμενα ότι θα ήταν αλλεργική στον τοξικό λόγο των στελεχών του Σύριζα. Δεν είμαι σίγουρος ότι βρήκα την απάντηση που έψαχνα, σίγουρα ωστόσο ήρθα σε επαφή με μια πολύ πιο πλούσια κατάθεση ψυχής, επιμελημένη από τον σύντροφο της Αντώνη Λιάκο.

Το μεγάλο πάθος της Ζορμπά, το οποίο απαντά εν μέρει και στο ερώτημα μου, είναι η πολιτική για τον Πολιτισμό. Ευθύς εξ αρχής εξηγεί ότι δεν εννοεί το πλέγμα των επιδοτήσεων που έχουν μετατρέψει το Υπουργείο Πολιτισμού σε έναν διαχειριστή συντεχνιακών αιτημάτων που το κατακλύζουν κάθε χρόνο. Έχει στο μυαλό της κάτι τελείως διαφορετικό και συνολικό που έχει σαν στόχο να αγγίξει όλα τα στρώματα της κοινωνίας και στην πραγματικότητα να αλλάξει συνειδήσεις και συμπεριφορές. Να απελευθερώσει ένα ανθρώπινο δυναμικό που σήμερα δεν έχει τη δυνατότητα πρόσβασης στα πολιτισμικά αγαθά . Αυτό το θεωρεί απολύτως αναγκαίο αν είναι να περιορίσουμε τις κοινωνικές ανισότητες αλλά και να αντιμετωπίσουμε κοινωνικά προβλήματα όπως είναι η παραβατικότητα των νέων ακόμα και η βία στα γήπεδα. Με αυτές τις ιδέες και αυτό τον στόχο αποδέχθηκε την πρόταση του Αλέξη Τσίπρα να αναλάβει το υπουργείο Πολιτισμού, χωρίς να προλάβει ωστόσο να κάνει τις ιδέες της πράξη, λόγω των εκλογών του 2019.

Η σχέση της με την αριστερά βέβαια είναι πολύ βαθύτερη, βιωματική. Γεννήθηκε σε αριστερή οικογένεια και μεγάλωσε σε συνθήκες εξαιρετικά δύσκολες, σε «ένα παράγωνο δωμάτιο που έχει μετατραπεί σε κατοικήσιμο από αποθήκη», το οποίο μπάζει και από τα κουφώματα αφήνει τον παγωμένο αέρα και τη βροχή. Ζούσε «στη σκιά του φόβου και της επιτήρησης» λόγω του αριστερού πατέρα, και στο κρύοτο πραγματικόκαι το συμβολικό. «Είπαμε για το κρύο αλλά υπήρχε και η κοινωνική ντροπή που σε πάγωνε εκείνη την εποχή. Η ντροπή ήταν διάχυτη και οφειλόταν σε πολλούς λόγους: στις ελλείψεις βασικών αγαθών – παπούτσια, ρούχα, τετράδια, βιβλία- στο πώς θα έρθει η συμμαθήτρια σου στο σπίτι με το ένα και μοναδικό δωμάτιο».

Αυτή η συνείδηση της κοινωνικής διαφοράς δεν θα την εγκαταλείψει ποτέ, ακόμα και όταν φοιτήτρια πια, θα εμπλακεί στον αντιδικτατορικό αγώνα και στην Ελληνοευρωπαϊκή Κίνηση Νέων.Πρόκειται για έναν σύλλογο που δημιουργήθηκε με πρωτοβουλία του Γιώργου Βερνίκου και του Παναγιώτη Κανελλάκη. «Ξεκίνησε ως μια αστική πρωτοβουλία» γράφει χαρακτηριστικά,και συσπείρωσε νέους και νέες από διαφορετικούς πολιτικούς χώρους, έγινε «ένας πνεύμονας πολιτισμού και πληροφόρησης». Σε άλλο σημείο πάλι παρατηρεί ότι «η αντίθεση στη δικτατορία περιελάμβανε τις πιο διαφορετικές τάσεις: από αυτούς- και κυρίως αυτές- που θεωρούσαν τους συνταγματάρχες παρακατιανούς και εκδήλωναν μια ταξική περιφρόνηση απέναντί τους ως αυτούς που φαντάζονταν την ανατροπή της δικτατορίας σαν μια σοσιαλιστική επανάσταση». Πηγαίνοντας μπροστά μερικές δεκαετίες και με αφορμή την κριτική ή ίσως και την αυτοκριτική για το ΠΑΣΟΚ, θα παρατηρήσει πως «με την εκ των υστέρων γνώση, μια ανάλογη μομφή εναντίον των πληβείων που πάτησαν τα χαλιά της εξουσίας, μια παρόμοια αισθητική υπεροψία εκφράστηκε το 2015 και εναντίον του ΣΥΡΙΖΑ». Είμαι βέβαιος ότι ακόμα και όσοι δεν συμφωνούμε, μπορούμε να δούμε και αυτή την πλευρά.

