Σωκράτης Καλκάνης
Ο Σωκράτης Καλκάνης σε νεαρή ηλικία
Ελλαδα

Σωκράτης Καλκάνης: Ο βασιλιάς του King George

Ο κληρονόμος του θρυλικού ξενοδοχείου έζησε μια συναρπαστική ζωή και ο Γιώργος Παυριανός που τον γνώρισε τη διηγείται μέσα από την ιστορία του ξενοδοχείου
4831-35211.jpg
Γιώργος Παυριανός
ΤΕΥΧΟΣ 915
17’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
UPD

Σωκράτης Καλκάνης: Η ζωή του ιδιοκτήτη του εμβληματικού ξενοδοχείου King George της πλατείας Συντάγματος

Ήταν όμορφος, ευγενικός, πλούσιος, γενναιόδωρος. Κληρονόμησε το ξενοδοχείο King George και έγινε ο βασιλιάς του. Έζησε μια συναρπαστική ζωή, γνώρισε διάσημους και σημαντικούς ανθρώπους και είδε τις δύο πλευρές του νομίσματος, την κορώνα και τα γράμματα. Οι μόνοι άνθρωποι που εκτιμούσε ήταν οι φίλοι του. Ένας από αυτούς ήμουν κι εγώ. Έζησα κοντά του μυθιστορηματικές καταστάσεις και σχεδόν κάθε μέρα που μιλούσαμε, τον άκουγα να αφηγείται συναρπαστικές ιστορίες για το ξενοδοχείο και για τον ίδιο. Μερικές από αυτές τις ιστορίες θα προσπαθήσω να θυμηθώ εις μνήμην του, προτού ο Χρόνος αρχίσει να σβήνει τη δική μου μνήμη...

Η ιστορία ξεκινάει από παλιά, από πολύ παλιά. Συγκεκριμένα από την Κυριακή των Βαΐων, τα ξημερώματα της 11ης Απριλίου 1826. Τότε έγινε η απελπισμένη έξοδος των πολιορκημένων αγωνιστών του Μεσολογγίου. Σκοτώθηκαν πάρα πολλοί, αλλά η οικογένεια Καλκάνη (Καλκάνι είναι το όνομα ενός πολύ νόστιμου ψαριού) κατόρθωσε να γλιτώσει και κατέφυγε στη Λευκάδα. Εκεί έγιναν μεγάλοι και τρανοί, με οικόσημα και θυρεούς. Κάποια στιγμή ήρθαν στην Αθήνα, όπου ο παππούς του Σωκράτης, απέκτησε δύο αγόρια. Το ένα αγόρι, ο Δημήτρης Καλκάνης, ίδρυσε μια τεχνική εταιρεία που αναλάμβανε μεγάλα έργα. Έχτισε το Κολλέγιο Αθηνών, το θέατρο Rex και το σπίτι στο Καστρί, το οποίοέκανε δώρο στον Γεώργιο Παπανδρέου, τον Γέρο της Δημοκρατίας. Tο 1936 έχτισε το King GeorgeII, ένα πενταόροφο κτίριο δίπλα στο ξενοδοχείο «Μεγάλη Βρεταννία» στην πλατεία Συντάγματος, που άρχισε να λειτουργεί σαν ξενοδοχείο πολυτελείας.

Στη διάρκεια του πολέμου έγινε το στρατηγείο των Ιταλών, ενώ μετά τη λήξη του πολέμου, στον Εμφύλιο, ήταν το κέντρο επιχειρήσεων των ανταρτών. Όταν το πήρε πάλι ο Δημήτρης Καλκάνης, στα υπόγειά του βρέθηκαν όπλα, χειροβομβίδες και δυναμίτες. Άρχισε ξανά να λειτουργεί σαν ξενοδοχείο, αλλά μερικά χρόνια μετά ο Δημήτρης πεθαίνει ξαφνικά και κάποια στιγμή το αναλαμβάνει ο αδελφός του, Βασίλης. Ο Βασίλης Καλκάνης, ήταν διαπρεπής νομικός, καθηγητής της Νομικής, φιλότεχνος και συλλέκτης πινάκων ζωγραφικής. Σε μεγάλη ηλικία παντρεύτηκε την Κωνσταντινοπολίτισσα Καίτη Σοϊμοίρη, και στις 4 Ιουλίου 1944, γεννήθηκε ο μοναχογιός τους, Σωκράτης.

«Ο πατέρας μου ήταν μεγάλος στην ηλικία, κοντός, φαλακρός, άσχημος, αλλά πολύ γλυκός καιήπιος άνθρωπος. Η μάνα μου ήταν νέα, ψηλή, ξανθιά, όμορφη, αλλά φωνακλού και τσαούσα. Όταν έπαιζε μπιρίμπα με τις φίλες της, με την Κατίνα Παξινού, την κυρία Λεβίδη και με άλλες κυρίες της Βασιλικής Αυλής, η φωνή της ακούγονταν μέχρι την είσοδο. Βέβαια όλες τις σκέπαζε η φωνή της Παξινού με την θρυλική ατάκα: "Τι το πετάς κάτω το ατού, μωρή;" Εγώ ήμουν παιδάκι, κρυβόμουν πίσω από τις κουρτίνες και τις παρακολουθούσα. Εκείνη την εποχή πήγαινα στη Βαρβάκειο πάντα με συνοδεία. Μπορεί ο Εμφύλιος να είχε λήξει, αλλά οι άνθρωποι ήταν αγριεμένοι, φτωχοί κι απελπισμένοι. Αν με έβλεπαν μόνο μου στον δρόμο, καλοπλυμένο και καλοσιδερωμένο, θα καταλάβαιναν ότι είμαι βουτυρόπαιδο και θα μου ορμούσαν. Έτσι, κάθε πρωί με πήγαινε ο σοφέρ στο σχολείο με τη Μερσεντές και όταν σχολάγαμε ερχόταν και με έπαιρνε και γυρίζαμε. Σαν τη Βουγιουκλάκη στο "Ξύλο βγήκε απ’ τον παράδεισο"! Μόνο που αυτή είχε μια Κάντιλακ. Άρα η ταινία πρέπει να γυρίστηκε το 1959, τότε είχαν έρθει στην Αθήνα οι πρώτες Κάντιλακ. Τώρα που το σκέφτομαι όμως, μπορεί να ήταν και Σεβρολέτ, γιατί εκείνη τη χρονιά η Σεβρολέτ...»

