Η Kovacs μιλάει στην Athens Voice λίγες μέρες πριν τη συναυλία της στην Αθήνα
- CITY GUIDE
- PODCAST
-
15°
Γιώργος Γραμματικάκης, 1939 - 2023: Σέρφινγκ στα αστέρια
Γιώργος Γραμματικάκης, 1939-2023: Ένας αποχαιρετισμός στον ακαδημαικό και πρώην ευρωβουλευτή - Η συνέντευξή του στο περιοδικό «Γυναίκα» το 1995
Το άρθρο που ακολουθεί δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά το 1995 στο περιοδικό «Γυναίκα», όπου δούλευα. Χρειάστηκε να συναντηθώ μαζί του πολλές φορές στην Κρήτη και στην Αθήνα για να βγει αυτό το πορτραίτο. Εκείνη την εποχή ο Γιώργος Γραμματικάκης ήταν λαμπρός πρύτανης του Πανεπιστημίου Κρήτης και είχε βγάλει το πρώτο του βιβλίο που έγινε αμέσως μπεστ - σέλερ, την περίφημη «Κόμη της Βερενίκης». Δεν ήταν εύκολη η πρώτη επαφή, μου αρνήθηκε πολλές φορές τη πρώτη συνάντηση. Από τότε όμως που συναντηθήκαμε μια μεγάλη φιλία αναπτύχτηκε μεταξύ μας που κράτησε μέχρι τη στιγμή που έφυγε από τη ζωή.
Γιώργος Γραμματικάκης: Μια συνάντηση από την Κρήτη στην Αθήνα
Ο πρύτανης του Πανεπιστημίου Κρήτης, Γιώργος Γραμματικάκης, καθηγητής στο Φυσικό Τμήμα και συγγραφέας του συναρπαστικού βιβλίου «Η κόμη της Βερενίκης» εξηγεί τους λόγους για τους οποίους η ζωή είναι ωραία κάτω από τον θερινό ουρανό της Κρήτης. Ένα διαστρικό ταξίδι στον πιο αινιγματικό κβάζαρ της Ελληνικής κοσμολογίας.
Στις 6 Αυγούστου 1995, το καλοκαίρι δεν σταμάτησε στην Αθήνα. Έφυγα για να το βρω. Συνήθως δεν θυμάμαι ημερομηνίες αναχωρήσεων, τα ταξίδια, άλλωστε, γίνονται για να ξεχνάς, θυμάμαι όμως αυτήν καθώς κρατώ ακόμα το απόκομμα της εφημερίδας που έκοψα εκείνο το βράδυ στο κατάστρωμα του οχηματαγαγωγού "Άπτερα". Τα Άπτερα ήταν μια αρχαία πόλη πάνω από το λιμάνι της Σούδας, στα Χανιά, που χάθηκε. Τώρα έχει γίνει καράβι. Το καράβι που με ταξιδεύει στο νησί. Στον τόπο που επιστρέφω γιορταστικά δυο-τρεις φορές τον χρόνο, επειδή εκεί κάτω κάνει πάντα όση ζέστη χρειάζομαι και οι εποχές διαρκούν όσο πρέπει να διαρκέσουν. Η νύχτα ήταν μεγάλη και αλμυρή στο κατάστρωμα, το πλοίο κατευθυνόταν αργά προς τον Νότο, το φεγγάρι έκανε παιχνίδι στις κουπαστές. Αγόρασα ένα καραβίσιο καφέ και την πιο παχιά εφημερίδα που βρήκα για να περάσει η νύχτα και βγήκα έξω. Ένα ζευγάρι Γερμανών δίπλα μου έκανε την τελευταία επανάληψη του Μινωικού πολιτισμού λίγο πριν από τις εισαγωγικές, μια χοντρή κυρία έπλεκε πουλόβερ Αύγουστο μήνα, ένα πιτσιρίκι έψηνε κάτι γλάρους να δοκιμάσουν τη νέα παγωτοσοκολάτα της Δέλτα. Άνοιξα την εφημερίδα. Από μια σπάνια συντυχία το μάτι μου σταμάτησε σ’ ένα κείμενο ό,τι έπρεπε για την αέρινη επιπολαιότητα του καραβιού. Κάποιος πρότεινε ένα ρομαντικό σέρφιγκ στ’ αστέρια. Ο Γιώργος Γραμματικάκης, ο πιο νηφάλιος και δροσερός επιστήμονάς μας, έσπαγε για άλλη μια φορά τη μονοτονία των επιφυλλίδων του Βήματος με το γνώριμο μπιγκ μπαγκ της γραφής του. Εκεί που ο θερμόπληκτος, από γεγονότα, αναγνώστης παρακολουθούσε αφασικά την επικαιρότητα να κάνει κουρασμένους κύκλους ανάμεσα σε απεργίες λιμενεργατών και καμένη γη, ο πρύτανης του Πανεπιστημίου Κρήτης αποφάσιζε να τον καλμάρει με ένα αιφνίδιο ντους. Να του ξαναθυμίσει ό,τι δεν έχει πια θέση στη μνήμη, όπως το νόημα του έναστρου θερινού ουρανού. «Καθώς το καλοκαίρι κατοικεί ήδη στα σώματα και στις ψυχές μας», έγραφε, «είναι η στιγμή να αναλογισθούμε τα όμορφα και φοβερά του νυχτερινού ουρανού, τα απέραντα μυστήριά του. Μακριά από τις μεγάλες πόλεις, σε παραλίες και σε νησιά, σε ήρεμους βραδινούς περιπάτους και σε κουβέντες, καθώς το πλοίο διασχίζει μια νύχτα το Αιγαίο και το Ιόνιο, ή εκεί που ένα βουνό τυλίγει με τη δροσιά του τους επισκέπτες, ο έναστρος ουρανός, αιώνιος και αινιγματικός, υπάρχει και πάλι. Υπήρχε όλο τον χρόνο. Ωστόσο, τα φώτα της πόλης και η ρύπανση της ατμόσφαιρας ή των αισθημάτων, ακυρώνουν τη λαμπρή του παρουσία, τα μηνύματα και τους μύθους που κουβαλά… Των σημερινών θνητών τα πάθη, ακόμα κι αν είναι καθηγητές στα πανεπιστήμια, είναι ταπεινά και χωρίς αισθητική. Εκείνα του ουρανού, έχουν τη μαγεία ενός κόσμου φανταστικού…» . Το κείμενο, υπόδειγμα ποιητικού λόγου και πνευματικής αρχοντιάς, ξεναγούσε τον ανυποψίαστο αναγνώστη σε ιστορίες πάθους για θεούς και θνητούς του μυθολογικού ουρανού, αλλά και στα μυστήρια του ατέλειωτου Σύμπαντος, σε ερυθρούς γίγαντες και λευκούς νάνους, στον αυγουστιάτικο Σκορπιό και τον εκτυφλωτικό Αντάρη, στον Αλντεμπαράν και τον Ωρίωνα του πραγματικού ουρανού. Ευτυχώς, υπάρχει κόσμος που συγκινείται ακόμα με τέτοιες «ειδήσεις». Τις επόμενες ημέρες οι εφημερίδες χαρακτήριζαν τα αποσπάσματα που αναδημοσίευαν «νηφάλια ταξίδια γνώσης και αισθητικής» και τον συγγραφέα τους «ταξιδευτή του ουρανού».
