Ελλαδα

Παναγής Παναγιωτόπουλος: Τέμπη, μια τεχνολογική καταστροφή που ματαιώνει τις προσδοκίες μας

Μια συζήτηση για τα γεγονότα που φτιάχνουν το timeline των ηθικών και κοινωνικών μας συναισθημάτων

34585-78037.jpg
Δήμητρα Γκρους
ΤΕΥΧΟΣ 865
15’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
Στιγμιότυπο από το σημείο της τραγωδίας στα Τέμπη
© ΛΕΩΝΙΔΑΣ ΤΖΕΚΑΣ/EUROKINISSI

Συνέντευξη με τον Παναγή Παναγιωτόπουλο για την τραγωδία στα Τέμπη, με αφορμή το βιβλίο του «Τεχνολογικές καταστροφές και πολιτικές του κινδύνου» (εκδ. Πόλις)

H τελευταία μας συνέντευξη «Αναζητώντας ένα παρελθόν που είχε μέλλον» ήταν με αφορμή το βιβλίο του «Οι περιπέτειες της μεσαίας τάξης», όμως η τραγωδία στα Τέμπη έφερε ξανά στο προσκήνιο το ερευνητικό του ενδιαφέρον που αφορά στην κοινωνιολογία των δυστυχημάτων. Ο Παναγής Παναγιωτόπουλος, αναπληρωτής καθηγητής Κοινωνιολογίας του Πανεπιστημίου Αθηνών, στο βιβλίο του «Τεχνολογικές καταστροφές και πολιτικές του κινδύνου - Παλινδρομήσεις του κοινωνικού εκσυγχρονισμού στην Ελλάδα 1947-2000» (εκδ. Πόλις) υποστηρίζει πως η μελέτη του αδόκητου συλλογικού θανάτου, μετά από μια μεγάλης κλίμακας καταστροφή, έχει πολλά να μας πει για το πού βρίσκεται μια κοινωνία.

Για την κοινωνιολογία, τα Τέμπη, το Μάτι, το ναυάγιο του Σαμίνα, ο σεισμός της Αθήνας του 1999 είναι μεγάλα τραγικά γεγονότα που μπορούμε να τα εξετάσουμε ως τεχνολογικές καταστροφές που μας διαμορφώνουν. Όπως εξηγεί ο ίδιος: «Είναι τα μεγάλα γεγονότα της εποχής μας που φτιάχνουν το πραγματικό timeline των ηθικών και κοινωνικών μας συναισθημάτων της σύγχρονης εποχής, σε αντίθεση με την κλασική νεωτερικότητα (τη βιομηχανική εποχή) όπου τα μεγάλα ορόσημα διαμορφώνονταν γύρω από την πολιτική και τον πόλεμο. Οι τεχνολογικές καταστροφές –ως νέα μεγάλα ιστορικά Γεγονότα– είναι αυτές που σήμερα μας φέρνουν αντιμέτωπους με τις πολλαπλές μορφές μας, με τους συλλογικούς εαυτούς μας, και δοκιμάζουν όλα μας τα όρια».

— Τι στοιχεία μας δίνουν αυτά τα σύγχρονα ορόσημα - ιστορικά Γεγονότα;

Στις αιτίες αυτών των τραγωδιών και στο πώς αντιδρά η κοινωνία μπορούμε να βρούμε σημαντικά στοιχεία για το πού κινείται μια χώρα. Για τη σχέση της με τον θάνατο, για την αξία της ζωής, για τις αξίες που τη διέπουν, για τον βαθμό διαπλοκής κεφαλαίου και πολιτικής εξουσίας, για την ικανότητα των πολιτών να διεκδικούν δικαιώματα. Aυτές οι σύγχρονες τεχνολογικές καταστροφές που προξενούν συλλογικό θάνατο, συμπεριλαμβανομένων όσων σχετίζονται με φυσικά φαινόμενα (όπως μια πυρκαγιά όταν μπαίνει σε κατοικημένη περιοχή, ή ένας σεισμός σε σχέση με την αντοχή των υποδοχών και τη διάσωση των εγκλωβισμένων), μα ακόμα περισσότερο ένα δυστύχημα του κλάδου των μεταφορών, ματαιώνουν την αίσθηση ασφάλειας και αμφισβητούν τη θεμελιώδη αξία των σύγχρονων κοινωνιών, που είναι η επιδίωξη της προσωπικής έκφρασης, η υλοποίηση ενός αυθεντικού εαυτού και η πραγματοποίηση ενός ατομικού σχεδίου ζωής. Έτσι, λοιπόν, στη σύγχρονη κοινωνική και πολιτική μας ιστορία οι τεχνολογικές καταστροφές λειτουργούν ως καταλύτες όλων των κοινωνικών δυναμικών: από τη ματαίωση των προσδοκιών μέχρι την ικανότητα να δημιουργούνται νέες ταυτότητες και δομές.

