Καλύτερα από National Geographic!

Το πείραμα του Χέλμουτ Κέντλερ: Ένα πείραμα παιδοφιλίας (!) στη Γερμανία του ’60 που κλονίζει τη χώρα μέχρι σήμερα
Επιμέλεια – Μετάφραση: Χριστίνα Γαλανοπούλου
Το 2017, ένας Γερμανός με το όνομα Μάρκο βρήκε σε μια εφημερίδα του Βερολίνου ένα άρθρο με τη φωτογραφία ενός καθηγητή που αναγνώριζε από την παιδική του ηλικία. Το πρώτο πράγμα που πρόσεξε ήταν τα χείλη του άνδρα. Ήταν λεπτά, σχεδόν ανύπαρκτα, ένα χαρακτηριστικό που ο Μάρκο πάντα έβρισκε απωθητικό. Με έκπληξη διάβασε ότι ο καθηγητής, ο Χέλμουτ Κέντλερ, ήταν ένας από τους πιο επιδραστικούς σεξολόγους στη Γερμανία. Το άρθρο περιέγραφε μια νέα μελέτη που είχε διερευνήσει αυτό που ονομάστηκε «πείραμα του Κέντλερ». Τι ήταν αυτό όμως; Στα τέλη της δεκαετίας του '60, ο Κέντλερ είχε τοποθετήσει παραμελημένα παιδιά σε ανάδοχες οικογένειες που διοικούνταν από παιδόφιλους. Το πείραμα είχε εγκριθεί και υποστηριχθεί οικονομικά από τη Γερουσία του Βερολίνου. Σε μια έκθεση που υπέβαλε στη Γερουσία, το 1988, ο Κέντλερ το είχε χαρακτηρίσει ως «ένα απόλυτα επιτυχημένο πείραμα».
Ο Μάρκο είχε μεγαλώσει σε ανάδοχη οικογένεια και θυμόταν συχνά τον θετό του πατέρα να τον οδηγεί στο σπίτι του Κέντλερ. Τώρα ήταν τριάντα τεσσάρων ετών, με μια κόρη ενός έτους – το οικοδόμημα της ζωής του πλέον χτιζόταν γύρω από τις ώρες του ύπνου και του φαγητού της. Εκείνη την ημέρα ο Μάρκο έσπρωξε στην άκρη το δημοσίευμα. «Δεν αντέδρασα συναισθηματικά. Έκανα αυτό που κάνω κάθε μέρα: τίποτα, πραγματικά. Κάθισα μπροστά στον υπολογιστή». Αρκετούς μήνες αφότου διάβασε το άρθρο, ο Μάρκο έψαξε τον αριθμό της Teresa Nentwig, μιας νεαρής πολιτικού επιστήμονα στο Ινστιτούτο Έρευνας για τη Δημοκρατία του Πανεπιστημίου του Γκέτινγκεν, η οποία ήταν και επικεφαλής συντάκτρια της μελέτης για τον Κέντλερ και την εκτεταμένη έρευνά του γύρω από τους παιδόφιλους.
Για την απόφασή του να επικοινωνήσει μαζί της δηλώνει ότι ένιωσε ταυτόχρονα περιέργεια και ντροπή. Όταν εκείνη απάντησε στο τηλέφωνο, αυτοπροσδιορίστηκε ως «επηρεαζόμενο –από το πείραμα- άτομο». Της είπε ότι ο θετός πατέρας του μιλούσε με τον Κέντλερ στο τηλέφωνο κάθε εβδομάδα. Με τρόπους που ο Μάρκο δεν είχε καταλάβει ποτέ, ο Κέντλερ, ψυχολόγος και καθηγητής κοινωνικής αγωγής στο Πανεπιστήμιο του Ανόβερου, είχε φανεί βαθιά αφοσιωμένος στην ανατροφή του.
Η Νέντβιγκ είχε υποθέσει ότι το πείραμα του Κέντλερ τελείωσε τη δεκαετία του '70. Όμως ο Μάρκο της είπε ότι ζούσε στην ανάδοχη οικογένειά του μέχρι το 2003, όταν ήταν είκοσι ενός ετών. Η ερευνήτρια σοκαρίστηκε και από την αποκάλυψη και από αυτό που αρκετές φορές της ανέφερε στην πορεία της επικοινωνίας τους ο Μάρκο, ότι δηλαδή εκείνη ήταν ο πρώτος άνθρωπος στον οποίο έλεγε την ιστορία του – την ιστορία της παιδικής ηλικίας του, την ιστορία της ζωής του.
Ανάμεσα σε παιδόφιλους, κανονικά και με τον νόμο
Ως παιδί, είχε θεωρήσει δεδομένο ότι ο τρόπος με τον οποίο του συμπεριφέρονταν ήταν φυσιολογικός. «Τέτοια πράγματα συμβαίνουν», έλεγε στον εαυτό του. «Ο κόσμος είναι έτσι: τρώμε και μας τρώνε». Αλλά τώρα, είπε, «συνειδητοποίησα ότι το κράτος παρακολουθούσε».
Λίγες εβδομάδες αργότερα, ο Μάρκο τηλεφώνησε σε έναν από τους θετούς αδελφούς του, τον Σβεν (σ.σ.: το όνομα ενδέχεται να μην είναι το πραγματικό του συγκεκριμένου ανθρώπου).
Είχαν ζήσει μαζί στο σπίτι του Χένκελ για δεκατρία χρόνια. Συμπαθούσε τον Σβεν, αλλά δεν ένιωθε ότι είχαν πολλά κοινά. Ποτέ δεν είχαν κάνει μια πραγματική συζήτηση. Ωστόσο του είπε ότι είχε μάθει ότι ήταν μέρος ενός πειράματος. Αλλά ο Σβεν φαινόταν ανίκανος να επεξεργαστεί την πληροφορία.
Όταν ήταν μικρός ο Μάρκο του άρεσε να παριστάνει τον ιππότη, ότι ήταν ένας από τους Ναΐτες, ένα τάγμα ιπποτών που προστάτευε τους προσκυνητές στους Αγίους Τόπους. Ήταν ζωηρό παιδί που περιστασιακά περιπλανιόταν στη γειτονιά του Βερολίνου χωρίς επίβλεψη. Στα πέντε του χρόνια, το 1988, διέσχισε το δρόμο μόνος του και τον χτύπησε ένα αυτοκίνητο. Δεν τραυματίστηκε σοβαρά, αλλά το ατύχημα τράβηξε την προσοχή του Γραφείου Παιδικής και Νεανικής Πρόνοιας του Schöneberg, το οποίο διοικείται από την κυβέρνηση του κρατιδίου του Βερολίνου. Οι υπάλληλοι του γραφείου παρατήρησαν ότι η μητέρα του Μάρκο φαινόταν «ανίκανη να του δώσει την απαραίτητη συναισθηματική προσοχή». Εργαζόταν σε ένα μικρό μαγαζί με τρόφιμα και δεν μπορούσε να ανταποκριθεί στις ανάγκες του μικρού Μάρκο.
Ο πατέρας του, ένας Παλαιστίνιος πρόσφυγας, την είχε χωρίσει. Έστελνε τον Μάρκο και τον μεγαλύτερο αδελφό του στον παιδικό σταθμό με βρώμικα ρούχα και τους άφηνε εκεί για έντεκα ώρες. Οι υπάλληλοι συνέστησαν να τοποθετηθεί ο Μάρκο σε ανάδοχη οικογένεια για να μάθει πώς είναι να ζεις σε πραγματικά «οικογενειακό κλίμα». Κάποιος τον περιέγραψε ως ένα ελκυστικό αγόρι που ήταν άγριο, αλλά ευεπηρέαστο και εύκολο στο να προσαρμοστεί σε νέες συνθήκες.
Στον Μάρκο, λοιπόν, κλήρωσε να να ζήσει με τον Χένκελ, έναν σαρανταεπτάχρονο ανύπαντρο άνδρα που συμπλήρωνε το εισόδημά του ως ανάδοχος πατέρας επισκευάζοντας τζουκμπόξ και άλλα ηλεκτρονικά είδη. Ο Μάρκο ήταν ο όγδοος θετός γιος του Χένκελ μέσα σε δεκαέξι χρόνια. Όταν ο Χένκελ άρχισε να αναλαμβάνει παιδιά, το 1973, ένας δάσκαλος παρατήρησε ότι «πάντα αναζητούσε επαφή με αγόρια». Έξι χρόνια αργότερα, ένας υπάλληλος παρατήρησε ότι ο Χένκελ φαινόταν να έχει «ομοφυλοφιλική σχέση» με έναν από τους θετούς γιους του. Όταν ένας εισαγγελέας ξεκίνησε έρευνα, ο Χέλμουτ Κέντλερ, ο οποίος αποκαλούσε τον εαυτό του «μόνιμο σύμβουλο» του Χένκελ, παρενέβη για λογαριασμό του -ένα μοτίβο που επαναλαμβάνεται σε περισσότερες από οκτακόσιες σελίδες φακέλων υποθέσεων σχετικά με το σπίτι του Χένκελ.