Ο Σωκράτης είχε μια καταπληκτική ικανότητα να βρίσκει με ακρίβεια τη χρονολογία που είχε γυριστεί κάθε ταινία. Επειδή λάτρευε τα αυτοκίνητα, ήξερε ποια χρονιά είχε κυκλοφορήσει στην αγορά κάθε μοντέλο. Eίχε καταλάβει επίσης ότι σε κάθε ταινία, ιδίως στις αμερικάνικες, έβαζαν τα καινούργια μοντέλα για να τα πλασάρουν στην αγορά. Έτσι, έβλεπε, ας πούμε, μια ταινία του Τζέιμς Μποντ και έλεγε: «Αυτή η Πόρσε κυκλοφόρησε το 1971. Μέχρι να τη βάλουν στην ταινία, δεν θα πέρασαν κανάδυό χρόνια; Άρα η ταινία είναι του 1973». Τον είχα τσεκάρει και ούτε μια φορά δεν είχε πέσει έξω! Όπως δεν έπεφτε ποτέ έξω και στις ηλικίες. Στα αστικά σαλόνια, πριν από το Google, ένα πολύ αγαπημένο σπορ ήταν ο υπολογισμός των ηλικιών, ιδίως των διάσημων προσώπων.

Ο Σωκράτης λάτρευε τη διαδικασία και έβγαζε συμπέρασμαμέσω πολύπλοκων συλλογισμών, αλλά μέχρι να βγάλει το αποτέλεσμά του, σου έβγαζε την ψυχή: «Η Μελίνα; Θα σου πω εγώ. Όταν έκανε τη "Στέλλα" εγώ πρέπει να ήμουν 16 χρονών και αυτή τότε πρέπει να με πέρναγε 20 χρόνια. Ναι, γιατί την είχα δει στο 1ο Φεστιβάλ Ελληνικού Τραγουδιού –που είχε γίνει στο King George, το 1959– και ήταν εκεί μαζί με τον διευθυντή του ΕΙΡ, τον Πύρρο Σπυρομήλιο. Μεγάλος έρωτας, είχε βουίξει όλη η Αθήνα. Εκεί με σύστησε η μάνα μου στη Μελίνα. Εγώ ήμουν τότε 15 χρονών, άρα η Μελίνα πρέπει να ήταν μεγάλη, 39 σίγουρα!» έλεγε στο τέλος, αφού σε είχε σκάσει με τις λεπτομέρειες!

Πράγματι, στις 3 Οκτωβρίου του 1959, με πρωτοβουλία του διευθυντή του ΕΙΡ, Πύρρου Σπυρομήλιου, πραγματοποιήθηκε στο King George τo 1o Φεστιβάλ Ελαφρού Τραγουδιού. Παρουσιαστές ήταν ο Δημήτρης Χορν και η Μαρία Καλουτά – η αδελφή της Άννας. Την όλη διοργάνωση της εκδήλωσης είχε αναλάβει η Καίτη Καλκάνη: Υπουργοί, βουλευτές, ηθοποιοί, τραγουδιστές, ήταν όλοι εκεί. Είχαν βγει και αφίσες, δημοσιεύσεις στις εφημερίδες, η εκδήλωση θα μεταδιδόταν ζωντανά από το ραδιόφωνο και κράτησε από τις 9 το βράδυ μέχρι τις 3 το πρωί. Το Πρώτο βραβείο το πήρε ο Μάνος Χατζιδάκις με το τραγούδι «Κάπου υπάρχει η αγάπη μου». Ο Χατζιδάκις στην αρχή είχε υποβάλλει τον «Υμηττό», αλλά η επιτροπή τον απέρριψε, γιατί το είχε ήδη χρησιμοποιήσει στην ταινία «Η Λίζα το ’σκασε». Έτσι έκανε ένα καινούργιο τραγούδι, το «Κάπου υπάρχει η αγάπη μου» που πήρε και το Πρώτο βραβείο. Δεύτερο βραβείο πήρε ο Μίμης Πλέσσας με το «Ξέρω κάποιο αστέρι» και Τρίτο ο Γιάννης Σπάρτακος με το «Εσένα».

Ο Σωκράτης ήταν τότε 15 χρονών και θυμάται: «Μετά τον διαγωνισμό ακολούθησε χορός. Εγώ, κάθισα σε μια γωνιά και θαύμαζα τη Μελίνα να χορεύει όλη τη νύχτα με όλους, αλλά πιο πολύ με τον αγαπημένο της, τον Σπυρομήλιο. Η μάνα μου με πίεζε: "Πήγαινε και ζήτα από τη Μελίνα να χορέψετε, να σε βγάλουν φωτογραφίες", αλλά εγώ ντρεπόμουν. Ήμουν και μικρός. Δεν ήθελα. Το μόνο που ήθελα ήταν να βγάλω το σμόκιν που φόραγα και να πάω να κοιμηθώ. Κάποια στιγμή η Μελίνα ήρθε κοντά μου "Εσύ δεν θα χορέψεις μαζί μου;" μου λέει. "Δεν ξέρω να χορεύω" της λέω. Γέλασε. "Ούτε κι εγώ! Για να δούμε όμως, ξέρεις να φιλάς;" και σκύβει και μου δίνει ένα φιλί στο στόμα! Κάποιος μας τράβηξε και φωτογραφία – την έδειχνε μετά η μάνα μου σε όλους. Κάπου πρέπει να την έχω… θα ψάξω να τη βρω να σου τη δείξω.