— Η κοινωνιολογία στις τεχνολογικές καταστροφές εξετάζει, δηλαδή, πώς οι κοινωνίες μας διαχειρίζονται τους κινδύνους.

Η κοινωνιολογία των καταστροφών έρχεται να εντάξει το τεχνολογικό δυστύχημα στη σκηνή της σύγχρονης δημοκρατίας, εκεί που συναντιούνται το συλλογικό πένθος, η κοινή εθνική ζωή και η αγωνία επιδίωξης της ατομικής ευημερίας. Ο μεγάλος γερμανός κοινωνιολόγος Ούλριχ Μπεκ περιγράφει τις σύγχρονες δημοκρατίες ως κοινωνίες του ρίσκου, της διακινδύνευσης. Είναι μια συνθήκη όπου η δημοκρατική και δίκαιη διαχείριση των κινδύνων έχει μετατραπεί σε μείζον ζητούμενο. Όπου η πολιτική (την οποία ο Μπεκ σε αυτό το σημείο ονομάζει υπο-πολιτική) οργανώνεται όχι πια μέσα από μεγάλες ιδεολογικές αντιπαραθέσεις και βεβαιότητες αλλά μέσα από τον τρόπο που σχηματίζεται ο «εαυτός» μέσα στο πέλαγος των κινδύνων και στη ρευστότητα μιας ζωής που δεν δομείται όπως στις απαρχές της μοντέρνας ζωής.

Παναγής Παναγιωτόπουλος

— Στην τραγωδία των Τεμπών, το νούμερο 57 φτιάχνει μια νέα ταυτότητα «θύματα». Ποιους αφορά η συγκεκριμένη τραγωδία;

Η τραγωδία αυτή αφορά τους πάντες και είναι πολύ λογικό να υπάρχει εθνική συγκίνηση και οδύνη. Αυτό συμβαίνει για τρεις λόγους. Πρώτον, γιατί το ταξίδι με τρένο (όπως το αεροπορικό ή το ακτοπλοϊκό) είναι μια κοινή εμπειρία, μια μοιρασμένη συνήθεια. Ο «τυχαίος άλλος» που πέθανε ή τραυματίστηκε θα μπορούσε να είσαι εσύ. Κάποιος που αμέριμνα πήρε ένα μεταφορικό μέσο και δεν έφτασε ποτέ στον προορισμό του. Η διάρρηξη της εμπιστοσύνης και ο φόβος, η ανασφάλεια που προκαλείται, αφορά όλους όσοι θεωρούσαν αξιόπιστη την κρατική και εταιρική διαβεβαίωση ότι το μέσον είναι ασφαλές.

Δεύτερον, γιατί ο θάνατος εδώ δεν επέρχεται λόγω της ιδιότητας κάποιου, αντίθετα συμβαίνει σε αυτούς που η κοινωνία θεωρεί τους πιο προστατευμένους. Την αγχωτική αυτή συνθήκη επαυξάνει η νεότητα των θυμάτων. Ο αδόκητος θάνατος γίνεται σκανδαλώδης όχι μόνον γιατί οι νέοι είναι η πιο ευαίσθητη κατηγορία –η νεανική ζωή είναι στον δυτικό κόσμο η πιο πολύτιμη–, αλλά και γιατί συνοψίζει όλο το φαντασιακό του μέλλοντος. Η βίαιη διακοπή της ζωής του νέου ανθρώπου είναι στο φαντασιακό μας στερητική του μέλλοντος εν γένει.

Ο τρίτος λόγος που αυτή η τραγωδία προκάλεσε πάνδημη συγκίνηση και θυμό, σχετίζεται με το γεγονός ότι το συγκεκριμένο δυστύχημα δεν συνέβη σε συνθήκες αυξημένης φυσικής δυσκολίας ή τεχνολογικής πολυπλοκότητας, αλλά σε κάτι που μοιάζει τραγικά απλοϊκό και θα όφειλε να αποφευχθεί σε κάθε περίπτωση. Η συγκεκριμένη καταστροφή ματαιώνει πολλές εικόνες του εαυτού μας ως σύγχρονης χώρας. Εποπτεύουμε από το σπίτι μας τον παγκόσμιο εναέριο χώρο αλλά τα τρένα συγκρούονται μετωπικά. Ζούμε μια ψηφιακή μεταβολή των πάντων (και του ίδιου του Κράτους) αλλά κινδυνεύουμε από ένα δίκτυο χαμηλής τεχνολογίας που έμοιαζε ανώδυνα απαρχαιωμένο.

