Πολιτικη & Οικονομια

«Κλάψε να σου δώσουν»

Με αυτή την παραίνεση πορεύεται η ελληνική κοινωνία μέσα στο τοπίο της βαθιάς οικονομικής κρίσης  

93870-210734.jpg
Δημήτρης Ιωάννου
4’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
333126-690678.jpg

Εμείς οι παλαιότεροι θυμόμαστε πολύ καλά ότι τον καιρό που ήμασταν παιδιά, στα καταστήματα που πουλούσαν παιχνίδια υπήρχε συνήθως μία, υποτίθεται, χαριτωμένη επιγραφή που έλεγε: «κλάψε να σου πάρουν». Δεν ξέρω αν κάτι αντίστοιχο συνηθιζόταν και στο εξωτερικό. Εκείνο που διαπιστώνω σήμερα, όμως, είναι ότι από όλες τις παραινέσεις, γραπτές και προφορικές, που δεχθήκαμε στην παιδική μας ηλικία, αυτή, περισσότερο από κάθε άλλη, φαίνεται να εντυπώθηκε δυνατότερα στο μυαλό μας και να ενσταλάχτηκε βαθύτερα στην ψυχή μας. Διότι, με βάση ακριβώς αυτήν, −η οποία για την περίσταση έχει διαμορφωθεί σε «κλάψε να σου δώσουν»− πορεύεται η ελληνική κοινωνία, οδηγούμενη από τους συνομηλίκους μου και κάποιους λίγο νεότερους μέσα στο τοπίο της  βαθειάς οικονομικής κρίσης.

Η υιοθέτηση του «κλάψε να σου δώσουν» φαίνεται, πιο καθαρά απ’ όλα, στο θέμα του χρέους και του πρωτογενούς πλεονάσματος. Ο πολίτης βομβαρδίζεται πανταχόθεν με κλαυθμούς και οδυρμούς για το πρωτογενές πλεόνασμα του 3,5% που απαιτούν οι «δανειστές», ενώ ακούει επίσης όλους τους φίλους του λαού να εξηγούν στους άσπλαχνους ξένους ότι το 2,5% ή και το 1,5% θα ήταν πολύ καλύτερα και προτιμότερα. Έτσι, όλοι μαζί πρώτα κλαίμε παρακαλώντας τους ξένους να μην είναι τόσο ανάλγητοι και να μας επιτρέψουν να έχουμε χαμηλότερα πρωτογενή πλεονάσματα τα επόμενα έτη, ενώ στη συνέχεια κλαίμε ξανά, πικραμένοι, γιατί οι παρακλήσεις μας δεν φαίνεται να πιάνουν τόπο αφού οι άκαρδοι δυνάστες μένουν ασυγκίνητοι με το δράμα μας και επιμένουν στο 3,5%.

Είναι, όμως, τα πράγματα έτσι; Είναι δηλαδή η επιμονή στο πρωτογενές πλεόνασμα του 3,5% αποτέλεσμα των σαδιστικών και εκδικητικών αισθημάτων κάποιων Τευτόνων εις βάρος του πολιτισμού μας; Πρόκειται δηλαδή για ένα πλεόνασμα το οποίο, εάν ήταν λίγο περισσότερο πονόψυχοι και λίγο περισσότερο αλληλέγγυοι με τον μαρτυρικό λαό μας, θα μπορούσε εύκολα να αλλάξει και να γίνει 2,5% ή και 1,5%, όπως λέει η κυβέρνηση, (ή και η αντιπολίτευση, ή η Τράπεζα της Ελλάδος, ή διάφοροι ακαδημαϊκοί οικονομολόγοι), χωρίς κανένα πρόβλημα; Είναι δηλαδή το πρωτογενές πλεόνασμα απλή συνάρτηση του πόσο πολύ θα κλάψουμε και πόση καλοσύνη θα δείξουν οι εταίροι μας; Ή δεν είναι έτσι, και για μία φορά ακόμη πλανώμεθα εκ προθέσεως, εξαπατώντας ο ένας τον άλλον και όλοι μαζί τον εαυτό μας;

