Πολιτικη & Οικονομια

Η αυτοδιοίκηση των Πανεπιστημίων και ο επαναπατρισμός νέων επιστημόνων

Οι λύσεις δεν μπορούν να είναι αποσπασματικές και δειλές. Χρειάζεται μία μεταρρυθμιστική επανάσταση.

59961-131318.JPG
Ιωακείμ Γρυσπολάκης
4’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
4948192.jpg
© EUROKINISSI / ΣΤΕΛΙΟΣ ΜΙΣΙΝΑΣ

Αυτοδιοίκηση των Πανεπιστημίων, τρίπτυχο Αριστεία - Αξιολόγηση - Αξιοκρατία, επανίδρυση των ΤΕΙ, επαναπατρισμός νέων επιστημόνων.

Μετά τη Μεταπολίτευση του 1974 η υπαγωγή των Πανεπιστημίων στο καθεστώς του Νομικού Προσώπου Δημοσίου Δικαίου (ν.π.δ.δ.) συνεχίσθηκε. Επιβλήθηκε από τη Χούντα το 1969, προκειμένου να υπάρχει πλήρης έλεγχος των ιδρυμάτων, και ουδεμία κυβέρνηση τόλμησε να το αμφισβητήσει. Ήταν η εποχή του κρατισμού. Ακόμη και η κυβέρνηση του Κων/νου Καραμανλή άρχισε τις κρατικοποιήσεις μεγάλων βιομηχανικών μονάδων, ενώ με το Σύνταγμα του 1975 καθιερώθηκε και στα Πανεπιστήμια ο σφικτός έλεγχος από το Κράτος. Το άρθρο 16, ως το τοτέμ της Αριστεράς, έμεινε αναλλοίωτο από όλες τις αναθεωρήσεις, παρά τις προσπάθειες μέρους της ακαδημαϊκής κοινότητας, αλλά και κυβερνήσεων της Νέας Δημοκρατίας. Φθάσαμε πολύ κοντά στην αναθεώρησή του το 2006, αλλά συνάντησε την αντίρρηση του ΠΑΣΟΚ. Έτσι χάθηκε μία ακόμη ευκαιρία να εισέλθει και η Ελλάδα στο χώρο του εκσυγχρονισμού, στον οποίο είχαν προ πολλού ενταχθεί όλες οι χώρες του ΟΟΣΑ, ακόμη και χώρες όπως η Τουρκία, η Τσεχία, η Σλοβακία, η Ουγγαρία και η Ν. Κορέα. Ο πίνακας, που ακολουθεί, πηγάζει από τα επίσημα στοιχεία του ΟΟΣΑ (OECD) και είναι ενδεικτικός της καθυστέρησης της χώρας μας. Δείχνει ότι η Ελλάδα είναι τραγικά μόνη στο θέμα της ενίσχυσης του κρατισμού και της έλλειψης αυτοδιοίκησης των Πανεπιστημίων της.

image1.png

Από το 1990 έως το 2011, σχεδόν στο σύνολο των ευρωπαϊκών χωρών είχαν πραγματοποιηθεί μεγάλες αλλαγές στην ανώτατη εκπαίδευση με έμφαση τη θεσμοθέτηση του Συμβουλίου Διοίκησης και το άνοιγμα των ιδρυμάτων στην κοινωνία και στην οικονομία. Στις 25 από τις 28 χώρες της ΕΕ (πλην Ελλάδας, Βουλγαρίας και Ρουμανίας) είχε υιοθετηθεί το μοντέλο στο οποίο το Συμβούλιο Ιδρύματος ελέγχει και χαράσσει την πολιτική ανάπτυξης του Πανεπιστημίου, η Σύγκλητος χαράσσει την εκπαιδευτική και ερευνητική πολιτική και ο Πρύτανης διοικεί το ίδρυμα, βάσει των αποφάσεων που λαμβάνει το Συμβούλιο Ιδρύματος και η Σύγκλητος.