Ανάδοχες οικογένειες παιδόφιλων Α.Ε.
Ο Κέντλερ ήταν γνωστός επιστήμονας, συγγραφέας πολλών βιβλίων για τη σεξουαλική διαπαιδαγώγηση και τη γονική μέριμνα, και αναφερόταν συχνά στις κορυφαίες εφημερίδες της Γερμανίας και στα τηλεοπτικά της προγράμματα. Η εφημερίδα Die Zeit τον είχε χαρακτηρίσει ως «την κύρια αυθεντία της χώρας σε θέματα σεξουαλικής αγωγής». Σε μια επιστολή του πανεπιστημίου, ο Κέντλερ συνέταξε αυτό που αποκαλούσε «γνωμοδότηση εμπειρογνώμονα», εξηγώντας ότι είχε γνωρίσει τον Χένκελ μέσω ενός «ερευνητικού προγράμματος». Τον επαίνεσε για τις γονεϊκές του ικανότητες και απαξίωσε έναν ψυχολόγο που εισέβαλε στην ιδιωτική ζωή του, προχωρώντας σε «αυθαίρετες ερμηνείες» για τη ζωή του άντρα. «Μερικές φορές», έγραψε χαρακτηριστικά ο Κέντλερ, «ένα αεροπλάνο δεν είναι φαλλικό σύμβολο - είναι απλώς ένα αεροπλάνο». Η ποινική έρευνα ανεστάλη.
Ο Μάρκο, με τη σειρά του, εκείνη την εποχή, εντυπωσιάστηκε από το διαμέρισμα του θετού πατέρα του. Είχε πέντε υπνοδωμάτια και βρισκόταν στον τρίτο όροφο ενός παλιού κτιρίου σε έναν από τους κύριους εμπορικούς δρόμους του Friedenau, μιας αριστοκρατικής γειτονιάς που ήταν δημοφιλής στους πολιτικούς και τους συγγραφείς. Εκεί ζούσαν άλλοι δύο θετοί γιοι, ένας δεκαεξάχρονος και ένας εικοσιτετράχρονος, κανένας από τους οποίους δεν ήταν ιδιαίτερα φιλικός με τον Μάρκο. Αλλά χάρηκε πολύ όταν ανακάλυψε μια ντουλάπα στο διάδρομο που περιείχε ένα κλουβί με δύο κουνέλια – μπορούσε να τα φροντίζει και να παίζει μαζί τους.
Μάλιστα σε μια αναφορά προς το γραφείο πρόνοιας παίδων και νέων, ο Χένκελ σημείωσε ότι ο Μάρκο «ενθουσιάστηκε με σχεδόν όλα όσα του προσφέρθηκαν».
Κάθε λίγους μήνες, ο Χένκελ οδηγούσε σχεδόν διακόσια μίλια, συνοδευόμενος από τα υιοθετημένα παιδιά του για να δει τον Κέντλερ στο Ανόβερο, όπου δίδασκε. Οι επισκέψεις ήταν μια ευκαιρία για τον Κέντλερ να παρατηρεί τα παιδιά: να «ακούει τι λένε για το παρελθόν τους, τα όνειρα και τους φόβους τους, να γνωρίζει τις επιθυμίες και τις ελπίδες τους, να βλέπει πώς αναπτύσσεται ο καθένας τους, πώς αισθάνεται», έγραψε ο Χένκελ. Σε μια φωτογραφία που τραβήχτηκε κατά τη διάρκεια μιας από τις επισκέψεις τους, ο Κέντλερ φοράει ένα λευκό πουκάμισο με κουμπιά και ένα στυλό στην τσέπη και ο Μάρκο κάθεται στο τραπέζι της τραπεζαρίας δίπλα του, δείχνοντας βαριεστημένος και ζαλισμένος.
Ο Μάρκο ζούσε με τον Χένκελ για ενάμιση χρόνο, όταν στην... οικογένειά τους προστέθηκε ο Σβεν. Η αστυνομία τον είχε βρει σε ένα σταθμό του μετρό στο Βερολίνο, άρρωστο με ηπατίτιδα. Ήταν επτά ετών, ζητιάνευε χρήματα και έλεγε ότι είχε έρθει από τη Ρουμανία. Σημειώνοντας ότι ο Σβεν «πιθανότατα δεν είχε βιώσει ποτέ μια θετική σχέση γονέα-παιδιού», το γραφείο πρόνοιας παίδων και νέων αναζήτησε μια ανάδοχη οικογένεια στο Βερολίνο. «Ο κ. Χένκελ φαίνεται να είναι ιδανικός για αυτό το δύσκολο έργο», έγραψαν οι γιατροί μιας κλινικής του Ελεύθερου Πανεπιστημίου του Βερολίνου.
Τα δύο αγόρια ανέλαβαν διαφορετικούς ρόλους στη νέα τους οικογένεια. Ο Σβεν ήταν ο καλός γιος, υπάκουος και τρυφερός.
Ο Μάρκο ήταν πιο προκλητικός, αλλά τη νύχτα, όταν ο Χένκελ ερχόταν στο δωμάτιό του ζητώντας του να τον αγκαλιάσει ή τον περίμενε ενώ βούρτσιζε τα δόντια του πριν τον ύπνο, έπρεπε να συμμορφωθεί.
«Απλώς το αποδέχτηκα από πίστη, γιατί δεν ήξερα τίποτα άλλο. Δεν πίστευα ότι αυτό που συνέβαινε ήταν καλό, αλλά πίστευα ότι ήταν φυσιολογικό. Το θεωρούσα λίγο σαν φαγητό. Οι άνθρωποι έχουν διαφορετικά γούστα στο φαγητό, όπως κάποιοι άνθρωποι έχουν διαφορετικά γούστα στη σεξουαλική τους έκφραση», είχε εξομολογηθεί ο Μάρκο.
Αν η πόρτα του υπνοδωματίου του Σβεν ήταν ανοιχτή και δεν ήταν εκεί, ο Μάρκο ήξερε τι συνέβαινε, αλλά τα δύο αγόρια δεν μίλησαν ποτέ για το τι τους έκανε ο Χένκελ. «Ήταν ένα απολύτως ταμπού θέμα», εξηγεί ο Μάρκο.
Ένα βράδυ, ο Μάρκο πήρε ένα μαχαίρι από την κουζίνα και κοιμήθηκε με αυτό κάτω από το μαξιλάρι του. Όταν ο Χένκελ πλησίασε το κρεβάτι του και ανακάλυψε τη λεπίδα, εγκατέλειψε γρήγορα το δωμάτιο του μικρού αγοριού, κάλεσε τον Κέντλερ στο τηλέφωνο και μετά έδωσε το ακουστικό στον Μάρκο. «Υπάρχει ένας διάβολος πίσω από τον τοίχο μου», δικαιολογήθηκε ο Μάρκο. Ο Κέντλερ κατάφερε να καθησυχάσει το αγόρι και το έπεισε να δώσει το μαχαίρι που κρατούσε κάτω από το μαξιλάρι του.
Η μητέρα και ο αδελφός του Μάρκο μπορούσαν να τον επισκέπτονται περίπου μία φορά το μήνα, αλλά ο Χένκελ συχνά ακύρωνε τις επισκέψεις την τελευταία στιγμή ή τις διέκοπτε λέγοντας ότι ήταν ενοχλητικοί. Μετά από κάθε τέτοια βίαιη διακοπή της επικοινωνίας του Μάρκο με την πραγματική του οικογένεια, ο Μάρκο έβρεχε το κρεβάτι του ή απλώς τα πήγαινε φρικτά στο σχολείο, μην μπορώντας να γράψει καν σωστά. Έγραφε ανάποδα γράμματα και αριθμούς και έμοιαζε απόλυτα απορρυθμισμένος.
«Ήταν σαν να ήθελε να πει: δεν έχει νόημα τίποτα», έγραψε ο Χένκελ και φυσικά ο πανταχού παρών γιατρός Χέλμουτ Κέντλερ έσπευσε να υπερασπιστεί αυτή τη θέση του παιδόφιλου: προειδοποίησε το γραφείο πρόνοιας παίδων και νέων ότι «οι σχολικές επιδόσεις του Μάρκο καταστρέφονται από εκείνες τις λίγες ώρες που συναντιέται με τη μητέρα του». Ο πατέρας του Μάρκο δεν επιτρεπόταν να τον βλέπει καθόλου, επειδή ο θετός πατέρας ανέφερε ότι ο Μάρκο είχε αποκαλύψει κατά το παρελθόν ότι ο πατέρας του τον είχε χτυπήσει και τον φοβόταν.
Κατά τον Κέντλερ, τον φοβόταν τόσο πολύ «που υπέφερε από «φοβικές φαντασιώσεις όταν συναντούσε ανθρώπους στο δρόμο που είχαν αραβικά χαρακτηριστικά».
