Πολιτικη & Οικονομια

Τσόρι ή Μήτρογλου;

20127-92227.JPG
Γιώργος Σιακαντάρης
3’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
77338-155822.jpg

Παρακολουθώ ποδόσφαιρο, στα γήπεδα και όχι στον καναπέ που λένε, από πολύ μικρός. Και ελπίζω ότι θα πηγαίνω στα γήπεδα όσο με βαστούν τα πόδια μου και το μυαλό μου. Κυρίως το μυαλό μου. Γιατί το ποδόσφαιρο, πέρα από τις κοινοτοπίες που το χαρακτηρίζουν ως όπιο του λαού, είναι πολύ υψηλής πνευματικής στάθμης άθλημα. Το ποδόσφαιρο δεν είναι μόνο ένα απλό παιγνίδι για την εκτόνωση κάποιων κοινωνικά και οικονομικά καταπιεσμένων. Δεν είναι μόνο επιχειρηματική δραστηριότητα. Δεν είναι μόνο «ξέδομα». Δεν είναι μόνο πάθος. Είναι και αυτά βεβαίως. Και τελευταία όλο και περισσότερο είναι μόνο αυτά.

Πέρα όμως απ’ αυτά, το ποδόσφαιρο, αν και έχει μεσαιωνικές καταβολές, κατάφερε να αναδειχτεί στο δημοφιλέστερο ομαδικό άθλημα μόνο μετά τη βιομηχανική επανάσταση, τη μετάβαση από τις αγροτικές κοινωνίες στις αστικές, την κατάρρευση της αριστοκρατίας και τη μετατροπή μεγάλου τμήματός της σε αστική τάξη. Εξέλιξη που στηρίχτηκε στην εμφάνιση του προλεταριάτου και γενικότερα στην είσοδο των μαζών στην κεντρική πολιτική και κοινωνική σκηνή. Η άνοδος της απήχησης του ποδοσφαίρου συνδέεται με την εποχή της μαζικοποίησης της πολιτικής. Το ποδόσφαιρο είναι το άθλημα της νεωτερικότητας. Αυτό συνδυάζει την αποδοχή της αυτοτέλειας και αυτονομίας του ατόμου ως υπέρτατης αξίας για τη συγκρότηση των κοινωνιών µε τη μέγιστη αποτελεσματικότητα που προκύπτει, όταν αυτή η αυτόνομη προσωπικότητα συνεργάζεται και εντάσσεται πλήρως σε συλλογικότητες. Στο ποδόσφαιρο το αυτόνομο άτομο εντάσσεται σ’ ένα σύνολο, όπου τα πάντα εξαρτώνται από τη δυνατότητά του να συνδυάζει τις δικές του φυσικές και κυρίως πνευματικές ικανότητες με τις ικανότητες των άλλων. Βεβαίως γνωρίζω ότι όλα τα παραπάνω είναι ένας ιδεότυπος. Απαραίτητος για την ερμηνεία της πραγματικότητας, αλλά όχι ταυτισμένος με αυτήν.

Στην Ελλάδα αυτός ο ιδεότυπος ηττάται κατά κράτος από την πραγματικότητα. Μερικοί λένε πως το ποδόσφαιρο είναι ο καθρέφτης κάθε κοινωνίας. Μπορεί. Στην Ελλάδα όμως το ποδόσφαιρο δεν είναι καθρέφτης, αλλά παράθυρο. Ανοίγοντάς το βλέπεις «πιάτο» ολόκληρη την ελληνική κοινωνία. Βλέπεις τα καλλιεργούμενα φυτά του λαϊκισμού, της ανομίας, του «δεν πληρώνω», της παραβατικότητας, της υπόγειας συναλλαγής, της απουσίας πραγματικών ελίτ, της ίδιας της αήθειας. Το ελληνικό ποδόσφαιρο καταναλώνει σε υπερθετικό βαθμό ό,τι παράγει η ελληνική κοινωνία. Η είσοδος νεόπλουτων και αγράμματων παραγόντων στο ποδόσφαιρο, οι παράγκες πότε του ενός και πότε του άλλου, οι πολλές και φανατικές αθλητικές εφημερίδες, η ακατάπαυστη ηθικολογία του φανατισμού των δήθεν ουδέτερων δημοσιογράφων είναι το παράθυρο από το οποίο φαίνεται μια κοινωνία που βραβεύει την αήθεια.