»Τη φωτογραφία αυτή την έχει δαγκώσει σε μια άκρη το σκυλάκι. "Άφησες να δαγκώσει το σκυλάκι τη φωτογραφία με τη Μελίνα;" είχα πει στον πατέρα μου. "Ε, τι να κάνω αγοράκι μου, είχε βρει τον φάκελο με τις φωτογραφίες και μασούλησε αυτή με τη Μελίνα!" Τι να του πω; Έτσι ήταν πάντα… αδιάφορος για τους θησαυρούς που είχε στα χέρια του. Χιλιάδες φορές τον είχα παρακαλέσει να του σκανάρω όλες τις φωτογραφίες, ντοκουμέντα μιας ολόκληρης εποχής, αλλά όλο το ανέβαλε. "Θα το κάνουμε κάποια στιγμή, τώρα έχω άλλα προβλήματα να λύσω. Μόλις ξεμπερδέψω θα τα φτιάξουμε"».

Το καλοκαίρι του 1960, η Κατίνα Παξινού, αφού είχε ολοκληρώσει τα γυρίσματα της ταινίας του ΛουκίνοΒισκόντι «Ο Ρόκο και τα αδέλφια του», γύρισε στην Ελλάδα και άρχισε πρόβες για τις «Φοίνισσες» που θα παρουσίαζε με το Εθνικό Θέατρο στην Επίδαυρο. Η παράσταση είχε προγραμματιστεί για τις 20 Ιουλίου. Έναν μήνα πριν, έστειλε γράμμα στον Βισκόντι και στον Αλέν Ντελόν, που είχαν γίνει φίλοι της, και τους κάλεσε στην πρεμιέρα. Ήρθαν, αλλά όχι μόνοι τους. Μαζί ήταν και ο μεγάλος έρωτας του Ντελόν, η Ρόμυ Σνάιντερ. Και οι τρεις τους, κανόνισε η Παξινού με την Καίτη Καλκάνη να μείνουν στο King George. Όπως μου έλεγε ο Σωκράτης: «"Οι τσακωμοί τους ακούγονταν σε όλο το ξενοδοχείο. Ήταν γνωστή η σχέση που είχε ο Ντελόν με τον Βισκόντι και η Ρόμυ Σνάιντερ ζήλευε φοβερά – και με το δίκιο της η κακομοίρα. Μόλις με είδε ο Βισκόντι γυρίζει και μου λέει: "Έχεις πολύ ωραίο και εκφραστικό πρόσωπο.

Θα μπορούσες να γίνεις ηθοποιός. Το ακούει η Καίτη, τον κοιτάει αγριεμένη και του λέει: "Monfilsdeveniracteur? Jamais!" Kαι το θέμα έκλεισε εκεί. Πήγαμε στην Επίδαυρο, είδαμε τις "Φοίνισσες", χειροκροτήσαμε την Παξινού και το ίδιο βράδυ γυρίσαμε στο ξενοδοχείο. Στον δρόμο η μάνα μου έλεγε ότι έστειλε τον σοφέρ σε όλα τα περίπτερα γύρω από την πλατεία Συντάγματος και δεν βρήκε το τελευταίο τεύχος του ParisMatch. "To έχω εγώ στο δωμάτιό μου, θα το δώσω στον Σωκράτη να σας το φέρει" λέει ο Ντελόν. Και όταν φτάσαμε, πριν προλάβει να αντιδράσει η Καίτη, με τράβηξε από το χέρι και μπήκαμε στο ασανσέρ. Μόλις φτάσαμε στο δωμάτιό του, μου έδωσε το περιοδικό και μετά γδύθηκε και στάθηκε μπροστά μου. Εγώ τα είχα χάσει, έκανα πως χαζεύω το περιοδικό. Αυτός πήγε στο μπάνιο, άφησε την πόρτα ανοιχτή και μπήκε στο ντους. "Tuveuxprendreunedoucheavecmoi?" μου λέει. Φαντάσου τώρα να είναι μπροστά μου ολόγυμνος ο Αλέν Ντελόν και να μου ζητάει να κάνω μαζί του ντους!"»

Και δεν γδύθηκες να ορμήσεις στο μπάνιο; «Τι να γδυθώ, αγάπη μου; Ήμουν 16 χρονών, δεν ήξερα ακόμα από αυτά. Άσε που μετά από λίγο ακούστηκε από τον πάνω όροφο η βροντερή φωνή της Καίτης: "Σωκράτη, ακόμα να το βρείτε αυτό το περιοδικό;" Είδε που αργούσα και κατάλαβε ότι κάτι συμβαίνει. Ήταν διαόλου κάλτσα, τίποτα δεν της ξέφευγε».

Πραγματικά η Καίτη Καλκάνη ήταν μια πανέξυπνη γυναίκα, κοινωνική, δυναμική, δικτυωμένη με γνωστούς καλλιτέχνες και δημοσιογράφους, με πρωθυπουργούς και υπουργούς, ακόμα και με τα Ανάκτορα και τη Βασιλική Αυλή. Οι χοροί, τα μπαλμασκέ, τα φιλανθρωπικά τσάγια, οι επιδείξεις μόδας και τα γεύματα με επίσημους καλεσμένους που είχαν έρθει στην Ελλάδα, έχουν μείνει ιστορικά. Μαγείρισσα καταπληκτική, έβαλε στο μενού του KingGeorge φαγητά από την Πόλη, που δεν τα είχαν άλλα ξενοδοχεία, όπως χουνκιάρμπεγεντί, ταούκιοκτσού, σουτζουκάκια σμυρνέικα, καζάνντιπί και τόσα άλλα, που τα απολάμβαναν Έλληνες και ξένοι.

