Πολιτικη & Οικονομια

Θόδωρος Σκυλακάκης: Πού βρέθηκαν ξαφνικά 24 δισ.

Ο υφ. Δημοσιονομικής Πολιτικής απαντά στο ερώτημα που απασχολεί τους πολίτες και τροφοδοτεί τους πολιτικούς με κόντρες

img_0317_1.jpg
Σταμάτης Ζαχαρός
ΤΕΥΧΟΣ 742
4’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
Ο Θόδωρος Σκυλακάκης, υφυπουργός Δημοσιονομικής Πολιτικής, αναλύει πώς βρέθηκαν 24 δισ. ευρώ για την αντιμετώπιση των οικονομικών συνεπειών του κορωνοϊού.

Ο Θόδωρος Σκυλακάκης, υφυπουργός Δημοσιονομικής Πολιτικής, αναλύει πώς βρέθηκαν 24 δισ. ευρώ για την αντιμετώπιση των οικονομικών συνεπειών του κορωνοϊού.

Για τους πολίτες οι οποίοι κλήθηκαν επί μια δεκαετία να εφαρμόσουν σκληρή λιτότητα προκειμένου να ορθοποδήσει η χώρα και να ξεφύγει από τον κλοιό χρέους, η ανακοίνωση όλων αυτών των μέτρων ενίσχυσης εργαζομένων και επιχειρήσεων προκαλεί απορίες. Πώς τόσα χρόνια δεν μπορούσαμε να ενισχύσουμε τους εργαζόμενους; Γιατί δεν μπορούσαμε να μειώσουμε τη φορολογία και το κόστος των εισφορών; Γιατί ξαφνικά τώρα μοιάζουν όλα πιο εύκολα; 

Ο Θόδωρος Σκυλακάκης είναι ο καταλληλότερος να απαντήσει. Όχι μόνο λόγω του χαρτοφυλακίου που ανέλαβε, αλλά κυρίως διότι εξαρχής υπήρχε μια υπόνοια στην πολιτική και δημοσιογραφική πιάτσα ότι ο οικονομολόγος και φιλελεύθερος πολιτικός θα έπαιζε το ρόλο του αυστηρού λογιστή. Του ανθρώπου που θα εμπόδιζε ενδεχομένως τις «ασωτίες» συναδέλφων του. Το σχέδιο άλλωστε του Μητσοτάκη για αποκατάσταση της εμπιστοσύνης στην Ελλάδα δεν μπορούσε να συνυπάρχει με αλόγιστες και μη ορθολογικές δαπάνες. 

«Και μετά ήρθε ο κορωνοϊός», είναι η πρώτη αφοριστική απάντηση του Θ. Σκυλακάκη. «Άλλαξαν όλα. Ο σχεδιασμός, οι δεσμεύσεις και κυρίως οι στόχοι της κυβέρνησης. Όχι μόνιμα βέβαια, αλλά η απόφαση του πρωθυπουργού ήταν εξαρχής να αντιμετωπίσουμε κατά προτεραιότητα την υγειονομική κρίση και εν συνεχεία τις επιπτώσεις στην οικονομία. Μια απόφαση που μας δικαίωσε ως προς το υγειονομικό σκέλος και ήδη φαίνεται ότι μας δικαιώνει και ως προς το σκέλος της οικονομίας. Ελπίζουμε η ύφεση να είναι μικρότερη από τις προβλέψεις και σε αυτό θα βοηθήσει φυσικά και ο τουρισμός». 

 Το μείζον ερώτημα όμως παραμένει: γιατί τα προηγούμενα χρόνια υποστήκαμε τόσο βαριά λιτότητα, αν υπήρχαν χρήματα που μπορούσαν να δοθούν για να μετριάσουν τις επιπτώσεις της κρίσης; «Χρήματα γενικώς και αορίστως δεν υπήρχαν ούτε υπάρχουν. Η Ελλάδα έχει ένα δημόσιο χρέος πολύ σημαντικότερο από τα ταμειακά της διαθέσιμα. Είναι μακροχρόνιο και με χαμηλά επιτόκια, αλλά είναι εδώ. Το μεγάλο μέρος αυτού του πακέτου που θα χρηματοδοτηθεί από τον προϋπολογισμό θα πρέπει να γνωρίζουν οι πολίτες ότι θα επιβαρύνει το “καθαρό” μας χρέος (δηλαδή τη διαφορά που προκύπτει αν από το δημόσιο χρέος αφαιρέσουμε τα ταμειακά μας διαθέσιμα), προκειμένου να στηρίξουμε την οικονομία. Αυτό δεν μπορεί να γίνει αλόγιστα. Για παράδειγμα, ο ΣΥΡΙΖΑ προτείνει με μαξιμαλιστικό τρόπο να αποζημιώσουμε περίπου στο ακέραιο όλους όσοι έχασαν χρήματα εξαιτίας του κορωνοϊού και του lockdown. Κάτι τέτοιο θα σήμαινε ακόμη μεγαλύτερη αύξηση του χρέους». Είναι προφανές ότι στο τέλος οι πολίτες «θα πληρώσουν το μάρμαρο» και προφανώς αυτό εννοεί ο υπουργός. Το χρέος της χώρας πριν το ξέσπασμα της κρίσης ήταν λίγο περισσότερα από 330 δισ. ευρώ. Βγαίνοντας από την πρωτοφανή αυτή κρίση θα χρωστάμε ακόμη περισσότερα. Το θέμα είναι πόσο περισσότερα θα χρωστάμε. Εμείς αλλά και οι επόμενες γενιές. 