— Σάμινα, Ηλεία, Μάνδρα, Μάτι, Tέμπη. Η μελέτη του αδόκητου συλλογικού θανάτου, λέτε, φωτίζουν υπόγειες κανονικότητες. Μοιάζει σαν η ελληνική κοινωνία να εκσυγχρονίζεται και την ίδια στιγμή να μένει καθηλωμένη;

Κάθε περίπτωση είναι διαφορετική αλλά είναι όλες συγκρίσιμες μεταξύ τους. Υπάρχει ένας κίνδυνος πολιτικού συμψηφισμού, ένας κίνδυνος να θολώσει η κριτική προσέγγιση σε αυτό που έγινε τώρα, και δεν θα ήθελα να κάνω τώρα συστηματικές συγκρίσεις. Αν πάντως τις κοιτάξουμε συνολικά μπορούμε να πούμε ότι η ελληνική κοινωνία, τα συστήματα ασφαλείας και ο ίδιος ο διοικητικός μηχανισμός έχουν μια πολύ ιδιαίτερη, διττή σχέση και ιστορία με την προστασία της ανθρώπινης ζωής από βασικούς κινδύνους και εν τέλει από τις τεχνολογικές καταστροφές.

Από τα πρώτα μεταπολεμικά χρόνια μέχρι σήμερα, οι καταστροφές αντιμετωπίζονται άλλοτε με σύγχρονους δημοκρατικούς τρόπους που πριμοδοτούν τη μέριμνα για τη ζωή, την επιστημονική αλήθεια και τη διοικητική αναμόρφωση, θίγοντας συμφέροντα και αδράνειες που κρύβονται πίσω από τις αιτίες, και άλλοτε αντιμετωπίζονται με αρχαϊκούς τρόπους, ρητορικούς, πατερναλιστικούς και υπεροπολιτικοποιημένους-ιδεολογικούς. Άλλοτε πολιτικοποιείται στο έπακρον ένα δράμα χωρίς δραστικές αλλαγές επί το δημοκρατικότερο και το δικαιότερο, και άλλοτε αντιθέτως η κοινωνία κινητοποιείται χωρίς υπερβατολογική συνθηματολογία παρασέρνοντας έτσι την εξουσία σε μια σύγχρονη διερεύνηση και διόρθωση των μεγάλων και μικρότερων συστημάτων που που οδήγησαν στο δράμα. Πολλές φορές αυτά τα δύο στοιχεία μπορεί και να συναντηθούν. Να έχουμε μια μεικτή εικόνα.

Ιστορικά βλέπουμε πάντως τη δυναμική της αλλαγής να επικρατεί σχεδόν ανέλπιστα σε μια στιγμή μη αναμενόμενη, αλλά και τη δύναμη της αδράνειας να έρχεται να την ακυρώσει στο αμέσως επόμενο δυστύχημα. Το είχα ονομάζει παλινδρομήσεις του κοινωνικού εκσυγχρονισμού αυτό στο βιβλίο μου.

Είναι παρανοϊκό να νομίζουμε ότι δεν υπάρχει ευθύνη των χειριστών ενός συστήματος, όπως είναι και ιδιαίτερα προβληματικό να απομονώνεται η στιγμή του δυστυχήματος από ένα πεδίο επικινδυνότητας που έχει εγκαθιδρυθεί πολύ καιρό πριν. 

— Στα Τέμπη πού βρισκόμαστε;

Ειδικότερα σε ό,τι αφορά την καταστροφή στα Τέμπη βρισκόμαστε μπροστά σε μια ακόμη στιγμή όπου συναντιούνται όλες οι δυναμικές και όλες οι αδράνειες. Αυτό κάνουν τέτοια μεγάλα Γεγονότα. Και δεν γνωρίζουμε πού θα κινηθεί η κοινωνική δυναμική. Είναι ένα στοίχημα αν το δικαιικό, το πολιτικό σύστημα αλλά και η ίδια η κοινωνία θα καταφέρουν να αποδώσουν ευθύνες με τρόπο ταυτόχρονα ολιστικό και συγκεκριμένο. Αν θα μπορέσουν να διερευνήσουν τις αιτίες του δυστυχήματος τόσο στην εστιασμένη μηχανική που το προκάλεσε (τι έγινε εκείνες τις ώρες συγκεκριμένες και ποιοι εμπλέκονται), και μαζί με αυτό αν θα αποδώσουν ευθύνες σε εκείνα τα σημεία του κράτους που αδιαφόρησαν για το ζήτημα της ασφάλειας των σιδηροδρόμων (εδώ είναι σαφές ότι υπάρχει ευθύνη κυβερνητικού επιπέδου), αν θα εξακριβώσουν ποιοι δομικοί, οργανωτικοί και μακροσκοπικοί παράγοντες παρήγαγαν τους όρους μιας τέτοιας καταστροφής (τι έχει γίνει με τον εκσυγχρονισμό του δικτύου τις τελευταίες δεκαετίες, πώς λειτούργησαν οι μνημονιακές πολιτικές εξυγίανσης του ΟΣΕ στις αρχές της περασμένης δεκαετίας και ποιο ρόλο έχει παίξει η παρωδιακή ιδιωτικοποίηση της ΤΡΕΝΟΣΕ).