Έκοψα το απόκομμα και το φύλαξα στην τσέπη μου με τη βεβαιότητα ότι θα το ξαναχρειαστώ. Το πρωί θα βρισκόμουν στα Χανιά. Από την έδρα του Πανεπιστημίου Κρήτης θα με χώριζε μόνο ένας νομός. Θυμάμαι κάποτε σε μια συνέντευξή του και στην απορία του δημοσιογράφου πώς χάνεται η γοητεία των μύθων του ουρανού στις μέρες μας, είχε προτείνει το ουτοπικό: «Θα προτιμούσα να βγάλω μερικά μαθήματα από τα σχολεία και να βάλω στη θέση τους τούς μύθους των αστερισμών που είναι συναρπαστικοί. Υπάρχει σ’ αυτούς ποίηση, συμβολισμός, φόβος. Οι μαθητές να κάνουν μαθήματα στην ύπαιθρο, παρατηρώντας τ’ αστέρια και κάποιος να τους εξηγεί τους μύθους. Είναι προτιμότερο να περνάνε μερικές νύχτες του χρόνου μ’ αυτό τον τρόπο, από το να κάθονται κλεισμένοι σε μια αίθουσα χωρίς να μαθαίνουν τίποτα».
Καθώς το καλοκαίρι κατοικούσε ήδη στο σώμα και στην ψυχή μου, το πρώτο πράγμα που σκέφτηκα ήταν να τηλεφωνήσω και με την ιδιότητα του «μαθητή» να μάθω αν υπήρχαν ακόμα θέσεις στο υπαίθριο νυχτερινό σχολείο!... Την επόμενη μέρα η πρυτανεία με διαβεβαίωσε ότι «ο κύριος πρύτανης απουσιάζει με άδεια», πρόλαβα ωστόσο να μάθω ότι «κινείται εντός Κρήτης». Από δημοσιογραφική διαστροφή τού τηλεφώνησα στο σπίτι του στο Ηράκλειο και του πρότεινα το τετριμμένο: «Θα μου δώσετε μια συνέντευξη, κύριε πρύτανη;» Η απάντηση ήταν η αναμενόμενη: «Λυπάμαι, έχω δώσει ήδη αρκετές, εξάλλου αύριο φεύγω στο Ατσιπόπουλο». Συνεχίζω την προσπάθεια: «Ούτε μια μικρή παραχώρηση σε μια συμπατριώτισσά σας, μάλιστα;» Επιμένει: «Α, μη μου θέτετε το θέμα σωβινιστικά, γιατί δεν είμαι καθόλου σωβινιστής». Είχα πέσει από το άλογο, αλλά ξανανέβηκα. «Καλά, όπως νομίζετε θα σας τηλεφωνήσω μια άλλη μέρα».
Εν τω μεταξύ, ο Αύγουστος έκανε κύκλους στο νησί. Κατά περίεργη σύμπτωση, κύκλους έκανε και το όνομα του άφαντου επωνύμου που κυνηγούσα. Φοιτητές, συνάδελφοι, συνεργάτες, κάποιοι φίλοι, συμπλήρωναν το πρώτο παζλ. Κάποιος μου διηγήθηκε στο fast-forward τη ζωή του. Γεννήθηκε στο Ηράκλειο, όπου έζησε μέχρι τα γυμνασιακά του χρόνια. Από τις πιο γνωστές οικογένειες της πόλης, ο πατέρας του ήταν δημοσιογράφος και εκδότης της τοπικής εφημερίδας Μεσόγειος, η οποία συνεχίζει μέχρι σήμερα την έκδοσή της από τον αδελφό του, Κώστα. Σπούδασε Φυσική στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, έφυγε στην Αγγλία για μεταπτυχιακές σπουδές, ασχολήθηκε με την έρευνα των δομικών συστατικών της ύλης στο Βασιλικό Κολέγιο του Πανεπιστημίου του Λονδίνου, απ’ όπου και έλαβε το διδακτορικό του. Εργάστηκε στον Δημόκριτο και στο Κέντρο Πυρηνικών Ερευνών της Γενεύης, ασχολήθηκε επίσης με την αιολική ενέργεια, ενώ στα τέλη της δεκαετίας του ’80 βρέθηκε στο Χάρβαρντ, όπου ασχολήθηκε με την ιστορία της επιστήμης. Από το 1982 είναι καθηγητής στο Φυσικό Τμήμα του Πανεπιστημίου Κρήτης και από το 1990 πρύτανης του ίδιου πανεπιστημίου, στο οποίο σήμερα διανύει τη δεύτερη θητεία του. Η γυναίκα του, Εύα, είναι αρχαιολόγος και έχουν δυο παιδιά, τον 16χρονο Οδυσσέα και τη μεγαλύτερη Μαρία. «Στη Μαρία και τον Οδυσσέα. Στ’ άλλα παιδιά» αφιέρωσε και το πρώτο του βιβλίο, την περίφημη Κόμη της Βερενίκης, που κυκλοφόρησε το ’90 από τις Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης και σήμερα βρίσκεται στην ένατη έκδοση.
