Πολιτικη & Οικονομια

Θεσσαλονίκη, ή: Δεν γλιτώνεις από την ιστορία

Ακροδεξιά, μια κάποια Αριστερά, κάμποσοι ιερείς —και από κοντά η δύναμη της ιστορίας και του παρελθόντος— προσπαθούν να κρατήσουν στάσιμη την πόλη

kyriakos_1.jpg
Κυριάκος Αθανασιάδης
3’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
thesaloniki.jpg

Γιατί είναι ουραγός στην εμβολιαστική κάλυψη η Θεσσαλονίκη, κινδυνεύοντας ακόμη και με λοκντάουν μέσα στον Δεκέμβριο;

Μου έγραψε ένας φίλος χθες: «Ρε συ, ανέβηκα Θεσσαλονίκη το ΣΚ. ΦΟΒΗΘΗΚΑ. Εντάξει. Ούτε πιστοποιητικά ούτε τίποτα. ΕΔΩ ΚΑΠΝΙΖΑΤΕ».

Ναι, ισχύει, έτσι είναι τα πράγματα. Παντού; Ε, όχι παντού. Αλλά ΙΣΧΥΕΙ. Είναι αλλιώς εδώ πάνω, λέμε. Ήταν από πάντα (διάβαζε: εδώ και έναν αιώνα και κάτι), και θα συνεχίσει έτσι για κάμποσο ακόμα. Τους λόγους τούς φωνάζουμε συνέχεια —όχι επειδή έχει σημασία: αλλά γιατί αλλιώς δεν αξίζει να περπατάς στον δρόμο—, σε σημείο που να καταντάμε βαρετοί και γραφικοί σε κάποιους. Ντάξει, τι να κάνουμε τώρα. Αλλιώς, ξέρεις, δεν αξίζει να περπατάς στον δρόμο — αν το βουλώνεις, αν πας με το ωραίο ρεύμα, δεν αξίζει.

Η Θεσσαλονίκη είναι μία πόλη ενοχικών ανθρώπων. Μια πόλη που τσαλαπάτησε το παρελθόν της, που απέκοψε κομμάτια (πελώρια, ζουμερά, λαγαρά, νόστιμα, χοχλακιστά, ζέοντα κομμάτια) από την ιστορία της και τα έθαψε κάτω από κλεμμένες μαρμάρινες πλάκες. Μια πόλη που της αρέσει να τσικνίζει και να θυμιατίζει με κακουλέ και μαχλέπι για να μη μυρίζει η άλλη μυρωδιά, η άσχημη, η παλιά, εκείνη η δυσοσμία με το μεγάλο ανοιχτό στόμα. Εδώ ήταν που γιγαντώθηκε ένα πολύ βαρύ και άκρως στραβοστόμικο κομμάτι του ελληνικού εθνικισμού: συχνά, θανατηφόρο.

Εδώ, πάλι, οι πιο πονηροί από τους δεσποτάδες βρήκαν από καιρό τη μεγάλη ευκαιρία να στήσουν δοβλέτι. Εδώ οι δουλειές μια ζωή μοιράζονταν χέρι με χέρι, στα μουλωχτά, και κλείνοντας το ματάκι. Εδώ μια εθνικόφρων (χαλαρά εθνικόφρων, όχι απλώς εθνικολαϊκίστρια — ούτε καν) Αριστερά έχτισε τα καφενεία της, κατόπι τα καφέ της και τα μαγέρικά της και τα γραφειάκια της και τα λογοτεχνικά περιοδικά της, και έκανε ωραία και καλά τα κουμάντα της. Εδώ μια ζωή έβγαινε η alien Μητέρα, η Βασίλισσα, του λαϊκισμού και του τοπικισμού και τσίγκλαγε τα πάθη του Λαού —με το λου κεφαλαίο— τσιμπώντας τον στο πιγούνι με τα δάχτυλα και τραβώντας το λιγουλάκι, για να τον εξάπτει και να τον πονά μαζί.

Να το πούμε κι αλλιώς: εδώ, θεοί! είχαμε τραμ τον 19ο αιώνα, είχαμε ΤΡΑΜ και το ΞΗΛΩΣΑΜΕ, και ξαφνικά καμπόσες δεκαετίες μετά μού θέλαμε… μετρό — ε, κι ακόμα το περιμένουμε στη στάση, στον σταθμό: τελευταία σεζόν του πρίκουελ, αυτή που μιλά για «αρχαία», τοίχους και καλντερίμια που η επάρατος Δεξξά θέλει, λέει, να ροκανίσει πέτρα την πέτρα και μαρμαράκι-μαρμαράκι.