Όπως μου έλεγε ο Σωκράτης: «Όταν ο βασιλιάς Ρενιέ ήρθε με την Γκρέις του Μονακό στην Ελλάδα και έμειναν για έναν μήνα, η Γκρέις, που ήταν έγκυος στην Καρολίνα, λάτρεψε τα φαγητά της μάνας μου. Ένα βράδυ πεθύμησε τις παπαρδέλες της με μελάνι σουπιάς και κουκουνάρι, που τις έφτιαχνε συγκλονιστικά η Καίτη. Της το είπαν ενώ είχε ξαπλώσει. Παρ’ όλα αυτά σηκώθηκε, πήγε στην κουζίνα, μαγείρεψε και της τα πήγε η ίδια. "Oh, désoléderéveilleraumilieudelanuit!" της λέει ο Ρενιέ». Δηλαδή; «"Συγνώμη που σας ξύπνησα μέσα στη νύχτα"… Και η μάνα σου τι του απαντάει; "Pasdeprobleme!" Τι άλλο να του απαντήσει; Ήταν αφοσιωμένη σε αυτό που έκανε! Σε ποιο ξενοδοχείο θα ζήταγες μέσα στη νύχτα παπαρδέλες και θα σου τις έφτιαχναν; Θυμάμαι ο Σάχης της Περσίας, όταν ερχόταν, είτε με τη Σοράγια είτε με τη Φαράχ Ντιμπά, έφερνε στη μάνα μου 5 κιλά από το χρυσό χαβιάρι, που ήταν μόνο για βασιλιάδες. Μετά όμως την παρακαλούσε να του φτιάξει το αγαπημένο του χουνκιάρμπεγεντί – κοκκινιστό μοσχαράκι με πουρέ μελιτζάνας. Η βασίλισσα της Ολλανδίας, η Τζουλιάνα, αυτή να δεις! Είχε ταράξει το καζάνντιπί! Αλλά για την Τζουλιάνα θα σου πω άλλη φορά μια ιστορία. Τώρα πρέπει να κλείσω για να βγάλω το σκυλάκι βόλτα».

Κάθε πρωί στις 9 η Καίτη Καλκάνη πήγαινε στο κομμωτήριο. Όχι στου «Ζορζ» που ήταν δίπλα στο ξενοδοχείο, αλλά με τον σοφέρ στο Κολωνάκι, στον «Άγγελο». Γυρνούσε στο γραφείο της και όλη την ημέρα είχε συναντήσεις, τηλεφωνήματα και επαφές με ανθρώπους του ξενοδοχείου. Στο διπλανό γραφείο δούλευε ο διευθυντής του ξενοδοχείου, ο Χάρης Χριστοδουλόπουλος, ο πιο έμπιστος άνθρωπος όχι μόνο της Καίτης, αλλά και του Σωκράτη. Ο Χάρης στην αρχή δούλευε στη «Μεγάλη Βρεταννία», αλλά μια μέρα τον κάλεσε η Καίτη και του λέει: «Μαθαίνω πως είσαι πολύ καλός στη δουλειά σου. Πόσα σου δίνουν στη "Μεγάλη Βρεταννία" τον μήνα;» «18.000 δραχμές» «Πολλά σου δίνουν. Πάντως, επειδή θέλω να έρθεις σε μένα, θα σε προσλάβω με 28.000 δραχμές!» Και από τότε, μέχρι σήμερα ήταν ο πιο αγαπητός άνθρωπος όχι μόνο της οικογένειας Καλκάνη, αλλά και όλων των φίλων του Σωκράτη.

Στο μεταξύ ο Σωκράτης μεγάλωνε και πάλευε με τα όνειρα της μητέρας του να γίνει ο διάδοχός της, του πατέρα του που ήθελε να σπουδάσει στο Πολυτεχνείο, και με τα δικά του όνειρα: «Εγώ ήθελα να γίνω εφοπλιστής. Αλλά ο πατέρας μου επέμενε να δώσω εξετάσεις στο Πολυτεχνείο. Έδωσα εξετάσεις, μπήκα από τους πρώτους και ήμουν αριστούχος φοιτητής. Η μάνα μουμου έκανε δώρο μια FordΕscortstation. Άρχισα να πηγαίνω στα πρώτα πάρτι της κοσμικής νεολαίας της εποχήςκαι μερικά χρόνια αργότερα, στα μπουζούκια και στα μπαρ. Στα πάρτι αυτά γνώρισα τη Χριστίνα Ωνάση, τη Χρυσάνθη Λαιμού και άλλες κόρες εφοπλιστών. Η μάνα μουμου έλεγε να βρω μια καλή νύφη να παντρευτώ. Όμως εγώ με τους κοσμικούς κύκλους δεν αισθανόμουν άνετα.

»Όπου και να πήγαινα, όλοι γύριζαν και με κοιτούσαν. Και ήμουν τέτοιο ζώονπου δεν καταλάβαινα ότι όλοι με κοιτούσαν με θαυμασμό. Νόμιζα ότι με κοιτούσαν γιατί είχα κάτι πάνω μου – λάθος ρούχα, λάθος γραβάτα, λάθος συμπεριφορά. Αναρωτιόμουν τι στο διάολο ήταν αυτό που τους τραβούσε πάνω μου». Ήσουν νέος, ωραίος και πλούσιος, Σωκράτη μου. Αυτά τους τραβούσαν. «Κάπου ενστικτωδώς το καταλάβαινα. Αλλά δεν μου άρεσε. Δεν ήθελα να με αγαπάνε για το ωραίο μου πρόσωπο. Αφού μερικές φορές έχωνα τα νύχια μου και γρατσούναγα τα μάγουλά μου μέχρι να ματώσουν, για να γίνω άσχημος, να αλλάξω το πρόσωπό μου, να δω πώς θα μου συμπεριφέρονται τότε. Τέτοια τρέλα! Στο μεταξύ ενώ ήξερα άψογα γαλλικά, αγγλικά και ιταλικά, στις παρέες βουβαινόμουν. Χαμογελούσα ευγενικά και μόνο όταν ρωτούσαν τη γνώμη μου για κάτι απαντούσα σαν τον αρχαίο Σωκράτη "Εν οίδα ότι ουδέν οίδα" (γελάει!) Τώρα που το σκέφτομαι, είναι η καλύτερη απάντηση για όλα!»