Η Βερενίκη, γυναίκα του πάθους, της μοίρας και της νοσταλγίας, αλλά και έκρηξη αστρική, δάνεισε τον μύθο της στον συγγραφέα για να μας διηγηθεί τη συναρπαστική περιπέτεια της δημιουργίας από τη «μεγάλη έκρηξη» του Σύμπαντος στη σιωπηλή εξέλιξη της ζωής . Ένα βιβλίο που, όπως ο ίδιος στην εισαγωγή προειδοποιεί τον αναγνώστη, «δεν γράφτηκε για να τον διδάξει, αλλά για να του μιλήσει». Ο Γιώργος Γραμματικάκης «δεν είναι μόνο άριστος δάσκαλος, αλλά και άριστος ομιλητής, δεν είναι μόνο φυσικός, είναι και ποιητής», σημείωνε στον πρόλογο του βιβλίο ο φίλος του φιλόλογος και αρχαιολόγος Στυλιανός Αλεξίου. Οι συμπατριώτες του, οι συνάδελφοί του, αλλά και ο ράφτης της οδού Ευγενικού ή ο «φιλόσοφος» των Αρχανών, θυμούνται ακόμα εκείνες τις εκπομπές του για το Σύμπαν και την εξέλιξή του στον Ραδιοφωνικό Σταθμό Ηρακλείου. «Οι ραδιοφωνικές του διηγήσεις», θυμάται ένας συνάδελφος του, «συνδύαζαν τη μεγαλοπρέπεια του διαστήματος με την ακρίβεια της επιστήμης. Είχε, όμως αυτό το σπάνιο ταλέντο να φέρνει στα μέτρα του ακροατή τις επιστημονικές αλήθειες και τα μυστήρια που κρύβει αυτή η τέχνη του ασύλληπτου που λέγεται Αστροφυσική. Αυτός ενδεχομένως ήταν και ο λόγος που ακούστηκαν και αγαπήθηκαν τόσο πολύ και από τόσο ανομοιογενές κοινό!» Και η μαρτυρία ενός πρωτοετούς τότε φοιτητή και σημερινού μουσικού: «Κλείναμε τα παντζούρια, ανοίγαμε το ραδιόφωνο και σε δέκα λεπτά βρισκόμασταν στο σαλονάκι τ’ ουρανού. Μαθαίναμε τα τελευταία νέα από το υπερπέραν, το τοπ-τεν του Σύμπαντος, σε τι στροφές παίζει ο Βέγας, πως ραπάρουν οι Κβάζαρς, τέτοια μαγικά ακούγαμε από τον Γραμματικάκη, τον γκραντ μάστερ του είδους! Ωραίες εποχές… Τι θέλει τώρα κι ανακατεύεται με τις πρυτανείες και τις συγκλήτους; Δεν πλήττει, ήθελα να ‘ξερα;» Ωστόσο, ο κύριος πρύτανης έχει τη δική του κυβερνητική. «Κάθε μεγάλος έρωτας έχει ένα τέλος. Ή μια συνεχή αρχή…» υποστηρίζει στη Βερενίκη του, κι έτσι από τις εκπομπές θα περάσει στις διαλέξεις. Αθήνα, επαρχία, μεγάλα και μικρά χωριά της Κρήτης. Θυμούνται ακόμα αυτή την αεικίνητη φιγούρα με τα άσπρα μαλλιά, την αιώνια πίπα και τις δερμάτινες κρεμαστές τσάντες, προέκταση του ώμου του, να φτάνει στον τόπο της «μύησης», που μπορεί να ήταν μια πλατεία ή ένα σχολείο ή ένα χωράφι, να βγάζει τελετουργικά τα εργαλεία του, μια μηχανή προβολής, κάτι σλάιντ και μερικούς χάρτες, και μπροστά στον φακό να στήνει τον ίδιο πάντα γνωστό του άγνωστο: τον αινιγματικό ουρανό.
Οι αναμνήσεις της συγγραφέως Ρέας Γαλανάκη από εκείνες τις διαλέξεις περιγράφουν γλαφυρά την ατμόσφαιρα: «Ο φίλος μας σηκώθηκε, χαιρέτησε και άρχισε να μιλά. Όμως, ενώ επρόκειτο να μιλήσει για μαθηματικά, φαίνεται πως δεν άντεξε την πρόκληση κι άρχισε να κάνει τον ταχυδακτυλουργό και τον μάγο, τραβώντας μέσα από το μανίκι του μια μαύρη τρύπα κι έναν άσπρο νάνο, ή βλέποντας μέσα σ’ ένα κοινό ποτήρι νερό, σαν μέσα από κρυσταλλένια σφαίρα, ένα κίτρινο δαχτυλίδι να περιβάλλει το πορτοκαλί του χρόνου…» Θρανία, διδασκαλίες, εκπομπές, διαλέξεις, «όλα έχουν ένα τέλος ή μια συνεχή αρχή».
Την άνοιξη του 1990, ο Γιώργος Γραμματικάκης αφού όργωσε γη κι ουρανό σαν αληθινός ταξιδιώτης, έκανε μια έτσι στην πυξίδα και άλλαξε ξανά πορεία. Τον Μάιο του ίδιου χρόνου θέτει υποψηφιότητα για πρύτανης και εκλέγεται πανηγυρικά. Είναι τυχαίο που ο αστερισμός της Κόμης της Βερενίκης μεσουρανεί μόνο τον Μάιο για τους παρατηρητές του βόρειου ημισφαιρίου; Γεγονός, πάντως, είναι ότι αυτά τα χρόνια το Πανεπιστήμιο Κρήτης με τις πρωτοβουλίες, τα τολμήματα, αλλά κυρίως με το επιστημονική του δυναμικό απέκτησε τη φήμη και την αίγλη που του άξιζε. «Πιστεύω ότι το Πανεπιστήμιο Κρήτης», μου λέει ένας καθηγητής της βιολογίας, «οφείλει όχι μόνο την ελληνική, αλλά και τη διεθνή του φήμη, στη λαμπρότητα των επιστημόνων που έχει συγκεντρώσει και στη δουλειά που γίνεται». Σχεδόν όλοι αναγνωρίζουν ότι πίσω από τη συσσώρευση αυτών των «αστεριών» υπάρχει η προσωπική δουλειά, το αλάνθαστο κριτήριο και η λάμψη δυο επιστήθιων φίλων: του Γιώργου Γραμματικάκη και του Φώτη Καφάτου, του πιο σημαντικού Έλληνα βιολόγου.
Η επίσκεψη στο Ατσιπόπουλο
Είχε περάσει σχεδόν μια εβδομάδα. Ο Αύγουστος έτρεχε ποτάμι από τα παράθυρα μέχρι κάτω τη θάλασσα. Το Ατσιπόπουλο είναι ένα μικρό χωριό, δυο χιλιόμετρα έξω από το Ρέθυμνο. Μικρά διώροφα σπίτια το ένα δίπλα στο άλλο, μινιμαλιστικές αυλές, γιασεμιά στους τενεκέδες, νερά στους δρόμους, φωνές από τ’ ανοιχτά παράθυρα.
