Πολιτικη & Οικονομια

Τι να κάνει το κράτος με το έγκλημα; Τη δουλειά του

Πρέπει να κάνει τους εγκληματίες να μη νιώθουν τόσο σίγουροι. Να μη δρουν με τη σιγουριά του ανθρώπου που ξέρει ότι δεν θα τιμωρηθεί

41586-784579.jpg
Μάνος Βουλαρίνος
4’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
Δολοφονία του δημοσιογρλαφου Γιώργου Καραϊβάζ
© EUROKINISSI/ΓΙΑΝΝΗΣ ΠΑΝΑΓΟΠΟΥΛΟΣ

Με αφορμή τη δολοφονία του δημοσιογράφου Γιώργου Καραϊβάζ, ο Μάνος Βουλαρίνος σχολιάζει τα εγκλήματα που γίνονται αλλά μένουν ατιμώρητα

Όταν μετά τη δολοφονία του Γιώργου Καραϊβάζ έγραψα στο twitter και το face το book «Δολοφονημένα αδέρφια από κακοποιητή πρώην σύζυγο, νεκρός υπάλληλος καταστήματος τηλεφωνίας από οπλοφόρο, νεκρός δημοσιογράφος από εκτελεστές. Είμαστε ανυπεράσπιστοι στο έλεος τραμπούκων και δολοφόνων με το κράτος διακριτικό παρατηρητή», κάποιοι συμπολίτες μου απάντησαν με τη φράση «Και τι να κάνει το κράτος;». Όχι μόνο γιατί φαίνεται να μην αντιλαμβάνονται επακριβώς τους λόγους για τους οποίους υπάρχει το κράτος, αλλά κυρίως επειδή αυτή η αντιμετώπιση, αυτό το «και τι να κάνει το κράτος;» είναι το άλλοθι που εδώ και πολλά χρόνια χρησιμοποιούν οι περισσότεροι κρατικοί φορείς για να μην κάνουν σωστά τη δουλειά τους (ή να μην την κάνουν καθόλου). 

Πριν εξηγήσω πόσο λάθος είναι αυτή η αντιμετώπιση, επιτρέψετε μου να πω πως όποιος ισχυρίζεται πως είμαστε ανυπεράσπιστοι απέναντι σε τραμπούκους και εγκληματίες μόνο τον τελευταίο καιρό, πως ξαφνικά γίναμε κάτι σαν Κολομβία της Ευρώπης, πρέπει να είναι ή ολοκληρωτικά χαζός ή πονηρός που προσπαθεί να κάνει αντιπολίτευση με τον αγαπημένο τρόπο του ΣΥΡΙΖΑ: τα ψέματα. Γιατί ανυπεράσπιστοι απέναντι σε τραμπούκους και εγκληματίες ήμασταν και τότε που o πρώην πρωθυπουργός Παπαδήμος έπεφτε θύμα απόπειρας δολοφονίας και τότε που ο ΣΚΑΙ δεχόταν βομβιστική επίθεση και τότε που γάζωναν με καλάσνικοφ τα γραφεία του ΠΑΣΟΚ και τότε που έμπαιναν βόμβες σε σπίτια εισαγγελέων, δηλαδή και τότε που στην κυβέρνηση και τα υπουργεία ήταν ο Αλέκσης και η παρέα του. Το πρόβλημα της παράδοσης της χώρας στην παραβατικότητα και το έγκλημα δεν είναι καινούργιο και αν κάτι κανείς μπορεί να προσάψει στην τωρινή κυβέρνηση είναι ότι δεν έκανε πολλά για να το λύσει, παρότι η επιβολή της νομιμότητας ήταν από τα βασικά της ατζέντας της. Απλώς, κουρασμένη από την πανδημία κι αυτή, συνέχισε την πολιτική παράδοσης της κοινωνίας στα πιο αδίστακτα και εγκληματικά κομμάτια της.

Αλλά αυτά όποιος δεν είναι χαζός ή πονηρός τα ξέρει. Αυτό που πιθανόν να μην καταλαβαίνει είναι γιατί όλα αυτά για τα οποία μιλάμε είναι αποδείξεις της ανικανότητας του κράτους να κάνει μια από τις βασικότερες δουλειές του: να προστατέψει τους πολίτες του.

