Πολιτικη & Οικονομια

Ενα νέο εθνικό αφήγημα

Χρειαζόμαστε ριζική αλλαγή στο πώς βλέπουμε τα πράγματα

81922-183211.jpg
Παντελής Καψής
2’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
127118-286254.jpg

Για τους μισούς σχεδόν Έλληνες, όσα συμβαίνουν στη χώρα τους τους τελευταίους μήνες ανήκουν στη σφαίρα του αδιανόητου. Ήταν αδιανόητο το ότι οι ψηφοφόροι θα ψήφιζαν «όχι» και με ποσοστό 60%, όταν ήταν σαφές πως κάτι τέτοιο θα οδηγούσε τη χώρα εκτός ευρώ. Ήταν ακόμα περισσότερο αδιανόητο το ότι μετά την εντυπωσιακή μετάλλαξη του «όχι» σε «ναι» θα έδιναν και πάλι ψήφο εμπιστοσύνης στον Τσίπρα. Και βέβαια παραμένει αδιανόητο το ότι ο ΣΥΡΙΖΑ, χάρη στην αλλοπρόσαλλη πολιτική του, φορτώνει τη χώρα με πρόσθετα μέτρα τόσων δισεκατομμυρίων και παρ’ όλα αυτά εξακολουθεί να διατηρεί τον κύριο όγκο των δυνάμεών του. Κι όμως το πραγματικό πρόβλημα είναι ακριβώς ότι πολλοί από εμάς δεν μπορούμε να κατανοήσουμε το αδιανόητο.

Η στρατηγική του ΣΥΡΙΖΑ για την παραμονή στην εξουσία στηρίζεται σε δυο κυρίως παράγοντες. Ο πρώτος είναι η πολιτική των 2/3 που ακολουθεί. Η συστηματική προσπάθεια δηλαδή να προστατέψει τον κύριο όγκο των ψηφοφόρων στους οποίους απευθύνεται από τις περικοπές. Δημόσιοι υπάλληλοι και χαμηλοσυνταξιούχοι, σε μεγάλο βαθμό έχουν εξαιρεθεί από τα μέτρα. Αυτό δεν σημαίνει ότι δεν πλήττεται το εισόδημά τους κυρίως από τους έμμεσους φόρους. Επιτρέπει ωστόσο στον ΣΥΡΙΖΑ να υποστηρίξει με σχετική πειστικότητα ότι αν ήταν η αντιπολίτευση στα πράγματα θα είχαν υποστεί μεγαλύτερες μειώσεις.

Ο δεύτερος λόγος της επικράτησης του ΣΥΡΙΖΑ είναι επικοινωνιακός-ιδεολογικός. Τα έξι χρόνια της λιτότητας έπληξαν καίρια την αξιοπιστία των κομμάτων του «ναι» και επέτρεψαν στον Τσίπρα να περάσει την εκδοχή της δικής του αριστεράς για τα αίτια της κρίσης. Φταίνε, μας είπε, τα 40 χρόνια του δικομματισμού, της διαπλοκής και της λεηλασίας της χώρας από το παλιό καθεστώς. Όπως κάθε καλή προπαγάνδα, αξιοποιώντας στοιχεία αλήθειας, κατάφερε να αντιστρέψει πλήρως την πραγματικότητα για τα καλύτερα 40 χρόνια της ελληνικής Δημοκρατίας. Και ταυτόχρονα πέτυχε να ακυρώσει την αξιοπιστία του «καθεστωτικού λόγου», κάθε προσπάθειας δηλαδή να αντιμετωπιστούν τα προβλήματα της χώρας ορθολογικά και πέρα από εύκολη συνθηματολογία. Έτσι την ώρα που υιοθετεί τον πιο χυδαίο κομματισμό στη διοίκηση, αντάξιο της χειρότερης παράδοσης της ΝΔ και του ΠΑΣΟΚ, μπορεί και τον εμφανίζει ως μάχη με το παλιό «καθεστώς».


