Πολιτικη & Οικονομια

Στη σκιά του... πογκρόμ

Για όλα ευθύνεται ο αδύναμος κρίκος, το γκέτο

4766-35219.jpg
Νίκος Γεωργιάδης
ΤΕΥΧΟΣ 455
4’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
politics.jpg

Ο Νίκος Γεωργιάδης γράφει για τα πογκρόμ της ανθρώπινης ιστορίας

Στα σοκάκια του Stari Grad με το καλντερίμι στρωμένο με τις στρογγυλεμένες πέτρες από το ποτάμι, τα βήματα του επισκέπτη θέλουν δεν θέλουν θα καταλήξουν σε κάποια από τις λίγες ταβέρνες. Δεν είναι τόσο η οσμή του φαγητού όσο οι νότες από το βιολί και το κλαρίνο, καθώς και ο ρυθμός που κρατά το κοντραμπάσο. «Tzelem - Tzelem», «ψυχή μου» στα ρομά, ένα τραγούδι που το ακούς σε κάθε γωνιά της Κεντρικής και Βαλκανικής Ευρώπης, κάτι σαν σήμα κατατεθέν, κάτι σαν τη Sainte Marie De La Mer, εκεί στις εκβολές του Ροδανού, στη Λιμνοθάλασσα της Καμάργκ, όπου κάθε χρόνο οι Ρομά οδηγούν τη δική τους Παναγιά μέσα στη θάλασσα της Μεσογείου για να καθαγιαστούν τα ύδατα. Το τραγούδι ακούγεται στη Βουδαπέστη και την Κωνστάντζα, το Μπουργκάς και το Σαράγιεβο, στις γειτονιές της Πράγας, κάτω στα Σκόπια και την Πρίστινα, στη γιορτή του Αγίου Γεωργίου στη Δυτική Θεσσαλονίκη. Ήρθαν από μακριά, από την Ινδία, ακολουθώντας στρατηλάτες και σκληροτράχηλους φαντάρους, άφησαν εκεί τους θεούς τους για να γονατίσουν ξανά μπροστά σε άλλους θεούς. Μόνο ένα κράτησαν: τη γλώσσα. Γλώσσα άγραφτη, προφορική, με δανεικά και δάνεια, γλώσσα ζωντανή.

Αιώνες τώρα στην Μπρατισλάβα ή το Βελιγράδι, στη Μενεμένη ή τα Λιόσιαμ, ζουν στα γκέτο τους όπου εκ των πραγμάτων βρήκαν καταφύγιο. Ήταν πάντα Balamo για τους άλλους τους πολλούς. Όλοι οι άλλοι γύρω ήταν Balamo για αυτούς τους λίγους.

Στο περιθώριο των αστικών κέντρων, με το μάτι μαύρο και το δέρμα σκούρο, με τα χρυσά τα δόντια να μοστράρονται σε κάθε χαμόγελο, προσαρμόστηκαν στα δεδομένα. Ήταν εξαρχής παρίες. Τους ανέχονταν οι Ευρωπαίοι άλλοτε γιατί πρόσφεραν φτηνό μεροκάματο, άλλοτε γιατί «διευκόλυναν» καταστάσεις μπλέκοντας σε απαγορευμένες δραστηριότητες (για τους πολιτισμένους), άλλοτε γιατί πάνω στο μεθύσι των λευκών χριστιανών, τα ακούσματα των τραγουδιών και οι σαγηνευτικές κινήσεις των κορμιών ταξίδευαν το χριστιανικό συντηρητισμό στα πελάγη του απαγορευμένου ερωτισμού. Τους έκλεισαν ανάμεσα από τείχη στα γκέτο τους, τους άφησαν να μιλούν τη γλώσσα τους, να παίζουν με τους ακονισμένους σουγιάδες τους, να κλέβουν άλογα για τους πλούσιους αγωγιάτες, να αδειάζουν τις τσέπες των «αμαρτωλών» προσφέροντας «απαγορευμένες δραστηριότητες» για τους καθωσπρέπει. Τους είπαν αλήτες και γύφτους, τους είπαν βρώμικους, τους στιγμάτισαν. Και όταν τα χρόνια άλλαξαν, τους πήραν στις ορχήστρες τους, τους έβαλαν να τραγουδούν και να χορεύουν όπως τις αρκούδες και τις μαϊμούδες τους παρακολουθώντας με βλέμμα γλαρό, γεμάτο αμαρτωλό πόθο, τις γυναίκες τους να λικνίζονται για δύο δεκάρες λύπηση. Κάποτε στο Μεσολόγγι, ο ήλιος ντάλα και η υγρασία στο 100%, μία παρέα από κορίτσια Ρομά μπήκε στην ταβέρνα. Ήταν λίγο μετά τη Χούντα. Φτώχεια και μιζέρια τότε στα Διβάρια. Χόρεψαν, κανάκευσαν τα στερημένα σερνικά, αλλά και αυτοί οι δόλιοι τι να δώσουν. Δεν είχαν.

