Πολιτικη & Οικονομια

Αναθεωρώντας (τον Νίκο Μπίστη) και προχωρώντας

«Ας αφήσει όσους συμπορευτήκαμε με τον Κύρκο, τον Γιάνναρο και τον Παπαγιαννάκη να νοσταλγούμε και να εμπνεόμαστε, χωρίς να τους φορτώνουμε τις σημερινές επιλογές μας»

georgakopoulos-thanasis.jpg
Θανάσης Γεωργακόπουλος
5’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
Λεωνίδας Κύρκος
© ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΣ ΒΑΣΙΛΗΣ / ΕΥΡΩΚΙΝΗΣΗ

Ο Θανάσης Γεωργακόπουλος απαντά στον Νίκο Μπίστη και το άρθρο του για τα κίνητρα αυτών που επικαλούνται το παρελθόν για να χτυπήσουν την Αριστερά σήμερα.

Ο γνωστός και συχνός «αναθεωρητής» (όσον αφορά, κυρίως, τη δική του πορεία) Νίκος Μπίστης σε ένα άρθρο του στο News247 προχωρά σε μια ψυχιατρικίζουσα ανάλυση όσων επικαλούνται την «Αριστερά των Κύρκου, Γιάνναρου και Παπαγιαννάκη», σε αντίστιξη και αντιπαράθεση με τον βίο και την πολιτεία του ΣΥΡΙΖΑ.

Τους χωρίζει σε δύο κατηγορίες. Αφενός σε αυτούς που νοσταλγούν ειλικρινά μια «μικρή αλλά έντιμη Αριστερά» και αφετέρου στους «υποκριτές» οι οποίοι, ενώ έχουν «καταταγεί στην ανακτορική φρουρά του Μητσοτάκη», χρησιμοποιούν τα αριστερά τους νιάτα σαν «διαβατήριο για την είσοδο στην δεξιά επικράτεια» ως «φυσική συνέχεια και κατάληξη της ανανεωτικής Αριστεράς».

Παρά τη φιλότιμη προσπάθειά του να δικαιολογήσει τη δική του ένταξη στον ΣΥΡΙΖΑ, έπειτα από μια δαιδαλώδη πολιτική πορεία, μόνο μια φράση στέκει από το κείμενό του. Πως «δεν μπορεί να γίνει ανεκτό να φορτώνουν σε ανθρώπους που δεν είναι πλέον εν ζωή τις δικές τους σημερινές πολιτικές επιλογές και συμπεριφορές». Απλώς, βέβαια, αυτό ισχύει πρωτίστως για τον ίδιο, όταν στο ίδιο κείμενο εμφανίζεται -εμμέσως πλην σαφώς- ως ιδανικός συνεχιστής όλων, σχεδόν, των μεταπολιτευτικών εκδοχών της Αριστεράς.

Ας δούμε λίγο πιο αναλυτικά τους ισχυρισμούς του κειμένου. Όσον αφορά την πρώτη κατηγορία, αυτή των «ειλικρινών νοσταλγών», ο Νίκος Μπίστης αποδεικνύει πως, δυστυχώς, δεν κατάλαβε και πολλά πράγματα από το σύντομο πέρασμά του από το ΚΚΕ ΕΣΩΤΕΡΙΚΟΥ, ίσως επειδή αποχώρησε γρήγορα υπερασπιζόμενος το «Κ» και αντιδρώντας στη μετεξέλιξή του στο ευρύτερο αριστερό σχήμα της ΕΑΡ.

Αντιπαραβάλλει, λοιπόν, τη νοσταλγία για εκείνη την Αριστερά με τον ΣΥΡΙΖΑ, με την «υπαρκτή Αριστερά του σήμερα (...) που καθορίζει εξελίξεις, θέλει και μπορεί να κυβερνήσει για να αλλάξει την πορεία του τόπου». Και για να στηρίξει την άποψή του αναφέρεται υποτιμητικά στο μικρό εκλογικό μέγεθος εκείνης της αριστεράς και στο ότι είχε μόνο «εκπολιτιστικό ρόλο», καθώς, «μπόλιασε την πολιτική ζωή της χώρας (...) με πολιτικές για τα δικαιώματα, τον φεμινισμό, το περιβάλλον».