Στις 18 Σεπτεμβρίου 1964 η Αθήνα γέμισε ξαφνικά βασιλιάδες και βασίλισσες. Είχαν έρθει για τον γάμο του Κωνσταντίνου με την Άννα - Μαρία. Μήνες πριν, είχε ξεκινήσει η προετοιμασία της φιλοξενίας. Πού θα έμεναν όλοι αυτοί; Η δραστήρια Καίτη Καλκάνη, που είχε σχέσεις με το παλάτι, τα οργάνωσε όλα τέλεια, ώστε να γεμίσει το KingGeorge με γνωστούς εστεμμένους: «Ήταν ο βασιλιάς της Ιορδανίας Χουσεΐν με τη γυναίκα του Μούνα, ο βασιλιάς και η βασίλισσα της Ταϊλάνδης, η βασίλισσα της Αιγύπτου Φαρίντ, ο βασιλιάς Ρενιέ και η Γκρέις του Μονακό. Αυτή που λάτρεψα ήταν η βασίλισσα της Ολλανδίας, η Τζουλιάνα. Ήταν ψηλή και εύσωμη, της άρεσε το φαγητό και σηκωνόταν τα βράδια κρυφά, πήγαινε στην κουζίνα και έτρωγε όλο το καζάνντιπί! Ένα βράδυ την συνάντησα στον διάδρομο, με τη νυχτικιά και τα μπικουτί. Μόλις με είδε, σήκωσε ψηλά τα χέρια και μου είπε έντρομη: "Jenelereferaipas! Jenelereferaipas! " (Δεν θα το ξανακάνω!)Γέλασα, της εξήγησα πως ήμουν ο γιος της Καίτης. Γίναμε φίλοι, κάθε βράδυ της πήγαινα εγώ ένα μεγάλο κομμάτι καζάνντιπί για να ξελυσσιάξει!»

Και ξαφνικά στις 21 Απριλίου 1967 γίνεται η Χούντα των Συνταγματαρχών. Οι πελάτες μειώνονται, οι βασιλιάδες εξαφανίζονται και οι μόνοι που μπορούσαν να αντέξουν τις βασιλικές τιμές του KingGeorge ήταν Αμερικάνοι, οι Ευρωπαίοι δεν πλησίαζαν. Η Καίτη προσπάθησε να πιάσει φιλίες με το καθεστώς, αλλά οι κυρίες των συνταγματαρχών ήταν όλες βλάχες – δεν ήξεραν ούτε μπιρίμπα να παίζουν. Ο Σωκράτης για να αποφύγει όλα αυτά, φεύγει για το Λονδίνο, στο εφοπλιστικό γραφείο του Μηνά Ρεθύμνη, απ’ όπου πέρασαν σχεδόν όλοι οι μεγάλοι εφοπλιστές. Αρχίζει να ασχολείται με τα εφοπλιστικά, αλλά δεν ξέρει πολλά πράγματα.

Όπως του έλεγε ο Ρεθύμνης, "Άμα δεν έχεις κάνει καπετάνιος, δεν μπορείς να γίνεις εφοπλιστής!" Παρ’όλα αυτά ο Σωκράτης αγοράζει το πρώτο του καράβι και ενώ είναι έτοιμος να ανοιχτεί σε μια δουλειά που δεν ήξερε, φτάνει ένα τηλεγράφημα από την Ελλάδα πως ο πατέρας του είναι σοβαρά άρρωστος: "Πούλησα το καράβι και επέστρεψα αμέσως στην Αθήνα. Ο πατέρας μου ήταν γέρος και κατάκοιτος. Τον τάϊζα με το κουταλάκι, μέχρι που πέθανε το 1971. Στο μεταξύ η μάνα μου, είχε αρχίσει μεγαλεπήβολα σχέδια για ένα νέο ξενοδοχείο στο Λαγονήσι, το Sun Palace. Φυσικά με είχε βάλει και εμένα στην εταιρεία, ήθελε να διαχειρίζεται αυτή το King George και εγώ το Sun Palace.

Όμως το έργο καθυστερούσε, τα χρέη άρχισαν να μαζεύονται, κι ενώ περίμενε να πάρει ένα ευνοϊκό δάνειο, πέφτει η Χούντα, γίνεται μεταπολίτευση και έρχονται στην Ελλάδα ο Καραμανλής, ο Παπανδρέου και τα άλλα παιδιά. Κι ενώ έχουμε πνιγεί στα χρέη, η μάνα μουπεθαίνει ξαφνικά το 1977 από καρδιακή προσβολή. Νέα, σε ηλικία 67 ετών.Οι κακές γλώσσες είπαν ότι έπαθε καρδιακή προσβολή όταν μια συμπαίκτριά της στην μπιρίμπα πέταξε κάτω ένα χαρτί ατού! Αυτά όμως είναι σαχλαμάρες. Η μάνα μου ένιωσε έναν πόνο στο στήθος και αντί να περιμένει το ασθενοφόρο, κατέβηκε 7 ορόφους! Προφανώς η καρδιά της δεν άντεξε. Να δεις που έτσι θα πάω κι εγώ, από την καρδιά μου. Τώρα τελευταία ο βηματοδότης δεν λειτουργεί καλά, θα πρέπει κάποια στιγμή να τον αλλάξω, προτού να τα τινάξω!» (γέλια) «Άντε καλέ, εσύ θα μας θάψεις όλους μας!» του έλεγα.

Έτσι, ο Σωκράτης, από γιος της κυρίας Καίτης, έγινε ο επιχειρηματίας Σωκράτης Καλκάνης, ιδιοκτήτης δύο χρεωμένων ξενοδοχείων. Αν ήμουν εγώ, θα τα πουλούσα όσο όσο και θα αγόραζα ακριβά αυτοκίνητα, θα έκανα ταξίδια, θα διασκέδαζα τα βράδια στα μπουζούκια. Ο Σωκράτης προσπάθησε να κάνει και τα δύο. Από τη μια να κρατήσει τα ξενοδοχεία και από την άλλη να ταξιδέψει, να διασκεδάσει, να αγοράσει ακριβά αυτοκίνητα: «Είχα μια Jaguar, μια Buick που την είχα αγοράσει από τον βασιλιά Παύλο, τη Mercedes 600 της μάνας μου, μια μπλε Rolls Royce, μια Ferrari γαλάζια που την είχα στο Λονδίνο και μετά την πήγα σε ένα γκαράζ στην Ελβετία, έπιασε φωτιά το γκαράζ και κάηκε. Είχα μια Marcos, μια Audi, μια Lancia μπλε, τη Mazda 6, τη Rover. Μέχρι και Fiatpunto έχω οδηγήσει! Όλα αυτά τα αυτοκίνητα, τα κράταγα για λίγα χρόνια, κι όταν τα βαριόμουν, τα πούλαγα και έπαιρνα άλλο».