Είχα προτείνει από το 2006 στην τότε υπουργό παιδείας Μ. Γιαννάκου να τολμήσει την αναθεώρηση του άρθρου 16, όχι μόνον για να επιτραπεί η λειτουργία μη κρατικών Πανεπιστημίων, αλλά για αλλαγή του καθεστώτος των δημόσιων από ν.π.δ.δ. σε ν.π.ι.δ. Και αυτό προκειμένου να δοθούν πολλοί βαθμοί ελευθερίας στον σχεδιασμό, στην ανάπτυξη, στη λειτουργία των Πανεπιστημίων και στην προσέλκυση πόρων και επιφανών ερευνητών, αλλά και στη σύνδεσή τους με τις παραγωγικές δυνάμεις. Έκτοτε, το επαναλαμβάνω σε κάθε ευκαιρία, ενώ με ικανοποίηση διαπιστώνω ότι έχει γίνει επίσημη θέση τόσο της ΝΔ όσο και του ΚΙΝΑΛ.

Η μόνη προσπάθεια, που έγινε από τη Μεταπολίτευση και μετά, είχε τη σφραγίδα της Άννας Διαμαντοπούλου, υπουργού Παιδείας της περιόδου 2009-2012, και του τότε πρωθυπουργού Γ. Α. Παπανδρέου, ο οποίος στήριξε την προσπάθεια. Ακόμη και αυτή η προσπάθεια έγινε στο ασφυκτικό πλαίσιο των περιορισμών του άρθρου 16, αφού τα Πανεπιστήμια παρέμεναν ν.π.δ.δ. Εισήχθη ο θεσμός των Συμβουλίων των Ιδρυμάτων, στα οποία ανετέθησαν σχεδόν όλες οι ελεγκτικές και αποφασιστικές αρμοδιότητες του υπουργού παιδείας.

Όμως, ακόμη και αυτή η μεταρρύθμιση θεωρήθηκε εκτός των αποδεκτών ορίων από τη δογματική Αριστερά (ΣΥΡΙΖΑ και ΚΚΕ), με αποτέλεσμα να καταργηθεί σε όλο το φάσμα του ο νόμος 4009/2011, αφού πρώτα είχε χάσει τη δυναμική του από την πολιτική που εφάρμοσαν οι επόμενοι υπουργοί Γ. Μπαμπινιώτης και Κ. Αρβανιτόπουλος.

Δεκατέσσερα χρόνια μετά η Νέα Δημοκρατία και το ΠΑΣΟΚ (Κίνημα Αλλαγής) συμφωνούν για την αναγκαιότητα αναθεώρησης του άρθρου 16 του Συντάγματος, αλλά όχι η Αριστερά. Για τον ΣΥΡΙΖΑ και το ΚΚΕ ο κρατισμός και ο πλήρης έλεγχος των Πανεπιστημίων είναι ιερό εικόνισμα, δόγμα αναλλοίωτο. Έτσι, χάθηκε ακόμη μία ευκαιρία εκσυγχρονισμού της Ανωτάτης Εκπαίδευσης και ένταξης της χώρας μας στις δομές του παγκόσμιου γίγνεσθαι. Απομένει η επανάληψη του εγχειρήματος του 2011, προκειμένου να δοθούν βαθμοί ελευθερίας στα Πανεπιστήμια, να βασισθεί η μεταρρύθμιση στο τρίπτυχο Αριστεία – Αξιολόγηση – Αξιοκρατία και φυσικά να επανέλθει η Τεχνολογική Εκπαίδευση με την επανίδρυση Τεχνολογικών Εκπαιδευτικών Ιδρυμάτων. Ο πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης το έχει συμπεριλάβει στο Πρόγραμμα Παιδείας, η υπουργός Παιδείας Νίκη Κεραμέως το στηρίζει. Και επειδή ο χρόνος κυλάει με τεράστια ταχύτητα, πρέπει να επισπεύσουν την εισαγωγή του σχετικού νόμου εντός του 2020. Όπως έγραψα σε προγενέστερο άρθρο, η ακαδημαϊκή ηρεμία και το ακαδημαϊκό άσυλο δεν διασφαλίζονται αποκλειστικά και μόνον με ένα (απολύτως ορθό και επιβεβλημένο) νόμο δίωξης του εγκλήματος εντός των Πανεπιστημίων και με αποσπασματικές διορθώσεις.

