Ελλαδα

«Γιατί δεν είμαστε σαν την Αγγλία;»: Το Τατόι, ο Κρόμγουελ και η συμφιλίωση με την Ιστορία

Μας τροφοδοτεί η ιδιότητα του θύματος, η ανάμνηση του τραύματος, ακόμα κι αν το τραύμα δεν το υποστήκαμε καν εμείς.

romanos-gerodimos.jpg
Ρωμανός Γεροδήμος
ΤΕΥΧΟΣ 855
4’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
Βασιλικά ανάκτορα, Τατόι
Βασιλικά ανάκτορα, Τατόι © ΜΙΧΑΛΗΣ ΚΑΡΑΓΙΑΝΝΗΣ/EUROKINISSI

Τα εγκαταλελειμμένα ιστορικά κτίρια και κτήματα στην Ελλάδα και η προσπάθεια που χρειάζεται  από εμάς για να λειτουργήσει ένας τέτοιος χώρος.

Στα 22 χρόνια που ζω στην Αγγλία, κάθε φορά που έρχεται ένας φίλος ή συγγενής από την Ελλάδα ακούω το ίδιο παράπονο, σαν να έχει κολλήσει η βελόνα. Κάθε φορά που επισκεπτόμαστε μία απ’ τις εκατοντάδες επαύλεις, παλάτια, πύργους, κάστρα, ή σπίτια-μουσεία που υπάρχουν σε όλη τη χώρα –είτε ανήκουν στο National Trust, είτε στο English Heritage, είτε σε άλλον φορέα, είτε σε οικογένειες ευγενών ή και ιδιωτών– κάθε φορά που μπαίνουμε στους άρτια διατηρημένους, συντηρημένους και διακοσμημένους χώρους –εκεί που νομίζεις ότι έχει σταματήσει ο χρόνος στο 1730 ή στο 1830 ή στο 1930–, κάθε φορά που περπατάμε ή ξεκουραζόμαστε στις μικρές οάσεις των κήπων ή των εκτάσεων γύρω από τις επαύλεις αυτές, κάθε φορά που τρώμε το μεσημεριανό μας στους στάβλους που έχουν μετατραπεί σε καντίνα ή που ψωνίζουμε στο κελάρι που έχει μετατραπεί σε πωλητήριο, κάθε φορά που μαθαίνουμε δέκα πράγματα για την ιστορία της εκάστοτε οικογένειας αριστοκρατών ή καλλιτεχνών ή πολιτικών που ζούσαν εκεί, και για τους αρχιτέκτονες που έχτισαν το σπίτι, και για το πώς αποκτήθηκαν και άλλαξαν χέρια οι πίνακες, οι πορσελάνες και τα ασημικά του σπιτιού, και για το τι έτρωγαν και πώς διασκέδαζαν οι άνθρωποι τότε (όποτε και να είναι το τότε), και το ποιος ήταν ο ρόλος του υπηρετικού προσωπικού, για την ιστορία του τόπου και του κτιρίου και τα όσα διαδραματίστηκαν εκεί –μικρά ή μεγάλα, ανθρώπινα ή επικά– κάθε φορά δηλαδή που απολαμβάνουμε τον συνδυασμό φύσης, αρχιτεκτονικής, διακόσμησης, τέχνης, πολιτικής και ιστορίας, ακούμε το ίδιο σχόλιο σαν να έχει κολλήσει η βελόνα:

«Εμείς στην Ελλάδα γιατί να μην έχουμε τέτοιους χώρους; Γιατί να μην μπορούμε να αναδείξουμε τα μνημεία και την ιστορία μας με τέτοιον τρόπο;»

Γιατί το Τατόι να είναι ένα εγκαταλελειμμένο, μισοκαμένο ερείπιο; Γιατί λίγα 24ωρα πριν από την κηδεία του Κωνσταντίνου να ζούμε έναν σουρεαλισμό που θυμίζει ταινία του Νίκου Περάκη, με συνεργεία να τρέχουν να απομακρύνουν τα αποκαΐδια και να στρώνουν όπως όπως χαλίκια πάνω στα οποία θα περπατήσει η πομπή;