Το σχέδιο απομάκρυνσης των παιδιών απ’ όλους
Οι δάσκαλοι του Μάρκο συνέστησαν να επισκεφτεί έναν παιδοθεραπευτή, ο οποίος υποτίθεται ότι θα τον συναντούσε για δύο ώρες την εβδομάδα. Αλλά ο θεραπευτής είπε ότι ο Χένκελ κρατούσε τον Μάρκο «φυλακισμένο» - ο Χένκελ καθόταν πάντα κοντά του, σε ένα διπλανό δωμάτιο. Ο Μάρκο θυμάται ότι, μια φορά, μετά την έναρξη μιας συνεδρίας, χωρίς να το καταλάβει ο Χένκελ, εισέβαλε στο δωμάτιο και χτύπησε τον θεραπευτή στο πρόσωπο. Όταν ένας σχολικός ψυχολόγος παρέπεμψε τον Σβεν για συμβουλευτική, επίσης ο Χένκελ δεν του επέτρεψε να υποβληθεί σε μία σειρά από ψυχολογικά τεστ. Σύμφωνα με τα αρχεία, ο Χένκελ είχε ένα άγριο ξέσπασμα εναντίον των ειδικών ψυχικής υγείας. «Αν θέλετε όλοι σας να φτιάξετε μια “υπόθεση” (για τον Σβεν), τότε κάντε το χωρίς εμένα», φώναζε, ενώ το παιδί είχε αναστατωθεί από τη συμπεριφορά του, πιστεύοντας ότι διακυβεύεται η παραμονή του στο σπίτι του Χένκελ.
Σε επιστολή του, ο Κέντλερ ενημέρωσε το γραφείο πρόνοιας νέων ότι, αν έπρεπε να γίνει ψυχολογική αξιολόγηση, θα την έκανε ο ίδιος. «Δεν πρέπει να αναμένονται νεότερα πέραν των ευρημάτων μου», έγραψε. Αναγνώρισε ότι ο Χένκελ μπορεί να φαίνεται «σκληρός και επιζήμιος για την ψυχική υγεία των παιδιών», αλλά «σας ζητώ να λάβετε υπόψη σας ότι ένας άνθρωπος που ασχολείται με τόσο σοβαρά κατεστραμμένα παιδιά δεν είναι απλός άνθρωπος», έγραψε, σε άλλη επιστολή. «Αυτό που χρειάζεται ο κ. Χένκελ από τις αρχές είναι εμπιστοσύνη και προστασία».
Όταν ο Μάρκο ήταν εννέα ετών, η μητέρα του ζήτησε από έναν περιφερειακό δικαστή στο Βερολίνο να της επιτρέψει να περνάει περισσότερο χρόνο μαζί του. Ο πατέρας του Μάρκο είπε στο γραφείο πρόνοιας νέων ότι δεν μπορούσε να καταλάβει γιατί ο Μάρκο μεγάλωνε σε μια «παράξενη οικογένεια», στερούμενος αραβικής εκπαίδευσης. Επίσης, «προέβη σε μαζικές κατηγορίες κατά της συμπεριφοράς του θετού πατέρα», έγραψε ένας υπάλληλος της υπηρεσίας. Όμως η μητέρα του Μάρκο είχε υπογράψει συμφωνία στην οποία ανέφερε ότι «θα καθοδηγείται πάντα από το συμφέρον του παιδιού» της και ότι ο... καθορισμός αυτός έγινε από το γραφείο πρόνοιας νέων.
Η ακρόαση πραγματοποιήθηκε τον Μάρτιο του 1992, ένα μήνα πριν ο Μάρκο γίνει δέκα ετών. Ο δικαστής ζήτησε να μιλήσει ιδιαιτέρως με το νεαρό αγόρι, όμως, ο θετός πατέρας φώναξε έξω από την αίθουσα: «Αν σε απειλούν, φώναξε (με)!». Σε αυτή την ακρόαση το παιδί ακούστηκε σα να ήταν δασκαλεμένο. Είπε στον δικαστή ότι ο θετός του πατέρας, τον οποίο αποκαλούσε μπαμπά, τον αγαπούσε, ενώ η βιολογική του οικογένεια όχι. Όταν ο δικαστής τον ρώτησε αν ήθελε ακόμα να τον επισκέπτεται η μητέρα του, εκείνος απάντησε: «Όχι συχνά». Είπε ότι μια φορά το χρόνο θα ήταν καλύτερα και επέμεινε ότι σε αυτές τις συναντήσεις «ο μπαμπάς πρέπει να είναι εκεί». Εξήγησε ότι φοβόταν τον βιολογικό του πατέρα και τώρα που ήταν με τον μπαμπά δεν φοβόταν πλέον. «Μόνο μερικές φορές τη νύχτα», πρόσθεσε.
Μετά την ακρόαση, ο Κέντλερ έστειλε επιστολή στον δικαστή, στην οποία ανέφερε: «Για το συμφέρον του παιδιού, θεωρώ απολύτως απαραίτητο να ανασταλεί πλήρως η επαφή με την οικογένεια καταγωγής -συμπεριλαμβανομένης της μητέρας- για τα επόμενα δύο χρόνια». Ο Κέντλερ τόνισε επίσης ότι ο Μάρκο χρειαζόταν απόσταση από τους άνδρες της οικογένειάς του, επειδή αποτελούσαν κακό παράδειγμα. Είπε ότι η διάθεση του Μάρκο άλλαζε όταν μιλούσε για τον πατέρα του. Αν και ο Κέντλερ δεν είχε γνωρίσει ποτέ τον πατέρα του Μάρκο, τον χαρακτήρισε αυταρχικό, καταχρηστικό και macho. Επίσης, αποδοκίμαζε τον δεκαπεντάχρονο αδελφό του Μάρκο, ο οποίος ήταν 1,80 μ. και ζύγιζε διακόσια είκοσι πέντε κιλά. Το αγόρι «δίνει την (ψευδή) εντύπωση δύναμης και ανωτερότητας», έγραψε ο Κέντλερ, προσθέτοντας ότι παρά το νεαρόν της ηλικίας του ήδη προσπαθούσε να είναι ο «μεγάλος άντρας», εθισμένος στο κακό πρότυπο του βιολογικού του πατέρα.
Ο πατέρας του γιατρού Κέντλερ: Η αρχή του κακού και της παιδοφιλίας
Η καριέρα του Κέντλερ πλαισιώθηκε από την πεποίθησή του για τη ζημιά που προκαλούν οι αυταρχικοί πατέρες. Μια πρώιμη ανάμνηση είναι ότι περπατούσε στο δάσος μια ανοιξιάτικη μέρα και έτρεχε για να προλάβει τον πατέρα του. «Είχα μόνο μια ευχή: να πάρει το χέρι μου και να το κρατήσει στο δικό του», έγραψε ο Κέντλερ σε ένα περιοδικό για γονείς το 1983. Αλλά ο πατέρας του, υπολοχαγός στον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο, πίστευε σε μια παιδαγωγική σχολή πειθαρχίας και αυστηρότητας.
Οι γονείς του Κέντλερ ακολούθησαν τη διδασκαλία του Ντάνιελ Γκότλομπ Μόριτζ Σρέμπερ, ενός γερμανού ειδικού σε θέματα παιδικής φροντίδας που τα βιβλία του είχαν γίνει best seller και ο οποίος έχει χαρακτηριστεί ως «πνευματικός πρόδρομος του ναζισμού». Ο Σρέμπερ περιέγραψε τις αρχές της ανατροφής των παιδιών που θα δημιουργούσαν μια ισχυρότερη φυλή ανδρών, απαλλάσσοντάς τους από τη δειλία, την τεμπελιά και τις ανεπιθύμητες εκδηλώσεις ευαλωτότητας και επιθυμίας. «Καταπνίξτε τα πάντα στο παιδί. Τα συναισθήματα πρέπει να ασφυκτιούν με το που γεννιούνται», έγραφε ο ίδιος, το 1858.
Όταν ο Κέντλερ δεν συμπεριφερόταν σωστά, ο πατέρας του απειλούσε να αγοράσει ένα μαραφέτι που είχε εφεύρει ο Σρέμπερ για να διορθώνει τη στάση του σώματος των μικρών παιδιών και για να τα... συμμορφώνει, όταν δεν κάθονταν φρόνιμα: ζώνες στους ώμους για να μην καμπουριάζουν και μια σιδερένια ράβδος που πιεζόταν στην κλείδα τους, ώστε να κάθονται ίσια στο τραπέζι. Αν ο Κέντλερ μιλούσε χωρίς να του έχει επιτραπεί, ο πατέρας του χτυπούσε τη γροθιά του στο τραπέζι και φώναζε: «Όταν μιλάει ο πατέρας, τα παιδιά πρέπει να σιωπούν!».
