Πολιτικη & Οικονομια

Η Αγία Σοφία και ο ιδιότυπος ορθολογισμός της νέας Τουρκίας

Η εδραίωση του πολιτικού Ισλάμ στην σύγχρονη Τουρκία αποτελεί μια μάλλον ιστορικά αναπάντεχη εξέλιξη

e7b99248-7ac6-41a5-9436-e73bba1b8594.jpeg
Μάκης Μυλωνάς
4’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
agia-sophia-erdogan-tzami-toyrkia.jpg
© Burak Kara / Getty Images / Ideal Image

Ο Μάκης Μυλωνάς γράφει για το τι σημαίνει για την Τουρκία η κακοποίηση του ιστορικού χαρακτήρα της Αγίας Σοφίας.

Η ιδιαίτερη σημασία που έχει για τον ελληνισμό ο εκθαμβωτικός ναός της Αγίας Σοφίας στην Κωνσταντινούπολη δεν θα πρέπει να επηρεάζει την κρίση εκείνων που επιχειρούν να ανιχνεύσουν τις προθέσεις της Τουρκίας. Η κακοποίηση του ιστορικού χαρακτήρα της Αγίας Σοφίας στερεί από την Τουρκία κυρίως την «έξωθεν καλή μαρτυρία», σε μια χρονική συγκυρία όμως που ελάχιστοι διατηρούσαν πια αυταπάτες για την πορεία που έχει επιλέξει το καθεστώς Ερντογάν.

Ναι, είναι πράγματι φοβερά απογοητευτικό ότι η σημερινή ηγεσία της Τουρκίας επιλέγει τον δρόμο της οπισθοδρόμησης, εκείνον που τολμηρά είχε απορρίψει, σχεδόν 100 χρόνια πριν, ο ιδιοφυής Κεμάλ Ατατούρκ. Η εδραίωση του πολιτικού Ισλάμ στην σύγχρονη Τουρκία αποτελεί μια μάλλον ιστορικά αναπάντεχη εξέλιξη, αντίστοιχη σε έναν βαθμό με εκείνην που συντελέστηκε στο κοσμικό Ιράν του Σάχη μετά τα γεγονότα της «Ισλαμικής Επανάστασης» του 1979 στο Ιράν.

Παρόλα αυτά, η εκ νέου λειτουργία της Αγίας Σοφίας ως μουσουλμανικό τέμενος με κανέναν τρόπο δεν αποτελεί ένα αυτοτελές γεγονός στην ύλη των σχέσεων της Τουρκίας με τον δυτικό κόσμο. Οι σχέσεις της Τουρκίας με τον δυτικό κόσμο θα παραμείνουν ως έχουν: αυστηρά συναλλακτικές και αποκρουστικά κυνικές. Η Τουρκία θα εξακολουθήσει να αποτελεί το «αναγκαίο κακό» για κάθε ευρωπαϊκή συμφωνία για την διαχείριση του προσφυγικού και μεταναστευτικού ζητήματος. Δεν αποκλείεται μάλιστα μια τέτοια συμφωνία να προκύψει και κατά την διάρκεια της τρέχουσας γερμανικής προεδρίας του Συμβουλίου της Ε.Ε, με την Ελλάδα σε ρόλο υπέρμαχου της επίτευξης της.

Όσο για τους κλυδωνισμούς της τουρκικής οικονομίας, αυτοί δεν αποκλείεται να καταστήσουν την Τουρκία μεσοπρόθεσμα ακόμα πιο ελκυστική επενδυτικά, πόσο μάλλον τώρα που η επιλογή της Κίνας γίνεται πολιτικά όλο και πιο δύσκολη για τα δυτικά κεφάλαια. Η Τουρκία παραμένει μια χώρα με άφθονο φθηνό εργατικό δυναμικό, με βιομηχανική παράδοση, με ζηλευτές υποδομές στον τομέα των δικτύων και των μεταφορών αλλά και με σημαντική εσωτερική ζήτηση. Όσο κυνικό κι αν μοιάζει, μια χώρα που κυβερνάται με αυταρχικό τρόπο και εκδίδει εθνικό νόμισμα είναι σε θέση να διαχειριστεί πολύ πιο αποτελεσματικά μια πιθανή χρεοκοπία από όσο χώρες με δημοκρατικούς θεσμούς, όπου υπάρχει πάντοτε το ιερό καθήκον λογοδοσίας στους πολίτες για το τι πήγε λάθος.

