Πολιτικη & Οικονομια

Πώς προσχωρήσαμε στο ευρώ

Γιατί η Ελλάδα ζήτησε να ενταχθεί στην Ευρωπαϊκή Οικονομική και Νομισματική Ένωση;

Γιάννος Παπαντωνίου
Γιάννος Παπαντωνίου
3’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
Πώς προσχωρήσαμε στο ευρώ
© ΑΠΕ/ΜΑΡΟΓΙΑΝΝΗ ΜΑΡΙΑ

Το χρονικό της ένταξης της Ελλάδας στο ευρώ από την κυβέρνηση Σημίτη - Ο ρόλος του Γιάννου Παπαντωνίου ως υπουργού Οικονομίας και Οικονομικών

Ο Γιάννος Παπαντωνίου, μακροβιότερος Υπουργός Οικονομίας και Οικονομικών της μεταπολίτευσης, εξιστορεί, με αφορμή την εκδήλωση προς τιμήν του Κώστα Σημίτη, τα βήματα προς την ένταξη στο Ευρώ, από την Αίτηση που έστειλε μαζί με το Πρόγραμμα Σύγκλισης τον Ιούλιο του 1994 στις ευρωπαϊκές αρχές μέχρι την υπογραφή της Απόφασης για την ένταξη στο Συμβούλιο Υπουργών Οικονομίας και Οικονομικών της ΕΕ στις 19 Ιουνίου του 2000 στη Φέιρα της Πορτογαλίας.

Γιατί η Ελλάδα ζήτησε να ενταχθεί στην Ευρωπαϊκή Οικονομική και Νομισματική Ένωση; Η απουσία πλαισίου άσκησης οικονομικής πολιτικής, μεγάλες δημοσιονομικές υπερβάσεις και έλλειψη εμπιστοσύνης στο νόμισμα, λόγω υψηλού πληθωρισμού και συνεχών υποτιμήσεων, εξηγούν σε μεγάλο βαθμό την οικονομική αδυναμία της χώρας μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του 1990. Η ένταξη στην ΟΝΕ θα συνέβαλλε αποφασιστικά στην οικονομική σταθερότητα και στην επιτάχυνση της ανάπτυξης μέσα από επενδύσεις και αυξημένη εισροή ευρωπαϊκών πόρων.

Η Αίτηση για την ένταξη στην ΟΝΕ μαζί με το Πρόγραμμα Σύγκλισης κατατέθηκαν τον Ιούλιο του 1994 με επιστολή μου στο ECOFIN (Συμβούλιο Υπουργών Οικονομίας και Οικονομικών) και την Ευρωπαϊκή Επιτροπή. Η απόφαση για την κατάθεση της Αίτησης λήφθηκε εσπευσμένα από τον Πρωθυπουργό Ανδρέα Παπανδρέου με δική μου εισήγηση μόλις ανέλαβα το Υπουργείο Οικονομίας, λόγω της μεγάλης χρηματιστηριακής αναταραχής του Μαΐου του 1994 που είχε αναδείξει τις αδυναμίες της ελληνικής οικονομίας. Σε επίσκεψή μου στην Ουάσιγκτον στις αρχές Ιουλίου δέχτηκα ισχυρές πιέσεις από τον Γενικό Διευθυντή του ΔΝΤ και Ευρωπαίους αξιωματούχους για την υπαγωγή της χώρας σε πρόγραμμα εποπτείας από το ΔΝΤ και την ΕΕ. Τις εξέλαβα ως μήνυμα ότι σε επόμενη κρίση η πίεση θα ήταν αφόρητη και ενημέρωσα αμέσως τον Ανδρέα Παπανδρέου.

Μετά την ανάδειξη του Κώστα  Σημίτη στη θέση του Πρωθυπουργού τον Ιανουάριο του 1996 και την εκλογική του νίκη το Σεπτέμβριο του ίδιου χρόνου τέθηκε σε δοκιμασία η αποφασιστικότητα της χώρας για την επίτευξη των στόχων της σύγκλισης. Άμεση προτεραιότητα  υπήρξε η κατάρτιση προϋπολογισμού για το 1997. Προχώρησα, ως Υπουργός  Οικονομίας και Οικονομικών της νέας κυβέρνησης, στην κατάθεση προϋπολογισμού απολύτως ευθυγραμμισμένου με τα αυστηρά κριτήρια της ένταξης. Ο προϋπολογισμός του 1997 εκτελέστηκε με επιτυχία.