Ο Κέντλερ ήταν δέκα ετών κατά τη διάρκεια της Νύχτας των Κρυστάλλων, το 1938, όταν τα ναζιστικά τάγματα εφόδου έκαναν επιδρομές σε εβραϊκούς ναούς, καταστήματα και σπίτια. Η οικογένεια του Κέντλερ ζούσε στο Ντίσελντορφ και ο Κέντλερ ξύπνησε από τον θόρυβο των γυαλιών που έσπαγαν. Βγήκε από το υπνοδωμάτιό του και είδε τον πατέρα του με νυχτικό, να κρατάει το τηλέφωνο.
«Με τη δυνατή, σταθερή φωνή του, ο πατέρας μου κάλεσε την αστυνομία, επειδή κάποιος είχε διαρρήξει το κτίριό μας», έγραψε ο Κέντλερ στο «Δανεικοί πατεράδες, τα παιδιά χρειάζονται πατεράδες», ένα βιβλίο για τη γονεϊκότητα του 1989. «Ήταν μια μεγαλύτερη συζήτηση, κατά τη διάρκεια της οποίας ο πατέρας μου γινόταν όλο και πιο ήσυχος και τελικά έκλεισε δειλά το ακουστικό, στάθηκε εκεί σαν να είχε καταρρεύσει και είπε ήσυχα στη μητέρα μου, που στεκόταν δίπλα του για αρκετή ώρα: «Κυνηγούν τους Εβραίους!».
Λίγη ώρα αργότερα, χτύπησε το κουδούνι της πόρτας. Μια εβραϊκή οικογένεια -μια μητέρα, ένας πατέρας και τρία παιδιά- που ζούσε στο διαμέρισμα από κάτω, στάθηκε στην πόρτα. Το διαμέρισμά τους είχε καταστραφεί και ρώτησαν αν μπορούσαν να περάσουν τη νύχτα με τους Κέντλερ. «Όχι, αυτό πραγματικά δεν μπορεί να γίνει», τους απάντησε ο πατέρας του Κέντλερ και έκλεισε την πόρτα. Ο Κέντλερ είδε φευγαλέα το νυχτικό του πατέρα του να σκαρφαλώνει λίγο πάνω από το γόνατό του, αποκαλύπτοντας τα γυμνά του πόδια. «Ξαφνικά, ολόκληρος αυτός ο άντρας μου φάνηκε τόσο γελοίος», έγραψε χαρακτηριστικά στο ίδιο βιβλίο.
Λίγο αργότερα, ο πατέρας του Κέντλερ κλήθηκε πίσω στην ενεργό υπηρεσία. Ανέβηκε στον βαθμό του συνταγματάρχη και μετέφερε την οικογένειά του στο Βερολίνο, όπου εργάστηκε στην Ανώτατη Διοίκηση του στρατού της ναζιστικής Γερμανίας. «Το κύρος του πατέρα μου δεν βασιζόταν ποτέ στα δικά του επιτεύγματα, αλλά στα μεγάλα ιδρύματα στα οποία τρύπωσε», έγραψε ο Κέντλερ. Ήταν δεκαεπτά ετών όταν οι Ναζί ηττήθηκαν και ο πατέρας του επέστρεψε στην πατρίδα, «ένας συντετριμμένος άνθρωπος. Δεν τον υπάκουσα ποτέ ξανά και ένιωθα τρομερά μόνος».
Το κυνήγι των ομοφυλόφιλων, όχι όμως και των παιδόφιλων
Τα μεταπολεμικά χρόνια στη Δυτική Γερμανία σημαδεύτηκαν από μια έντονη ενασχόληση με τη σεξουαλική ευπρέπεια, λες και η ευπρέπεια θα μπορούσε να λύσει την ηθική κρίση του έθνους και να το καθαρίσει από τις ενοχές.
Τα δικαιώματα των γυναικών περιορίστηκαν βάναυσα, η αστυνόμευση του ανδρισμού και το κυνήγι της ομοφυλοφιλίας, χαρακτηριστικό γνώρισμα του ναζισμού, συνεχίστηκε: δύο δεκαετίες μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, περίπου εκατό χιλιάδες άνδρες διώχθηκαν ποινικά και στιγματίστηκαν κοινωνικά για το έγκλημα αυτό. Ο Κέντλερ ένιωθε έλξη για τους άνδρες και αισθανόταν σαν να «είχε πάντα το ένα πόδι στη φυλακή», λόγω των κινδύνων που εγκυμονούσε η απαγορευμένη επιθυμία του.
Βρήκε παρηγοριά στο βιβλίο «Corydon» του Αντρέ Γκιντ, μια σειρά σωκρατικών διαλόγων για τη φυσικότητα του queer έρωτα. «Αυτό το βιβλίο μου αφαίρεσε τον φόβο ότι είμαι αποτυχημένος και ότι με απορρίπτουν, ότι είμαι μια αρνητική βιολογική παραλλαγή», έγραψε το 1985 σε ένα δοκίμιο με τίτλο «Η ομοφυλοφιλία μας». Αλλά τίποτα δεν θα μπορούσε να αποκαταστήσει τις σχέσεις του με τους γονείς του. «Έτσι κι αλλιώς δεν με αγαπούσαν πια», είχε γράψει.
Το 1960, ο Κέντλερ πήρε πτυχίο ψυχολογίας, ένας τομέας που του επέτρεψε να γίνει «μηχανικός στη σφαίρα της... χειραγωγούμενης ψυχής», όπως ανέφερε σε μια διάλεξή του. Συμμετείχε στο φοιτητικό κίνημα, και σε μια συνάντηση της Ρεπουμπλικανικής Λέσχης, μιας ομάδας που είχε συσταθεί από αριστερούς διανοούμενους, δήλωσε για πρώτη φορά δημοσίως ότι είναι ομοφυλόφιλος.
Λίγο καιρό μετά το coming out, o Κέντλερ έγραψε το εξής ως αποφαση καταλυτική για τη ζωή του: «Αποφάσισα να μετατρέψω τα πάθη μου σε επάγγελμα (το οποίο είναι επίσης καλό για τα πάθη: ελέγχονται)». Απέκτησε διδακτορικό δίπλωμα στην κοινωνική αγωγή από το Πανεπιστήμιο του Ανόβερου, δημοσιεύοντας τη διατριβή του, έναν οδηγό με τίτλο «Οι γονείς μαθαίνουν σεξουαλική αγωγή», το 1975. Εμπνεύστηκε από τον μαρξιστή ψυχαναλυτή Βίλχελμ Ράιχ, ο οποίος είχε υποστηρίξει ότι η ελεύθερη ροή της σεξουαλικής ενέργειας ήταν απαραίτητη για την οικοδόμηση ενός νέου είδους κοινωνίας. Η διατριβή του Κέντλερ προέτρεπε τους γονείς να διδάξουν στα παιδιά τους ότι δεν πρέπει ποτέ να ντρέπονται για τις επιθυμίες τους. «Από τη στιγμή που υπάρχουν τα πρώτα συναισθήματα ντροπής, πολλαπλασιάζονται εύκολα και επεκτείνονται σε όλους τους τομείς της ζωής», έγραφε.
Όπως πολλοί σύγχρονοί του, ο Κέντλερ πίστεψε ότι η σεξουαλική καταπίεση ήταν το κλειδί για την κατανόηση της φασιστικής συνείδησης. Το 1977, ο κοινωνιολόγος Κλάους Θεβελίτ δημοσίευσε το «Male Fantasies», ένα δίτομο βιβλίο που βασίστηκε στα ημερολόγια Γερμανών παραστρατιωτικών μαχητών και κατέληξε στο συμπέρασμα ότι οι κατεσταλμένες ορμές τους -μαζί με το φόβο για οτιδήποτε γλοιώδες, αναβλύζον ή δύσοσμο- είχαν διοχετευτεί σε μια νέα διέξοδο: την καταστροφή. Όταν ο Κέντλερ διάβασε τις «Ανδρικές φαντασιώσεις», μπορούσε να δει... παντού, το φάντασμα του Σρέμπερ, του συγγραφέα και ειδικού περί της παιδικής φροντίδας, τις αρχές του οποίου είχαν ακολουθήσει οι γονείς του.
Ο Κέντλερ υποστήριξε ότι ιδέες όπως του Σρέμπερ είχαν δηλητηριάσει τρεις γενιές Γερμανών, δημιουργώντας «αυταρχικές προσωπικότητες που πρέπει να ταυτιστούν με έναν «ισχυρό άνδρα στο κοντινό τους περιβάλλον για να νιώσουν και οι ίδιοι ισχυροί».
Στόχος του Κέντλερ ήταν να αναπτύξει μια φιλοσοφία ανατροφής των παιδιών που θα οδηγούσε σε ένα νέο είδος Γερμανού και ένα νέο είδος αρρενωπότητας. Όπως μάλιστα έγραφε, «η σεξουαλική απελευθέρωση ήταν ο καλύτερος τρόπος για να αποτραπεί ένα νέο Άουσβιτς».