Το καλοκαίρι εδώ είναι ακόμα ερασιτεχνικό, οι τουρίστες δεν πίνουν το αίμα των παραθεριστών. Εδώ είναι και το σπίτι του Γιώργου Γραμματικάκη όταν έρχεται στην πρυτανεία του Ρεθύμνου, όταν χρειάζεται ξεκούραση ή τους δικούς του ανθρώπους. Όπως είχα απειλήσει, ξανατηλεφώνησα – το τηλέφωνο το βρίσκεις εύκολα στον κατάλογο. Αυτή τη φορά με πιο καλοκαιρινή διάθεση. Ήταν μεσημέρι. «Καλημέρα σας, κύριε πρύτανη, ο κόσμος εδώ ισχυρίζεται ότι απ το χωριό σας, βλέπεις πιο καλά το φεγγάρι που γεμίζει…» . Η ζέστη μειώνει τις αντιστάσεις, αλλά αυξάνει το χιούμορ. «Εγώ θα σας έλεγα ότι βλέπεις καλύτερα τη ζωή που παραθερίζει…» . Σε μια ώρα μου πρόσφερε παγωμένα σύκα στο μπαλκόνι του σπιτιού του. Το σπίτι, ένα παλιό ανακαινισμένο διώροφο, με μικρά μπαλκόνια και παράθυρα που βλέπουν στο βάθος όλο το Ρέθυμνο, έχει τη γοητεία του καταφυγίου για τους φυγάδες του πολιτισμού. Καμιά πολυτέλεια δεν το κάνει όμορφο, παρά μόνο η αισθητική του. Κομψά έπιπλα, παλιές λάμπες, ξύλινες βιβλιοθήκες, ένα κομπιούτερ, στερεοφωνικά υψηλής πιστότητας. Πάνω στο γραφείο του θ’ ανακαλύψω τη ρήξη: Fear of Physics του Κράους, αλλά και το περιοδικό What Hi Fi, Τα Νοήματα της Εικόνας του Χατζηνικολάου, αλλά και το 4 Τροχοί. Αργότερα θα μου εκμυστηρευτεί ότι έχει περιοδικώς λόξες με διάφορα πράγματα. Κάποτε ήταν τα αυτοκίνητα, οι δερμάτινες τσάντες, τα ρολόγια τσέπης, τώρα είναι τα ηλεκτρονικά και τα τελευταία θαύματα της τεχνολογίας. Γνωρίζει όλα τα προϊόντα των ιαπωνικών πολυεθνικών, τους τύπους, τις δυνατότητές τους, την ισχύ τους, κανείς δεν καταλαβαίνει πού βρίσκει τον χρόνο. «Κοιμάμαι ελάχιστα», μου λέει, «φοβάμαι τη νύχτα.», μου δείχνει τα ηχεία, «Κοιτάξτε, αυτά εδώ τα μηχανήματα μόνο το BBC τα χρησιμοποιεί, αλλά που να το καταλάβετε εσείς σ’ αυτά τα περιοδικά που δουλεύετε…» «Γιατί», τον ρωτώ, «τι έχουν τα περιοδικά που δουλεύω;» Οπισθοχωρεί αλλά αντεπιτίθεται. «Μια χαρά είναι και τα διαβάζω όταν πέσουν στα χέρια μου. Να, προχθές διάβασα τη συνέντευξη της κυρίας Ντενίση και ομολογώ ότι με διασκέδασε όσο λίγα αριστοφανικά κείμενα». Ήμουν έτοιμη να ομολογήσω με τη σειρά μου ότι το ίδιο αριστοφανικά θα με διασκέδαζε και μένα η Φιλοσοφική Γραμματική του Βιτγκενστάιν που έβλεπα πάνω στην πολυθρόνα του, αλλά είχε ήδη μπει στην κουζίνα. Αν και καθηγητής, δεν έχει ακαδημαϊκό ύφος, αντίθετα είναι γήινος και ανθρώπινος, απλώς του αρέσει και επιδίδεται συχνά σ’ ένα ειρωνικό ζάπιγκ των πάντων. Στο λευκό φως της κουζίνας φτιάχνει καφέ, τον βλέπω να πηγαινοέρχεται από την κουζίνα στο καθιστικό, αργοπορώντας στο χωλ για να αλλάξει τον δίσκο στο πικάπ. Του ζήτησα να ακούσω τους Χαϊνηδες, ένα συγκρότημα που δημιουργήθηκε και υποστηρίχτηκε από το Πανεπιστήμιο Κρήτης. «Τους Χαϊνηδες άκουσα για πρώτη φορά» γράφει στο εσώφυλλο του πρώτου τους δίσκου ο Γραμματικάκης, «κατά την εορτή υποδοχής των πρωτοετών φοιτητών στη Σχολή Θετικών Επιστημών τον Οκτώβρη του 1990. Οι στίχοι και η μουσική τους κατέκτησαν αμέσως ένα αμφιθέατρο, που είχε την τραγική μοίρα να ονομαστεί αργότερα «Αμφιθέατρο Βασίλης Ξανθόπουλος», κατάμεστο από φοιτητές, υπαλλήλους του πανεπιστημίου και καθηγητές… Οι Χαϊνηδες δημιουργήθηκαν κατ’ ουσία μέσα στον φοιτητικό χώρο του πανεπιστημίου, στην πολιτιστική ανέχεια που χαρακτηρίζει τη σύγχρονη Ελλάδα και που αντανακλάται ιδιαίτερα στα πανεπιστήμιά της. Το αποτέλεσμα αυτούσιο δείχνει πως όταν υπάρχουν οι προϋπόθεσες, οι δημιουργικές ανησυχίες των φοιτητών βρίσκουν διεξόδους…»
Η μουσική πλημμυρίζει τον χώρο, φτάνει ως έξω στο μπαλκόνι, απ’ όπου χαζεύουμε τα λιγοστά αυτοκίνητα που περνάνε, μιλάμε, πίνουμε καφέ. Δυο-τρεις γυναίκες στην απέναντι αυλή χαιρετάνε τον «κύριο καθηγητή», τον έχουν δει στην τηλεόραση, τον ξέρουν. Δεν είναι «δικός τους», όμως τον αγαπούν και τον σέβονται. Αγαπάνε αυτόν και όχι την επωνυμία του. Έχει μάλλον να κάνει με τον τρόπο ζωής του, με κάποιο προσωπικό στυλ, υποθέτω, με κάτι ακαθόριστο και εν τούτοις καθοριστικό. Ενώ λόγω ιδιότητας ζει καθημερινά βουτηγμένος στον πολτό των μήντια, στην ιδιωτική του ζωή επιβάλλει έναν ασκητισμό. Έχει την ευφυΐα ή την υγεία να ξαναβρίσκει την ανωνυμία του και να χαίρεται τα μυστικά του ιδιωτικού του βίου. Τον ερωτώ αν τον δέχτηκαν εύκολα σ’ αυτή την κλειστή κοινωνία του χωριού. «Δεν ξέρω», μου απαντάει λακωνικά. «Εγώ έτσι κι αλλιώς είμαι ξένος στη ζωή». Από τότε που ανέλαβε την πρυτανεία η ζωή του κόπηκε στα δυο. Στην ουσία είναι κάτοικος ενός Πεζώ 106. Ανεβοκατεβαίνει την εθνική οδό Ηρακλείου-Ρεθύμνου σαν να ‘ταν η σκάλα του σπιτιού του. Είναι τελειομανής, μεθοδικός, συνεπής, εργασιομανής μέχρι εκεί που δεν πάει, βρίσκει όμως σχεδόν πάντοτε χρόνο να αποδρά από το άσυλο της γραφειοκρατίας και της συνέπειας, να προδίδει τα προγράμματά του και να φεύγει. Σε μια παραλία του βόρειου άξονα, σε μια φιλική παρέα, στον αιώνιο Νότο της Σούγιας, σε μέρη που τον τρέφουν και τον ηρεμούν. «Καμιά φορά», μου εκμυστηρεύεται, «κατεβαίνω στην ταβέρνα της Ζαμπίας με τον Αντρέα και τον Πέτρο και το υπέροχο ενετικό φρούριο απέναντι ή στην ταβέρνα της Αγάπης, για μια κουβέντα μόνο». Η Αγάπη είναι μια γυναίκα της θάλασσας και της ζωής. Ψαρεύει, μαγειρεύει, σφύζει από ζωή. Ένα μεσημέρι την άκουσα να μας λέει: «Όταν πέθανε ο πατέρας μου, πήρε ένα κομμάτι θάλασσας μαζί του». Το βλέμμα της χάιδευε πάνω από τον ώμο μου το πέλαγος όπως το κύμα την απέναντι αμμουδιά.