Πήγε ένας στο περίπτερο και αγόρασε με λεφτά από ρεφενέ κάτι καραμέλες της συμφοράς. Καραμ έλες έριχναν στα μελαμψά κορίτσια και αυτά τις μάζευαν από το πάτωμα χαμογελώντας. Τα έβλεπες. Φέρονταν σαν γυναίκες, χάιδευαν σαν τριαντάρες, αλλά ήταν παιδιά, μικρά παιδιά.

Λένε οι σοφοί ότι όπου δεν υπάρχει κράτος, υπάρχει φασισμός, έγκλημα, βρωμιά και απάτη.

Πριν από πολλά χρόνια στην Κόρινθο, το μαλθακό το κράτος των Ελλήνων αποφάσισε να ανοίξει το σχολειό στα παιδιά των Ρομά. Ξεσηκώθηκε ο νεοέλληνας και αυτή η ρημάδα η νεοελληνίδα. Πού ακούστηκε δίπλα από το δικό της το παιδί να κάθεται το… «γυφτάκι». Οι νεοέλληνες της φούσκας και της λαμογιάς δεν ήθελαν να «λερώσουν» τα σχολειά τους με τα μελαμψά παιδιά. Και όμως, σε αυτή την κοινωνία της απόλυτης υποκρισίας, η γνώση κοιτά από την κλειδαρότρυπα και επιλέγει ανάλογα με τη γλώσσα, το θεό που πιστεύεις, το χρώμα των ματιών σου, το γουργουρητό της κοιλιάς σου.

«Αιφνιδιάστηκαν» οι μικροαστοί από την αποκάλυψη. Δεν ήξεραν, λέει, πως το κύκλωμα εμπορίας παιδιών στην Ελλάδα είναι τόσο ισχυρό. Έμειναν με το στόμα ανοιχτό οι Αρχές και οι τηλεπαραθυράκηδες. Δεν είχαν ξανακούσει για τα γκέτο στα Λιόσια, τα Φάρσαλα, τη Λάρισα, τον Φοίνικα ή το Δροσερό. Δεν είχαν ποτέ τους αντιληφθεί πως στις πόλεις μας και στα κεφαλοχώρια υπάρχουν καταυλισμοί όπου οι άνθρωποι ζουν χωρίς εκπαίδευση, ΙΚΑ, υγειονομική αρχή, χωρίς αποχέτευση, τρεχούμενο νερό, χωρίς θεσμούς, χωρίς κράτος, χωρίς μέριμνα, χωρίς πρόνοια, χωρίς δουλειά παρά μόνο με μεροκάματα του ποδαριού. Έμειναν άφωνοι οι μικροαστοί.

Δεν γνώρισαν ποτέ κανένα στο περιβάλλον τους που υιοθέτησε παιδί μέσω του κυκλώματος. Ποτέ, κανείς τους δεν άκουσε για παιδιά που εξαφανίζονται και για γονείς που «δανείζονται» δύο γραμμάρια ευτυχίας αναζητώντας ένα παιδί για υιοθέτηση. Κανείς τους δεν άκουσε ποτέ για τα διάτρητα Ληξιαρχεία, για τις κλοπές βρεφών στα νοσοκομεία, για τα παιδιά από τη Ρουμανία ή το Καζαχτσάν, τη Σρι Λάνκα ή το Μεξικό. Ποτέ κανείς Έλληνας πολίτης δεν έζησε το δράμα μιας φιλικής οικογένειας που υιοθέτησε ένα μωρό από τα Βαλκάνια που αποδείχτηκε, χωρίς να φταίει, ανήμπορο ή ανάπηρο. Κανείς ελληνάρας δεν είχε αντιληφθεί πως η νομοθεσία για τις υιοθετήσεις παιδιών είναι αυτή που οδηγεί αναπόφευκτα και με απόλυτο κυνισμό στην αναζήτηση παράνομων κυκλωμάτων για την αγορά ενός βρέφους.