Όμως, η ανανεωτική αριστερά δεν περιορίσθηκε μεταπολιτευτικά στα -κατά Μπίστη- δευτερεύοντα. Αντίθετα, πρότεινε, αμέσως μετά την πτώση της δικτατορίας, τους «Στόχους του Έθνους» και την ΕΑΔΕ, δηλαδή, μια εναλλακτική στρατηγική για την πορεία του τόπου, ενώ αργότερα, προ του ‘81, μια μεταρρυθμιστική και συναινετική στρατηγική αντί της «δομικής αντιπολίτευσης» του όχι σε όλα και στο σταυρικό ζήτημα της ένταξης στην ΕΟΚ αντιτάχθηκε στο «ΕΟΚ και ΝΑΤΟ το ίδιο συνδικάτο» της λοιπής «αριστερής» αντιπολίτευσης. Οι στρατηγικές αυτές πράγματι -αλλά δυστυχώς- ηττήθηκαν από την «ιερή συμμαχία» ΠΑΣΟΚ & ΚΚΕ και τον εκλογικισμό/λαϊκισμό του -τότε- ΠΑΣΟΚ. Σήμερα, όμως, γνωρίζουμε καλά τις επιπτώσεις που είχε η ήττα αυτών των στρατηγικών για τον τόπο, ανεξαρτήτως αν μετέπειτα εν πολλοίς δικαιώθηκαν. Γνωρίζουμε, επίσης, πως ακριβώς αυτή η ήττα, είχε, εκτός πολλών άλλων, αποφασιστική συμμετοχή στην καθήλωση σε μικρό μέγεθος του ΚΚΕ ΕΣΩΤΕΡΙΚΟΥ.

Βέβαια, ο Ν. Μπίστης, μετά την προαναφερθείσα υποτίμηση, προσπαθεί πονηρά να φέρει και «δώρα στους Δαναούς», δηλαδή, στους «νοσταλγούς της μικρής και έντιμης Αριστεράς», λέγοντάς τους «μπορούμε άνετα να συμπορευθούμε, στον βαθμό που θα μετατρέψουν την νοσταλγία σε δύναμη αλλαγής».

Αγνοεί συνειδητά πως οι «νοσταλγοί» πίστευαν και πιστεύουν στον παιδαγωγικό και «καθοδηγητικό» ρόλο της δικής τους Αριστεράς και βρίσκονταν στον αντίποδα της υποταγής στο «αυθόρμητο των μαζών» και της εκμετάλλευσης των πιο καθυστερημένων και λούμπεν στοιχείων της κοινωνίας με αποκλειστικό στόχο την κατάληψη (όλων των αρμών) της εξουσίας. Αυτό, δηλαδή, που έκανε και συνεχίζει να κάνει ο ΣΥΡΙΖΑ, η -κατ’ αυτόν- «υπαρκτή Αριστερά».

Ας πάμε τώρα στην -κατά Μπίστη- δεύτερη κατηγορία αυτών που ονομάζει προσβλητικά «αυτοκρατορική φρουρά του Μητσοτάκη» που υποτίθεται πως χρησιμοποιούν τα αριστερά τους νιάτα -παρότι τα μισούν- σαν «ένα ιδεολογικό καταπέλτη που τους εκτοξεύει στην επικράτεια Μητσοτάκη, η οποία δεν είναι πλέον βιότοπος της δεξιάς αλλά η φυσική συνέχεια και κατάληξη της ανανεωτικής Αριστεράς».