Δεκαπενταύγουστος στο Λιβυκό πέλαγος
Η επιστροφή στη Σούγια, στην αρμονία του Λιβυκού, είναι θεσμός για τον Γιώργο Γραμματικάκη και την παρέα του τα τελευταία 15 χρόνια. Συγκεντρώνονται εκεί κάθε Δεκαπενταύγουστο. «Την πρώτη φορά», μου λέει, «βρεθήκαμε εκεί κάτω με τον Φώτη τον Καφάτο σαν ναυαγοί! Τον ξέρεις τον Καφάτο; ‘Παράλληλη Ελλάδα’ κι αυτός! Ίσως από τους πιο σπουδαίους βιολόγους που έχει η Ελλάδα. Κι αυτός πολύ τιμημένος από το ελληνικό κράτος!... Πόσοι γνωρίζουν αυτή τη στιγμή ότι έχει μια από τις σημαντικότερες διεθνείς θέσεις; Είναι στην Χαϊδελβέργη, διευθυντής του Ευρωπαϊκού Ινστιτούτου Βιολογίας και ταυτόχρονα είναι καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Κρήτης. Λοιπόν, ο Φώτης, ο Ηλίας ο Κούβελας από την Πάτρα, ο άνδρας της Ρέας της Γαλανάκη, ο Στέφανος Τραχανάς των Πανεπιστημιακών Εκδόσεων, ο Ζουράρις, ο Πέτρος ο Δήτσας και διάφοροι άλλοι φίλοι μαζευόμαστε εκεί κάθε χρόνο και περνάμε μερικές μέρες στη θάλασσα». Κατέβηκα μια φορά μέχρι την Σούγια και τους είδα. Ο Γιώργος Γραμματικάκης ήταν εκεί με τη γυναίκα του, τα παιδιά του και φυσικά τον σκύλο τους, τον Σείριο. «Εμένα δεν θα με ρωτήσεις», μου λέει η Εύα, η γυναίκα του, «πως τον υποφέρω», μισοαστεία-μισοειρωνικά. Όμως, η Εύα δεν μιλάει σε αγνώστους, πολύ περισσότερο σε δημοσιογράφους, ακόμα περισσότερο για τις προσωπικές της σχέσεις. «Οι σχέσεις», μου υπενθυμίζει, «υπάρχουν στην ψυχή ακριβώς για να περιφρουρούνται… Ό,τι επιπλέει στην επιφάνεια είναι ελαφρό και αφρώδες. Σαν το φελλό. Μακριά από μας…» Ό,τι πεις, Εύα.
Και μια συνομιλία
Από τις συναντήσεις μου με τον Γιώργο Γραμματικάκη, οι περισσότερες χωρίς μαγνητόφωνο, οι περισσότερες «εκεί που η ζωή παραθέριζε», υπήρξε και μία που μαγνητοφωνήθηκε. Είναι η παρακάτω:
Τι ήταν αυτό που σας έκανε να διεκδικήσετε πριν από 5 χρόνια τη θέση του Πρύτανη στο Πανεπιστήμιο Κρήτης;
Γιατί έχω ταυτίσει ένα μεγάλο μέρος της ζωής μου με το πανεπιστήμιο. Ήθελα να εκφράσω μαζί με πολλούς άλλους ένα πνεύμα που υπήρχε ίσως διάχυτο στο πανεπιστήμιο και να στηρίξω κάποιες προοδευτικές ιδέες. Δεν ήταν, πάντως, φιλοδοξία, που οπωσδήποτε υπάρχει με κάποια έννοια. Ήταν κάτι βαθύτερο και δυσκολότερο. Θα έλεγα μια ηθική εξανάσταση, κάποιος οραματισμός –παρ ’όλο που και αυτή η λέξη έχει εκφυλισθεί.
Τι σημαίνει για σας σήμερα πανεπιστήμιο;
Πιστεύω ότι τα πανεπιστήμια πρέπει να ‘ναι νησίδες σε μια κοινωνία που παραπαίει. Αν καταβυθιστεί κι αυτή η νησίδα, δεν μένουν πάρα πολλά πράγματα. Επομένως, τα πανεπιστήμια πρέπει να δίνουν τον τόνο σε πράξεις ευθύνης και ήθους. Ακόμα κι αν αυτό πολλές φορές είναι πολύ δύσκολο μέσα στο γενικό κλίμα της απάθειας. Όμως, αυτό αποτελεί το λόγο της ύπαρξής τους. Όχι μόνο να διδάσκουν και να κάνουν έρευνα. Αυτό θέλαμε πραγματικά να βγει από το Πανεπιστήμιο Κρήτης.