Ας ξεκινήσουμε με τα δολοφονημένα αδέρφια. Αυτά που δολοφόνησε ο εν διαστάσει σύζυγος της αδερφής.

Κάποιος μπορεί να αναρωτηθεί «και πού να ξέρει το κράτος ότι αυτός θα σκότωνε;» και θα είναι μια πραγματικά περίεργη απορία γιατί το κράτος ήξερε για την προβληματική συμπεριφορά του δράστη. Η σύζυγός του είχε προσφύγει στο κράτος, είχε προσφύγει στη δικαιοσύνη και είχε ζητήσει τη βοήθειά της. Όμως το κράτος δεν τη βοήθησε, δεν έκανε τίποτα για να την προστατεύσει από τον τραμπούκο σύζυγο και τώρα είναι νεκρή. Κι αυτή η απροθυμία του κράτους να προστατεύσει ένα θύμα κακοποίησης δεν είναι η εξαίρεση, αλλά ο κανόνας. Δεκάδες χιλιάδες άνθρωποι πέφτουν θύματα ενδοοικογενειακής βίας και εξαιτίας της χαλαρής αντιμετώπισης των βίαιων συμπολιτών από τους νομοθέτες (και άρα τη δικαιοσύνη), εξαιτίας της αδυναμίας (ή και απροθυμίας) της αστυνομίας να επέμβει, μένουν απροστάτευτοι. Οι περισσότεροι δεν απευθύνονται καν στο κράτος αφού ξέρουν ότι, ακόμα και στην καλύτερη περίπτωση, την επόμενη ή τη μεθεπόμενη της καταγγελίας τους ο κακοποιητής τους θα κυκλοφορεί ελεύθερος και πιο εξαγριωμένος.

Τι μπορεί να κάνει το κράτος;

Μπορεί να αυστηροποιήσει τη νομοθεσία για κάθε κάθαρμα που σηκώνει χέρι. Τόσο πολύ ώστε αυτός που το έχει εύκολο το σήκωμα του χεριού να φοβάται τις συνέπειες. Και βέβαια να επεμβαίνει χωρίς καθυστέρηση στις καταγγελίες κακοποίησης. Να αντιμετωπίζει τις υποθέσεις αυτές ως επείγουσες και όχι με τη συνήθη ραθυμία. Όπως ένα καρδιακό σε ένα νοσοκομείο δεν αντιμετωπίζεται όπως ένα τακτικό χειρουργείο, έτσι και μια καταγγελία κακοποίησης δεν μπορεί να αντιμετωπίζεται όπως μια κτηματική διαφορά.

Ας συνεχίσουμε με τον 72χρονο δολοφόνο που σκότωσε έναν άνθρωπο με ένα περίστροφο επειδή δεν του άρεσε το ποσό που έγραφε ο λογαριασμός του τηλεφώνου του. Αν αυτός ο τύπος νομίμως είχε περίστροφο, οι ευθύνες του κράτους που του έδωσε την άδεια είναι προφανείς. Όσο προφανείς είναι και οι ευθύνες του κράτους σε περίπτωση που ο δράστης είχε το περίστροφο παρανόμως.

Μπορεί να διαφεύγει σε πολλούς, αλλά ένας λόγος που χρυσοπληρώνουμε το κράτος (όσοι πληρώνουμε κανονικά τους φόρους μας) είναι η προστασία από το έγκλημα. Το παράνομο εμπόριο όπλων είναι ένα έγκλημα και κάθε φορά που κάποιος δεν προστατεύεται από αυτό το έγκλημα είναι άλλη μια φορά που το κράτος έχει αποτύχει. Το κράτος το οποίο, όπως πολύ καλά ξέρουμε, δεν κάνει τίποτα απολύτως για να περιορίσει την παράνομη οπλοκατοχή. Το κράτος το οποίο ανέχεται κουμπουροφόρους είτε σε επίπεδο ολόκληρου γεωγραφικού διαμερίσματος, είτε σε ατομικό επίπεδο.

