Πολιτικη & Οικονομια

Το καλύτερο ως εχθρός του καλού

«Τα πολλά περίσσια χαλάνε και τα ίσια», όπως λέει και ο σοφός λαός

panagiotis-tsakonas.jpg
Παναγιώτης Τσάκωνας
3’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
Εμανουέλ Μακρόν - Κυριάκος Μητσοτάκης
© EUROKINISSI/ ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΠΑΠΑΜΗΤΣΟΣ

Σχόλιο για τη συμφωνία Ελλάδας-Γαλλίας, για την εγκαθίδρυση στρατηγικής εταιρικής σχέσης, για τη συνεργασία στην άμυνα και στην ασφάλεια.

Παρά την αποδοχή και τον θετικό χαρακτηρισμό («στρατηγικά ορθή», ενισχυτική της αποτρεπτικής ικανότητας της χώρας) της αμυντικής συμφωνίας που υπέγραψε η Ελλάδα με τη Γαλλία, στην πρόσφατη συζήτηση στο ελληνικό κοινοβούλιο η μείζων αντιπολίτευση (ΣΥΡΙΖΑ και ΚΙΝΑΛ) εξέφρασε διάφορες αντιρρήσεις που αφορούσαν τόσο «δευτερευούσης» όσο και «πρωτευούσης» σημασίας ελλείψεις και προβλήματα της συμφωνίας. Οι πρώτες συνδέονταν με την απουσία πρόβλεψης στη συμφωνία σχετικά με τη συμμετοχή των ελληνικών ναυπηγείων στο κατασκευαστικό έργο των φρεγατών που αγόρασε η Ελλάδα και συνακόλουθα με την απώλεια μιας ευκαιρίας ενίσχυσης της ελληνικής αμυντικής βιομηχανίας. Οι δεύτερες αφορούσαν κατά κύριο λόγο το περιεχόμενο της «ρήτρας αμυντικής συνδρομής» που περιέχεται στη συμφωνία (άρθρο 2), καθώς και το ενδεχόμενο «έκθεσης της χώρας σε ασύμμετρες απειλές και κινδύνους μέσω της υποχρέωσης (άρθρο 18) αποστολής Ελλήνων στρατιωτών σε εμπόλεμες περιοχές».

Δεν θα ασχοληθώ εδώ με τον «κίνδυνο» στρατιωτικής συνδρομής της Ελλάδας σε «εξω-εδαφικές» στρατιωτικές δραστηριότητες της Γαλλίας διότι τέτοιος κίνδυνος εμπλοκής –εάν για παράδειγμα γαλλικά στρατεύματα δεχτούν ένοπλη επίθεση εκτός «γαλλικού εδάφους» (μητροπολιτικού ή υπερπόντιου)– σαφώς και δεν προκύπτει για τη χώρα μας. Θεωρώ όμως σκόπιμη την κατάθεση ορισμένων σκέψεων σχετικά με την αντιμετώπιση που επιφύλαξε η μείζων αντιπολίτευση στο άρθρο 2 της συμφωνίας, το οποίο αφορούσε τη «ρήτρα αμοιβαίας συνδρομής».

Ένα μέρος της αντιπολίτευσης (ΚΙΝΑΛ) επεσήμανε τον κίνδυνο η συγκεκριμένη ρήτρα αμοιβαίας αμυντικής συνδρομής να «αμφισβητήσει» την υπάρχουσα «ευρωπαϊκή» ρήτρα αμοιβαίας συνδρομής και να «αποδυναμώσει την υποχρέωση όλων των κρατών μελών της ΕΕ, να συνδράμουν ένα άλλο κράτος αν δεχθεί επίθεση». Το άλλο μεγαλύτερο μέρος της (ΣΥΡΙΖΑ) απαίτησε –θέτοντας μάλιστα τη συγκεκριμένη απαίτηση ως προϋπόθεση υπερψήφισης της συμφωνίας– τη συμπλήρωσή της με ρηματική διακοίνωση της Γαλλίας, μέσω της οποίας η τελευταία θα αναλάμβανε την υποχρέωση στρατιωτικής συνδρομής της Ελλάδας για «την προάσπιση των κυριαρχικών δικαιωμάτων της χώρας μας σε ΑΟΖ και υφαλοκρηπίδα». Με άλλα λόγια, η Γαλλία καλείται να δεσμευτεί ότι θα υποστηρίξει στρατιωτικά την Ελλάδα όσον αφορά τις διεκδικήσεις της σε υφαλοκρηπίδα και Αποκλειστική Οικονομική Ζώνη (ΑΟΖ) στο Αιγαίο και την Ανατολική Μεσόγειο (!). Αλήθεια γιατί να «περιοριστεί» η ελληνική απαίτηση για γαλλική στρατιωτική υποστήριξη μόνον στα κυριαρχικά δικαιώματα της Ελλάδας και να μη συμπεριλάβει και το νόμιμο –σύμφωνα με τη Σύμβαση των ΗΕ για το δίκαιο της Θάλασσας (UNCLOS)– δικαίωμα της Ελλάδας για επέκταση των ελληνικών χωρικών υδάτων στα 12 ν.μ.;

