Πολιτικη & Οικονομια

Καπιταλισμός, μισθωτή εργασία και πραγματικότητα στη σύγχρονη εποχή

Μήπως τελικά όλοι «βράζουμε στο ίδιο καζάνι»;

102280-203531.jpg
Ανδρέας Βασιλιάς
2’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
Καπιταλισμός, μισθωτή εργασία και πραγματικότητα στη σύγχρονη εποχή
© Andre Pacquardio / Pexels

Η δυσκολία πολλών μισθωτών να ζήσουν με αξιοπρέπεια στα κράτη της Ευρωπαϊκής Ένωσης - Οι αιτίες πίσω από αυτό και ο ρόλος του καπιταλισμού

Πριν μερικές μέρες (20/11/2023) η EUROSTAT δημοσίευσε έναν πίνακα όπου αναφέρονται οι μέσοι μισθοί στην ΕΕ των 27. Σ’ αυτόν τον πίνακα η Ελλάδα καταλαμβάνει μια από τις χαμηλότερες θέσεις με μέσο ετήσιο μισθό γύρω στις 25.000 ευρώ. Περίπου τρεις φορές λιγότερα χρήματα από έναν εργαζόμενο στο Βέλγιο ή στην Ολλανδία και την Ιρλανδία.

Η σύγκριση μπορεί να είναι εντυπωσιακή, όμως μήπως τελικά όλοι «βράζουμε στο ίδιο καζάνι»; Αφού για παράδειγμα το μείζον ζήτημα στη δυτική Ευρώπη είναι η κατοικία, για την οποία ξοδεύεται για ενοίκιο περίπου το 45% του μισθού. Εάν μάλιστα παρατηρήσουμε τους κατώτατους μισθούς αυτών των κρατών τότε είναι βέβαιο ότι με μισθούς επιπέδου 1500 με 1700 ευρώ, είναι μάλλον απίθανο κάποιος εργαζόμενος να έχει ένα αξιοπρεπές επίπεδο ζωής.

Κατά συνέπεια φτάνουν αυτά τα χρήματα για να ζήσει ευπρεπώς ένας μισθωτός με βάση τις αρχές και τις αξίες ενός δημοκρατικού πλαισίου; Η απάντηση μάλλον είναι αρνητική. Αφού η πραγματικότητα είτε στην Ελλάδα είτε σε μια προηγμένη δυτική οικονομία δείχνει καταφανώς ότι κάτι τέτοιο είναι ανέφικτο, εκτός εάν υπάρχει παραοικονομία, διαφθορά και διαπλοκή. Κάτι που στην περίπτωση μας αποτελεί καθημερινή πρακτική.

Επομένως το ερώτημα εάν και κατά πόσο εφαρμόζονται οι δημοκρατικές αρχές στη βάση της συγκεκριμένης οικονομικής ανάπτυξης συνεχίζει να παραμένει αναπάντητο. Ήδη στις ΗΠΑ έχει γίνει αποδεκτό εδώ και χρόνια το γεγονός μιας ικανής να ανταπεξέλθει οικονομικά κοινωνίας των 2/3, ενώ στις οικονομίες των λεγόμενων αναπτυσσόμενων κρατών, συμπεριλαμβανομένων και των πρώην του λεγόμενου υπαρκτού σοσιαλισμού της Ευρώπης, αυτό το ποσοστό βρίσκεται περίπου στο 1/3.

Μια διαχρονική απάντηση στο παραπάνω ερώτημα είναι φυσικά ο κρατικομονοπωλιακός καπιταλισμός στη βάση μιας ελεγχόμενης από το κράτος οικονομίας και βέβαια και μιας ελεγχόμενης από μια συγκεκριμένη νομενκλατούρα δημοκρατίας. Μια απάντηση που όμως ιστορικά ήδη οι κοινωνίες απέρριψαν.