Απέναντι σ’ αυτή τη διπλή επίθεση η αντιπολίτευση αντιπαραθέτει τις κατηγορίες για υποκρισία και ανικανότητα. Η απήχηση ωστόσο είναι περιορισμένη. Ακόμα και όταν αναφέρονται στα συγκεκριμένα μέτρα που «αγγίζουν πια την τσέπη» των ψηφοφόρων, η αυθόρμητη αντίδραση είναι, «εσείς τι διαφορετικό (θα) κάνατε;» Ιδίως όσων έχουν δει τεράστιες μειώσεις στα εισοδήματά τους τα τελευταία χρόνια. Και είναι αλήθεια πως επικοινωνιακά πολλοί θεωρούν αντιφατικό από την μια πλευρά να ζητάς την πάσει θυσία επίτευξη συμφωνίας και από την άλλη να κακίζεις την κυβέρνηση που αποδέχεται σκληρά μέτρα. Πόσω μάλλον όταν έχει καταφέρει να πείσει μεγάλη μερίδα των οπαδών της ότι τουλάχιστον αντιστέκεται.


Ο χρόνος, είναι αλήθεια, λειτουργεί σε βάρος της κυβέρνησης. Άλλωστε οι πολίτες έχουν αρχίσει να κατανοούν ότι η ίδια ευθύνεται για το ότι φτάσαμε στην ανάγκη ενός ακόμα μνημονίου. Ήδη οι δημοσκοπήσεις, όσο αξιόπιστες μπορεί να είναι, δείχνουν μεταστροφή. Από την άλλη πλευρά θα είναι μεγάλο λάθος αν η αντιπολίτευση εγκλωβιστεί στην πεπατημένη του όχι σε όλα, περιμένοντας, όπως έκανε ο ΣΥΡΙΖΑ και όπως κάνουν χρόνια τώρα όλα τα ελληνικά κόμματα, να καρπωθεί τη δυσαρέσκεια των ψηφοφόρων. Δεν είναι απλώς ότι θα βάλει τους σπόρους για τη μελλοντική της αποτυχία, όταν θα αναγκαστεί και αυτή να πάρει δύσκολα μέτρα. Είναι πολύ περισσότερο ότι θα νομιμοποιήσει το ιδεολογικό σχήμα του ΣΥΡΙΖΑ. Θα νομιμοποιήσει το λαϊκιστικό λόγο που έχει αποξενώσει μια κοινωνική πλειοψηφία από το πολιτικό σύστημα. Αυτό που έχουμε ανάγκη σαν χώρα δεν είναι απλώς βελτίωση των οικονομικών δεικτών.

Χρειαζόμαστε ριζική αλλαγή στο πώς βλέπουμε τα πράγματα, ένα καινούργιο εθνικό αφήγημα που δεν θα αφορά μόνο έναν κλειστό κύκλο «εκσυγχρονιστών». Ένα νέο αφήγημα για το πώς κατανοούμε την ανάπτυξη, την εξωστρέφεια και τη θέση τελικά της χώρας μέσα στην Ευρώπη. Οι προκλήσεις είναι μπροστά μας. Και η κυβέρνηση δίνει καθημερινά παραδείγματα αντι-αναπτυξιακής λογικής που επιτρέπουν να διατυπωθεί με συγκεκριμένους όρους ένας νέος πολιτικός λόγος. Από το χαρακτηρισμό του γηπέδου γκολφ στην Αφάντου ως αρχαιολογικού χώρου ως το κλείσιμο της εκπαίδευσης αντί μιας πολιτικής προσέλκυσης φοιτητών από το εξωτερικό, υπάρχει πεδίο δόξης λαμπρό. Με το συντηρητισμό των κεκτημένων και τη λογική της ανακατανομής της φτώχειας που έχει αγκαλιάσει ΣΥΡΙΖΑ στο όνομα μιας δήθεν ταξικής προκατάληψης, δεν πάμε πουθενά. Τώρα είναι η ώρα να μιλήσουν γι’ αυτά τα ζητήματα τόσο στην κεντροδεξιά όσο και στην κεντροαριστερά. Όσοι μπορούν. 

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