Και βγήκε, πιστεύετε; Τι σημαντικά πράγματα κάνατε;
Αυτά πρέπει να τα κρίνουν οι άλλοι. Είναι δύσκολο να δεις τι είναι σημαντικό, και όλα τα πανεπιστήμια έχουν πράγματα να υπερηφανεύονται. Προσωπικά, πιστεύω ότι ένα πανεπιστήμιο, εκτός από τα μαθήματα και τα κτίρια, είναι οι πρωτοβουλίες που μπορεί να πάρει, γιατί αναταράσσουν λίγο τα νερά. Και τέτοιες πρωτοβουλίες πήραμε. Δεν ήταν προσωπικές. Πολλές φορές εξέφραζαν κάποια υποσυνείδητη ανάγκη κοινωνική, και έτσι δρούσαν ως καταλύτης. Αυτές τις μέρες αποφοιτούν οι φοιτητές των ξένων πανεπιστημίων που καλέσαμε εδώ για ένα μήνα φέτος το καλοκαίρι. Διδάχτηκαν Αρχαιολογία, Ιστορία, Όμηρο. Θα μπορούσε η Κρήτη σε δέκα χρόνια να είναι κέντρο Παιδείας και Επιστήμης για κάποιους μήνες, να υπάρχει μια διεθνής επικοινωνία επιστημονική και εκπαιδευτική, να ξεφύγει το νησί από την τουριστική ευτέλεια. Εύχομαι το ελληνικό κράτος – η Περιφέρεια Κρήτης ήδη συμπαρίσταται – να αντιληφθεί τη σημασία της ιδέας. Προκηρύξαμε το Βραβείο Περιβάλλοντος, ίσως το πρώτο βραβείο που είχε προκηρυχθεί. Να ενισχυθούν κάποιοι άνθρωποι εδώ στην Κρήτη που προσπαθούν να σώσουν το περιβάλλον, το φυσικό ή το ανθρωπογενές. Το πρώτο βραβείο δόθηκε σ’ ένα ορεινό χωριό στην Ιεράπετρα. Οι κάτοικοί του εκεί έχουν μια τελείως ανεξήγητη περιβαλλοντική ευαισθησία. Λένε ότι κάποιος δάσκαλος τούς είχε μάθει. Το ίδιο βραβείο δόθηκε και στην Χρυσούλα Τζομπανάκη που είναι αρχιτέκτων και ταυτόχρονα Έφορος Νεωτέρων Μνημείων, για τη μελέτη και τον αγώνα που κάνει για τα τείχη του Ηρακλείου. Ό,τι έχει σωθεί στο Ηράκλειο, σε μεγάλο βαθμό οφείλεται σ ‘ αυτή τη γυναίκα.
Εξυπηρετούν σε τίποτε τα βραβεία;
Με τον τρόπο που δίνονται στη χώρα μας, όχι. Η επίσημη Ελλάδα έχει καταφέρει να αναγνωρίζει συνήθως μετά θάνατον ό,τι σπουδαίο είχε. Βρήκα πολύ θετική την τελευταία πρωτοβουλία του Προέδρου της Δημοκρατίας – ο οποίος δεν ήταν στις δικές μου προδιαγραφές, αλλά αρχίζω να τον εκτιμώ – να τιμήσει κάποιους ανθρώπους, όπως ο Κούνδουρος, ο Αναγνωστάκης κ.α. Επειδή, μάλιστα, έγινε πολύ απλά και σεμνά, χωρίς προειδοποίηση, είχε μεγάλη σημασία. Είμαι, όμως, σίγουρος ότι αν επαναληφθεί, του χρόνου θ’ αρχίσει η κριτική και ο φθόνος.
Μα το επίσημο κράτος είναι έτσι κι αλλιώς αντιδραστικό σε οποιαδήποτε έννοια προόδου.
Ακριβώς γι’ αυτό πρέπει να υπάρχουν τα πανεπιστήμια, όπως σας έλεγα, για να δίνουν έναν άλλο τόνο. Δείτε για παράδειγμα, τι συμβαίνει με τα επίτιμα διδακτορικά. Στο Πανεπιστήμιο Κρήτης με πρώτη ματιά φαίνονται αντιφατικά. Υπάρχει ο Πατριάρχης Βαρθολομαίος και ταυτοχρόνως ο Καστοριάδης. Δεν είναι πάρα πολύ ωραίο; Ο ρόλος του πανεπιστημίου είναι να αναδεικνύει αξίες πέρα από την καθημερινότητα. Ταυτοχρόνως, υπάρχουν ο Μπόρχες, ο Πρεβελάκης ή ο Ζακόμπ, ο μεγάλος βιολόγος, αλλά κι ένας σπουδαίος Κρης φιλόλογος, ο Μενέλαος Παρλαμάς. Τους επιλέξαμε με πάρα πολλή προσοχή. Από την επιλογή πολλές φορές φαίνεται και το πνεύμα του πανεπιστημίου. Κάναμε επίτιμο διδάκτορα τον Φίλιππα Ηλιού, έναν αξιόλογο δάσκαλο και ιστορικό, ο οποίος, όμως, δεν έχει σχέση με ακαδημαϊκά ιδρύματα, είναι με κάποια περίεργη έννοια περιθωριακός.
Ανήκει κι αυτός στην «παράλληλη Ελλάδα», όπως αναφέρετε συχνά;
Ακριβώς. Είναι η Ελλάδα που αγωνίζεται χωρίς να φωνάζει, χωρίς να έχει πολλή σχέση με τους επίσημους θεσμούς. Κι αυτή υπάρχει, κι όχι μόνον υπάρχει, είναι και πολύ δυναμική. Δεν εκφράζεται, όμως, συχνά στην επιφάνεια. Δεν θα τη δεις στην τηλεόραση, σπανίως θα την δεις στον Τύπο, στην πολιτική εκφράζεται ελάχιστα, κι αυτό είναι μια δραματική διαπίστωση. Σε ότι καλό συμβαίνει, ξέρεις ότι πίσω απ’ αυτό υπάρχουν κάποιες αιχμές ανθρώπων. Στα πανεπιστήμια, αλλά και στην καθημερινή ζωή, σ’ ένα νοσοκομείο, αλλά και ανάμεσα στους δημοσίους υπαλλήλους, η "παράλληλη Ελλάδα" είναι συχνά παρούσα και κάποτε με τρόπο εκθαμβωτικό. Έχω ξαναπεί ότι το πραγματικό πρόβλημα για τις επόμενες δεκαετίες δεν είναι αν τα οικονομικά μεγέθη συγκλίνουν, αλλά αν η παράλληλη Ελλάδα συγκλίνει με την Ελλάδα.
Θυμώνετε, πάντως, συχνά δημοσίως. Γίνατε έξαλλος με τα συγγράμματα.