Η επιχειρηματολογία της μείζονος αντιπολίτευσης δεν είναι μόνον ενδεικτική του αγαπημένου αθλήματος σχεδόν κάθε αντιπολίτευσης στην Ελλάδα, που συνοψίζεται στη φράση «εμείς θα το κάναμε καλύτερα» (στο άθλημα αυτό επιδόθηκε και η παρούσα κυβέρνηση όταν βρισκόταν στην αντιπολίτευση σε σχέση με τη «Συμφωνία των Πρεσπών») αλλά και χαρακτηριστική μιας στρεβλής αντίληψης όσον αφορά στον ρόλο (δυνατότητα και βούληση) διαφόρων εξωτερικών δρώντων (τόσο κρατών όσο και διεθνών οργανισμών) να λειτουργήσουν ως «προμηθευτές ασφάλειας» της Ελλάδας.

Πρέπει να γνωρίζουμε ότι η προσπάθεια της Ελλάδας να μετατρέψει την Ευρωπαϊκή Ένωση, μέσω του εξελισσόμενου ευρωπαϊκού συστήματος ασφάλειας και άμυνας, σε πάροχο ασφάλειας απέναντι στον τουρκικό αναθεωρητισμό έφτασε μέχρι του σημείου να συμπεριληφθεί στη Συνθήκη της Λισαβώνας (άρθρο 42.7 ΣΕΕ) ευρωπαϊκή «ρήτρα αμοιβαίας συνδρομής», η οποία όμως άφηνε στη διακριτική ευχέρεια των κρατών-μελών της ΕΕ να αποφασίσουν το είδος της βοήθειας και συνδρομής που θα παράσχουν στο κράτος-μέλος που δέχεται είτε την «ένοπλη επίθεση» (σύμφωνα με το ελληνικό κείμενο της Συνθήκης) είτε την «επιθετικότητα» (aggression) ενός άλλου κράτους, σύμφωνα με το αγγλικό κείμενο της Συνθήκης.

Με δεδομένα λοιπόν τα όρια της ενδεχόμενης συλλογικής/ευρωπαϊκής στρατιωτικής βοήθειας προς την Ελλάδα, η ρήτρα «αμοιβαίας αμυντικής συνδρομής» που περιέχεται στη διμερή αμυντική συμφωνία μεταξύ της Ελλάδας και του σημαντικότερου πρωταγωνιστή και ενεργού υποστηρικτή της «στρατηγικής αυτονομίας» της ΕΕ –προς την οποία όλες οι πολιτικές δυνάμεις (πλην του ΚΚΕ) συμφωνούν ότι πρέπει να κινηθεί η Ελλάδα– κάθε άλλο παρά «αμφισβητεί» την υπάρχουσα «ευρωπαϊκή» ρήτρα αμυντικής συνδρομής ή/και «αποδυναμώνει την υποχρέωση όλων των κρατών μελών της ΕΕ, να συνδράμουν ένα άλλο κράτος αν δεχθεί επίθεση». Αντιθέτως, «συγκεκριμενοποιεί» και «συμπληρώνει» την υφιστάμενη (ελλιπή) ευρωπαϊκή «ρήτρα αμοιβαίας συνδρομής» καθώς καθιστά σαφές ότι σε περίπτωση «ένοπλης επιθετικότητας» στο έδαφος ενός κράτους-μέλους της ΕΕ η Γαλλία δεσμεύεται να συνδράμει στρατιωτικά την χώρα μας «υποδεικνύοντας» έτσι και σε άλλα ευρωπαϊκά κράτη να ακολουθήσουν παρότι, σύμφωνα με την ευρωπαϊκή ρήτρα συνδρομής, η απόφαση για το είδος της βοήθειας επαφίεται στη διακριτική τους ευχέρεια.

Είναι χρήσιμο οι πολιτικές δυνάμεις του τόπου να λαμβάνουν υπόψη τους ότι στο πεδίο της εξωτερικής πολιτικής το «καλύτερο» όταν συνδέεται με ανεδαφικές προσδοκίες και ταυτίζεται με τον «ευσεποθισμό» δεν είναι μόνον εχθρός «του καλού» αλλά μπορεί να καταστεί και ο δήμιός του. «Τα πολλά περίσσια χαλάνε και τα ίσια», όπως λέει και ο σοφός λαός, αν και μαθημένος ο ίδιος στα «περίσσια» και στις υψηλές και ανεδαφικές προσδοκίες στα ζητήματα της εξωτερικής πολιτικής.

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