Παράλληλα, το κάποτε ουτοπικό και εν πολλοίς περιθωριακό όραμα του νεοθωμανισμού έχει καταστεί ιδιαίτερα επίκαιρο, με έναν τρόπο που ενδεχομένως να μην περίμεναν ούτε οι εμπνευστές του. Πίσω από τους ισλαμικούς λυρισμούς των ομιλιών Ερντογάν, κρύβεται ένας ιδιότυπος ορθολογισμός. Η απόσυρση των ΗΠΑ από την Μέση Ανατολή αφήνει ένα υπαρκτό κενό εξουσίας στην Ανατολική Μεσόγειο και την Μέση Ανατολή, πόσο μάλλον όταν η Ευρωπαϊκή Ένωση εξακολουθεί να διαθέτει μηδενική επιρροή στις γεωπολιτικές εξελίξεις στην περιοχή. Η Τουρκία ορθώς εκτιμά ότι τώρα είναι η στιγμή των μεγάλων ανακατατάξεων, ορθώς θεωρεί ότι η εποχή Τραμπ σε συνδυασμό με την παράλυση της Ε.Ε είναι η ιδανική εποχή αναθεώρησης πολλών σταθερών του 20ου αιώνα -ακόμα κι αν το Διεθνές Δίκαιο σε κάποια σημεία διαφωνεί. Αντίστοιχα, η στροφή της Τουρκίας στην χρήση στρατιωτικής ισχύος της παρέχει ένα σημαντικό συγκριτικό πλεονέκτημα, σε μια εποχή που στο σύνολο τους οι δυτικές κοινωνίες απορρίπτουν κάθε μορφή πολεμικής επιχείρησης.

Η απροθυμία της Δύσης να εμπλακεί σε πολεμικές επιχειρήσεις παράγει άφθονα επιχειρήματα, της κατηγορίας «ναι μεν αλλά», υπέρ των τουρκικών επιλογών. Η Τουρκία πρακτικά κατέχει εδώ και χρόνια ένα μέρος της επικράτειας της Συρίας αλλά εξακολουθεί να αποτελεί ένα προτιμότερο συνομιλητή για την Δύση σε σχέση με την Ρωσία ή την Κίνα. Η Τουρκία παρεμβαίνει στην Λιβύη, κόντρα στην ροή των γεγονότων, αλλά τουλάχιστον στηρίζει την διεθνώς αναγνωρισμένη κυβέρνηση της χώρας και εξακολουθεί να αποτελεί ένα προτιμότερο συνομιλητή για ένα μεγάλο μέρος της Δύσης, σε σχέση με την Ρωσία που επίσης δρα στην περιοχή.

Πλήθος δυτικών «ναι μεν αλλά» διατυπώνονται και ως προς τις κινήσεις της Τουρκίας στην Ανατολική Μεσόγειο, παρά τα όσα λέγονται μπροστά στις κάμερες. Αρκετές δυτικές χώρες συμμερίζονται την τουρκική άποψη περί «ελληνικής υπερβολής» ως προς την πλήρη επήρεια του Καστελόριζου στην χάραξη θαλασσίων ζωνών ενώ παράλληλα αρκετές δυτικές χώρες συμφωνούν με το ότι η Ελλάδα δεν πρόκειται να προσέλθει αυτοβούλως στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων αλλά παρά μόνο όταν τα πράγματα φτάσουν στα άκρα. Πολλές από τις μεγάλες δυτικές χώρες κατανοούν τι περιγράφει ως «αίσθημα αποκλεισμού» της μια μεγάλη χώρα όπως η Τουρκία. Σχεδόν όλες οι δυτικές χώρες είναι απόλυτα απρόθυμες να ταχθούν με το πλευρό της κυπριακής εκδοχής του ελληνικού μαξιμαλισμού, όπως αυτός έχει ιστορικά εκφραστεί με τα διαρκή «όχι» των Ελληνοκυπρίων σε κάθε προσπάθεια επίλυσης του Κυπριακού Ζητήματος.