Στις αρχές της δεκαετίας του ’70, μας σύστησε στον Σωκράτη ο αδικοχαμένος και εξαφανισμένος από προσώπου γης, ο μόδιστρος Δημήτρης Μάος. Συμπαθηθήκαμε αμέσως, αυτός μου έλεγε ιστορίες από το ξενοδοχείο κι εγώ του έλεγα τα καλλιτεχνικά μου όνειρα. Αργότερα, όταν έκανα τις πρώτες μου επιτυχίες, μισόκλεινε τα μάτια και έλεγε: «Αχ εγώ ηθοποιός θα έπρεπε να γίνω. Με είχε ζητήσει ο Βισκόντι, αλλά δεν με άφησε η μάνα μου!» Πολλές φορές δεν άντεχα τον πειρασμό και του έλεγα: «Γιατί; Νομίζεις πως η δική μου η μάνα με άφησε; Μόνος μου πήρα την ευθύνη!» «Δεν είναι το ίδιο, αγοράκι μου. Δεν είναι το ίδιο...» Ήταν η κλασική του φράση. Όπως και όταν τον ρώταγα γιατί δεν πούλησε το ξενοδοχείο, ενώ είχε μια καταπληκτική προσφορά από Άραβες επιχειρηματίες, κουνούσε το κεφάλι και μου απαντούσε: «Δεν ξέρεις, αγοράκι μου, δεν ξέρεις!»

Πήγαινα συχνά στο διαμέρισμα που έμενε με δύο τεράστια σκυλιά, σαν κι αυτά του Αγίου Βερνάρδου, τους Πάπηδες. Παίζαμεμπιρίμπα με άλλους φίλους του, τον Γιώργο Ζούλια, τον Ηλία Ψινάκη, τον Άρη Δαβαράκη, τον Νίκο Μουρατίδη, τον Δημήτρη Μάο, τον Τάκη Τσαντίλη. Πολλές φορές εμφανίζονταν και διασημότητες, η Αλίκη Βουγιουκλάκη, ο Βλάσσης Μπονάτσος, η Ζωή Λάσκαρη, ο Σταμάτης Φασουλής. Εγώ έπαιζα άθλια μπιρίμπα, κανείς δεν με ήθελε για ζευγάρι. Όταν τύχαινε να παίξουμε μαζί με τον Σωκράτη και έκανα κάποιο λάθος, έβγαινε από μέσα του η φωνή της Καίτης Καλκάνη: «Τι το πετάς το ατού, μωρή;»

Τρώγαμε με τα ασημένια σερβίτσια του ξενοδοχείου και επειδή ήμουν φτωχό και άμαθο παιδί, ανέλαβε να μου δείξει πού μπαίνει το πιρούνι, το κουτάλι και το μαχαίρι, πώς γεμίζουμε το ποτήρι με κρασί, πώς να προφέρω σωστά το «ζαμπόν», πώς γίνεται το χειροφίλημα… τέτοια μεγαλοπιασμένα. Ήταν σαν να παίζαμε το «Εκπαιδεύοντας την Ρίτα» αν και στην συγκεκριμένη περίπτωση, ο πιο σωστός τίτλος είναι «Εκπαιδεύοντας την Παυρίτα»! Για ένα μεγάλο διάστημα στα 70s, θυμάμαι τον εαυτό μου να κινείται σε ένα τρίγωνο που σχημάτιζαν το Πάντειο Πανεπιστήμιο, ο «Μαγεμένος αυλός» και το King George. Στο Πάντειο είχα για καθηγητές τον Σάκη Καράγιωργα και τον Νίκο Πουλαντζά, στον «Μαγεμένο αυλό» τον Μάνο Χατζιδάκι και στο King George τον Σωκράτη Καλκάνη. Σε αυτούς τους τρεις άξονες διαμορφώθηκαν τα νεανικά μου χρόνια και αν ισχύει η παροιμία «Με όποιον δάσκαλο καθίσεις, τέτοια γράμματα θα μάθεις», αυτοί οι τρεις άξονες καθόρισαν μεγάλο μέρος του χαρακτήρα μου.

Πάντως, ο Σωκράτης, παρ’ όλα τα οικονομικά του προβλήματα, ταξίδευε συχνά και σε κάθε πόλη που πήγαινε συναντούσε διάσημα πρόσωπα. Στο Λονδίνο τον Ωνάση και την Κάλλας, στη Ρώμη την Σοφία Λόρεν η οποία του βάφτισε και το γιοτ. Ήταν στην Αίγινα και γύριζε την ταινία «Το παιδί και το δελφίνι». Πήγε εκεί ο Σωκράτης, γνωρίστηκαν, της λέει: «Εσύ θα βαφτίσεις το γιοτ» Του λέει η Σοφία: «Πώς λέγεται το amoremio στα ελληνικά;» «Αγάπη μου» Και έτσι το γιοτ βαφτίστηκε Agapimou. To τι «Αγάπη μου» και «Κούκλα μου» και «Μωρή» και «Χρυσή μου» έχει ακουστεί πάνω σ’αυτό το σκάφος, μόνο η θάλασσα και τα κύματα το ξέρουν! Στη Ρώμη συνάντησε και τον μυθικό συλλέκτη Αλέξανδρο Ιόλα: «Φορούσε ένα παλτό με φτερά και ήταν έντονα μακιγιαρισμένος. Νόμισα πως ήταν γυναίκα. Μιλήσαμε λίγη ώρα και φεύγοντας του λέω: "J' etaittrescontentemadame!" Aυτός ενθουσιάστηκε: "Merci. Mercibeaucoupdem'avoirappelé madame!" μου λέει και με αγκάλιασε».