Γιατί, όμως, ο Κέντλερ ενδιαφερόταν τόσο για το Άουσβιτς;
Οι δίκες είκοσι δύο πρώην αξιωματικών του στρατοπέδου συγκέντρωσης είχαν αποκαλύψει έναν κοινό τύπο προσωπικότητας άνδρα: συνηθισμένος, συντηρητικός, σεξουαλικά καταπιεσμένος και απασχολημένος με την αστική ηθική. «Πιστεύω ότι σε μια κοινωνία πιο ελεύθερη ως προς τη σεξουαλικότητα, το Άουσβιτς δεν θα μπορούσε να είχε συμβεί», δήλωσε ο Γερμανός νομικός Χέρμπερτ Τζέγκερ. Η σεξουαλική χειραφέτηση ήταν αναπόσπαστο κομμάτι των φοιτητικών κινημάτων σε όλη τη Δυτική Ευρώπη, αλλά στη Γερμανία η απαίτηση για σεξουαλική απελευθέρωση ήταν ακόμα μεγαλύτερη.
Στο βιβλίο «Sex After Fascism», η ιστορικός Ντάγκμαρ Χέρτζογκ περιγράφει πώς, στη Γερμανία, οι συγκρούσεις σχετικά με τα σεξουαλικά ήθη έγιναν «ένας σημαντικός τόπος διαχείρισης της μνήμης του ναζισμού». Αλλά, προσθέτει, ήταν επίσης ένας τρόπος «να ανακατευθύνεται η ηθική συζήτηση μακριά από το πρόβλημα της συνενοχής στη μαζική δολοφονία και προς μια στενή αντίληψη της ηθικής που αφορά αποκλειστικά το σεξ».
Ξαφνικά, φάνηκε ότι όλες οι δομές σχέσεων μπορούσαν -και έπρεπε- να αναδιαμορφωθούν, αν υπήρχε έστω και η παραμικρή ελπίδα να προκύψει μια γενιά λιγότερο κατεστραμμένη από την προηγούμενη. Στα τέλη της δεκαετίας του '60, εκπαιδευτικοί σε περισσότερες από τριάντα γερμανικές πόλεις και κωμοπόλεις άρχισαν να δημιουργούν πειραματικά κέντρα ημερήσιας φροντίδας, όπου τα παιδιά ενθαρρύνονταν να είναι γυμνά και να εξερευνούν το ένα το σώμα του άλλου.
«Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι προσπαθούσαν (με ένα απελπισμένο είδος αυταρχικού αντιεξουσιασμού που θύμιζε Ρουσώ) να αναδιαμορφώσουν τη γερμανική/ανθρώπινη φύση», γράφει ο Χέρτζογκ. Ο Κέντλερ μπήκε σε ένα κίνημα που εργαζόταν επισταμένως για την αναίρεση της σεξουαλικής κληρονομιάς του φασισμού, αλλά πάλευε να διαφοροποιήσει τα διάφορα ταμπού. Το 1976, το περιοδικό Das Blatt υποστήριζε ότι η απαγορευμένη σεξουαλική επιθυμία, (σ.σ.: ως τέτοια περιγράφεται και η παιδοφιλία!) ήταν το «επαναστατικό γεγονός που ανατρέπει την καθημερινότητά μας, που αφήνει τα συναισθήματα να ξεσπάσουν και που συντρίβει τη βάση της σκέψης μας».
Η σταδιακή κανονικοποίηση της παιδοφιλίας με... λογικά επιχειρήματα
Λίγα χρόνια αργότερα, το νεοσύστατο Πράσινο Κόμμα της Γερμανίας, το οποίο συγκέντρωσε αντιπολεμικούς διαδηλωτές, περιβαλλοντικούς ακτιβιστές και βετεράνους του φοιτητικού κινήματος, προσπάθησε να αντιμετωπίσει την «καταπίεση της σεξουαλικότητας των παιδιών». Τα μέλη του Κόμματος υποστήριξαν την κατάργηση της ηλικίας συναίνεσης για το σεξ μεταξύ παιδιών και ενηλίκων...
Σε αυτό το κλίμα - ένας ψυχαναλυτής το περιέγραψε ως κλίμα «άρνησης και μανιακής αυτοεπιμόρφωσης»- ο Κέντλερ αντιμετωπιζόταν τουλάχιστον ως αστέρας.
Του ζητήθηκε να ηγηθεί του τμήματος κοινωνικής αγωγής στο Παιδαγωγικό Κέντρο, ένα διεθνές ερευνητικό ινστιτούτο στο Βερολίνο, στην επιτροπή σχεδιασμού του οποίου συμμετείχαν ο Γουίλι Μπραντ, που έγινε καγκελάριος της Γερμανίας (και κέρδισε το Νόμπελ Ειρήνης), και ο Τζέιμς Μπ. Κόναντ, ο πρώτος πρέσβης των ΗΠΑ στη Δυτική Γερμανία και πρόεδρος του Χάρβαρντ. Με χρηματοδότηση και εποπτεία της Γερουσίας του Βερολίνου, το κέντρο ιδρύθηκε, το 1965, για να καταστήσει το Βερολίνο διεθνή ηγέτη στη μεταρρύθμιση των εκπαιδευτικών πρακτικών.
Ο Κέντλερ ασχολήθηκε με το πρόβλημα των φυγάδων, των τοξικοεξαρτημένων και των νεαρών σεξεργατριών, πολλοί από τους οποίους συγκεντρώνονταν στις αψίδες του σταθμού Ζωολογικού Κήπου, του κύριου κόμβου μεταφορών στο Δυτικό Βερολίνο. Το περιβάλλον αυτό μνημονεύτηκε στο «Christiane F.», μια εμβληματική ταινία για τα ναρκωτικά της δεκαετίας του '80, με θέμα έφηβους, που αντιλαμβάνονται πρόωρα το κενό της σύγχρονης κοινωνίας και αυτοκαταστρέφονται, όλα αυτά με τη μουσική επένδυση του Ντέιβιντ Μπόουι.
Ο Κέντλερ έγινε φίλος με έναν δεκατριάχρονο που τον έλεγαν Ούλριχ, τον οποίο περιέγραψε ως «ένα από τα πιο περιζήτητα εκδιδόμενα αγόρια στην περιοχή του σταθμού». Όταν ο Κέντλερ ρώτησε τον Ούλριχ πού ήθελε να μείνει τη νύχτα, ο Ούλριχ του μίλησε για έναν άνδρα που τον αποκαλούσε Mother Winter, ο οποίος τάιζε τα αγόρια από τον σταθμό Zoo και τους έπλενε τα ρούχα. Σε αντάλλαγμα, κοιμόντουσαν μαζί του. «Είπα στον εαυτό μου: αν τα αγόρια που εκδίδονται αποκαλούν αυτόν τον άνθρωπο “μητέρα”, δεν μπορεί να είναι κακός», έγραψε ο Κέντλερ. Αργότερα, σημείωσε ότι «το πλεονέκτημα του Ούλριχ ήταν ότι ήταν όμορφος και ότι απολάμβανε το σεξ- έτσι μπορούσε να δώσει κάτι πίσω στους παιδόφιλους άνδρες που τον φρόντιζαν».
Ο Κέντλερ στη συνέχεια απλώς κανονικοποίησε το ανάρμοστο. «Κατάφερα να πείσω τον αρμόδιο αξιωματικό της Γερουσίας να εγκρίνει (αυτή τη δοσοληψία ανάμεσα στον ανήλικο και τον παιδόφιλο)», έγραψε στο «Δανεικοί πατέρες, τα παιδιά χρειάζονται πατέρες». Ο Κέντλερ βρήκε αρκετούς άλλους παιδόφιλους που ζούσαν σε κοντινή απόσταση και τους βοήθησε επίσης να δημιουργήσουν ανάδοχες οικογένειες για παιδιά που ζούσαν στον δρόμο και εκδίδονταν. Εκείνη την εποχή, η Γερουσία του Βερολίνου, η οποία κυβερνούσε την πόλη -ένα από τα δεκαέξι κρατίδια της χώρας- ήταν πρόθυμη να βρει νέες λύσεις στα «προβλήματα της κοινωνίας μας», προκειμένου να «επιβεβαιώσει και να διατηρήσει τη φήμη του Βερολίνου ως προκεχωρημένου φυλακίου της ελευθερίας και της ανθρωπιάς», γράφει ο Κέντλερ.