Γιατί το θεωρώ από τα μεγαλύτερα αίσχη της ελληνικής παιδείας. Καθιερώθηκαν επί δικτατορίας, το οποίο υποκρίνονται πολλοί ότι αγνοούν. Δίδεται υποχρεωτικά στον κάθε φοιτητή ένα σύγγραμμα το οποίο αγοράζει το κράτος, ανεξαρτήτως ποιότητος. Κι αυτό το σύστημα επιβιώνει 20 χρόνια τώρα, παρ’ όλο που κατά καιρούς από διάφορες πλευρές καταγγέλλεται. Επιτέλους, ο νυν υπουργός ανακοίνωσε ότι θα το καταργήσει, αλλά δεν ξέρω αν γίνει. Υπάρχουν συμφέροντα καθηγητών. Εκδοτικοί οίκοι που συντηρούνται απ’ αυτό. Είναι μια «τυφλή αγορά», για ένα αιχμάλωτο κοινό. Και εννοείται ότι το εφεύρε αυτό η Ελλάδα, η χώρα της διαλεκτικής υποτίθεται.
Γιατί σας πείραξε τόσο πολύ η δολοφονία του Βασίλη Ξανθόπουλου και πέντε χρόνια τώρα τον αναφέρετε συνέχεια;
Ήταν ο καλύτερος απ’ όλους μας. Τον αναφέρω πολύ συχνά, γιατί έχει έναν βαθύτατο συμβολισμό ο χαμός ο δικός του και του Στέφανου Πνευματικού. Είναι ίσως η πιο τραγική περίπτωση στα ελληνικά πανεπιστήμια. Ήταν 28 χρονών, ιδιοφυία στην Αστροφυσική σε διεθνές επίπεδο, όταν έγινε καθηγητής στο πανεπιστήμιο. Αυτόν και τον Στέφανο δολοφόνησε ένας φοιτητής που, μάλιστα, είχε ευεργετηθεί. Αλλά αυτός το είχε ερμηνεύσει ότι τον καταδιώκουν. Ακόμα και σήμερα η σκέψη τους με αναστατώνει. Δεν έχω καθόλου καλή σχέση με τον θάνατο, ειδικά με τον παράλογο θάνατο. Μόλις είχα αναλάβει την πρυτανεία, ο Βασίλης και ο Στέφανος ήταν από τους κύριους συνεργάτες μου. Είχα κι εγώ μαθητή τον δολοφόνο. Δειλό παιδί, κανείς δεν υποπτευόταν ότι θα έφτανε εκεί. Από τις υποσυνείδητες περιπτώσεις βεντέτας. Διότι, παρ’ όλο που ήταν διαταραγμένος ψυχικά, ασφαλώς βοηθήθηκε από το περιβάλλον το κρητικό και της οπλοφορίας. Θα μπορούσε, υπό άλλες συνθήκες, να μη χρησιμοποιήσει το όπλο, να πετάξει μια πέτρα και να σταματήσει εκεί. Έκτοτε άρχισα την εκστρατεία εναντίον της οπλοφορίας, η οποία πήρε μεγάλες διαστάσεις, γνώρισα μεγάλη αντίδραση, αλλά και πάρα πολλή συμπαράσταση.
Μπορείτε να δικαιολογήσετε αυτό το φαινόμενο;
Σ’ ένα βαθμό εκφράζει κάποια παράδοση. Ωστόσο, σήμερα συνδέεται απολύτως με παράνομα συμφέροντα. Δεν εννοώ μόνο ζωοκλοπές, αλλά λαθρεμπόριο όπλων. Όταν αγοράζεται ένα περίστροφο, όχι πολυβόλο, για 200 ή 300 χιλιάδες, είναι επικερδές εμπόριο. Πραγματικά, έθιξα μεγάλα συμφέροντα χωρίς ίσως να ‘χω συνείδηση.
Απειλές δεν δεχτήκατε;
Στην αρχή πολλές, δημοσίως ελάχιστες. Έχω την εντύπωση ότι είναι θρασύδειλοι, δεν τους φοβάμαι. Δεν είναι πραγματικά ηρωικοί όσοι στηρίζονται στα όπλα. Εγώ δεν τα έχω μ’ αυτούς που πάνε στους γάμους και ρίχνουν πιστολιές. Αυτό ήταν η κορυφή του παγόβουνου. Καλό θα είναι να εκλείψουν κι αυτές, όμως το πραγματικό πρόβλημα είναι τί κρύβεται από κάτω. Και από κάτω κρύβονται απειλές στα χωριά, εκβιασμοί ηθικοί, συμφέροντα άνομα, αντεκδικήσεις. Υπό την πίεση του πανεπιστημίου γράφτηκε και το κείμενο «εναντίον της οπλοφορίας», που είναι ένα ιστορικό κείμενο, διότι το υπέγραψαν όλοι, βουλευτές, Δήμος, Εκκλησία, κοινοτάρχες, είτε το ήθελαν είτε όχι.
Για πρύτανη σας περίμενα με ηπιότερους κραδασμούς.
Οι κραδασμοί μου είναι συνήθως εσωτερικοί. Συχνά διερωτώμαι για την αξία των προσπαθειών που κάνουμε, γιατί, βέβαια, δεν πιστεύω ότι αλλάζει εύκολα η πραγματικότητα. Αλλά, τελικά, ξέρετε τι πιστεύω; Ότι από τη στιγμή που παρακμάζουν οι ιδεολογίες, που δεν υπάρχουν ιδεολογίες, μένει μόνο η ψυχή μας. Παλιά υπερασπιζόμασταν πράγματα επειδή πιθανόν είμασταν στην Αριστερά, παρ’ όλο που κι αυτή έχει υπερασπιστεί τερατώδη πράγματα, πολύ συντηρητικές αξίες κάποτε. Σήμερα, ό,τι γίνεται, γίνεται γι’ αυτό που ονομάζω «ηθική εξανάσταση», που λειτουργεί σαν ένα είδος κρυφού σχολειού. Ίσως είναι αυτό τελικά που αλλάζει τις κοινωνίες. Ηθική εξανάσταση θα πει ότι δεν διερωτώμαι αν αυτό που κάνω έχει κάποια απήχηση ή αποτέλεσμα. Μπορεί να μην έχει καθόλου, μπορεί και ο ίδιος να κινδυνεύω, αλλά το κάνω επειδή ακριβώς δεν αντέχω τη γύρω μου πραγματικότητα. Δεν έχει καμιά σημασία συνεπώς αν φωνάζεις για τα τουριστικά χάλια της Κρήτης, την οπλοφορία ή τα συγγράμματα. Μπορεί να μην γίνει απολύτως τίποτε, αλλά έχει σημασία να το κάνεις, διότι αυτό επιτέλους ικανοποιεί κάποια βαθύτερη συνείδηση.