Είμαι σίγουρος πως, ειδικά αν έχετε καταγωγή από την επαρχία, γνωρίζετε ανθρώπους που έχουν στην κατοχή τους όπλα. Πιστεύετε ότι αυτό που ξέρετε εσείς το αγνοεί το Αστυνομικό Τμήμα της περιοχής; Φυσικά και όχι. Απλώς αδιαφορεί. Και αδιαφορώντας απλώς συνεργεί σε κάθε δολοφονία που γίνεται με τα όπλα αυτά.

Τι μπορεί να κάνει το κράτος;

Μπορεί να κάνει τη δουλειά του, να επιβάλλει τον νόμο του και να κυνηγήσει κάθε παράνομο κουμπουροφόρο. Στο κάτω-κάτω όποιος έχει όπλο, έχει μια συσκευή, ένα εργαλείο, που έχει φτιαχτεί μόνο για έναν σκοπό: να σκοτώνει. Το όπλο δεν είναι μαχαίρι που μπορεί να το θέλεις για δουλειές και μπορεί να καταλήξει εργαλείο φόνου. Το όπλο είναι εξ αρχής εργαλείο φόνου.

Κι ας καταλήξουμε στη δολοφονία του Γιώργου Καραϊβάζ.

Εδώ νομίζω πως κανένα επιχείρημα δεν χρειάζεται. Όταν οι εγκληματίες δρουν μέρα μεσημέρι, αυτό σημαίνει μόνο ένα πράγμα: ότι νιώθουν σίγουροι. Και ο μόνος τρόπος να νιώθουν σίγουροι οι εγκληματίες είναι να μην κάνει τη δουλειά για την οποία υπάρχει η Ελληνική Αστυνομία. Είτε επειδή δεν θέλει, είτε επειδή είναι ανίκανη, είτε επειδή δεν έχει τα μέσα, είτε επειδή ισχύουν και τα τρία, τέτοιου είδους εγκλήματα δείχνουν κράτος σε διάλυση και αστυνομία σε λευκή απεργία.

Τι μπορεί να κάνει το κράτος;

Να κάνει τους εγκληματίες να μη νιώθουν τόσο σίγουροι. Να μη δρουν με τη σιγουριά του ανθρώπου που ξέρει ότι δεν θα τιμωρηθεί. 

Φίλες, φίλοι και οι υπόλοιποι, όποιος ζει στην Ελλάδα ξέρει πως η παραβατικότητα και το έγκλημα, από τις (συχνά θανατηφόρες) τροχαίες παραβάσεις μέχρι τις επιθέσεις με βόμβες, σπάνια τιμωρείται. Όποιος ζει στην Ελλάδα βλέπει να κυκλοφορούν ελεύθεροι φανερά επικίνδυνοι άνθρωποι και να αποφυλακίζονται εγκληματίες πριν εκτίσουν ολόκληρη την ποινή τους επειδή «δεν χωράνε άλλους οι φυλακές» (λες και η κατασκευή φυλακών απαγορεύεται). Όποιος ζει στην Ελλάδα καταλαβαίνει ότι η αστυνομία εδώ και πάρα πολλά χρόνια παριστάνει ότι δουλεύει, τα δικαστήρια κωλυσιεργούν και οι βουλευτές ψηφίζουν σχεδόν πάντα με το μυαλό στο όφελος του θύτη. Όποιος ζει στην Ελλάδα ξέρει πως η ατιμωρησία και η ανοχή είναι οι δυο πιο αγαπημένες λέξεις του ελληνικού κράτους. Όποιος ζει στην Ελλάδα βλέπει κάθε μέρα τους θύτες να αποθρασύνονται και τα θύματα να φοβούνται όλο και περισσότερο.

Και βλέπει και πολλούς παραιτημένους να αναρωτιούνται «και τι να κάνει το κράτος;»

Μια ερώτηση στην οποία η απάντηση είναι πάντα μια: να κάνει τη δουλειά του. Και να μεταφέρει τον φόβο από τα θύματα στους θύτες. Και μπράβο του.

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