Το 1981, ο Κέντλερ προσκλήθηκε στο γερμανικό κοινοβούλιο για να μιλήσει για τους λόγους για τους οποίους η ομοφυλοφιλία θα έπρεπε να αποποινικοποιηθεί - αυτό δεν συνέβη για δεκατρία ακόμη χρόνια - αλλά παρασύρθηκε, χωρίς να τον προτρέψουν, σε μια συζήτηση για το πείραμά του. «Φροντίζαμε και συμβουλεύαμε πολύ εντατικά αυτές τις σχέσεις», είπε. Έκανε διαβουλεύσεις με τους θετούς πατέρες και τους γιους τους, πολλοί από τους οποίους είχαν παραμεληθεί τόσο πολύ που δεν είχαν μάθει ποτέ να διαβάζουν ή να γράφουν. «Αυτοί οι άνθρωποι ανέχονταν αυτά τα αδύναμα στο μυαλό αγόρια μόνο και μόνο επειδή ήταν ερωτευμένοι μαζί τους», είπε στους νομοθέτες. Η περίληψή του δεν φάνηκε να προκαλεί ανησυχίες. Ίσως οι πολιτικοί να ήταν δεκτικοί επειδή το σχέδιο φαινόταν να είναι το αντίθετο από τα αναπαραγωγικά πειράματα των Ναζί, με την άκαμπτη έμφαση που έδιναν στην αναπαραγωγή συγκεκριμένων ειδών οικογενειών, ή ίσως να αδιαφόρησαν επειδή, κατά τη γνώμη τους, τα συγκεκριμένα παιδιά θεωρούνταν ήδη καμένα χαρτιά.
Στις δεκαετίες του '60 και του '70, η πολιτική ελίτ άρχισε ξαφνικά να ενδιαφέρεται για την κατώτερη τάξη, αλλά η ικανότητά της για ταύτιση ήταν προφανώς περιορισμένη.
Αν υπήρχαν ποτέ στα αρχεία της πόλης φάκελοι που να τεκμηριώνουν πώς εγκρίθηκε το σχέδιο του Κέντλερ -ή πώς ακριβώς εντόπισε τους άνδρες που χρησίμευσαν ως θετοί πατέρες- έχουν χαθεί ή καταστραφεί. Όταν ο Κέντλερ συζήτησε δημοσίως το πείραμά του, έδωσε λεπτομέρειες μόνο για τρεις ανάδοχες οικογένειες. Όμως, σε μια έκθεση του 2020 που ανέθεσε η Γερουσία του Βερολίνου, μελετητές του Πανεπιστημίου του Χίλντεσχαϊμ κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι «η Γερουσία διατηρούσε επίσης ανάδοχες οικογένειες ή διέθετε διαμερίσματα για νεαρούς Βερολινέζους με παιδόφιλους άνδρες σε άλλα μέρη της Δυτικής Γερμανίας». Η έκθεση των πενήντα οκτώ σελίδων ήταν γενικόλογη και ασαφής- οι συντάκτες δήλωσαν ότι υπήρχαν περίπου χίλιοι αταξινόμητοι φάκελοι στο υπόγειο ενός κυβερνητικού κτιρίου, τους οποίους δεν μπόρεσαν να διαβάσουν.
Δεν αποκαλύφθηκαν ονόματα, αλλά οι συντάκτες σημείωσαν ότι «αυτές οι ανάδοχες οικογένειες μερικές φορές διοικούνταν από ισχυρούς άνδρες που ζούσαν μόνοι τους και στους οποίους δόθηκε αυτή η δύναμη από τον ακαδημαϊκό χώρο, τα ερευνητικά ιδρύματα και άλλα παιδαγωγικά περιβάλλοντα που αποδέχονταν, υποστήριζαν ή ακόμα και ζούσαν παιδοφιλικές καταστάσεις». Η έκθεση κατέληξε στο συμπέρασμα ότι ορισμένοι «παράγοντες της Γερουσίας» ήταν «μέρος αυτού του δικτύου», ενώ άλλοι απλώς ανέχονταν τις ανάδοχες οικογένειες «επειδή τα “είδωλα” των πολιτικών εκπαιδευτικής μεταρρύθμισης υποστήριζαν τέτοιες ρυθμίσεις».
Ο Μάρκο θυμάται τον Κέντλερ και τον θετό του πατέρα να μιλούν για ώρες στο τηλέφωνο για την πολιτική. Η ένταση των συνομιλιών τους τον εξέπληξε, επειδή ο Χένκελ ήταν λακωνικός στο σπίτι, σπάνια μιλούσε με ολόκληρες προτάσεις. Ούτε ο Μάρκο και ο Σβεν μιλούσαν μεταξύ τους. Ο Μάρκο περνούσε όλο τον ελεύθερο χρόνο του στο δωμάτιό του, σε έναν υπολογιστή Amiga, παίζοντας SimCity και Mega-Lo-Mania. Και τα δύο αγόρια κρατούσαν τις πόρτες τους κλειστές. Μια φορά, όταν οι γείτονες έπαιζαν δυνατή μουσική, σπάζοντας τη σιωπή στο διαμέρισμά τους, ο Χένκελ είπε στα αγόρια ότι ήθελε να ανοίξει τρύπες σε δύο φούρνους μικροκυμάτων και στη συνέχεια να στοχεύσει τα ραδιενεργά κύματα το ένα προς το άλλο, στη σωστή γωνία, για να πάθουν οι γείτονες καρδιακή προσβολή.
Το αίτημα της μητέρας του Μάρκο να περνά περισσότερο χρόνο με τον γιο της απορρίφθηκε. Της επιτρεπόταν ακόμα να επισκέπτεται κάθε λίγες εβδομάδες το γραφείο πρόνοιας νέων, αλλά οι συναντήσεις πήγαιναν όλο και πιο άσχημα. Κατά την πρώτη επίσκεψη μετά την ακρόαση στο δικαστήριο, ο Μάρκο είπε στη μητέρα του ότι δεν ήθελε να τη βλέπει, επειδή δεν τα πήγαινε καλά με τον θετό πατέρα του. «Ενώ το έλεγε αυτό, δεν είχε οπτική επαφή με τη μητέρα του», σημείωσε μια κοινωνική λειτουργός. Στην επόμενη επίσκεψη, τρεις εβδομάδες αργότερα, αρνήθηκε να δεχτεί το δώρο της μητέρας του - στυλό και ένα μπλοκ χαρτί - ή να απαντήσει στις ερωτήσεις της. Ζήτησε επανειλημμένα να φύγει, μέχρι που η μητέρα του συμφώνησε απρόθυμα. Ήταν «εμφανώς ταραγμένη και έκλαιγε», σημείωσε και πάλι η κοινωνική λειτουργός και συνέχισε: «Δεν ξέρει πλέον τι να κάνει».
Την επόμενη ημέρα, ο Χένκελ τηλεφώνησε στο γραφείο πρόνοιας νέων και είπε ότι θα υποστήριζε τον Μάρκο στην πρόθεσή του να μη συναντιέται με τη μητέρα του.
Ενάμιση χρόνο αργότερα, ο πατέρας του Μάρκο ενημέρωσε το γραφείο πρόνοιας νέων ότι μετακόμιζε στη Συρία και ήθελε να αποχαιρετήσει τον γιο του. Δεν υπάρχει καμία καταγραφή ότι κάποιος απάντησε. Η γνώμη του Μάρκο για τους γονείς του επικαλύφθηκε από τις προσβολές που είχε ακούσει από τους Χένκελ και Κέντλερ. Φανταζόταν τη μητέρα του ως μια τεμπέλα που περνούσε τις μέρες της τρώγοντας λουκάνικα, τον πατέρα του ως βίαιο πατριάρχη. Μόνο δύο δεκαετίες αργότερα κατάλαβε ότι οι γονείς του είχαν παλέψει για να έχουν σχέση μαζί του.
Όταν ο Μάρκο ήταν έντεκα ετών, μετακόμισε ένας νέος θετός γιος, ο Μαρσέλ Κράμερ. Ήταν ένα μικρό αγόρι με λακκάκια, στραβά δόντια και ένα πλατύ, γλυκό χαμόγελο. Ήταν μόλις έξι μήνες μικρότερος από τον Μάρκο και είχε σπαστική τετραπληγία, μια συγγενή πάθηση που τον άφηνε ανίκανο να περπατήσει, να μιλήσει ή να φάει μόνος του. Ο Μάρκο και ο Σβεν έγιναν οι φροντιστές του Κράμερ, ταΐζοντάς τον γάλα με γεύση φράουλα με ένα κουτάλι και αφαιρώντας τη βλέννα από τους πνεύμονές του με ένα σωλήνα αναρρόφησης. Όταν πήγαιναν στο σπίτι του Χένκελ στο Βρανδεμβούργο, δυτικά του Βερολίνου, ο Μάρκο έσπρωχνε τον Κράμερ για ώρες σε μια κούνια από λάστιχο. Ο μικρούλης ήταν το πρώτο άτομο μετά από χρόνια για το οποίο ο Μάρκο ένιωθε αγάπη.
Η μύηση στην ανυπακοή ως σχέδιο του παιδόφιλου να κρατά μακριά τις κρατικές υπηρεσίες
Στο σχολείο, ο Μάρκο δεν είχε στενές σχέσεις με κανέναν. Ο Χένκελ τον ενθάρρυνε να φέρεται άσχημα, ανταμείβοντάς τον με παιχνίδια στον υπολογιστή αν έφτυνε, αν πεταγόταν χωρίς να του δοθεί ο λόγος ή αν αναποδογύριζε καρέκλες. Έκανε κοπάνα από το μάθημα και σπάνια έκανε τις εργασίες του. Κατέληξε να αλλάξει σχολείο επτά φορές, κάτι που, όπως πιστεύει τώρα, ήταν το σχέδιο του Χένκελ.