Αυτά τα επίπεδα δεν αποκλείουν το ένα το άλλο. Είναι παρανοϊκό να νομίζουμε ότι δεν υπάρχει ευθύνη των χειριστών ενός συστήματος, όπως είναι και ιδιαίτερα προβληματικό να απομονώνεται η στιγμή του δυστυχήματος από ένα περιβάλλον κρισιακό, από αυτό το πεδίο επικινδυνότητας που έχει εγκαθιδρυθεί πολύ καιρό πριν. Χωρίς τις εγκληματικές παραλείψεις στο πεδίο δεν θα είχε γίνει το δυστύχημα. Ταυτόχρονα όμως το περιβάλλον που είχε διαμορφωθεί ευνοούσε την ανάπτυξη τέτοιων παραλείψεων και λαθών – αύξανε την επικινδυνότητα με τρόπο καθοριστικό. Το στοίχημα είναι να μην παρασυρθεί η διερεύνηση και απόδοση ευθυνών είτε στην περιγραφή κάποιας αναπόδραστης εθνικής κακοδαιμονίας είτε σε άλλες μεγάλες αφαιρέσεις και γενικεύσεις (φταίει το σύστημα –γενικώς–, φταίει ο καπιταλισμός, τα κέρδη κλπ) μα ούτε και να περιοριστεί στα εγκληματικά λάθη ορισμένων αδιανόητα σιδηροδρομικών. Εξάλλου η ανεπάρκεια και η ανευθυνότητά είναι ταυτόχρονα προσωπική ευθύνη των υπαιτίων και συστημικό κενό.

— Όσα μάθαμε τις πρώτες μέρες, οι διάλογοι των υπαλλήλων του ΟΣΕ, αυτό το «Αμάν!», το «μάλλον έγινε τράκα» και τόσα άλλα (αναρρωτικές άδειες υπευθύνων, βάρδιες που έσβησαν με μπλάνκο) κάπως μας σόκαραν, αλλά είναι αποκαλυπτικά και ως μέρος ποιου προβλήματος; Την ίδια στιγμή είχαμε σύγχρονα τρένα που έτρεχαν με 160 χλμ. την ώρα.

Υπάρχει σε αυτόν τον σκανδαλισμό κάτι προβληματικό και κάτι απολύτως ορθό. Το προβληματικό είναι που μας ενοχλούν λεκτικοί τύποι της κοινής νεοελληνικής. Δηλαδή τι θέλαμε να ακουστεί; «Οh my god!» ή το επίκαιρο νεανικό «ω να σου γα…»; Δεν είναι εκεί το πρόβλημα. Η κακοδαιμονία μας δεν κρύβεται στο στιλ μας! Εκεί που η ενόχληση και η πικρία μας είναι όμως καίρια είναι ότι αυτοί οι διάλογοι φανερώνουν ότι δεν ακολουθείται κανένα πρωτόκολλο λειτουργίας και ασφαλείας. Μια βόλτα μέσω youtube στο κόκπιτ ενός αεροπλάνου είναι αποκαλυπτική για το τι σημαίνει «αποστειρωμένο περιβάλλον» και πρωτόκολλα. Πέραν από τις γνωστές check lists έχει νόημα για παράδειγμα να ξέρουμε ότι μεταξύ των πιλότων απαγορεύεται στις φάσεις απογείωσης-προσγείωσης η συζήτηση για οτιδήποτε άλλο πέραν των διαδικασιών. Απ’ αυτή την άποψη είναι προφανές ότι εδώ έχουμε να κάνουμε με ανθρώπους που αυτοσχεδιάζουν και προσπαθούν να διαχειριστούν κάτι που τους υπερβαίνει.

Όμως για να απαντήσω πλήρως στην ερώτησή σας πρέπει να πούμε και για το μπλάνκο και για το τεφτέρι και για τις αναρρωτικές και τις βάρδιες. Εδώ αποκαλύπτεται η ανθεκτικότητα θυλάκων αναξιοκρατίας, μετριότητας και κουλτούρας βολέματος αλλά και πλημμελούς εκπαίδευσης στον κρατικό μηχανισμό. Όμως δεν με ρωτήσατε μόνον για αυτό.

— Ναι, επισήμανα ότι στο δυστύχημα αυτό συναντιούνται ένας εκσυγχρονισμός που δεν πρόλαβε να ολοκληρωθεί μαζί με αρχαϊκά συστήματα του ελληνικού δημοσίου.