Φυσικά, όλες οι παραπάνω επισημάνεις καθόλου δεν προεξοφλούν ότι η στρατηγική της Τουρκίας του Ταγίπ Ερντογάν θα στεφθεί με απόλυτη αποτυχία. Είναι εξαιρετικά πιθανό η Τουρκία να μπερδεύει ήδη τον ίσκιο της για μπόι, η οικονομία της να μην αντέξει τις πολλαπλές στρατιωτικές περιπέτειες και το μέλλον να της επιφυλάσσει κι άλλες δυσάρεστες εκπλήξεις, όπως ο βομβαρδισμός των θέσεων της στην λιβυκή βάση της Αλ Ουατίγια -κατά την εφαρμογή του δόγματος «À bois noueux, hache affilée». Μια πιθανή προσωρινή αποτυχία των στρατηγικών επιδιώξεων της Τουρκίας δεν θα πρέπει να ερμηνευθεί ως ελληνικός θρίαμβος, κυρίως γιατί η Ιστορία διδάσκει ότι οι στρατηγικές επιδιώξεις της Τουρκίας δεν αποτελούν προσωπικές ψυχώσεις του σημερινού Προέδρου αλλά είναι ευρέως αποδεκτές από το σύνολο του τουρκικού πολιτικού φάσματος. Μια πιθανή κατάρρευση του τουρκικού μαξιμαλισμού δεν θα πρέπει να λειτουργήσει ως ψήφος εμπιστοσύνης υπέρ του μη βιώσιμου status quoτων ελληνοτουρκικών σχέσεων.

Η Ελλάδα οφείλει άμεσα να πάψει να ξοδεύει τόση ενέργεια στην ανάλυση στις επιλογές της Τουρκίας και να αρχίσει να καταλήγει στις δικές της. Η ύλη της εθνικής εξωτερικής πολιτικής δεν μπορεί να είναι η έκδοση ανακοινώσεων καταδίκης των τουρκικών ενεργειών από την Ε.Ε ή η εμμονή στην επιβολή ευρωπαϊκών κυρώσεων κατά της Τουρκίας, όταν είναι φοβερά σαφές ότι δεν υπάρχει η παραμικρή διάθεση στις Βρυξέλλες για την επιβολή ουσιαστικών κυρώσεων. Ύλη της εθνικής εξωτερικής πολιτικής δεν μπορεί παρά να αποτελεί ένα συγκροτημένο σχέδιο για τον ρόλο και την θέση της χώρας στο νέο γεωπολιτικό τοπίο που διαμορφώνεται. Το σχήμα «η Τουρκία δρα, η Ελλάδα αντιδρά» είναι πιο υποτιμητικό από την πλέον υποτιμητική δήλωση Τούρκου αξιωματούχου για την ισχύ της χώρας μας.

Δεν αρκεί να ξέρουμε τι δεν θέλουμε να μας συμβεί. Οφείλουμε κάποια στιγμή και να καταλήξουμε στο τι θέλουμε να μας συμβεί. Μόνο τότε εξάλλου θα έχουμε πραγματική τύχη να απολαύσουμε την υποστήριξη των συμμάχων μας, οι οποίοι εδώ και χρόνια δυσκολεύονται να κατανοήσουν τι πραγματικά ζητά η Ελλάδα, πέρα από την καταδίκη των τουρκικών ενεργειών. Κατά συνέπεια, το ερώτημα που πρέπει να απαντήσουμε δεν είναι το «πού το πάει η Τουρκία;» αλλά το «ποιος θα ήταν ο ιδανικός έντιμος συμβιβασμός με την Τουρκία», είτε αυτός επιτευχθεί τώρα, είτε στο μέλλον, είτε πριν είτε μετά από ένα θερμό επεισόδιο. Εξάλλου, το πολιτικό κόστος μιας ειρηνικής λύσης είναι πάντα αστρονομικά μικρότερο από το πολιτικό κόστος μιας εθνικής καταστροφής.

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