 Το συνολικό κόστος των μέτρων που ανακοίνωσε ο πρωθυπουργός φθάνει ήδη τα 15 δισ. ευρώ και μπορεί να αυξηθεί λίγο ακόμη μέχρι και στα 17 δισ. ευρώ χωρίς να συνυπολογίζει κανείς το κόστος από ένα δεύτερο πακέτο μέτρων που ενδεχομένως χρειαστεί αν επανακάμψει δριμύτερος ο κορωνοϊός. Πρόκειται για χρήματα που δαπανά το κράτος για τη στήριξη της οικονομίας, χωρίς να υπολογίζουμε τα χρήματα που δεν θα εισπράξει λόγω της μειωμένης οικονομικής δραστηριότητας που είναι της τάξεως των 4-5 δισ. ευρώ.

Τα χρήματα αυτά θα καλυφθούν από τέσσερις χονδρικά πηγές

Α. Ευρωπαϊκά κονδύλια, τα οποία δεν προσμετρούνται στο χρέος. Πρόκειται για τουλάχιστον 2 δισ. ευρώ από ανακατεύθυνση κονδυλίων του ΕΣΠΑ. Με άλλα λόγια ήταν χρήματα που προορίζονταν για άλλες δράσεις και τελικά θα κατευθυνθούν για δράσεις οι οποίες σχετίζονται με τον κορωνοϊό. Επιπλέον 350 εκατ. ευρώ που θα έχανε η χώρα μας από το ΕΣΠΑ επειδή δεν κατάφερε να τα απορροφήσει, θα δοθούν κανονικά για δράσεις όμως που αφορούν στον Covid-19. Στα κονδύλια αυτά πρέπει να προστεθούν και τα περίφημα κέρδη των ευρωπαϊκών κεντρικών τραπεζών από τα ελληνικά ομόλογα περίπου 1,2-1,5 δισ. που έρχονται όταν οι αξιολογήσεις των θεσμών είναι θετικές και αναμένονται σε δύο δόσεις (Ιούνιο και Δεκέμβριο).

Β. Ευρωπαϊκά κονδύλια, τα οποία προσμετρούνται στο χρέος. Ένα καλό παράδειγμα είναι το περιβόητο πρόγραμμα SURE, μέσω του οποίου θα αποζημιωθούν εργαζόμενοι σε καθεστώς εκ περιτροπής εργασίας. Το ύψος του ποσού κυμαίνεται από 1,5 έως 2,5 δισ. ευρώ. Παρότι προσμετρούνται στο χρέος, τα χρήματα αυτά τα δανείζεται η Ελλάδα με εξαιρετικά προνομιακό επιτόκιο κοντά στο 0%. Παρόμοιο δανεισμό (με εξαιρετικά χαμηλό επιτόκιο) μπορεί να αντλήσει η Ελλάδα και από τον ESM, τον μηχανισμό σταθερότητας, κάτι που ακόμη δεν έχει αποφασίσει να κάνει, αποκλειστικά όμως για δαπάνες υγείας. Θα μπορούσε να αποτελεί ένα «καταφύγιο» σε περίπτωση που χειροτερέψουν πολύ τα πράγματα ή έρθει δεύτερο σοβαρό κύμα του κορωνοϊού το φθινόπωρο. 