Ας παρακάμψουμε, προς στιγμήν, το σχήμα/εφεύρημα που συνοδεύεται από τον ψυχιατρικίζοντα όρο της μεταμέλειας και τον ιατρικό της μετάλλαξης και το οποίο δεν έχει πέσει στην αντίληψή μου να χρησιμοποιείται από τους άμεσα... ενδιαφερόμενους κι ας πάμε στην ουσία.

Όσοι και όσες προέρχονται από την ανανεωτική αριστερά και απλώς πιστεύουν πως στην παρούσα ιστορική περίοδο ο Κ. Μητσοτάκης αποτελεί σε δύσκολους καιρούς την βέλτιστη λύση για την ηγεσία της χώρας δεν χρειάζονται ούτε ψυχίατρο ούτε γιατρό. Επιπλέον, δεν έχουν δώσει δείγματα χρησιμοποίησης της νιότης τους ώστε να προσπορισθούν σήμερα κάποιο όφελος, σε αντίθεση με πολλούς γνωστούς και μη εξαιρετέους της «αντίπερα όχθης».

Δεν μισούν τα νιάτα τους -όπως παραπειστικά και υποβολιμαία- ισχυρίζεται ο Ν. Μπίστης αντίθετα κρατούν ορισμένα θεμελιώδη από τη θητεία τους στην ανανεωτική αριστερά. Το κυριότερο από αυτά είναι πως το εθνικό και συλλογικό συμφέρον είναι υπέρτερο έναντι του κομματικού ή/και προσωπικού. Αυτό πρότασσε πάντα το ΚΚΕ ΕΣΩΤΕΡΙΚΟΥ και αναφέρθηκαν προηγουμένως οι στρατηγικές επιλογές που το επιβεβαιώνουν. Μπορεί να είχαν πολιτικό κόστος, στο οποίο ο Ν. Μπίστης αναφέρεται περιφρονητικά, αλλά αποτελεί την πιο κρίσιμη παρακαταθήκη της πολιτικής του παρουσίας.

Κρατούν, επίσης, την επιμονή στον ήπιο και τεκμηριωμένο πολιτικό λόγο ή/και τη συναινετική διάθεση της ανανεωτικής αριστεράς και τη συνακόλουθη παθιασμένη καταδίκη της εχθροπάθειας, της βιαιότητας, της δημαγωγίας ακόμα και της ανοχής στη βία. Δηλαδή, όλα όσα από το 2010 και εντεύθεν χαρακτηρίζουν την παρουσία του ΣΥΡΙΖΑ.

Κρατούν, επιπλέον, τον επίμονο ευρωπαϊσμό της ανανεωτικής αριστεράς, ο οποίος στα πρώτα χρόνια της μεταπολίτευσης είχε βαφτισθεί πολιτική «ουράς της Δεξιάς» και είναι -το λιγότερο-καχύποπτοι με το τωρινό κόμμα του Ν. Μπίστη που έπαιξε στα ζάρια την ευρωπαϊκή ένταξη της χώρας. Στάση η οποία μαζί με τον ολέθριο αντιμνημονιακό λαϊκισμό δημιούργησε νέες διαχωριστικές γραμμές. Το ξέρει και ο ίδιος, άλλωστε, αφού βρέθηκε στην «από εδώ πλευρά» αυτών των γραμμών για σημαντικό χρονικό διάστημα πριν «μεταμεληθεί» και μεταπηδήσει.