Η διαδοχή του Ανδρέα Παπανδρέου από τον Κώστα Σημίτη στην πρωθυπουργία λειτούργησε θετικά για την αξιοπιστία της χώρας. Ο Σημίτης είχε οικοδομήσει ένα καθαρό εκσυγχρονιστικό προφίλ συμβάλλοντας καθοριστικά στην ανάδειξη πλειοψηφικών ρευμάτων στην κοινωνία και το κόμμα για τη στήριξη του κυβερνητικού προγράμματος. Είχε όραμα και σχέδιο. Παράλληλα είχα ήδη συγκροτήσει οικονομικό επιτελείο, όπου μετείχε ο Λουκάς Παπαδήμος στη διοίκηση της Τράπεζας της Ελλάδας και ο Γιάννης Στουρνάρας στην προεδρία του Συμβουλίου Οικονομικών Εμπειρογνωμόνων. Στηριζόμουν επίσης σε μια ισχυρή ομάδα Υφυπουργών ενώ παράλληλα συντόνιζα την εξ Υπουργών Οικονομική Επιτροπή.

Στη μείωση του πληθωρισμού – δεύτερος μεγάλος στόχος για τη σύγκλιση– κρίσιμη σημασία είχε το «Σύμφωνο εμπιστοσύνης» που υπέγραψα μαζί με τους κοινωνικούς εταίρους το Νοέμβριο του 1997 για τον προσδιορισμό της εισοδηματικής πολιτικής.

Το νέο σύστημα προέβλεπε ότι οι μισθολογικές αυξήσεις κατά τον τρέχοντα χρόνο θα συναρτώνται όχι με τον περασμένο πληθωρισμό, όπως ίσχυε, αλλά με τον στόχο για τον πληθωρισμό που θα έθετε η κυβέρνηση για τον επόμενο χρόνο. Αν  διαπιστωνόταν υπέρβαση του στόχου, οι εργαζόμενοι θα εισέπρατταν αναδρομικά τη διαφορά. Με αυτόν τον τρόπο, οι εργαζόμενοι θα συνέβαλλαν στη μείωση του πληθωρισμού εξασφαλίζοντας ταυτόχρονα  το επίπεδο της αγοραστικής τους δύναμης.

Η πτώση του πληθωρισμού σε συνδυασμό με αυξήσεις στην παραγωγικότητα οδήγησαν σε εντυπωσιακή επιτάχυνση  των ρυθμών ανάπτυξης δημιουργώντας περιθώρια για σταθερή αύξηση των πραγματικών εισοδημάτων των εργαζομένων.

Προς το τέλος του 1997 διαπίστωσα αυξανόμενη πίεση στη δραχμή. Οι αγορές είχαν αρχίσει να προεξοφλούν μια υποτίμηση που γνώριζαν ότι έπρεπε να πραγματοποιηθεί, σύμφωνα με το χρονοδιάγραμμα της ένταξης, πριν από το τέλος του 1998.

Έπρεπε να τηρηθεί απόλυτη εμπιστευτικότητα. Τυχόν διαρροή θα οδηγούσε σε ανεξέλεγκτη υποτίμηση που θα ανέτρεπε τα επιτεύγματα της οικονομικής πολιτικής, καθιστώντας ανέφικτη την ίδια την ένταξη και προκαλώντας πιθανότατα την πτώση της κυβέρνησης. Οι τεχνοκρατικές συζητήσεις για το ύψος της υποτίμησης δεν κατέληγαν. Οι Γερμανοί εκτιμούσαν ότι η κάλυψη της ελλείμματος ανταγωνιστικότητας απαιτούσε προσαρμογή της ισοτιμίας κατά τουλάχιστον 20%. Θεωρούσα, αντίθετα, με βάση εκτιμήσεις του Υπουργείου και της Τράπεζας της Ελλάδας, ότι ένα ποσοστό της τάξης του 10% ήταν επαρκές.