Αυτό ακριβώς είναι σημαντικό να πούμε. Το δυστύχημα δεν το προκαλεί κατ’ αρχήν ο αρχαϊσμός, το τεφτέρι, το μπικ και η τεχνολογική ένδεια. Το δυστύχημα και η καταστροφή δεν εκκολάπτονται μέσα σε ένα αρχαϊκό διοικητικό και τεχνολογικό οικοσύστημα. Το τρένο που γνωρίζαμε επί δεκαετίες με τα τηλεγραφήματα και τα 1001 και την εκτεταμένη μονή γραμμή, τις χαμηλές ταχύτητες και τους αργόσυρτους μουντζούρηδες με τις επικές αναβάσεις στα ελληνικά βουνά, μπορούσε να είναι ασφαλές. Και εν πολλοίς ήταν. Ήταν σύστημα παρωχημένο αλλά συνεκτικό. Το ίδιο συνεκτικό μπορεί να είναι και ένα σύγχρονο σύστημα. Εδώ νομίζω ότι πρέπει να σκεφτούμε ότι από το 2000 περίπου που ξεκινούν έργα αναβάθμισης του δικτύου μέχρι σήμερα έχει φτιαχτεί μια ακατανόητη οργανωτική, διοικητική και τεχνολογική κουρελού – o αναλογικός κόσμος μαζί με τον ψηφιακό, η ηλεκτροκίνηση και η ντιζελοκίνηση, προσαρμογές και μαστορέματα που, χωρίς ισχυρή κρατική εποπτεία και μέριμνα, χωρίς σημαντικές επενδύσεις από την Hellenic train, αφέθηκαν σε μια δυστοπική εγκατάλειψη που μπορούσε να γεννήσει καταστροφές. Και γέννησε.

Ένας ατελής εκσυγχρονισμός δεν είναι «μια κάποια βελτίωση», αλλά πηγή κινδύνων. Θα συμφωνήσω μαζί σας ότι όσα ήρθαν στην επιφάνεια αντηχούν τη δομή της συλλογικής μας ταυτότητας. Συγκερασμοί αρχαϊσμών και νεωτερικών μορφών οργάνωσης, ζωής και σκέψης. Και αν στην κοινωνική μηχανική και στην αρχιτεκτονική των συναισθημάτων αυτό το ελληνικό μπρικολάζ που αξιοποιεί νέα και παλιά υλικά μπορεί να είναι ενίοτε ευεργετικό, σε ζητήματα διακινδύνευσης είναι ανεπίτρεπτο.

Στιγμιότυπο από το σημείο της τραγωδίας στα Τέμπη
Τέμπη: Παραλείψεις στις έρευνες αναφέρει πραγματογνώμονας © EUROKINISSI/MOTIONTEAM/ΒΑΣΙΛΗΣ ΒΕΡΒΕΡΙΔΗΣ

— Πώς σχολιάζετε την άποψη ότι δεν φταίει ο σταθμάρχης;

Στερείται κάθε σοβαρότητας. Από αυτά που διαβάζουμε, και δεν αναφέρομαι μόνο σε ρεπορτάζ και εκθέσεις ανθρώπων που γνωρίζουν αλλά και στην τροπή που παίρνει η μέχρι σήμερα δικαστική διερεύνηση, είναι σαφές ότι ο σταθμάρχης έχει τεράστιες και εγκληματικές ευθύνες. Όπως είπα νωρίτερα, όμως, πρέπει μαζί με αυτά να αναδείξουμε το τεχνολογικό, διοικητικό και εταιρικό περιβάλλον μέσα στο οποίο λειτούργησε ο σταθμάρχης (και οι άλλοι που εμπλέκονται ήδη στην δικογραφία) ως έναν βιότοπο δυστυχημάτων.

Αν ιδεολογικοποιηθεί υπέρμετρα η καταστροφή δεν θα βρεθούν οι υπαίτιοι και δεν θα διορθωθεί τίποτα.

— Το δυστύχημα αυτό βαθαίνει την κρίση εμπιστοσύνης απέναντι στο πολιτικό σύστημα, λίγο πριν τις εκλογές. Τα Τέμπη συνιστούν μια τομή του πολιτικού χρόνου;

Να επαναλάβω κάτι που ανέφερα νωρίτερα. Αν ιδεολογικοποιηθεί υπέρμετρα η καταστροφή αυτή δεν θα βρεθούν οι υπαίτιοι και δεν θα διορθωθεί τίποτα. Το 1947, μετά το ναυάγιο του «Χειμάρρα», η Δεξιά στρέφει την προσοχή της στους «σαμποτέρ κομμουνιστάς» και σε ένα κόκκινο καΐκι που υποτίθεται ότι πυρπόλησε το πλοίο (!) ενώ η Αριστερά δεν δέχεται να συζητήσει καν το ενδεχόμενο να ευθύνεται το πλήρωμα για την τραγωδία. Δεν θα θέλαμε να επιστρέψουμε σε μια τέτοια μάχη χαρακωμάτων και στην τυφλότητα που τη συνοδεύει.

Οι πολιτικοί πρέπει μεν να φοβούνται το πολιτικό και εκλογικό κόστος που θα υποστούν κάθε φορά που θα διαχειρίζονται πλημμελώς την ασφάλεια των πολιτών, αλλά αυτή η υποχρέωση ασφαλείας του κράτους μπορεί να υπονομευτεί από την υπέρμετρη πολιτικοποίηση και σίγουρα από την αναγωγή της τεχνολογικής καταστροφής σε μεγάλες ιδεολογικές αντιπαραθέσεις.

