Πολιτικη & Οικονομια

Η οδυνηρή εξουσία της νομιμοποιημένης ανομίας…

«Η ανικανότητα και η φαυλότητα πρέπει να έχουν όνομα»

59189009_2154225567959075_3788618135297327104_n.jpg
Κώστας Κυριακόπουλος
2’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
Το πολύνεκρο σιδηροδρομικό δυστύχημα στα Τέμπη, η παράδοση του επιτήδειου κράτους, η νομιμοποιημένη ανομία.
© Stringer / SOOC

Το πολύνεκρο σιδηροδρομικό δυστύχημα στα Τέμπη, η παράδοση του επιτήδειου κράτους, η νομιμοποιημένη ανομία.

Ας παραδεχθούμε κάτι, την ώρα που ακόμα τα δάκρυα των ξένων δεν έχουν στεγνώσει ακόμα, των γονιών δεν θα στεγνώσουν ποτέ όσο και αν οι ψυχές τους θα μοιάζουν από εδώ και στο εξής με «φαιά νταμάρια». Η ανικανότητα και η φαυλότητα δεν έχουν ιδεολογικό χρώμα, δεν έχουν πολιτική καταγωγή ούτε και κομματική ιδιοκτησία. Ούτε και προστασία από την αχλή οποιασδήποτε κληρονομημένης ατιμωρησίας. Η ανικανότητα και η φαυλότητα πρέπει να έχουν όνομα. Αλλιώς μεταμορφώνονται σε ακόμα ένα τέρας που μεγαλώνει ανάμεσά μας και το μόνο που κάνουμε είναι να συνηθίζουμε τη συνύπαρξη μαζί του.

Η ιστορία του ελληνικού κράτους, ένα παγκόσμιο case study  άθλιας υποταγής σε συμφέροντα και πανταχόθεν διεκδικήσεις πελατειακής προσδοκίας, είναι γεμάτη από Τέμπη. Γεμάτη από την απόκοσμη παράνοια του θανάτου που μας καλεί να συμβιώσουμε με τις αιτίες σαν να είναι απλώς παιδικές ασθένειες που είτε θέλουμε είτε όχι θα τις περάσουμε και άντε το πολύ να αφήσουν μερικές κηλίδες στο συλλογικό μας δέρμα. Που και αυτές δεν θα ενοχλούν καν με τις επεμβάσεις της σύγχρονης επιστήμης. Μόνο που και αυτές αισθητικές είναι, για το θεαθήναι, για το σουλούπωμα και τον καθησυχασμό της επιφανειακής ενόχλησης. Αυτό κάνει το ελληνικό κράτος, ένα ατέλειωτο μπότοξ στην εμφάνισή του χωρίς να βάζει το νυστέρι στα βαθιά, στις αιτίες.

Η παράδοση του επιτήδειου κράτους, αυτή κρατεί καλά. Το κράτος «μαγκιόρος» που συναγωνίζεται τον προηγούμενο ή ακόμα και τον επόμενο σε μαγκιά, σε καταφερτζιλίκι, σε αγώνες ανομίας μεταμφιεσμένης σε νεωτερικότητα και μεταρρύθμιση. Οι πραγματικές μεταρρυθμίσεις όπως αυτές των εποχών του Τρικούπη, του Βενιζέλου, του Καραμανλή έβαλαν θεμέλια. Ή τουλάχιστον αυτό προσδοκούσαν. Η συλλογική αίσθηση της νομιμοποιημένης ανομίας σε κάθε επίπεδο της κοινωνίας αντικατέστησε στην πορεία κάθε υγιή προδιάθεση έστω και για μίμηση άλλων ευρωπαϊκών κοινωνιών. Ο μύθος του καταφερτζή Έλληνα δεν είναι ανέκδοτο, είναι φρικτή πληγή.

Μια πληγή που δεν κλείνει ποτέ έχοντας στο πλάι της μια ολόκληρη ρητορεία. Το «πάμε κι όπου βγει» που ακούστηκε πριν από το ταξίδι των τρένων στον Άδη, μπορεί να ακούστηκε για χίλιους δυο άλλους λόγους και όχι ως παράλογη προφητεία, να περίμενε κάποιος ότι «μπορεί να φτάσουμε αλλά μπορεί και να σκοτωθούμε ή να λιώσουν κορμιά ανθρώπων στους 1.500 βαθμούς». Αλλά αυτό δείχνει η πυξίδα. «Πάμε κι όπου βγούμε». Δίχως σχέδιο, δίχως μελέτη, δίχως προβλέψεις, δίχως στυγνούς επαγγελματίες. Μόνο με ερασιτέχνες που κατά τύχη ή κατά παραγγελία βρίσκονται εκεί όπου βρίσκονται. Επειδή μέσα στον λαβύρινθο του ανομικού κράτους έτυχε να βρουν έναν μίτο που τους παραμύθιασε όχι μόνο ότι θα βγουν αλλά και ότι αυτός είναι ο μόνος δρόμος προς την κανονική έξοδο. Ανεξάρτητα αν έβγαιναν από την πόρτα που είχαν μπει…

Μια κοινωνία κομματιασμένη σε μικροκοινότητες με κριτήριο τα διαφορετικά τους και συνήθως αλληλοσυγκρουόμενα συμφέροντα, ένα επαρχιακό λούνα παρκ που άλλοτε πιστεύει ότι μπορεί να εξελιχθεί σε μοντέρνο παιδότοπο και άλλοτε σε πάρκο πολλαπλών ενεργειακών χρήσεων. Οι αναθυμιάσεις εχθροπάθειας, κοινωνιοπάθειας και άλλων παθήσεων που αποπνέουν οι Έλληνες χρήστες των social δεν σταματούν ούτε και όταν ο πόνος κι ο θρήνος είναι έξω από κάθε λογική, εκεί όπου ο άνθρωπος από τότε που σηκώθηκε στα δυο του πόδια, έχει μάθει να σωπαίνει. Δυστυχώς, ο Χέμινγουέι δεν ήταν Έλληνας για να είχαμε πιθανότητες στις σχολικές αίθουσες εκεί όπου μικροί βλέπαμε τα «Ζήτω το έθνος» και «Ζήτω  η Ελλάς» να υπήρχε και το «Χρειάστηκα δύο χρόνια για να μάθω να μιλάω και εξήντα για να μάθω να μην λέω τίποτα»…

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