Αν θέλουμε να απαντήσουμε τις ερωτήσεις αυτές, ας κοιταχτούμε στον καθρέφτη. Ας διαβάσουμε τα όσα εμείς οι ίδιοι γράφουμε αυτές τις μέρες με αφορμή τον θάνατο και την κηδεία του Κωνσταντίνου. Ας αντιληφθούμε ότι έχουμε μία εντελώς κομπλεξική σχέση με την ίδια μας την ιστορία∙ ότι όχι μόνο δεν έχουμε ξεπεράσει τα τραύματα και τους διχασμούς του παρελθόντος, αλλά ζούμε από τον διαιωνισμό τους. Αυτό μας τροφοδοτεί: η ιδιότητα του θύματος∙ η ανάμνηση του τραύματος, ακόμα κι αν το τραύμα δεν το υποστήκαμε καν εμείς, αλλά το κληρονομήσαμε μέσα από προφορικές μαρτυρίες των παππούδων μας. Απολαμβάνουμε το ξύσιμο των πληγών, την κόντρα με τους Άλλους – όποιοι και να είναι αυτοί οι Άλλοι. Επιζητάμε την ηθική επιβεβαίωση και την αίσθηση του ανήκειν, όχι μέσα από την ανώνυμη και ανιδιοτελή συνεισφορά στην κοινότητα, αλλά μέσα από τον οπαδισμό και την ταπείνωση των Άλλων. Δεν μας νοιάζει να προχωρήσουμε, γιατί αυτό απαιτεί ατομικό κόπο. Η συναισθηματική εκτόνωση είναι σαφώς πιο εύκολη από την αποστασιοποίηση, τον συμβιβασμό (πόσο παρεξηγημένη, κακοποιημένη έννοια) και την επίτευξη του επόμενου βήματος.

Δεν υπήρχε κανένας αντικειμενικός λόγος, κανένα φυσικό ή οικονομικό ή άλλο μη πολιτικό εμπόδιο, ώστε το Τατόι να μην είχε ήδη γίνει μία όαση φύσης, πολιτισμού και ιστορίας εφάμιλλη όλων των αντίστοιχων πρώην και νυν ανακτόρων άλλων ευρωπαϊκών χωρών. Κανένας τέτοιος λόγος. Οι μελέτες που θα καθιστούσαν ένα τέτοιο πρότζεκτ εφικτό και βιώσιμο, υπάρχουν εδώ και χρόνια. Κοινότητες φίλων, υποστηρικτών και χρηματοδοτών της ιστορικά και περιβαλλοντικά υπεύθυνης ανάπλασης της περιοχής, επίσης υπάρχουν. Καθώς και το ενδιαφέρον από χιλιάδες πολίτες που –μέχρι και τις φωτιές του 2021– απολάμβαναν περιπάτους και ανεπίσημες ξεναγήσεις στο πρώην βασιλικό κτήμα. Και σίγουρα δεν υπήρχε κανένας λόγος το Τατόι να μην έχει, εδώ και πολλά χρόνια, επαρκή εξοπλισμό και σχέδιο πυροπροστασίας.

Το τεράστιο δίκτυο ιστορικών κτιρίων και κτημάτων μη κερδοσκοπικών οργανισμών, όπως το National Trust και το English Heritage, συντηρείται από εκατομμύρια (ναι, σωστά διαβάσατε, εκατομμύρια) μέλη –απλούς πολίτες όλων των ηλικιών και των τάξεων– που επιλέγουν να πληρώνουν κάθε χρόνο μία όχι αμελητέα συνδρομή της τάξεως των 100 ευρώ, ώστε να μπορούν να διασώζονται και να φροντίζονται οι χώροι αυτοί. Το δίκτυο αυτό συντηρείται επίσης από δεκάδες χιλιάδες εθελοντές (πολλοί εκ των οποίων είναι είτε φοιτητές, είτε άνθρωποι μεγάλης ηλικίας, συνταξιούχοι) που στελεχώνουν τα μουσεία και τις επαύλεις αυτές, τους κήπους, τα πωλητήρια και τις καφετέριες τους – σε κάθε δωμάτιο υπάρχει ένας εθελοντής που περνάει την ημέρα του εκεί και η μόνη δουλειά του είναι να σε καλωσορίζει στον χώρο και να απαντάει στις απορίες σου για την προέλευση του τάδε πίνακα ή της καθημερινές συνήθειες της δείνα κόμισσας που ζούσε στο δωμάτιο αυτό πριν δύο αιώνες.

