Πολιτικη & Οικονομια

Covid-19: Ο φόβος και τα φαντάσματα της διπλανής πόρτας

«Ναι, ρε. Τι κοιτάς σα μ....; Εσύ να βάλεις τη μάσκα εκεί που ξέρεις, που θα μου την πεις κιόλας πρωί πρωί…».

59189009_2154225567959075_3788618135297327104_n.jpg
Κώστας Κυριακόπουλος
ΤΕΥΧΟΣ 759
3’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
Άνθρωποι στο μετρό με μάσκα λόγω covid-19
© EUROKINISSI / ΜΠΟΛΑΡΗ ΤΑΤΙΑΝΑ

Σχόλιο για την άρνηση να φορέσουμε μάσκα και την επιθετικότητα που προκαλεί ο φόβος του Covid-19 με αφορμή ένα επεισόδιο στο Μετρό

Πρωί Πέμπτης, σταθμός του μετρό Ελληνικό. Ώρα, οκτώ και κάτι λεπτά. Η εβδομάδα στα τελειώματά της. Ακόμα όλα είναι ήσυχα, σχεδόν αθόρυβα. Συρσίματα παπουτσιών, αντίλαλοι από γόβες στα πλακάκια, οι μονότονοι ήχοι των κυλιόμενων, μισοξυπνημένα βλέμματα πάνω από μάσκες, τα ρυθμικά «μπιπ» των μηχανημάτων. Ο συρμός έρχεται, μπαίνουμε όλοι σαν κουρδισμένοι. Ουδείς κάθεται στις καρέκλες με τις κίτρινες ταμπελίτσες με την ένδειξη: «Εδώ δεν κάθομαι». Μια ράθυμη, κουρασμένη πειθαρχία, κάποιες μεταξύ μας ανταλλαγές βλεμμάτων σαν σιωπηλές επιβεβαιώσεις μιας μυστικής συμφωνίας. Σχεδόν οι μισοί τρίβουν τις παλάμες τους τους με αντισηπτικό. Τους βλέπουν οι άλλοι μισοί και κάνουν το ίδιο. Τα γυαλιά θολώνουν πάνω από τις μάσκες, θυμίζουμε κάτι συμμαθητές μας στο Δημοτικό με γυαλιά αστιγματισμού που κάποτε ήταν μόνιμα θαμπά και μας έκαναν να γελάμε – πρωτόγονο, σχεδόν αθώο μπούλινγκ.

Σχεδόν όλοι χαζεύουν στα κινητά τους. Κοιτάζουν αποθηκευμένα αρχεία που έχουν κάνει download γιατί δίκτυο δεν έχει στο μετρό. Ούτε κινητής τηλεφωνίας, ούτε wifi. Δυο τρεις βγάζουμε βιβλίο από τις τσάντες που κρατάμε με ευλάβεια στην αγκαλιά για να μην ακουμπήσουν κάπου «μολυσμένα». Ο ένας ρίχνει κρυφές ματιές στο βιβλίο του άλλου. Οι βιβλιόφιλοι λένε ότι οι ματιές στα εξώφυλλα που κρατούν οι άλλοι είναι μία από τις αδιακρισίες που συγχωρούνται. Οι επιβάτες σαν ανθρώπινος ζελές λικνιζόμαστε ρυθμικά, σαν νανούρισμα από ένα τεράστιο κυλιόμενο σιδερικό. Μια κανονική, όσο κανονική γίνεται, μέρα. Ξαφνικά η ησυχία τινάζεται. «Άντε ρε γ@μήσου, πρωί πρωί... Άκουσες ρε; Άντε γ@μήσου...».

Ο άνθρωπος που φώναζε στη μούρη κάποιου άλλου ήταν ένας άντρας γύρω στα 40. Είχε ουρλιάξει με τέτοια ένταση που είχε εκτοξεύσει σάλια στον αέρα. Φορούσε τζιν παντελόνι, φρεσκοσιδερωμένο πουκάμισο, σακάκι, γυαλιά, μια τσάντα περασμένη στον ώμο και μια χειρουργική μάσκα περασμένη στον λαιμό, σαν τσαλακωμένο κολιέ. Κοιτούσε έναν άλλον που στεκόταν γύρω στο ένα, ενάμισι μέτρο απόσταση. Τα βλέμματα όλων μας ήταν πάνω τους. «Ναι, ρε. Τι κοιτάς σα μαλάκας; Εσύ να βάλεις τη μάσκα εκεί που ξέρεις, που θα μου την πεις κιόλας πρωί πρωί…». Ήταν σαφές. Ο απέναντι τού είχε κάνει παρατήρηση για τη μάσκα. Κάτι θα του ’χε πει. «Βάλτε τη μάσκα σας…» ή «Για δε φοράς, ρε, τη μάσκα σου…». Ή κάτι τέτοιο. Δεν μπορούσαμε να φανταστούμε κάτι άλλο.