Γ. Ταμειακά διαθέσιμα της Ελληνικής Δημοκρατίας. Πρόκειται για τα χρήματα που βαφτίστηκαν παλαιότερα από τον ΣΥΡΙΖΑ ως «μαξιλάρι» και ανέρχονται σήμερα στα 32,5 δισ. ευρώ (περιλαμβανομένων και 15,7 δισ. η χρήση των οποίων απαιτεί άδεια του ESM). Τα χρήματα αυτά θα μπορούσαν να απομειώσουν το συνολικό μας χρέος αλλά προς το παρόν μέρος τους θα  διατεθεί κατά κύριο λόγο για τη χρηματοδότηση των προγραμμάτων ενίσχυσης της εργασίας. Δηλαδή θα δοθούν σε εργαζόμενους που βρίσκονται σε αναστολή εργασίας ή σε καθεστώς εκ περιτροπής εργασίας. Μια συντηρητική εκτίμηση αναφέρει ότι θα απαιτηθούν 5-6 δισ. ευρώ από το μαξιλάρι μέχρι το τέλος τους έτους και η κυβέρνηση σκοπεύει να τα «ξαναβάλει» στο ταμείο σταδιακά μέσα στα επόμενα χρόνια, όταν οι επιχειρήσεις θα ανακάμψουν. 

Δ. Πρόσθετος δανεισμός. Πρόκειται για τον πιο ξεκάθαρο δανεισμό «από τις αγορές», μέσω του οποίου θα καλυφθεί όλο το υπόλοιπο ποσό που θα κοστίσουν τα μέτρα. Η Ελληνική Δημοκρατία ήδη έχει προχωρήσει σε εκδόσεις ομολόγων, οι οποίες έτυχαν ιδιαίτερα θετικής αποδοχής από τις αγορές. Το επιτόκιο που καλείται να πληρώσει για τα ομόλογα του ελληνικού Δημοσίου είναι μικρότερο του 2% (από 4% μέχρι πέρυσι την άνοιξη). Ακόμη χαμηλότερο (λίγο πάνω από το 0%) θα είναι το επιτόκιο του πιο βραχυπρόθεσμου δανεισμού, αυτών που ονομάζουμε έντοκα γραμμάτια και είναι διάρκειας μερικών μηνών. Με τις παρούσες συνθήκες η χώρα μπορεί να χρειαστεί μέχρι το τέλος του έτους να δανειστεί περίπου 4-6 δισ. ευρώ επιπλέον συν αυτά που χρειάζεται για να αναχρηματοδοτήσει το παλαιότερο βραχυχρόνιο χρέος που λήγει. Αναλυτές εκτιμούν ότι κάτι τέτοιο είναι εφικτό.

Υπάρχει και ένας ακόμη παράγοντας που βοηθά την κυβέρνηση να παρέχει ρευστότητα στην οικονομία. Μέχρι πρότινος η Ελλάδα έπρεπε να «παράγει» κάθε χρόνο πρωτογενή πλεονάσματα ύψους περίπου 8 δισ. ευρώ. Από αυτά τα χρήματα τα 5 περίπου δισ. χρησιμοποιούνταν για την αποπληρωμή τόκων. Με τη χαλάρωση των δημοσιονομικών κανόνων της Ε.Ε. η χώρα δεν υποχρεούται να παράξει αυτά τα αποτελέσματα. Βέβαια τους τόκους θα πρέπει να τους πληρώσει αλλά «περισσεύει» και ένα ποσό της τάξης των 3 δισ. που επίσης μπορεί να χρησιμοποιηθεί. 

Ο Θόδωρος Σκυλακάκης εκτιμά ότι με τις παρούσες συνθήκες η επίπτωση από τον κορωνοϊό είναι διαχειρίσιμη και η κυβέρνηση ελέγχει την κατάσταση. Το βασικό ζητούμενο πλέον είναι κυρίως η αποτελεσματικότητα αυτών των μέτρων, ώστε να επιτρέψουν στην οικονομία να μετριάσει τις επιπτώσεις και να επιστρέψει σε τροχιά ανάκαμψης όσο πιο γρήγορα γίνεται. Είναι όμως εξίσου σημαντικό να βρεθεί μια ισορροπία μεταξύ της αύξησης του δανεισμού μας και της αντιμετώπισης της κρίσης του κορωνοϊού, ώστε να μη βρεθεί ξανά η χώρα σε επίπεδα χρέους που θα χαρακτηριστούν μη εξυπηρετήσιμα, κάτι που θα αυξήσει κατακόρυφα το κόστος αποπληρωμής των δανείων και προφανώς θα ξαναβάλει τη χώρα σε διαδικασίες δημοσιονομικών περιορισμών. Δηλαδή, μνημόνια… 

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