Πόσοι, αλήθεια, από εμάς είμαστε διατεθειμένοι να πληρώσουμε από την τσέπη και το υστέρημά μας συνδρομή για να διασωθεί, να συντηρηθεί και να ανοίξει για το κοινό ένα ιστορικό κτίριο και κτήμα σαν το Τατόι ή σαν το σπίτι της Μαρίας Κάλλας;

Πόσοι από εμάς θα είχαμε την ταπεινότητα να ξεβολευτούμε και να πάμε να δουλέψουμε εθελοντικά για μερικές ώρες την εβδομάδα, ώστε κάποιοι άλλοι –άγνωστοι σ’ εμάς, που δεν είναι φίλοι ή συγγενείς μας, και μπορεί να ψηφίζουν κάτι διαφορετικό ή να έχουν άλλη ερμηνεία της ιστορίας, που μπορεί να είναι τουρίστες ή μετανάστες ή ακόμη και άσχετοι– να μπορούν να επισκεφθούν και να απολαύσουν τον χώρο αυτό ή οποιονδήποτε άλλο χώρο;

Πόσοι από εμάς, ακόμη κι αν δεν μπορούμε ή δεν θέλουμε να συνεισφέρουμε, θα εκτιμούσαμε, έστω, τον κόπο και την προσπάθεια που χρειάζεται για να λειτουργήσει ένας τέτοιος (ή ένας οποισδήποτε άλλος) χώρος, ώστε όταν μπαίνουμε μέσα να λέμε στους υπαλλήλους ή τους εθελοντές που μας σερβίρουν «καλημέρα», «παρακαλώ», «ευχαριστώ», «συγγνώμη», «αντίο», αντί να φερόμαστε σαν τη Μαντάμ Σουσού;

Και κάτι τελευταίο. Στις αρχές του 17ου αιώνα, ο Όλιβερ Κρόμγουελ πρωτοστάτησε στον αγγλικό Εμφύλιο Πόλεμο που οδήγησε στην κατάργηση της μοναρχίας και στην εκτέλεση του Βασιλιά Καρόλου Α΄. Ο Κρόμγουελ ανέλαβε την εξουσία (ουσιαστικά σαν δικτάτορας) και κυβέρνησε από το 1653 μέχρι το 1658, ενώ πολέμησε λυσσαλέα τους Καθολικούς. Τρία χρόνια μετά τον θάνατο του Κρόμγουελ, μετά την παλινόρθωση της μοναρχίας με την επάνοδο του βασιλιά Καρόλου Β΄ (γιου του Α΄), οι αρχές ξέθαψαν ότι είχε απομείνει απ’ το πτώμα του, και το υπέβαλαν σε «μεταθανάτια εκτέλεση»: το κρέμασαν με αλυσίδες, το πέταξαν σε έναν λάκκο, του έκοψαν το κεφάλι, και το κάρφωσαν σ’ ένα παλούκι, αφήνοντάς το σε δημόσια θέα για καμιά εικοσαριά χρόνια.

Από το 1899 (και μέχρι σήμερα), στην αυλή του Βρετανικού Κοινοβουλίου, στη «Μητέρα των Κοινοβουλίων» αλλά και στη χώρα που έχει μοναρχία από τον 10ο αιώνα μέχρι και σήμερα, βρίσκεται το άγαλμα του Όλιβερ Κρόμγουελ. Ακριβώς απέναντι, στην άλλη πλευρά του δρόμου, βρίσκεται η προτομή του Βασιλιά Καρόλου Α’. 

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