Είναι σαφές ότι η καταστροφή των Τεμπών αποτελεί τομή, δεν ξέρω πόσο βαθιά είναι και πού οδηγεί. Το σίγουρο είναι ότι την ασφάλεια των πολιτών την φροντίζει το Κράτος, ειδικά όταν πρόκειται για μια κρατική υποδομή (την οποία με εντυπωσιακή, για να μην πω εγκληματική, αδιαφορία δεχόταν να αξιοποιεί η ιδιωτική εταιρεία Hellenic train) και από εκεί απορρέει μια σαφής ευθύνη της εκάστοτε κυβέρνησης. Το ρητορικό αλλά και έμπρακτο αφήγημα της συγκεκριμένης κυβέρνησης σε ζητήματα ασφαλείας υπήρξε δε αρκετά ισχυρό μέχρι τα Τέμπη – η εκτεταμένη χρήση του 112 και οι εκκενώσεις πληθυσμών στις μεγάλες πυρκαγιές των δύο προηγούμενων καλοκαιριών (που κάκιστα κάποιοι ειρωνεύονταν και λοιδορούσαν) το αποδεικνύει. Και η διάψευση που υφίσταται είναι ιδιαίτερα ηχηρή.

Άρα δεν μπορεί παρά να υπάρξει φθορά στην κυβέρνηση – τόσο σε εκλογική απήχηση όσο και σε πολιτική εμβέλεια. Την οποία, να προσθέσω, δύσκολα θα καρπωθεί η αντιπολίτευση της οποίας η μέριμνα για την ασφάλεια δεν μπορεί, για πολλούς λόγους, να είναι πιστευτή.

— Να φοβόμαστε μήπως δούμε ξανά να δυναμώνουν τα άκρα;

Βλέπουμε πράγματι ότι ουδείς από τους κομματικούς φορείς που έχουν ασκήσει εξουσία δεν μπορεί να επωφεληθεί, και αυτό είναι μια αντισυστημική τάση. Αν η υπερβατολογία και η γενίκευση επικρατήσουν, αν τελικά η αναζήτηση των ευθυνών δεν βιωθεί ως μια έντιμη συλλογική προσπάθεια για την ονομασία συγκεκριμένων υπευθύνων, την αναδιάρθρωση δικτύων και υποδομών, την καθιέρωση πάγιων προτεραιοτήτων ασφαλείας και πρωτοκόλλων, αν πέσουμε σε μια μεταφυσική ότι το σύστημα φταίει γενικά, τότε πράγματι τα κόμματα εξουσίας μπορεί να πλαγιοκοπηθούν από μιαν οργισμένη ψήφο που δεν γνωρίζει «άκρα», «Δεξιά» και «Αριστερά», αλλά χαρίζεται σε εκείνον που δείχνει ο πιο ενοχλητικός, ο πιο τιμωρητικός, ενίοτε και ο πιο απεχθής.

— Σίγουρα πάντως υπάρχει ένα πάνδημο αίτημα για τη δικαίωση των θυμάτων.

Το κράτος, η κυβέρνηση και τα κόμματα πρέπει να δικαιώσουν τα θύματα. Έως σήμερα θα έλεγα ότι οι μείζονες πολιτικές δυνάμεις και η κοινωνικοί θεσμοί το έχουν κάνει ικανοποιητικά. Έδωσαν φωνή και πρόσωπο στον πόνο και κράτησαν σε σχετικά ανεκτό επίπεδο (για τα ελληνικά δεδομένα πάντα) την ένταση του ανταγωνισμού τους. Όμως η δικαίωση των θυμάτων, που θα είναι μια θεραπεία τραύματος για όλη την κοινωνία, θέλει μεγάλη και μακροχρόνια προσπάθεια. Η δικαστική διερεύνηση είναι πολύ σημαντικό να γίνει με τους όρους εκείνους που θα δικαιώνουν τα θύματα. Και δεν αναφέρομαι απλά στο περιεχόμενο δικαστικών αποφάσεων, αλλά στις διαδικασίες, στον χώρο που θα δοθεί στη φωνή των θυμάτων εντός τους και εν τέλει στο πόσο μας ενδιαφέρει η αλήθεια.

Απομένει να δούμε αν απ’ αυτό το νέο δίκτυο ευαισθησιών θα εκφραστεί ένα αίτημα εκσυγχρονιστικό και μια αυθεντική πίεση για ασφάλεια 

— Οι διαδηλώσεις που είδαμε δείχνουν ότι η κοινωνία διεκδικεί το δικαίωμα στην ασφάλεια;