Το χρέος του ελληνικού Δημοσίου σήμερα είναι περίπου 325 δισεκατομμύρια ευρώ. Για να εξυπηρετήσει τους τόκους του, το Δημόσιο θα πληρώσει φέτος περίπου 6 δισεκατομμύρια ευρώ. (Αυτό αντιστοιχεί σε ένα μέσο επιτόκιο 1,8%, δηλαδή ένα εξαιρετικά χαμηλό επιτόκιο που άλλες χώρες της ευρωζώνης ούτε να το ονειρευτούν δεν θα μπορούσαν, πλην όμως εμείς το απολαμβάνουμε λόγω του τρισκατάρατου PSI και των συνοδευτικών του ρυθμίσεων που μας προσέφεραν οι «τοκογλύφοι» μελανοχίτωνες. Διαφορετικά θα πληρώναμε σήμερα γύρω στα 16 δισεκατομμύρια τον χρόνο για τόκους, ή ίσως και περισσότερα. Δέκα δισεκατομμύρια παραπάνω, δηλαδή, τα οποία θα μας έλειπαν από τις συντάξεις οι οποίες θα ήταν σε επίπεδο Βόρειας Αφρικής). Τα 6 δισεκατομμύρια των τόκων, όμως, σχηματίζουν και ένα άλλο ποσοστό: είναι περίπου το 3,5% του ΑΕΠ! Δηλαδή, το πρωτογενές πλεόνασμα που μας ζητάνε να δημιουργούμε από το 2018 και μετά, όσο το ΑΕΠ μας θα παραμένει σε παρεμφερή με τα σημερινά επίπεδα, ουσιαστικά θα ισοδυναμεί με τους τόκους που θα πληρώνουμε ετησίως για την εξυπηρέτηση του χρέους! Πράγμα που σημαίνει ότι το χρέος θα σταματήσει −επιτέλους− να μεγαλώνει! Διότι, εκείνο που δεν εξηγεί κανείς στο ελληνικό λαό είναι ότι όλα αυτά τα χρόνια των Μνημονίων, το χρέος συνεχίζει και μεγαλώνει για τον απλό λόγο ότι δεν έχουμε ποτέ καταφέρει να πληρώσουμε τους τόκους του με δικά μας εισοδήματα. Λόγω του ότι αυτά δεν επαρκούν, δανειζόμαστε σε σταθερή βάση, όπως θα δανεισθούμε και φέτος. Το να δανείζεσαι, όμως, συνεχώς για να πληρώνεις τους τόκους του χρέους σου είναι αφ’ ενός μεν μία φαυλόβια, ή αυτοκτονική, συμπεριφορά, αφ’ ετέρου δε μία εξασφαλισμένη οδός προς την χρεοκοπία. (Αυτό, άλλωστε, μας οδήγησε στην κατάρρευση του 2010: οι κυβερνήσεις της προηγούμενης περιόδου, επί σταθεράς βάσεως, δανειζόντουσαν για να προσλαμβάνουν αγροφύλακες αλλά, επίσης, και για να πληρώνουν τους τόκους των υφισταμένων χρεών).