Για χρόνια, ο Μάρκο ανεχόταν τον Χένκελ, αλλά, καθώς άρχισε να μπαίνει στην εφηβεία, καταλάβαινε ότι «άρχισε να τον μισεί». Περνούσε μια ώρα κάθε μέρα σηκώνοντας βάρη, ώστε να είναι αρκετά δυνατός για να υπερασπιστεί τον εαυτό του. Ένα βράδυ, όταν ο Χένκελ προσπάθησε να τον χαϊδέψει, ο Μάρκο χτύπησε το χέρι του. Ο Χένκελ φάνηκε ξαφνιασμένος, αλλά δεν είπε τίποτα. Απλά απομακρύνθηκε.
Ο Χένκελ σταμάτησε να προσπαθεί να παρενοχλήσει σεξουαλικά τον Μάρκο, αλλά έγινε τιμωρητικός μαζί του. Τη νύχτα, κλείδωνε την πόρτα της κουζίνας ώστε ο Μάρκο να μην μπορεί να φάει. («Η απληστία του όταν έτρωγε ήταν αξιοσημείωτη», έγραψε κάποτε ο Χένκελ). Επίσης, είχε αρχίσει να τον χτυπάει. «Εμπρός, ξεδώστε», ήταν η απάντηση του Μάρκο σε αυτά τα βίαια ξεσπάσματα του θετού του πατέρα, φυσικά για να τον κοροϊδέψει. «Έλεγε ότι δεν χτυπούσε εμένα – ότι χτυπούσε τον διάβολο μέσα μου», εξομολογήθηκε ενήλικος και πατέρας πια ο ίδιος ο Μάρκο.
Όταν έκλεισε τα δεκαοκτώ, ήταν νομικά ελεύθερος να φύγει από το σπίτι του Χένκελ, αλλά δεν του πέρασε από το μυαλό να μετακομίσει. «Είναι πολύ δύσκολο να το περιγράψω, αλλά δεν με μεγάλωσαν ποτέ να σκέφτομαι κριτικά για οτιδήποτε. Είχα ένα άδειο μυαλό», εξηγεί.
Μια μέρα, ο Κράμερ προσβλήθηκε από γρίπη. Χρειάστηκαν μόνο 48 ώρες για να επιδεινωθεί τόσο η κατάστασή του, ώστε να μην μπορεί να ανασάνει. Για χρόνια, ο Μάρκο έλεγχε τακτικά τον μικρό για να σιγουρευτεί ότι ανέπνεε. Όταν ο Κράμερ αρρώστησε τόσο σοβαρό, ο Μάρκο δεν έφυγε από το κρεβάτι του. Ο Χένκελ πάντα αντιστεκόταν στο να καλεί γιατρούς στο σπίτι, όταν τα αγόρια αρρώσταιναν. Όταν τελικά αποφάσισε να καλέσει γιατρό, ήταν πολύ αργά για το αγόρι.
«Συνέβη μπροστά στα μάτια μου. Τον κοιτούσα στα μάτια όταν πέθανε»
Οι φάκελοι της αναδοχής περιέχουν μόνο ένα σύντομο σημείωμα που τεκμηριώνει τον θάνατο του Κράμερ. «Τηλεφώνημα από τον κ. Χένκελ, ο οποίος λέει ότι ο Μαρσέλ πέθανε απροσδόκητα χθες το βράδυ», έγραψε ένας υπάλληλος του γραφείου πρόνοιας νέων, τον Σεπτέμβριο του 2001. «Προηγουμένως δεν υπήρχαν σημάδια μόλυνσης». Ένα μεταγενέστερο σημείωμα αναφέρει ότι ο Χένκελ, ο οποίος ήταν εξήντα ετών, αναζητούσε να αναλάβει άλλο ένα παιδί...
Η Τερέζα Νέντβιγκ μετά την έκθεσή της, το 2016, για τον Κέντλερ, σχεδίαζε να κάνει διατριβή πάνω στη ζωή και το έργο του, προϋπόθεση για μια καριέρα στον ακαδημαϊκό χώρο, όμως, υπήρξαν πολλές αναποδιές. Οι σχετικοί φάκελοι στα αρχεία της πόλης του Βερολίνου έλειπαν, ήταν αταξινόμητοι ή σφραγισμένοι. Φίλοι και συνάδελφοι του Κέντλερ, ο οποίος είχε πεθάνει το 2008, έλεγαν στη Τερέζα Νέντβιγκ ότι δεν ήθελαν να μιλήσουν. «Κάποιοι είπαν ότι ο Κέντλερ είναι ένας πολύ καλός άνθρωπος και ότι έχει κάνει μόνο πράγματα που είναι καλά», δήλωσε η Νέντβιγκ.
Η συγκεκριμένη ήταν μάλλον μία μεθοδική, καθόλου δραματική ερευνήτρια, ο τύπος της επιστημόνισσας που δεν χάνει ποτέ μια προθεσμία. Το καλοκαίρι του 2020 δεν φαινόταν και ιδιαίτερα αισιόδοξη αναφορικά με την έρευνά της. «Δεν έχω μέλλον στο πανεπιστήμιο, διότι είναι πολύ δύσκολο να έχει κανείς επιτυχία με αυτού του είδους το αντικείμενο. Ασκώ κριτική στον ακαδημαϊκό κόσμο».
Το πανεπιστημιακό της συμβόλαιο δεν είχε ανανεωθεί και η ίδια απέδωσε το πρόωρο τέλος της ακαδημαϊκής της καριέρας εν μέρει στην απόφασή της να κάνει έρευνα για τον Κέντλερ. «Είμαι πολιτικός επιστήμονας», είπε, «και οι άνθρωποι πάντα ρωτούσαν: Τι το πολιτικό υπάρχει σε αυτό το θέμα;».
Η Νέντβιγκ και το πρώην πανεπιστήμιό της μοιράζονται τώρα το κόστος (περίπου 6.000 ευρώ), για να δημοσιεύσει ένας γερμανικός ακαδημαϊκός εκδοτικός οίκος αυτό που θα ήταν η διατριβή της. Στο βιβλίο, το οποίο θα κυκλοφορήσει τον Σεπτέμβριο, αποκαλύπτει ότι ο Κέντλερ, ο ανύπαντρος πατέρας τριών υιοθετημένων γιων και αρκετών ανάδοχων παιδιών, φαινόταν να διεξάγει τη δική του, άτυπη εκδοχή του πειράματος που είχε εγκρίνει η Γερουσία του Βερολίνου. Η Καρίν Ντεσιράτ , συν-συγγραφέας του βιβλίου «Sex-Lust and Life», είπε στη Νέντβιγκ ότι δύο από τους θετούς γιους του Κέντλερ είχαν έρθει σε αυτήν για θεραπεία και της αποκάλυψαν ότι ο Κέντλερ τους είχε κακοποιήσει σεξουαλικά.
Η Ντεσιράτ «χρωστούσε πολλά στον Κέντλερ», είπε -την είχε βοηθήσει να πάρει την πρώτη της θέση ως καθηγήτρια- και δεν ήθελε να εμπλακεί. Παρέπεμψε τα αγόρια σε άλλον θεραπευτή. Τα αγόρια προτίμησαν να κρατήσουν το στόμα τους κλειστό τελικά, επειδή «δεν ήθελαν να χάσουν τα θετικά της φροντίδας του Κέντλερ - ότι είχαν αρκετά να φάνε και ότι τους φρόντιζαν και τέτοια πράγματα». Το πείραμα του Κέντλερ φαινόταν να στηρίζεται στην ιδέα ότι ορισμένα παιδιά είναι κατά βάση δεύτερης κατηγορίας, η προοπτική τους είναι τόσο περιορισμένη που «κάθε είδους αγάπη» είναι δώρο, μια πρόταση που προφανώς αποδέχτηκαν και οι συνάδελφοί του. (Η Ντεσιράτ δήλωσε ότι τελικά διέκοψε την επαφή με τον Κέντλερ, καταλήγοντας στο συμπέρασμα ότι η συμπεριφορά του ήταν «ανατριχιαστική»).
Ο Γκάντερ Σμιντ, πρώην πρόεδρος της Διεθνούς Ακαδημίας Έρευνας του Σεξ, η οποία συγκεντρώνει τους κορυφαίους ερευνητές του κλάδου, ήταν φίλος με τον Κέντλερ για περισσότερα από είκοσι χρόνια. «Ειλικρινά τον σεβόμουν», είπε στη Νέντβιγκ για το πείραμα. «Επειδή σκέφτηκα, ότι πρόκειται για πραγματικά νέους ανθρώπους που βρίσκονται στη χειρότερη κατάσταση. Πιθανώς έχουν μακρά ιστορία στο σπίτι τους, είχαν δυστυχισμένα παιδικά χρόνια και κάποιος τους φροντίζει. Και αν ο Κέντλερ είναι εκεί, όλα θα πάνε καλά».