Στο Παρίσι συνάντησε τον δικηγόρο της Μάρλεν Ντίτριχ. «Μπορώ να την καλέσω σε γεύμα;» τον ρώτησε. «Αδύνατον! Αυτή την εποχή έχει σπάσει το πόδι της και δεν μετακινείται. Θα κανονίσω όμως μια μέρα να φάμε στο σπίτι της». Όπως και έγινε. Πήγαν μια μέρα στο διαμέρισμά της και έφαγε με τη θεά, η οποία είχε το ένα πόδι στον γύψο. Στην Αθήνα πάλι, είχε ένα σύντομο loveaffair με τη Χριστίνα Ωνάση, το οποίο όμως δεν προχώρησε για διάφορους λόγους, ο πιο βασικός ήταν πως είχαν ήδη διαμορφωθεί οι σεξουαλικές του επιλογές.

Μετά πήγε στη Νέα Υόρκη. Με τη βοήθεια του σχεδιαστή Ντίμη Κρίτσα, που ήξερε τους πάντες και τα πάντα, πήγε στα πιο hot μέρη εκείνης τις εποχής, με πρώτο και καλύτερο το Studio 54, την μυθική ντίσκο. Εκεί γνώρισε τον ιδιοκτήτη Steve Rubell, τον Mick Jagger, τη Liza Minnelli, τον Andy Warhol. «Γιατί δεν κάλεσες τον Warhol να τον φιλοξενήσεις στην Ελλάδα;» «Πού να τον φιλοξενήσω, αγάπη μου; Στο KingGeorge που είχε αρχίσει να καταρρέει ή στο SunPalace που ήταν ακόμα άχτιστο; Αλλά για να δεις πόση ήταν η βλακεία μου, ενώ επέμενε, δεν κάθισα να με ζωγραφίσει! Τώρα θα είχα ένα πορτρέτο φτιαγμένο από τον Γουόρχολ!»

Στη Νέα Υόρκη, ο Σωκράτης αφέθηκε χωρίς περίσκεψη, χωρίς αιδώ, στην τρέλα αυτής της πόλης που τη δεκαετία του ’70 μέχρι τις αρχές της δεκαετίας του ’80, ποτέ δεν ξυπνούσε, γιατί ποτέ δεν κοιμόταν. Αγόρασε με τον φίλο του Γιώργο Ζούλια διαμέρισμα απέναντι από το CentralPark, όπου καλούσε κόσμο, φιλοξενούσε φίλους και κοιμόταν με όποιον ήθελε. «Με κυνηγούσαν και με παρακάλαγαν. Μέσα σε αυτή την υστερία, εγώ ήμουν σοβαρός και ανέκφραστος. Αυτό τους ξετρέλαινε. Όταν είπα στον Μικ Τζάγκερ ότι είμαι Έλληνας και με λένε Σωκράτη, μου έπιασε το γόνατο και μου είπε: "Ι always want to have sex with a Greek philosopher!"» «Kι εσύ τι του απάντησες;» «"Plato, isbetterforyou!" και σηκώθηκα και πήγα σε άλλη ντισκοτέκ. Τότε ήταν της μόδας το Studio 54, αλλά υπήρχαν και ένα σωρό άλλες – το Loft, το Saint, το Paradiso Garage, το Gallery. Όλες αυτές οι ντισκοτέκ είχαν και darkrooms όπου δεν έβλεπες με ποιον πηδιόσουνα. Εκεί κόλλησαν πολλοί Aids και μετά η αρρώστια μεταδόθηκε παντού. Εγώ ευτυχώς ούτε πήγα ποτέ στα darkrooms, ούτε έκανα sex χωρίς προφυλάξεις. Έτσι την γλίτωσα».

Στα πάρτι αυτά και στις ντισκοτέκ, κυκλοφορούσαν, από χέρι σε χέρι, μικρά καφέ μπουκαλάκια. Μετά αυτός που κρατούσε το μπουκαλάκι εξαφανιζόταν σε μια τουαλέτα, μετά από λίγο εμφανιζόταν πάαααρα πολύ χαρούμενος και έδινε το μπουκαλάκι σε κάποιον άλλο. Ο Σωκράτης μπήκε στο νόημα. Και με τις πρώτες εισπνοές, στη φαντασία του όλα έγιναν τέλεια. Το King George σώθηκε, το Sun Palace χτίστηκε, η κυρία Καίτη αναστήθηκε, όλα έγιναν όπως παλιά. Γιατί έτσι ξεκινάει. Στην αρχή τα βλέπεις όλα ρόδινα και μετά θέλεις ένα μπουκαλάκι για να μπορέσεις να σηκωθείς να κάνεις ένα ντους. Τέλος πάντων.

Το 1980 επέστρεψε και οργάνωσε στο ξενοδοχείο την επίδειξη μόδας που είχε ετοιμάσει ο Μπίλι Μπο μαζί με τον Μάκη Τσέλιο. Διάσημα μοντέλα, όπως η Πατ Κλήβελαντ, ήρθαν για να παρουσιάσουν τα ρούχα. Όλη η κοσμική Αθήνα έσπευσε να την παρακολουθήσει και να θαυμάσει από κοντά τον πανέμορφο σχεδιαστή. Μετά την επίδειξη ακολούθησε λαμπρή δεξίωση και για λίγο το KingGeorge έζησε τις παλιές του δόξες.

Στις 16 Οκτωβρίου 1981 είμαστε μαζεμένοι γνωστοί και άγνωστοι στο διαμέρισμά του και παίζουμε μπιρίμπα. Έξω κόσμος και λαός αποθεώνει τον Ανδρέα Παπανδρέου, που 3 μέρες μετά γίνεται πρωθυπουργός της Ελλάδος. Ο κόσμος στην πλατεία είναι παθιασμένος, φωνάζουν διάφορα επιθετικά συνθήματα, «απόψε πεθαίνει η δεξιά», «Θάνατος στους προδότες»… κάτι τέτοια. Και τότε μέσα στο διαμέρισμα ακούγεται η γλυκιά φωνή του Ηλία Ψινάκη που λέει: «Μωρή, αυτοί ετοιμάζουν γκιλοτίνες για να μας αποκεφαλίσουν κι εμείς καθόμαστε εδώ μέσα και παίζουμε μπιρίμπα;» Γελάσαμε τότε. Εμείς δεν διακινδυνεύαμε τίποτα, τον Σωκράτη όμως τον αποκεφάλισαν. Μετά από ένα καταιγισμό σκανδάλων, δωροδοκιών και μυστικών συμφωνιών, ο Σωκράτης έχασε το ξενοδοχείο και έφυγε από εκεί τον Μάιο του 1988.