Υπήρξε πρωτόγνωρο το φαινόμενο αυτό και αξιοσημείωτο. Η ασφάλεια μπήκε π.χ. για πρώτη φορά στο θεματολόγιο της ριζοσπαστικής Αριστεράς και στον λόγο των στελεχών της και της νεολαίας της. Τόνοι γραπτών των διανοουμένων της αποδομούσαν επί δεκαετίες αυτή την έννοια και εν γένει, από τον κίνδυνο της δραχμής την περασμένη δεκαετία μέχρι και την πανδημία, η συνθηματολογία της και η πολιτική της ψυχολογία συνέκλινε σε μια λοιδορία κάθε φόβου. Η ασφάλεια ήταν για την αριστερή σκέψη και ρητορική το καταφύγιο του φοβισμένου νοικοκυραίου ή, πιο ψαγμένα, ένα από τα εργαλεία της βιοπολιτικής και των καπιταλιστικών dispositifs της ενάντια στις ζωτικές και ελευθεριακές μας ορμές. Είναι σίγουρα μια ενδιαφέρουσα στιγμή αυτή όπου η ασφάλεια εμφανίζεται ως πρωταρχικό δικαίωμα σε ολόκληρη την κοινωνία. Ταυτόχρονα είχαμε πολυσυλλεκτική κινητοποίηση που ενεργοποιεί και μερίδες της κοινωνίας που έως τότε δεν είχαν ιδιαίτερο ενδιαφέρον για τα κοινά.

Απομένει να δούμε αν απ’ αυτό το νέο δίκτυο ευαισθησιών θα εκφραστεί ένα αίτημα εκσυγχρονιστικό και μια αυθεντική πίεση για ασφάλεια και δικαιοσύνη (γιατί, όπως είπα, στις σύγχρονες δημοκρατίες τα δυο αυτά συναιρούνται μέσα από τη διαχείριση των κινδύνων) που θα απευθύνεται προς το πολιτικό σύστημα, τη διοίκηση και την αγορά (η οποία στη συγκεκριμένη καταστροφή δεν πρωταγωνιστεί, αλλά δεν είναι αμέτοχη στον βαθμό ασφαλείας που απαιτούν τα πολύπλοκα μεταφορικά συστήματα) ή αν θα επικρατήσει ένας γενικόλογος και βίαιος αντισυστημισμός ο οποίος ενώ αποκλείεται να μειώσει την έκθεσή μας σε κινδύνους, με βεβαιότητα θα υποβαθμίσει τη δημοκρατία μας.

Γραμμές του τρένου στη Θεσσαλονίκη
© Konstantinos Tsakalidis / SOOC

— Μπορεί η φιλελεύθερη δημοκρατία να μειώνει τους κινδύνους που καλλιεργούνται από τον ίδιο τον τρόπο ζωής που η ίδια ευνοεί;

Εδώ μπαίνει ένα τεράστιο θέμα. Πώς μπορεί να ικανοποιηθεί η απαίτησή μας να μην κινδυνεύουμε την ίδια στιγμή που οι φιλοδοξίες μας και η ίδια η σύσταση του συναισθήματός μας οδηγούν να θεωρήσουμε οποιοδήποτε δυστύχημα αδιανόητο. Πώς μπορούμε στην εποχή όπου κατισχύει η ιδέα της αυτοπραγμάτωσης (θα φτιάξω τον εαυτό μου όπως ακριβώς τον θέλω εγώ, θα έρθω όσο πιο κοντά μπορώ με τον αυθεντικό μου εαυτό) να θέσουμε περιορισμούς ασφαλείας.

Γίνεται; Ναι γίνεται σε αρκετά σημαντικό βαθμό, μα όχι τελειωτικά. Γίνεται κατ’ αρχήν με την εφαρμογή πολύ αυστηρών πρωτοκόλλων ασφαλείας που θα επιβάλλουν οι ρυθμιστικές αρχές, δηλαδή το κράτος, σε όλους τους τομείς δραστηριότητας που ενέχουν κινδύνους για τους πολίτες. Τρόφιμα, φάρμακα, δημόσια υγεία μεταφορές, οικοδομή, για να πω μόνο τα βασικότερα, είναι πεδία όπου ένα ισχυρό κράτος οφείλει, και μπορεί, να καταναγκάζει ως επί το πλείστον τους ιδιώτες να αυξάνουν τα κόστη τους προς όφελος της ασφάλειας. Το πρόβλημα είναι πιο συχνό σε χώρες σαν τη δική μας όπου ο ατελής εκσυγχρονισμός των συστημάτων γεννάει μεγαλύτερα ρίσκα από άλλες και όπου η κρατική εμπλοκή στην οικονομία είναι μεγάλο και συχνά πεδίο διαφθοράς.

— Γιατί συμβαίνει αυτό ειδικά στην Ελλάδα; Και πώς θα διασφαλιστεί ότι τα ρίσκα θα περιοριστούν;

Γιατί στην Ελλάδα το κράτος αφενός μεν δεν έχει το κύρος να επιβληθεί έναντι της αγοράς (συχνά οι κρίσιμοι αρμοί ασφαλείας διαβρώνονται από υβριδικές περσόνες που είναι και κρατικοί λειτουργοί και διατηρούν ιδιωτικά-αγοραία συμφέροντα) αφετέρου γιατί τα συστήματα αυτά δεν εκτίθενται αρκετά στον διεθνή έλεγχο (όπως π.χ. με την αεροπορία όπου η επικινδυνότητα των μεταφορών μειώνεται πλέον αισθητά από την ένταξη όλων των συστημάτων στους παγκόσμιους καταναγκασμούς ασφαλείας) με αποτέλεσμα η ασφάλειά μας να απαιτεί αρκετά συχνά τη διακοπή λειτουργίας. Και εξηγούμαι.