Πιθανώς μια άλλη απάντηση να είναι εκείνη μιας διαρκούς αύξησης των μισθών με την ταυτόχρονη αναδιοργάνωση των κρατικών δομών και υπηρεσιών στη βάση μιας αναδιανεμητικής πολιτικής των επιπλέον κερδών των επιχειρήσεων στους εργαζόμενους και όχι μεταξύ των ανώτατων στελεχών όπως γίνεται μέχρι σήμερα, αφού είναι γνωστό εδώ και χρόνια το τεράστιο χάσμα που υπάρχει ανάμεσα στα ανώτερα και ανώτατα στελέχη με τους απλούς εργαζόμενους. Αντί λοιπόν η διοίκηση μιας επιχείρησης να μοιράζει τεράστια μπόνους σ’ αυτά τα στελέχη θα μπορούσε να τα διαθέτει σε όλους τους εργαζόμενους αυξάνοντας τους μισθούς. Έτσι θα απάλλασσε και τις κυβερνήσεις από το αιώνιο δίλημμα να επιβάλει ή όχι επιπλέον φόρους.

Σε κάθε περίπτωση το μείζον είναι η διατήρηση των δημοκρατικών αρχών και αξιών και η όσον το δυνατόν ευρύτερη επέκταση του νοήματος της κοινωνικής δικαιοσύνης.

Ακριβώς γιατί σήμερα και στη βάση της όξυνσης των οικονομικών αντιθέσεων αναδύονται ιδεολογίες ακραίου ρεβανσισμού οι οποίες προκύπτουν εξ αιτίας της ασυδοσίας στην ακρίβεια και της δημιουργίας ενός τεχνητού πληθωριστικού κλίματος οι οποίες στοχεύοντας στα πλέον αρχαϊκά ανθρώπινα ένστικτα επιδιώκουν να ποδηγετήσουν τη δημοκρατία και την φιλελεύθερη οικονομία.

Πάνω σ’ αυτή τη βάση δεν έχουν νόημα «τσακωμοί» στο πλαίσιο μιας δήθεν αντιπολιτευτικής άποψης για το εάν χρειάζεται να μπουν επιπλέον φόροι ή όχι, αφού ούτως ή άλλως και η αντιπολίτευση όταν θα έρθει στα πράγματα θα ακολουθήσει την ίδια φορομπηχτική λογική. Συνεπώς το θέμα δεν είναι ποιοι φόροι θα μπουν και σε ποιους αλλά μια πολιτική σε μια εντελώς διαφορετική βάση η οποία από την μια θα προτάσσει την αναδιανομή των κερδών των μεγάλων επιχειρήσεων προς όφελος των εργαζομένων και από την άλλη θα δίνει κίνητρα στους νέους επιχειρηματίες για νέες επενδύσεις, προστατεύοντας ταυτόχρονα τον μικροεπιχειρηματία. Να υπενθυμίσω ότι στην χώρα όπου ο κάθε νέος οραματίζεται να γίνει υπάλληλος στο δημόσιο, οι παραπάνω σκέψεις είναι λίγο-πολύ απρόσιτες, έως και υποχθόνιες.

Είναι σαφές ότι με βάση την κυρίαρχη αντίληψη ότι «το κράτος μας τα παίρνει» η οποία συνενώνει όλους, μικρούς και μεγάλους επιχειρηματίες, και η οποία αναπαριστά τη σύγκρουση γονιός /παιδί, η πολιτική της επιβολής φόρων μοιάζει σαν «το λάδι που μπαίνει στη φωτιά». Κάτι που ενισχύεται ακόμα περισσότερο όταν αναδύεται η ζοφερή πραγματικότητα της κρατικής διαφθοράς. Επομένως μήπως είναι καιρός να τεθούν στο τραπέζι, ως σκέψεις, και άλλες πολιτικές έξω από τα στερεότυπα, οι οποίες όμως κατανοούν πολύ καλύτερα την πραγματικότητα; Μια απλή ματιά στον προϋπολογισμό που κατατίθεται αυτές τις μέρες στη Βουλή δείχνει πως τα έσοδα από τον ΦΠΑ είναι πολλά περισσότερα από εκείνα της φορολόγησης των ατομικών εισοδημάτων. Κάτι δεν πρέπει να μας λέει αυτό;

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