Ακριβώς πριν λίγες μέρες σ’ ένα γήπεδο βραβεύτηκε αυτή η αήθεια. Το προηγούμενο Σάββατο βρέθηκα στο «Καραϊσκάκης». Ο Ολυμπιακός κέρδισε πέναλτι. Ο σέντερ φορ Κώστας Μήτρογλου έσπρωξε τον πραγματικό ηγέτη της ομάδας και αυτόν που έχει την εντολή από τον προπονητή του να χτυπάει τα πέναλτι τον Τσόρι Ντομίνγκες και ανέλαβε αυτός να το κτυπήσει. Στη συνέχεια ο Ντομίνγκες αρνήθηκε τη μισο-συγγνώμη του Μήτρογλου και δεν πανηγύρισε μαζί του με συνέπεια ο «καουμπόι με τα εξάσφαιρα» (έτσι πανηγυρίζει τα γκολ του) να τον απωθήσει. Σε μια κανονική χώρα ο «πιστολέρο» θα έπρεπε είτε να αποβληθεί από το διαιτητή είτε να αντικατασταθεί από τον προπονητή του. Τι έγινε; Ας αφήσω ότι οι αποδοκιμασίες εναντίον του ήταν πολύ χλιαρές, ας αφήσω ότι βρέθηκαν άνθρωποι που στο διαδίκτυο μοίρασαν τις ευθύνες μεταξύ αυτού που δεν του επιτρέπουν να κάνει ότι του έχει ανατεθεί, με αυτόν που κάνει ό,τι θέλει. Αν τελειώναμε εδώ θα μπορούσε να ισχυριστεί κάποιος, «ε, και τι έγινε, πρώτη φορά είναι που αυτή η κοινωνία δεν οργίζεται με όσους δεν επιτρέπουν σ’ όσους θέλουν να κάνουν τη δουλειά που τούς έχει ανατεθεί; Μη το κάνεις και θέμα».

Συνέβη όμως και κάτι ακόμη, στο οποίο απ’ όσο γνωρίζω κανείς δεν αναφέρθηκε. Στο τέλος του αγώνα οι δημοσιογράφοι όχι μόνο δεν αποδοκίμασαν τον πιστολέρο, αλλά και τον ανέδειξαν σε MVP της συνάντησης. Στο όνομα της όποιας αποτελεσματικότητας ανέδειξαν σε αξία την αήθεια. Επιβράβευσαν την αήθεια, επειδή αυτή έβαλε γκολ. Αυτό είναι πέρα από το «ο σκοπός αγιάζει τα μέσα». Είναι κάτι πολύ χειρότερο. Εδώ το αποτέλεσμα καθορίζει τους σκοπούς, τα μέσα και τις αξίες. Κάτι τέτοιο δεν έχει καμία σχέση με το ποδόσφαιρο, όπως το περιέγραψα στην αρχή. Αυτό είναι εξαχρείωση.

Νομίζετε όμως ότι εδώ τελειώνουμε; Όχι, αυτή η εξαχρείωση δεν έχει πάτο. Θαυμάστε απάντηση του διευθυντή επικοινωνίας του Ολυμπιακού, κυρίου Καραπαπά: «Εμείς είμαστε Ολυμπιακοί και βράζει το αίμα μας. Και επειδή βλέπω και πολλούς αντιπάλους μας στη θεωρία να ασχολούνται, σύντομα θα μάθουν και αυτοί πόσο βράζει το αίμα μας». Μέχρι και εισαγγελέας θα μπορούσε να τον εγκαλέσει για προτροπή σε βία. Αλλά ας το αφήσουμε αυτό. Εδώ έχουμε συμπυκνωμένη σε είκοσι εννιά λέξεις όλη την παθογένεια, όχι του ποδοσφαίρου, αλλά της κοινωνίας μας. Γιατί δεν φτάνει που απ’ όσα φημολογούνται (λέω φημολογούνται γιατί σε μια κοινωνία δικαίου κάθε ενοχή πρέπει να αποδεικνύεται στη δικαιοσύνη) στο ποδόσφαιρό μας η επιχειρηματικότητα διαπλέκεται με ανθρώπους του παράνομου στοιχήματος, του λαθρεμπορίου και με μπαταχτσήδες, αλλά αυτή νομιμοποιείται από επικοινωνιολόγους και δημοσιογράφους, όπως αυτοί που ανέφερα, οι οποίοι κατευθύνουν «ιδεολογικά» τους ιδιωτικούς στρατούς των θυρών.

Τελικά, ναι, είναι αλήθεια. Κάθε λαός έχει τους επικοινωνιολόγους και τους δημοσιογράφους που του αξίζουν. Αυτούς που επικροτούν την άνευ κανόνων και νόμων, τη µε κάθε μέσο επικράτηση ανθρώπων που ο νόμος δεν είναι και η πρώτη τους αγάπη. Αυτά όμως είναι πράγματα άσχετα με το ποδόσφαιρο που αγαπώ. Το ποδόσφαιρο ως απόλαυση, πάθος, αλλά και πνευματική άσκηση που ξεκουράζει.

ΕΓΓΡΑΦΕΙΤΕ ΣΤΟ NEWSLETTER ΜΑΣ

Tα καλύτερα άρθρα της ημέρας έρχονται στο mail σου

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ

ΔΕΙΤΕ ΕΠΙΣΗΣ

Έχετε δει 20 από 200 άρθρα.