Το θέμα, λοιπόν, είναι το εξής: Οι δανειστές ζητάνε να αρχίσουμε, από το 2018 τουλάχιστον, τη σταθεροποίηση του χρέους μας, πράγμα που για να επιτευχθεί απαιτεί πρωτογενή πλεονάσματα 3,5% του ΑΕΠ. (Εάν στο μέλλον το ΑΕΠ αυξηθεί αισθητά, τότε θα αρκεί, φυσικά, μικρότερο ποσοστό). Το 3,5% είναι πράγματι ένα πολύ υψηλό ποσοστό για πρωτογενές πλεόνασμα, και λίγες περιπτώσεις, σε λίγες χώρες, έχουν καταγραφεί στο παρελθόν που έχει επιτευχθεί κάτι σχετικό. Εκεί ακριβώς, λοιπόν, αρχίζει το κλάμα και οι παρακλήσεις, (μαζί με τις γνωστές κατάρες),  για ένα μικρότερο πλεόνασμα και για λίγο περισσότερη συμπόνια. Πρόκειται δε για κλάμα στο γνωστό ύφος του “κλάψε να σου δώσουν”, και τίποτε περισσότερο, για τον εξής απλό λόγο: μικρότερο από 3,5% του ΑΕΠ πρωτογενές πλεόνασμα θα είχε και κάποιες άλλες σοβαρές συνέπειες, ή κάποιες άλλες σοβαρότατες προϋποθέσεις, για τις οποίες όμως οι ικέτες δεν λένε λέξη. Οι συνέπειες ή προϋποθέσεις αυτές θα ήταν οι εξής τρεις: ή ένα μέρος των ετήσιων τόκων θα έπρεπε να δωρίζεται από τους πιστωτές στην Ελλάδα, ή θα έπρεπε να διαγραφεί χρέος ύψους από 100 έως 200 δισεκατομμύρια ευρώ, ή θα έπρεπε να συνεχίσει και στην επόμενη δεκαετία η Ελλάδα να δανείζεται για να πληρώνει τόκους. Η πρώτη και η δεύτερη περίπτωση δεν είναι εφικτές διότι δεν υπάρχει Ευρωπαίος πολιτικός που θα τολμούσε να ανακοινώσει στους ψηφοφόρους του ότι αποφάσισε να πληρώνουν αυτοί τους τόκους του ελληνικού χρέους για λογαριασμό της Ελλάδας, ή ότι αποφάσισε, σε συνεννόηση με την υπόλοιπη ευρωζώνη, να μειώσει το χρέος της Ελλάδας περαιτέρω κατά 100 ή 200 δισεκατομμύρια ευρώ, επιβαρύνοντάς τους με το ανάλογο ποσό. Η τρίτη λύση, επίσης, δεν είναι εφικτή διότι είναι εξόφθαλμο ότι θα κατέληγε σε πλήρες αδιέξοδο. Εάν η Ελλάδα συνέχισε να δανείζεται για να καταβάλλει τους τόκους, αυτό θα οδηγούσε στην εξακόντιση του χρέους στα ύψη και σε μία βέβαιη νέα χρεοκοπία στο εγγύς μέλλον η οποία την φορά αυτή δεν θα ήταν απλά “τεχνική”, όπως το 2010, αλλά κυριολεκτική- και ολικώς καταστροφική. Συνεπώς, καμμία από τις τρεις εναλλακτικές επιλογές δεν είναι εφικτή, ιδωμένη από την πλευρά των δανειστών. Και για τον λόγο αυτό προτιμούν να ζητούν από την Ελλάδα να αναλάβει το επίμοχθο καθήκον να εξυπηρετήσει, τελικά, το χρέος με τις δικές της δυνάμεις.

Αν κάποιος θεωρεί ότι το ζητούμενο πρωτογενές πλεόνασμα του 3,5% είναι υψηλό και πολύ δύσκολα επιτεύξιμο (που πράγματι είναι) ή “υφεσιακό” (που θέλει συζήτηση), δεν αρκεί να αντιπροτείνει «κάτι καλύτερο», ανεύθυνα και γενικόλογα. Αν δεν είναι σε θέση να δώσει συγκεκριμένους τρόπους, αριθμούς και μεγέθη για να καταστεί  η πρότασή του εφικτή, υλοποιήσιμη και αποδεκτή από τους δανειστές, αλλά και να μην καταλήγει σε παρενέργειες όπως η εκκίνηση μίας πορείας προς την ολοκληρωτική χρεοκοπία της χώρας, τότε είναι καλύτερο να μην μιλάει. Η παρέμβασή του δεν έχει καμμία χρησιμότητα, γιατί δεν είναι τίποτε άλλο από απλή δημαγωγία. Η μάλλον μία απλή ελληνοπρεπής κλαψωδία. Η οποία, δυστυχώς, δεν αποδίδει διότι, στον κόσμο των ενηλίκων, όσο και να κλάψεις, δεν σου δίνουν.

Η ανάγκη για πρωτογενές πλεόνασμα 3,5% του ΑΕΠ, τω όντι δημιουργεί πολύ μεγάλες δυσκολίες. Και δεν είναι το μόνο μακροοικονομικό πρόβλημα που αντιμετωπίζει η χώρα. Υπάρχουν και άλλα, από τα οποία επίσης η κοινή γνώμη, αλλά και οι ειδικοί, προτιμούν να αποστρέφουν το βλέμμα. Όλα μαζί δημιουργούν μία σειρά από «γόρδιους δεσμούς», οι οποίοι δεν είναι δυνατόν να λυθούν με το κλάμα και τον στρουθοκαμηλισμό. Θα πρέπει να κοπούν. Για να γίνει, όμως, κάτι τέτοιο η κοινωνία οφείλει να σταματήσει να αναζητά νέους εμπόρους ψευδαισθήσεων που θα την ποτίσουν με καινοφανείς αυταπάτες και παραισθήσεις. Αντιθέτως, προϋπόθεση σωτηρίας είναι να αφυπνισθεί, επί τέλους, αντιλαμβανόμενη ότι πρέπει να κηρύξει τον πόλεμο, (πρώτα και κυρίως εναντίον του ίδιου του κακού εαυτού της), και να στρατευθεί, στο σύνολό της, στην προσπάθεια της εθνικής ανόρθωσης.   

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