Νιώθετε να έχετε ανθρώπους δίπλα σας ή είστε μόνος;
Κοιτάξτε, η πρυτανεία, και οποιοδήποτε άλλο αξίωμα, κατά βάθος είναι μοναχικό. Αν πραγματικά αισθάνεσαι ότι έχεις κάποιος χρέος. Αυτό δεν σημαίνει καθόλου ότι δεν έχεις ανθρώπους μαζί σου που συμπαρίστανται και μοχθούν για το κοινό καλό, αλλά κατά βάθος οι μεγάλες αποφάσεις ζυμώνονται μέσα σου και τα λάθη σου τα ζεις ο ίδιος. Και εν μέρει, η κρίση που βλέπουμε σήμερα, αυτή που διαπιστώνουμε όλοι, είναι επειδή η δημόσια ζωή κινείται στην επιφάνεια, στην τηλεόραση, στον Τύπο, επομένως αφαιρεί από τους ανθρώπους τις εσωτερικές τους αξίες. Τους ενδιαφέρουν οι εντυπώσεις και πολύ λιγότερο ο πραγματικός στόχος.
Με το γράψιμο ασχολείστε καθόλου; Θα 'χει συνέχεια η Βερενίκη;
Η Βερενίκη όχι, την έχω αποχαιρετήσει εδώ και καιρό. Έχω αρχίσει να γράφω για το φως. Δεν ξέρουμε πραγματικά τι είναι το φως. Πρέπει να είναι το μεγάλο κλειδί του Σύμπαντος. Το φως είναι πανταχού παρόν, στην Τέχνη, στη Λογοτεχνία, στην Επιστήμη, έχει μεγάλη σημασία στη ζωή και στην κουλτούρα και μοναδική στη Φυσική. Παρ’ όλα αυτά, δεν το καταλαβαίνουμε. Τι είναι; Είναι σωμάτια, είναι κύματα, δεν ξέρουμε ακριβώς. Βλέπεις όλα τα αποτελέσματα χωρίς να βλέπεις το φως το ίδιο ποτέ. Όπως μια γυναίκα που ενώ μας φαίνεται οικεία και απλή, κρύβει μέσα της μυστικά αισθήματα και πλούσια.
Τη θαυμάζετε νομίζω πολύ τη γυναίκα. Ακόμα και στα πιο επιστημονικά σας κείμενα βρίσκετε τρόπο να την χωρέσετε…
Α, είστε ανώτερο βιολογικό είδος και ευτυχώς δεν το ξέρετε!
Μπορείτε να μου πείτε με τι μοιάζει το Σύμπαν;
Πάλι θα το παρομοιάσω με γυναίκα, αφού και το περιοδικό σας έχει αυτόν τον τίτλο. Είναι όμορφο όπως μια θυελλώδης γυναίκα. Όχι μια γυναίκα με στατική ομορφιά, αλλά μια γυναίκα με εξάρσεις, πάθη και ακατανόητη συμπεριφορά. Έτσι είναι το Σύμπαν, γι’ αυτό προκαλεί τα ίδια περίπου ερωτικά συναισθήματα ή δέος σε όσους ξέρουν να το βλέπουν με διαφορετικό μάτι.
Το αστεροσκοπείο που φτιάξατε στον Σκίνακα του Ψηλορείτη είναι όντως το μεγαλύτερο στην Ευρώπη;
Δεν είναι το μεγαλύτερο, είναι όμως από τα πιο εξελιγμένα τεχνικά. Έγινε αρχικά για να παρατηρηθεί ο κομήτης του Χάλεϋ. Οι καλύτερες παρατηρήσεις γίνανε από ‘δω, γιατί έχουμε πολύ καθαρό ουρανό. Κι αυτό ήταν μια καταπληκτική προσπάθεια λίγων ανθρώπων. Το να στήσεις ένα αστεροσκοπείο στην κορυφή του Ψηλορείτη και με το ελληνικό Δημόσιο αυτό που είναι, αποτελεί περίπου θαύμα.
Χρηματοδοτήθηκε από το ελληνικό Δημόσιο;
Ελάχιστα. Έγινε συνεργασία με το σπουδαίο Ινστιτούτο Μαξ Πλανκ του Μονάχου και επίσης υπήρξε χρηματοδότηση από το Πανεπιστήμιο Κρήτης και το ΙΤΕ. Είναι, πάντως από τα πράγματα που υπερηφανευόμαστε στο πανεπιστήμιο. Οι δυνατότητες του νέου τηλεσκοπίου που εγκαταστάθηκε πρόσφατα είναι μεγάλες. Αφού κι εγώ έχω εντυπωσιαστεί. Διότι είναι ένα μάτι προς το Σύμπαν, που έχει «μνήμη», δηλαδή μπορεί να παρατηρήσει και τα πιο αμυδρά άστρα ή και εκείνα που δεν φαίνονται καθόλου με τα κλασικά τηλεσκόπια. Μπορείς να φανταστείς τη συγκίνησή μου, όταν για πρώτη φορά είδα τόσο καθαρά τον σπειροειδή γαλαξία Μ61, στην Κόμη της Βερενίκης. Ονομάζεται και μαύρος οφθαλμός, και απέχει εκατομμύρια έτη φωτός.
Το ξέρετε ότι έχει Πανσέληνο απόψε;
Μπα, είστε σίγουρη;
Απολύτως!
Άντε πάλι, θα βγούνε φρικιά, φαντάσματα, το αδιαχώρητο θα επικρατήσει εκεί πάνω, έτσι δεν λένε;
Το θέμα είναι τi λέτε εσείς.
Εγώ λέω ότι η ζωή είναι καλύτερη εδώ κάτω, ειδικά όταν τελειώσει αυτή η συνέντευξη!
Το άρθρο αυτό δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά στο περιοδικό «ΓΥΝΑΙΚΑ» των εκδόσεων Τερζόπουλου, τον Νοέμβριο του 1995
Δειτε περισσοτερα
Οι ταινίες, οι αριθμοί, οι αλλαγές, οι διαμάχες
Ένα φαινόμενο που η παρουσία του μεταξύ ψηφιακού κόσμου και αληθινών γειτονιών καταργεί τα όρια μεταξύ κατασκευασμένου και υπαρκτού
Η έναρξη της εμπορικής λειτουργίας θα ανοίξει νέους ορίζοντες για τη μεταλλευτική βιομηχανία της χώρας
Πείνα και εκπόρνευση; Μητέρα - προαγωγός; Άγνωστοι σύζυγοι και εραστές; Ναρκωτικά και παιχνίδια εξουσίας;