Όμως, για να μην απεραντολογούμε αλλά και να μη «δουλευόμαστε» μεταξύ μας υπάρχει και η πρόσφατη πολιτική ιστορία του χώρου που απαντά σε όσα σήμερα υποστηρίζει ο Ν. Μπίστης. Όταν η ανανεωτική αριστερά έπαψε, κατ’ ουσίαν, να διαθέτει αυτόνομη πολιτική εκπροσώπηση, καθώς ξεκίνησε, επί προεδρίας Κωνσταντόπουλου, η μετάλλαξη του Συνασπισμού ενώ παράλληλα στην ηγεσία της χώρας βρέθηκε ο Κώστας Σημίτης, εκατοντάδες στελέχη, μέλη και ψηφοφόροι του, εμφορούμενοι από την πρόταξη του εθνικού συμφέροντος, αποχώρησαν ώστε να στηρίξουν το εκσυγχρονιστικό εγχείρημα. Κι επειδή αποχωρήσαμε μαζί με τον Ν. Μπίστη το 2000 από τον Συνασπισμό δημιουργώντας την ΑΕΚΑ, είμαι σίγουρος πως θυμάται πως ακούγαμε παρόμοιες κατηγορίες με αυτές που εξαπολύει τώρα ο ίδιος εναντίον τόσο των «νοσταλγών» όσο και των «φρουρών». Να σημειώσω δε πως αυτά συνέβησαν πριν προχωρήσει πολύ περισσότερο η μετάλλαξη με τη δημιουργία του ΣΥΡΙΖΑ, την οποία, μάλιστα, προβλέπαμε και καταγγέλλαμε στο κείμενο της αποχώρησής μας.

Και για να κλείσω λίγο χιουμοριστικά, ας αναφερθώ σε ένα απόσπασμα του άρθρου του Ν. Μπίστη στο οποίο καταγγέλλει όσους υποτίθεται θεωρούν πως υπό την ηγεσία Μητσοτάκη έχει δημιουργηθεί ένας «χαρούμενος χώρος όπου δεξιοί, κεντρώοι, πασόκοι, αριστεροί, φιλελεύθεροι και συντηρητικοί φτιάχνουν ένα υγιεινό πολτό που προωθεί την ανάπτυξη και την νεωτερικότητα». Το γράφει παρότι γνωρίζει πως στην άλλη πλευρά βρίσκεται ο πραγματικός πολτός. Πώς αλλιώς μπορεί να χαρακτηρισθεί ένα σχήμα το οποίο περιλαμβάνει από τον Τσακαλώτο ως τον Αντώναρο, από τον Βούτση ως την Τζάκρη, από τον Φλαμπουράρη ως τον Μιθριδάτη, από τον Δραγασάκη ως τον Σπίρτζη, από τον Φίλη ως την Κουντουρά, από τον Πολάκη ως τη Χρυσοβελώνη και πάει λέγοντας. Ένας πολτός που, αφού συγκυβέρνησε με τους ΑΝΕΛ του Καμμένου, στη συνέχεια τους ενσωμάτωσε και, πλέον, αποτελείται από νεοκομμουνιστές, μετακομμουνιστές, φιλο-Ρουβίκωνες, τσοχατζοπουλικούς πασόκους, λαϊκοδεξιούς, μικροκαραμανλικά ρετάλια, με συνεκτικό ιστό την προσδοκία της εξουσίας.

Εν ολίγοις, η κατά Μπίστη «υπαρκτή Αριστερά» είναι ένα μεταμοντέρνο λαϊκίστικο μόρφωμα.

Ας αφήσει λοιπόν όσους συμπορευτήκαμε και συνδεθήκαμε -πολιτικά και προσωπικά- με τον Κύρκο, τον Γιάνναρο και τον Παπαγιαννάκη να νοσταλγούμε εκείνα τα χρόνια και να εξακολουθούμε να εμπνεόμαστε από πολλά στοιχεία εκείνης της πορείας, χωρίς, βέβαια, να τους φορτώνουμε τις όποιες σημερινές επιλογές μας.

Το μόνο σίγουρο είναι πως η απόσταση όσων μας ενέπνευσαν στα νιάτα μας με το σημερινό μόρφωμα του ΣΥΡΙΖΑ μετρείται σε αρκετά έτη φωτός. Και αυτό αδυνατεί να το διαψεύσει ο Ν. Μπίστης όσο κι αν προσπαθήσει.

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