Πολιτικη & Οικονομια

Μια πράσινη πρόταση σε μαύρο φόντο

27207-103923.jpg
Λεωνίδας Καστανάς
2’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Εντυπωσιακή η πρόταση του γραφείου ΟΚRA, «One Step Beyond», για τη νέα όψη της Αθήνας. Μακάρι να βρεθούν τα λεφτά και να πραγματοποιηθεί. Φαντάζομαι ότι οι ιθύνοντες έχουν μετρήσει σωστά τα κυκλοφοριακά δεδομένα του κέντρου και δεν θα τινάξουν στον αέρα τους παρακείμενους δρόμους. Αλλά όπως και να ’ναι αξίζει να δώσουμε περισσότερο χώρο στους ανθρώπους, στα δέντρα, στο χώμα και το νερό.

Αλλά θα γίνει έτσι;

Έγιναν και άλλες απόπειρες να αλλάξει η Αθήνα, με σημαντικότερη αυτή των Ολυμπιακών αγώνων. Η πλατεία Ομονοίας, για παράδειγμα, είναι σήμερα το πιο σιχαμερό σημείο της πόλης. Η πλατεία Μοναστηρακίου κάτι ανάλογο. Η πλατεία Κλαυθμώνος, η κρεβατοκάμαρα των αστέγων. Ο Στρέφης, η Τοσίτσα, το Μουσείο στέκια του θανάτου που σφύζουν από πρέζα. Το Πολυτεχνείο μια αιμάσσουσα πληγή. Το Σινέ Αττικό μια μαύρη τρύπα.

Πόση αδιαφορία χρειάζεται για να ξεραθεί το πράσινο τρίγωνο; Πόσες διαδηλώσεις απαιτούνται για να οργωθεί το γρασίδι; Πόση δύσκολη εφηβεία απαιτείται για να βαφτούν ή να ξηλωθούν τα μάρμαρα; Πόση ανοχή αρκεί για να συγκροτηθεί μια νέα αγορά ηρωίνης στην υπό ανασυγκρότηση καρδιά της πόλης; Πόσος χρόνος και πόσος κόπος χρειάζονται για να γίνει και η Πανεπιστημίου ένας ακόμα δρόμος της φωτιάς και του θανάτου;

Δυστυχώς για τους σχεδιαστές της νέας πόλης, αυτή δεν είναι τα πεζούλια, τα καθίσματα, οι πεζόδρομοι, τα δέντρα ή τα νερά. Είναι οι σχέσεις των ανθρώπων και τα έργα τους, ο πολιτισμός. Η «παλλόμενη πράσινη και προσιτή καρδιά» μιας πόλης είναι οι άνθρωποι που τη δουλεύουν. Αν αδιαφορούν γι’ αυτήν ή ακόμα χειρότερο αν τη μισούν, τι να σου κάνουν οι αναπλάσεις;

Και είναι πολλοί οι άνθρωποι που ζουν, εργάζονται ή επισκέπτονται αυτήν την πόλη και τη μισούν. Που ανασηκώνουν τους ώμους όταν το spray τη σημαδεύει, όταν η φωτιά την καίει, όταν το σφυρί τη ξηλώνει. Που θεωρούν την καταστροφή πολιτική ή καλλιτεχνική έκφραση και την επιδοκιμάζουν. Είναι πολλοί και είναι πολίτες, ή πολιτικοί, υπεύθυνοι ή ανεύθυνοι.

Στην Ελλάδα αγαπάμε το δημόσιο όταν αναφερόμαστε στις σχέσεις εργασίας του. Μισούμε όμως το δημόσιο χώρο, τα δημόσια υλικά. Δεν τα πονάμε, δεν τα αισθανόμαστε δικά μας ακόμα και όταν τα χρησιμοποιούμε, όταν τα πληρώνουμε ακριβά.

Απαιτούνται πολλά για να γίνει η Αθήνα μια σύγχρονη δυτική Μητρόπολη. Και δυστυχώς τα πολλά δεν είναι μόνο έργα. Κάτι πρέπει να γίνει με τη σύνθεση του πληθυσμού του κέντρου. Κάτι πρέπει να γίνει με τους άστεγους, με την καθαριότητα, με τους εξαθλιωμένους μετανάστες, με τη πρέζα. Κάτι πρέπει να γίνει με την κουλτούρα των ανθρώπων και αυτό δεν γίνεται από τη μια μέρα στην άλλη. Ίσως να μη γίνεται καθόλου.

Υπάρχουν πολλοί άνθρωποι που ζουν στην πόλη, αλλά δεν την αγαπούν. Δεν γνωρίζουν την ιστορία της γιατί δεν γνωρίζουν γενικώς και δεν θέλουν να μάθουν. Δεν θέλουν να τη βλέπουν όμορφη, καθαρή, θελκτική, θέλουν να τη μουτζουρώνουν γιατί αυτή η μουτζούρα βγαίνει από μέσα τους και απλώνεται στην πόλη. Δεν το θέλουν, δεν το επιδιώκουν, γλιστράει σαν διάθεση από τα σωθικά τους, γίνεται spray στα χέρια τους, αποτσίγαρο στην άκρη της σόλας τους, ροχάλα στην άκρη της γλώσσας τους. Γίνεται θυμός που σκάει στα μούτρα της πόλης και τη συνθλίβει.

Υπάρχει πολύ μίσος στην πόλη. Μίσος μαύρο, που κανένα πράσινο δεν μπορεί να το σκεπάσει. Κανένα μάρμαρο δεν μπορεί να το πλακώσει, κανένα μέτωπο να το κρύψει. Είναι το μίσος εξαιτίας των ματαιωμένων ονείρων μιας διαρκούς κατανάλωσης.

Αφήστε την πόλη έρμαιο στην ασκήμια των ανθρώπων της. Η ομορφιά δεν θα γλυκάνει τη ψυχή τους. Απεναντίας θα την εξαγριώσει. Πώς γίνεται σε εποχές κρίσης κάποιοι να ασχολούνται με αρχιτεκτονιές; Γιατί τα χρήματα που θα ξοδευτούν να μη γίνουν επιδόματα ή στην καλύτερη περίπτωση παιδικά γεύματα; Αυτό θα σκεφτούν οι πολλοί. Και όχι γιατί νοιάζονται για τα παιδιά που πεινούν. Αλλά γιατί τους ενοχλεί ο δημόσιος χώρος, ο χώρος που ανήκει και στους άλλους. Πώς μπορούν να υπάρχουν απόψεις αντίθετες από τις δικές τους; Πώς μπορούν να υπάρχουν πράγματα που δεν ανήκουν μόνο σ’ αυτούς; Να σπάσουν, να πεθάνουν.

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