Ήταν ένας άντρας περίπου 50-55 ετών, με μια πολύ συνηθισμένη φυσιογνωμία. Το βλέμμα του είχε παγώσει σε αντίθεση με τα μάγουλά του που είχαν κατακοκκινίσει, ήταν έτοιμος να εκραγεί αλλά ταυτόχρονα τον είχε καλύψει μια διαφανής μεμβράνη έκπληξης και αμηχανίας. Ο άλλος είχε αρχίσει να τρέμει με μισάνοιχτο στόμα έτοιμος να εκτοξεύσει νέα επίθεση. Περίμενε την άμυνα του αντιπάλου του. Και όλοι περιμέναμε την επόμενη φάση. Αμίλητοι, όλοι, σαν να βλέπαμε τηλεόραση, από μακριά.  Απόλυτη σιωπή, ηλεκτρισμένη, που λένε. Μέχρι που ακούστηκε: «Επόμενη στάση Νέος Κόσμος». Ο έξαλλος με τη διπλωμένη μάσκα και την τσάντα πήγε στην πόρτα, ακούστηκε το γνωστό μακρόσυρτο σκούξιμο των φρένων, το ανοιγοκλείσιμο της πόρτας. Βγήκε και άρχισε να περπατά προς την έξοδο, σαν να μην είχε συμβεί τίποτα. Ο άλλος έκανε μια βιαστική κίνηση με το δεξί του χέρι πάνω κάτω στο στομάχι του, σαν να σταυροκοπήθηκε. Είπαμε, μια κανονική μέρα, όσο κανονική γινόταν.

Μια κανονική μέρα για όλους. Σε αυτές τις κανονικές ημέρες κάποιοι από εμάς, κανονικοί κατά τ’ άλλα, σταματούν να αντέχουν, σταματούν να σκέφτονται και μπαίνουν σε ένα μικρό σκοτεινό δωμάτιο για λίγο από το οποίο βγαίνουν φαντάσματα. Βγαίνουν σκιές της προηγούμενης ζωής. Δεν θέλει πολύ, εύκολο είναι. Δεν μιλάμε για τους κανονικούς ψεκασμένους που και πριν από την πανδημία τούς έλεγε ότι έχει ωραία μέρα και απαντούσαν ότι «τον ήλιο τον κανονίζουν τα καρτέλ των αντηλιακών». Μιλάμε για τους διπλανούς μας. Αυτούς που πίναμε μπίρες, λέγαμε βλακείες για την ΑΕΚ και τον Παναθηναϊκό τα πρωινά που βγάζαμε τα σκυλιά μας βόλτα, αυτούς που τους φιλούσαμε σταυρωτά ακόμα και δύο μέρες να είχαμε να τους δούμε, που η χειραψία πήγαινε σύννεφο  – αυτά τα καθημερινά που όριζαν τη ρουτίνα, κι αυτή με τη σειρά της την ψευδαίσθηση του καθενός. Αυτά τα μικρά καθημερινά στιγμιότυπα, μικρές και μεγάλες σκηνές της ζωής που έχει έρθει ανάποδα. Όλοι έχουν από ένα. Άλλοι περισσότερα.

Όταν ο φόβος βάζει τις σφραγίδες του, οι άνθρωποι δεν θέλουν πολύ να γίνουν φαντάσματα. Να κρύβονται από την ίδια τους την αντανάκλαση στον καθρέφτη της προηγούμενης ζωής. Αλλά πού θα πάει. Θα τη βρούμε την άκρη, έτσι είναι ο κόσμος, έτσι γίνεται πάντα. Και πού ξέρεις, όταν αυτός ο άνθρωπος με τη μάσκα - τσαλακωμένο κολιέ στον λαιμό του, ξανασυναντήσει στο μετρό μετά από καιρό αυτόν που έβρισε, ίσως του μιλήσει για τον καιρό ή για το βιβλίο που θα τον δει να διαβάζει. Και ίσως τον ρωτήσει με συνωμοτικό χαμογελάκι: «Καλό, καλό;». Και τότε το φάντασμα θα κάνει ένα μεγάλο μπαμ και θα ξαναγίνει άνθρωπος…  

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