Ολοκληρώνοντας, πρέπει να αναφερθούμε και σε ένα άλλο πολύ σημαντικό σημείο. Στόχος της κυβέρνησης είναι ο επαναπατρισμός νέων επιστημόνων, που έφυγαν από τη χώρα κατά τη διάρκεια της πολυετούς κρίσης, Με τα σημερινά δεδομένα είναι πολύ δύσκολη έως αδύνατη η επαναπροσέλκυσή τους. Ο καθαρός μισθός ενός καθηγητή (πρώτης βαθμίδας) με 25ετή προϋπηρεσία ήταν προ κρίσης €3.200 και επιπλέον δύο βασικοί μισθοί (δώρα Χριστουγέννων, Πάσχα και Θέρους). Σήμερα ο μισθός αυτός ανέρχεται σε €2.050 για τον καθηγητή Α΄ βαθμίδα, ενώ για τον μεν αναπληρωτή καθηγητή σε €1.500 και για το επίκουρο καθηγητή σε €1.100, χωρίς δώρα. Επιπλέον, ο Τακτικός Προϋπολογισμός των Πανεπιστημίων ήταν περίπου 3πλάσιος του σημερινού, κάτι που έδινε τη δυνατότητα στα Πανεπιστήμια να προσφέρουν startup money σε νεοπροσληφθέντες καθηγητές, δηλαδή κάποιο ποσόν για τον εξοπλισμό εργαστηρίου, για αναλώσιμα των πειραμάτων και για την πρόσληψη ενός μεταδιδακτορικού εταίρου για την υποβοήθηση του ερευνητικού έργου. Επιπλέον, υπήρχε η δυνατότητα οικονομικής ενίσχυσης της συμμετοχής των καθηγητών σε διεθνή επιστημονικά συνέδρια, στα οποία παρουσίαζαν ερευνητική εργασία, αλλά και για συμμετοχή σε ημερίδες και την προετοιμασία ερευνητικών προτάσεων. Όλα αυτά αποτελούσαν τους ελκυστές για έναν επιστήμονα, προκειμένου να θέσει υποψηφιότητα, να εκλεγεί και να αφήσει τη θέση του στο εξωτερικό, προκειμένου να έλθει στην Ελλάδα. Σήμερα όλα αυτά ανήκουν στο παρελθόν. Γι’ αυτό η προσέλκυση ικανών και σημαντικών επιστημόνων από το εξωτερικό είναι σχεδόν αδύνατη και τα Πανεπιστήμια περιορίζονται, κατά κανόνα, στην εκλογή δεύτερης ποιότητας επιστημόνων ή κάποιες εκλογές καθηγητών καταλήγουν να είναι άγονες, σε περίπτωση που η Σχολή επιθυμεί να κρατήσει ένα καλό επίπεδο.

Τέλος, ας μας πουν όλοι αυτοί, που αντιτίθενται στην μείωση του πλήθους των Πανεπιστημίων και των εισερχομένων φοιτητών σε αυτά: ποια χώρα των 10.000.000 κατοίκων αντέχει να έχει 19.000 καθηγητές (και των τριών βαθμίδων) πανεπιστημίου καλού έως υψηλού επιστημονικού επιπέδου; Το γεγονός ότι από τους αποφοίτους των Πανεπιστημίων ξεχωρίζει ένα 10%, το οποίο είναι ικανό να ανταπεξέλθει στα προσόντα, που απορρέουν από το πτυχίο του, δεν λύνει το πρόβλημα της ανεπάρκειας σε επιστημονικά εξειδικευμένο και ικανό προσωπικό, που αναζητούν οι επιχειρήσεις για να εκσυγχρονίσουν την παραγωγή τους και να ανταποκριθούν στις απαιτήσεις της μετάβασης στην 4η Βιομηχανική Επανάσταση. Δεν έχω στοιχεία να προσφέρω, αλλά διαισθητικά νομίζω ότι από το 10% των πλέον ικανών πτυχιούχων το μεγαλύτερο ποσοστό μεταβαίνει στο εξωτερικό είτε για περαιτέρω σπουδές είτε για εξεύρεση αξιοπρεπούς εργασίας.

Κατά συνέπεια, οι λύσεις δεν μπορούν να είναι αποσπασματικές και δειλές. Χρειάζεται μία μεταρρυθμιστική επανάσταση, θέτοντας το εθνικό συμφέρον υπεράνω του κομματικού.

 

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