Το ζήτημα λύθηκε σε τηλεφωνική επικοινωνία μου με τον Γερμανό Υπουργό Οικονομικών Τέο Βάιγκελ. Η συνομιλία ήταν δύσκολη, αλλά κατέληξε σε συμβιβασμό, κοντά στις ελληνικές θέσεις. Συμφωνήθηκε ποσοστό 12,1%.

Την Πέμπτη 12 Μαρτίου, κρίνοντας ότι επικρατούσαν οι κατάλληλες συνθήκες στις διεθνείς αγορές, ζήτησα την άμεση σύγκληση της Νομισματικής Επιτροπής – όπου μετείχαν οι εκπρόσωποι των Υπουργών - και τη λήψη της σχετικής απόφασης που θα επικύρωνε στη συνέχεια το ECOFIN. Την Παρασκευή το πρωί ενημέρωσα όλους τους συναδέλφους Υπουργούς Οικονομίας και Οικονομικών του ECOFIN σε πλαίσιο αυστηρής εμπιστευτικότητας. Η Επιτροπή συνήλθε το Σάββατο, 14 Μαρτίου, χωρίς να ανακοινωθεί το θέμα της συνεδρίασης ώστε να διαφυλαχθεί το απόρρητο της διαδικασίας. Η νέα κεντρική ισοτιμία της δραχμής ορίστηκε στις 375 δραχμές ανά ECU (Ευρωπαϊκή Νομισματική Μονάδα, που διαδέχτηκε το Ευρώ), όπως είχα συμφωνήσει με τον Τέο Βάιγκελ. Ακολούθησε αμέσως η επικύρωση από το Συμβούλιο ECOFIN.

Η επιτυχής ολοκλήρωση της υποτίμησης με ταυτόχρονη είσοδο της δραχμής στον Μηχανισμό Συναλλαγματικών Ισοτιμιών της ΕΕ, η πιστή εκτέλεση του προϋπολογισμού του 1997 και η μεγάλη πτώση του πληθωρισμού άνοιξαν το δρόμο για την ένταξη.

Η αλλαγή κλίματος ήταν εμφανής στην άτυπη σύνοδο του ECOFIN στο Γιορκ, τον Μάρτιο του 1998, λίγες μέρες μετά την υποτίμηση, επί βρετανικής προεδρίας. Ο Επίτροπος Ντε Σιλγκί την χαρακτήρισε, με αρκετή δόση υπερβολής, «αριστούργημα»! Ο προεδρεύων Γκόρντον Μπράουν, Υπουργός Οικονομικών και μετέπειτα πρωθυπουργός της Βρετανίας, και πολλοί συνάδελφοι Υπουργοί μου απηύθυναν συγχαρητήρια για την αποτελεσματικότητα της ελληνικής πολιτικής. 

Το 2000 η Ελλάδα είχε εκπληρώσει όλα τα κριτήρια της Συνθήκης του Μάαστριχτ. Η προσχώρηση στο Ευρώ πραγματοποιήθηκε με Απόφαση  του Συμβουλίου ECOFIN, που υπέγραψα στις 19 Ιουνίου 2000 κατά τη διάρκεια της Συνόδου του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου στη Φέιρα της Πορτογαλίας.

Σε ομιλία μου στη Βουλή σημείωνα ότι η Ελλάδα «πρέπει να κινηθεί αποφασιστικά» στην κατεύθυνση των μεγάλων μεταρρυθμίσεων για να μετουσιώσει την οικονομική επιτυχία των τελευταίων ετών σε καλύτερη ποιότητα ζωής για τις Ελληνίδες και τους Έλληνες.

Η Ελλάδα, όμως, δεν κινήθηκε αποφασιστικά – μάλλον το αντίθετο – μετά την ένταξη με αποτέλεσμα αυτή η πρόβλεψη-ευχή να παραμένει, είκοσι χρόνια μετά, ανεκπλήρωτη.

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