Πράγματι σε ατελή συστήματα –όπως αυτό που οδήγησε στην καταστροφή των Τεμπών–, αλλά και σε ακραίες συνθήκες τεχνολογικών κρίσεων ή φυσικών φαινομένων, η ασφάλεια διασφαλίζεται αναγκαστικά με την εφαρμογή της αρχής της προφύλαξης. Δηλαδή με την κάθετη απαγόρευση λειτουργίας ή χρήση ενός μέσου.

Με άλλα λόγια όταν δεν μπορεί να υπολογιστεί το μέγεθος ενός κινδύνου, όταν ένα σύστημα ασφαλείας και διοίκησης δεν μπορεί να ανταποκριθεί ή όταν βρισκόμαστε μπροστά σε μια άγνωστη συνθήκη που αυξάνει τους κινδύνους πάνω από ένα συγκεκριμένο όριο, τότε η εντεταλμένη αρχή ή η ίδια η πολιτική εξουσία οφείλει να διακόψει τη λειτουργία του συστήματος. Ακυρώνει την αποστολή του αλλά διασφαλίζει την ανθρώπινη ζωή. Είναι αυτό που όφειλε να γίνει με τους ελληνικούς σιδηρόδρομους και είναι και το βασικό λάθος της κυβέρνησης και ιδιαίτερα του υπουργού Καραμανλή.

Η κατάσταση των σιδηροδρόμων είναι προφανές ότι δεν επέτρεπε την έστω και προβληματική συνέχιση του έργου τους, ήταν σαφές ότι μέχρι να ολοκληρωθούν και ενοποιηθούν κάποια συστήματα, και εν όψει της προστασίας της ζωής, όφειλε να εφαρμόσει την αρχή της προφύλαξης. Να αναστείλει κάθε επιβατικό δρομολόγιο. Κατά πάσα πιθανότητα όφειλε να το κάνει από την πρώτη μέρα της θητείας της. Αυτό που γίνεται τώρα με τη γέφυρα των Σερβίων είναι ένα τέτοιο παράδειγμα. Το πρώτο λοκντάουν ήταν ένα τέτοιο παράδειγμα που η ελληνική κυβέρνηση εφάρμοσε από τους πρώτους στην Ευρώπη. Η μαζική εκκένωση οικισμών στις πυρκαγιές μέσω του 112 είναι ακόμα μια τέτοια, επιτυχής, περίπτωση εφαρμογής της αρχής της προφύλαξης. Αυτά είναι ουσιαστικές αποφάσεις που δείχνουν ότι η συγκεκριμένη κυβέρνηση αντιλαμβάνεται ότι πρωταρχική αποστολή του κράτους να προστατεύει πρωτίστως την ανθρώπινη ζωή whatever it takes. Στην περίπτωση του ΟΣΕ δεν υπήρξε δυστυχώς αυτή η μέριμνα. Ο ιδεολογικός της εγκλωβισμός στη φιλελεύθερη αγοραία «ιδεολογία της ροής» θολώνει αυτή την παράδοση που η ίδια η κυβέρνηση είχε αρχίσει να διαμορφώνει. Και σε αυτό το σημείο η κριτική οφείλει να είναι ουσιώδης.

Η ιδεολογία της αέναης ροής, εκείνης για την οποία ποτέ τίποτα δεν διακόπτεται, της συχνούς κίνησης, της ζωής πέρα από το εδαφικό ανήκειν, της δραστηριότητας που δεν σταματάει, του χρόνου που ρευστοποιεί τα εσωτερικά του όρια, αυτή η ιδεολογία παράγει αντιλήψεις και νοητικές δομές που απαγορεύουν την απαγόρευση. Αυτό όμως είναι κάτι που το προστατευτικό κράτος ενίοτε οφείλει να κάνει. Θα πει κανείς ότι καραδοκεί το ανελεύθερο κράτος και πράγματι. Γι’ αυτό όμως υπάρχουν οι σύγχρονες δημοκρατίες, για να επιλύονται τέτοια θέματα. Και για να γυρίσω στον γερμανό εισηγητή της κοινωνίας της διακινδύνευσης, τον Μπεκ, αυτά είναι τα μείζονα πολιτικά ζητήματα του σήμερα και όχι οι μεγάλες ιδεολογίες του παρελθόντος. Πώς θα διαχειριστούμε δίκαια και δημοκρατικά τον κίνδυνο, την απαγόρευση, την ελευθερία και τον εκάστοτε συνδυασμό τους.

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