Το βιβλίο θα μπορούσε να θεωρηθεί και ένα προσωπικό χρονικό των 50 χρόνων της μεταπολίτευσης, όπως την έζησε μέσα από τις δικές της πλούσιες εμπειρίες. Τις σπουδές στην Ιταλία και τις επαφές με μαρξιστές διανοούμενους, την ένταξη στην αριστερά και την ΕΑΡ, τον εκδοτικό οίκο «Οδυσσέας» του οποίου ήταν συνιδρύτρια, το ΕΚΕΒΙ, τον Όμιλο Προβληματισμού του Κώστα Σημίτη και φυσικά το υπουργείο Πολιτισμού επί Σύριζα. Εκεί όμως που το βιβλίοαποκτά μια ιδιαίτερα έντονη συναισθηματική φόρτιση είναι στο τελευταίο κεφάλαιο, το «Ημερολόγιο του τέλους». Είναι η καταγραφή των τελευταίων ημερών της ζωής της μετά την ανακοίνωση των γιατρών «ότι ο χρόνος ζωής που μου μένει είναι γύρω στον ενάμιση χρόνο. Ενάμιση χρόνο γεμάτο οδυνηρές θεραπείες». Παραδόξως αυτό το κεφάλαιο αφήνει στον αναγνώστη μια γλύκα. Είναι κατ αρχήν ο τρόπος με τον οποίο αντιμετωπίζει τον θάνατο σαν μια μορφή «συναισθηματικής αγωγής». Υπάρχει ο φόβος, υπάρχει και ο πόνος, το «ακρωτηριασμένο σώμα». Όμως υπάρχει και η πραγματική ζωή, αυτό το «κάθε μέρα». «Το φαγητό, το διάβασμα, ο καιρός έξω από το παράθυρο, τα ωραία λουλούδια, οι φίλοι», οι δύο πλευρές της ζωής «και η ζωή είναι αυτή που κερδίζει την καθημερινότητα, οπότε αυτός ο συμπαγής όγκος του φόβου μένει εκεί, παγωμένος και παγιωμένος, και σου επιτρέπει να ζεις αυτό που ζεις».

Αυτή την καθημερινότητα την περιγράφει με μια μοναδική απλότητα, το τελευταίο καλοκαίρι των διακοπών της στην Άνδρο. Πράγματα που μέσα στην απερισκεψία μας θεωρούμε δεδομένα, αποκτούν τις πραγματικές τους διαστάσεις. «Μου χαρίστηκε ο Αύγουστος χωρίς εκπλήξεις. Αγαλλίαση. Χτες ήταν η πρώτη πραγματικά καλοκαιρινή μέρα, θάλασσα λάδι, μπάνιο το πρωί και απόγευμα με τον Αντώνη. Υπέροχα». Ακόμα και τα πιο μικρά έχουν τη θέση τους και την αξία τους δίπλα στα δύσκολα που επιβάλλει η ασθένεια, ένα διαρκές πάρε δώσε: «ωραίο πρωινό μοναχικό μπάνιο σήμερα, σε ζεστή ακύμαντη θάλασσα. Πρέπει να κάνω τις αιματολογικές και όπως πάντοτε αυτό μου γεννά μια μικρή νευρικότητα. Ωραίες μπάμιες το μεσημέρι».

Και βέβαια υπάρχει η συντροφικότητα «πάνω απ΄ όλα ο Αντώνης μου». Σε αυτό τουλάχιστον στάθηκε τυχερή η Μυρσίνη, είχε τον άνθρωπο της δίπλα της ως το τέλος.

 

 

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