Λοιπόν, όλα τα στοιχεία που συντηρούν το αντιεμβολιαστικό αμόκ, αυτό το δολοφονικό ΠΡΑΓΜΑ που κατατρώει ζωές, σώματα και —βέβαια— ολόκληρη την οικονομία, δηλαδή όλα τα ΣΠΙΤΙΑ ΤΩΝ ΑΝΘΡΩΠΩΝ (αυτό είναι η οικονομία), είναι μεν εδώ στην πόλη μας, όπως άλλωστε και παντού, αλλά στεφανωμένα με τα γιορντάνια του Άι Δημήτρη και με τις κοτρόνες και τα τούβλα των Κάστρων — κολυμπάνε στον γλυκύ μυχό της θαλάσσης παρέα με το ιικό φορτίο των λυμάτων μας με το δικό τους, σαλονικιώτικο, αλέγκρο και νωχελικό στιλ — τα λένε με χαδιάρικη φωνή χαϊδεύοντας μαζί και το μούσι που ξέμεινε από τα 80s στα καφέ του κέντρου πίνοντας λούνγκο από ηθικές φυτείες καφέ. Όλα είναι εδώ. Απλώς με την ιστορία —από την ιστορία δεν γλιτώνεις— να τους σιδερώνει το πουκάμισο.

Ακροδεξιούς-καθάρματα θέλεις που βάζουν φρένο στους εμβολιασμούς καταστρέφοντας χιλιάδες κόσμο καθημερινά; Έχουμε. Παπάδες που είναι πιο άπιστοι από μένα και τσιροκοπιούνται μες στις εκκλησιές τρομοκρατώντας τις θειες, τους μπαρμπάδες, και κάτι σαλαϊδεμένους νεαρούς; Αν έχουμε, λέει. Αριστερούς του χαβιαριού (και της γαρίδας-γόνου) που πάνε κόντρα στον Κούλη, και πώς αλλιώς να του πας κόντρα τού Κούλη αν όχι στα του εμβολιασμού; Βρε εμείς τούς γεννήσαμε.

Ε, πώς στο διάτανο να μην είμαστε ουραγοί στην εμβολιαστική κάλυψη; Το αντίθετο θα ήταν το παράδοξο.

Και ξέρετε, είναι και κάτι άλλο. Κάτι ακόμη. Όταν βλέπεις πως το πράγμα δεν πολυπάει και τόσο καλά, και σε έχουν εσένα να ελέγχεις, να φροντίζεις, να πιέζεις, όταν βλέπεις πως ένα κεφάλι κόβεις και δέκα ξεφυτρώνουν, ε, σε πιάνει μια αηδία που λέει και ο Ραπτόπουλος. Και απλά ΔΕΝ ΤΟ ΚΑΝΕΙΣ. Κάνεις το κορόιδο. Λες, Ρε άι απ’ εδώ, λες.

Άι απ’ εδώ.

Κι εμείς; Εμείς οι άλλοι; Οι καλοί; Καταρχάς ΠΟΣΟ καλοί; Νά ένα ερώτημα. Αλλά, ναι: όσο και να πεις, πιθανόν καλύτεροι από δαύτους. Λοιπόν: υπομένουμε — δουλεύουμε — γελάμε — το παλεύουμε. Έχουμε μια ζωή να φροντίσουμε, και μια πόλη να απολαύσουμε. Την καλύτερη της χώρας. Και τη μόνη που θα συνεχίσει να προστατεύει το φεγγαράκι της, όσο και να το βανδαλίζουν οι Βάνδαλοι.

ΥΓ1. Από την ιστορία δεν γλιτώνεις, λέμε, αδερφέ. Εδώ ο τόπος μας έχει πολλή. Πιο πολλή από δέκα Αθήνες. Δεν γλιτώνεις από την ιστορία. Κανείς δεν γλίτωσε. Η ιστορία είναι ο Μεγάλος Καλλιτέχνης του Κουκλοθέατρου. Κι εμείς οι κούκλες του.

ΥΓ2. Θυμίζω πώς αρχίσαμε, γιατί ξεχάστηκε: «Ρε συ, ανέβηκα Θεσσαλονίκη το ΣΚ. ΦΟΒΗΘΗΚΑ. Εντάξει. Ούτε πιστοποιητικά ούτε τίποτα. ΕΔΩ ΚΑΠΝΙΖΑΤΕ».

ΥΓ3. Για τους Αθηναίους και λοιπούς με Θεσσαλονικείς: το Φεγγαράκι (είναι το γλυπτό «Φεγγαράκι στην Ακτή» του Παύλου Βασιλειάδη, στο ύψος του ξενοδοχείου Μακεδονία Παλλάς) έχει υποστεί σειρά βανδαλισμών στην άτυχη ιστορία του. Μέχρι που πετάχτηκε από αγνώστους στη θάλασσα. Εντέλει, πάρθηκε η απόφαση να τοποθετηθεί ΜΕΣΑ στη θάλασσα, για να προφυλαχτεί. Bonus: ακόμα κι εκεί, συχνά πηγαίνουν και το βανδαλίζουν με βάρκες. Αλλά εμείς θα το κρατήσουμε στη θέση του, και πάντα θα το καθαρίζουμε, σε πείσμα της διάχυτης καφρίλας.
 

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