Το μάτι του αστυνομικού έπεσε πάνω στο ξανθό κορίτσι και κάτι ψυλλιάστηκε. Αν το κορίτσι ήταν μελαχρινό, τότε δεν θα υποψιαζόταν τίποτε. Θα προσπέρναγε. Οι ξανθές μπούκλες αποκάλυψαν την πραγματικότητα. Για δεκαετίες, όμως, μικρά παιδιά αλλάζουν χέρια, μοσχοπουλιούνται στο παζάρι της υιοθεσίας, με πολίτες αυτής της χώρας να αποδέχονται κάθε παρανομία, κάθε παραβίαση του αρχέγονου κώδικα τιμής, το παιδί του άλλου είναι ιερό, προκειμένου να αποκτήσουν το δικό τους βρέφος.

Μεγαλογιατροί, νοσοκομειακοί παράγοντες, δικηγόροι, συμβολαιογράφοι, ένα ολόκληρο δίκτυο πολιτών υπεράνω υποψίας έστησαν το κύκλωμα διακίνησης παιδιών. Έφτασαν τα κοράκια και στο Βελιγράδι τότε, αλλά οι Σέρβοι έβγαλαν φιρμάνι. Καμία συζήτηση. Πόλεμος ξεπόλεμος, φτώχεια και μιζέρια μπορεί, αλλά κανένα παιδί του πολέμου δεν θα δοθεί για υιοθεσία. Έτσι κόπηκε μαχαίρι η ιστορία.

Τώρα χρειάστηκε να ξηλωθεί όλο το Ληξιαρχείο του Δήμου Αθηναίων. Η καθωσπρέπει διευθύντρια, η χαμηλοβλεπούσα προϊσταμένη, οι αυστηροί υπάλληλοι πιάστηκαν στα πράσα να δίνουν χαρτιά. Ο κάθε πολίτης μπορεί να ανοίξει και μία και δύο και τρεις οικογενειακές μερίδες. Ο κάθε δικτυωμένος μαιευτήρας μπορεί να κλέβει ένα μωρό από το θάλαμο και να το πουλά. Ο κάθε δικηγόρος μπορεί να «εισάγει» μωρό από τη Μανίλα ή το Τομπουκτού.

Τώρα ανακάλυψαν οι Έλληνες πως στη χώρα τους, όπως ακριβώς αγοράζονται τα υποβρύχια του Τσοχατζόπουλου, άλλο τόσο εύκολα πωλούνται παιδιά, κυκλοφορεί το Καλάσνικοφ, σκοτώνει η Χρυσή Αυγή, ρημάζει το ΕΣΥ, γιατί αυτός ο ίδιος, ο μικροαστός, ο Μπάμπης από τα Σεπόλια και η Χρυσάνθη από το Χαϊδάρι, το αποδέχονται, το στηρίζουν, το θεωρούν… αναπόφευκτο!

Η Ελλάδα ξύπνησε ένα πρωί και αντίκρισε τον Φύσσα νεκρό. Το θύμα της Χρυσής Αυγής ήταν Έλληνας, πολίτης αυτής της χώρας. Ήταν χριστιανός σαν όλους, όχι Πακιστανός στα Πετράλωνα. Η Ελλάδα ξύπνησε ένα πρωί και αναγκάστηκε να παραδεχτεί την υποκρισία της γιατί το κορίτσι στη Λάρισα ήταν ξανθό και όχι μαυριδερό. Τώρα αρχίζει η δεύτερη φάση. Αυτή του πογκρόμ. Για όλα φταίνε οι Ρομά. Για όλα ευθύνεται ο αδύναμος κρίκος, το γκέτο. Στην πυρά, λοιπόν.

Στην αρχή τού έφταιγαν οι Εβραίοι. Σκότωσε έξι εκατομμύρια. Μετά του έφταιξαν οι Τσιγγάνοι. Εκτέλεσε δύο εκατομμύρια ψυχές. Μετά του έφταιξαν οι κομουνιστές, στη συνέχεια οι ομοφυλόφιλοι, αργότερα οι Σλάβοι, μετά οι… οι «Άλλοι», και τελικά του έφταιξαν και όλοι οι υπόλοιποι. Βολεύει να είσαι Balamo, βλέπεις, και πάνω σου να ξορκίζονται τα αμαρτήματα των καθωσπρέπει. Αιώνες δηλητήριο. Αιώνες φαρμάκι.

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