Στο μεταξύ, πολλοί από την παρέα άρχισαν να φεύγουν. Ο Γιώργος Ζούλιας, ο Μπίλι Μπο, ο Δημήτρης Ζουρντός και η πιο ξαφνική απώλεια ο Δημήτρης Μάος, που «εξαφανίστηκε» μια Μεγάλη Παρασκευή. Ο Σωκράτης αντιμετώπιζε όλες αυτέ τις απώλειες με στωικότητα: «Τι να κάνουμε, αγοράκι μου, έτσι είναι η ζωή. Όλοι μας θα πεθάνουμε κάποια μέρα. Σήκω τώρα να πάμε στο Καβούρι, στη βίλα που νοίκιασα. Τη θέλει ο Αντρέας για να πηδήξει. Πάμε να μαζέψουμε τα ασημικά γιατί δεν ξέρω τι κουμάσι θα κουβαλήσει!» Και όντως σε δύο μεγάλες σακούλες σκουπιδιών μαζέψαμε τασάκια, φοντανιέρες, κηροπήγια και τα βάλαμε στο πορτμπαγκάζ!

Σε όλα τα σπίτια που νοίκιαζε γινόταν κάτι εντυπωσιακό. Στη Σαρωνίδα γνώρισα τον Τζιάνι Βερσάτσε. Εκεί ήρθε και ο Ψινάκης, που ήταν φαντάρος, με ένα πολεμικό ελικόπτερο πάνω από τα κεφάλια μας! Αλλά το πιο γκράντε ήταν στο Λαγονήσι, στο διαμέρισμα που του παραχώρησε με μικρό ενοίκιo, ο φίλος του Τάσος Μελετόπουλος. Εκεί, κάποια Πρωτοχρονιά, μας σερβίρισε με χρυσά σερβίτσια. «Για να έχετε να λέτε ότι φάγατε με χρυσά κουτάλια!»

Όμως η ιστορία που ξεκίνησε από τη φωτιά του πολέμου, κλείνει πάλι με μια φωτιά, αυτή τη φορά στην Ηλιούπολη. Μερικά απομεινάρια του ξενοδοχείου, τι απομεινάρια δηλαδή; Ασημένια σερβίτσια, υπέροχα κρεβάτια, βαρύτιμες κουρτίνες, το μπαρ του Tudor Hall, η μπουαζερί της εισόδου, καναπέδες και πολυθρόνες, μαζί με άλλα πολύτιμα αντικείμενα, τα είχε κλεισμένα σε μια αποθήκη στην Ηλιούπολη. «Και με ειδοποιούν, αγοράκι μου, κάποια μέρα. Πάω και τι να δω; Την αποθήκη να καίγεται! Έλιωσαν τα ασημικά, κάηκε η μπουαζερί, καταστράφηκαν τα κρύσταλλα και τα μάρμαρα. Όλη η ιστορία, τα έπιπλα και η αισθητική μιας εποχής, είχε γίνει στάχτη. Αισθάνθηκα σαν τη Σκάλετ Ο Χάρα στο "Όσα παίρνει ο άνεμος!».

O Σωκράτης μπορεί να μην υπήρξε πετυχημένος επιχειρηματίας, αλλά ήταν επιτυχημένος συλλέκτης εμπειριών. Θησαυρός εμπειριών, αλλά δεν μπορούσε να τον αξιοποιήσει. Ήταν καλός και αγαθός στην κυριολεξία. Δεν είχε κάνει κακό ούτε σε μυρμήγκι. Πίστευε στη φιλία και τη θεωρούσε ιερή. Η ιστορία της οικογένειάς Καλκάνη που ξεκινά από την έξοδο του Μεσολογγίου και φτάνει μέχρι την έξοδο του ξενοδοχείου, είναι στην ουσία η Ιστορία της Ελλάδας. Αλλά αυτό για το οποίο σέβομαι τον Σωκράτη, είναι η αξιοπρέπεια με την οποία αντιμετώπισε τη μετάβαση από τον πλούτο στη φτώχεια. Πάντα συγχαίρουμε και θαυμάζουμε αυτούς που από τη φτώχεια έφτασαν στον πλούτο. Εγώ θαυμάζω τη μεγαλοπρέπεια του Σωκράτη, που άφησε μια νύχτα τα βασιλικά διαμερίσματα του KingGeorge για να πάει να μείνει στα Καλύβια Αττικής. Και όταν τον ρώτησα γιατί δεν μένει στο κέντρο της Αθήνας μου απάντησε:

«Καλύτερα πρώτος στο χωριό, αγοράκι μου, παρά δεύτερος στην πόλη!»

ΕΓΓΡΑΦΕΙΤΕ ΣΤΟ NEWSLETTER ΜΑΣ

Tα καλύτερα άρθρα της ημέρας έρχονται στο mail σου

Δειτε περισσοτερα

Πώς εικονογράφοι από την Ελλάδα και το Εμιράτο της Σάρτζα δημιούργησαν μαζί έργα τέχνης
Πώς εικονογράφοι από την Ελλάδα και το Εμιράτο της Σάρτζα δημιούργησαν μαζί έργα τέχνης

Οι Αντώνης Νικολόπουλος (Soloup), Βασίλης Γρίβας και Ντανιέλα Σταματιάδη δούλεψαν παρέα με τους Νάσσερ Νασράλλαχ, Ρασίντ Αλ Μούλλα και Άλια Αλ Χαμάντι σε κοινό εργαστήριο