Οι παιδόφιλοι ως... ευεργέτες: Η κορύφωση μιας θηριωδίας
Και πρόσθεσε: «Και η Γερουσία του Βερολίνου είναι επίσης εκεί». Όταν ο Κέντλερ ήταν πενήντα επτά ετών, έγραψε στον Σμιντ ένα γράμμα στο οποίο εξηγούσε γιατί γερνούσε ευτυχισμένος, αντί να γίνεται μοναχικός και να παραιτείται σιγά σιγά από τη ζωή: αυτός και ο εικοσιεξάχρονος γιος του ήταν «μέρος μιας πολύ ικανοποιητικής ερωτικής ιστορίας» που είχε κρατήσει δεκατρία χρόνια και εξακολουθούσε να αισθάνεται φρέσκος και αναζωογονημένος. Όπως είχε γράψει ο ίδιος ο Κέντλερ, για να καταλάβει ο φίλος του την ψυχική του κατάσταση θα έπρεπε να γνωρίζει το μυστικό του.
Για μεγάλο μέρος της καριέρας του, ο Κέντλερ μιλούσε για τους παιδόφιλους ως ευεργέτες. Προσέφεραν στα παραμελημένα παιδιά «μια δυνατότητα θεραπείας», είπε στο Der Spiegel, το 1980. Όταν η Γερουσία του Βερολίνου του ανέθεσε να ετοιμάσει μια έκθεση εμπειρογνωμόνων με θέμα «Οι ομοφυλόφιλοι ως φροντιστές και παιδαγωγοί», το 1988, εξήγησε ότι δεν υπήρχε λόγος να ανησυχεί κανείς ότι τα παιδιά θα βλάπτονταν από τη σεξουαλική επαφή με τους φροντιστές, εφόσον η αλληλεπίδραση δεν ήταν «εξαναγκαστική». Οι συνέπειες μπορεί να είναι «πολύ θετικές, ειδικά όταν η σεξουαλική σχέση μπορεί να χαρακτηριστεί ως αμοιβαία αγάπη», έγραψε. (Φυσικά, αντιλαμβάνεται κανείς τη σύγχυση που σκοπίμως δημιουργείται μεταξύ ομοφυλοφιλίας και παιδοφιλίας).
Αλλά το 1991 φάνηκε να αναθεωρεί. Τον ανάγκασε προς αυτή την κατεύθυνση ένα καταλυτικό γεγονός. Ο μικρότερος από τους υιοθετημένους γιους του, αυτός που επαινούσε στην επιστολή του προς τον Σμιντ, αυτοκτόνησε. Τότε διάβασε την εργασία «Σύγχυση των γλωσσών μεταξύ των ενηλίκων και του παιδιού (Η γλώσσα της τρυφερότητας και του πάθους)» του Σάντορ Φερέντσι, ενός Ούγγρου ψυχαναλυτή και μαθητή του Φρόιντ. Η εργασία περιγράφει πώς οι σεξουαλικοποιημένες σχέσεις μεταξύ ενηλίκων και παιδιών είναι πάντα ασύμμετρες, καταστροφικές και τρέφονται από το πώς ο ενήλικας εκμεταλλεύεται το παιδί.
Ο Φερέντσι προειδοποιεί ότι το να δώσουμε στα παιδιά «περισσότερη αγάπη ή αγάπη διαφορετικού είδους» από αυτή που αναζητούν «θα έχει εξίσου παθογόνες συνέπειες με το να τους αρνηθούμε την αγάπη». Οι «προσωπικότητες των παιδιών δεν είναι επαρκώς παγιωμένες ώστε να είναι σε θέση να διαμαρτυρηθούν», γράφει. Θα «υποτάσσονται σαν αυτόματα». Ξεχνούν τις δικές τους ανάγκες και «ταυτίζονται με τον επιτιθέμενο».
Σε συνέντευξή του σε έναν Γερμανό ιστορικό το 1992, ο Κέντλερ μίλησε για τη θλίψη του για τον υιοθετημένο γιο του και είπε: «Δυστυχώς διάβασα το δοκίμιο του Φερέντσι μόνο μετά τον θάνατό του». Δεν ομολόγησε ότι κακοποίησε τον γιο του- αντίθετα, είπε ότι το αγόρι είχε κακοποιηθεί σεξουαλικά από τη βιολογική του μητέρα. «Κρεμάστηκε εξαιτίας αυτού του γεγονότος», είπε στον ιστορικό. «Βίωσα την αυτοκτονία του στην ολότητά της, από πολύ κοντά, και σίγουρα φταίω εν μέρει». Λυπήθηκε (λέει) που, μέχρι να διαβάσει την εργασία του Φερέντσι, δεν είχε διαβάσει τίποτα για τα συναισθηματικά επακόλουθα της σεξουαλικής κακοποίησης και δεν ήξερε πώς να βοηθήσει τον γιο του να επεξεργαστεί το τραύμα.
Δεν κατάλαβε (λέει!) ότι ένα παιδί που αναρρώνει από τη σεξουαλική κακοποίηση αισθάνεται διχασμένο, όπως το περιγράφει ο Φερέντσι: είναι «αθώο και ένοχο ταυτόχρονα - και η εμπιστοσύνη του στη μαρτυρία των αισθήσεών του έχει καταρρεύσει». «Ήμουν πολύ ηλίθιος», είπε ο Κέντλερ.
Μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του '90, ο Κέντλερ είχε σταματήσει να βλέπει τους θετούς γιους του Χένκελ ή να εμπλέκεται στην ανατροφή τους. Σε μια πιθανώς τελευταία καταγεγραμμένη δημόσια δήλωσή του σχετικά με την παιδοφιλία, σε μια συνέντευξή του το 1999, αναφέρθηκε σε αυτήν ως «σεξουαλική διαταραχή» και υπαινίχθηκε την αδυναμία ενός ενήλικα και ενός παιδιού να μοιράζονται την κατανόηση της σεξουαλικής επαφής. Το πρόβλημα, είπε, είναι ότι ο ενήλικας θα έχει πάντα «το μονοπώλιο του ορισμού».
Το καλοκαίρι του 2020, ο Μάρκο, μιλάει για πρώτη φορά σε δημοσιογράφο του The New Yorker, μέσω ενός άνδρα Κρίστοφ Σβιρ, ο οποίος αναφερόταν στον εαυτό του ως «φίλος» του Μάρκο. Με μία πρόχειρη έρευνα προέκυψε ότι ο Schweer είχε κάνει το διδακτορικό του στη φιλοσοφία, δημοσιεύοντας μια διατριβή με τίτλο «Νοσταλγία, ήρωες, ευθυμία: Nietzsche's Path to Becoming a Superhero». Εργάστηκε για την Εναλλακτική για τη Γερμανία (AfD), το δεξιό κόμμα της Γερμανίας, ως σύμβουλος για θέματα εκπαίδευσης και πολιτιστικής πολιτικής. Το κόμμα διερευνήθηκε πρόσφατα από την υπηρεσία εσωτερικής κατασκοπείας της Γερμανίας για υπονόμευση της δημοκρατίας, μεταξύ άλλων, υποβαθμίζοντας τα εγκλήματα των Ναζί.
Τον περασμένο Αύγουστο, ο Μάρκο, ο Σβιρ και ο Τόμας Ρότζερς, ένας δημοσιογράφος από το Βερολίνο, ο οποίος εργάζεται επίσης ως μεταφραστής, συναντήθηκαν σε ένα ξενοδοχείο που συνδέεται με το διεθνές αεροδρόμιο του Βερολίνου, το μόνο ήσυχο μέρος για μία τέτοια συνάντηση.
Η δημοσιογράφος του The New Yorker μίλησε μαζί τους μέσω Zoom. Ο Μάρκο και ο Σβιρ κάθονταν σε καρέκλες δίπλα στο κρεβάτι και δεν έδειχναν να έχουν ιδιαίτερα οικεία σχέση. Ο Μάρκο φορούσε ένα λουλουδάτο χαβανέζικο πουκάμισο με κουμπιά και δεν είχε ξυριστεί εδώ και λίγες μέρες. Ο Σβιρ, ντυμένος για το γραφείο, είχε ένα κομψό, επαγγελματικό ύφος. Σαν ατζέντης που βοηθάει τον διάσημο πελάτη του, έδειχνε να βαριέται λίγο τη συζήτησή, αλλά περιστασιακά παρενέβαινε, προτρέποντας τον Μάρκο να μοιραστεί αξιομνημόνευτες λεπτομέρειες.
«Δεν είχε χείλη», διευκρίνισε ο Μάρκο. Εξήγησε ότι και ο Κέντλερ είχε αυτό το χαρακτηριστικό. Ο Σβιρ έκανε επίδειξη πιέζοντας το στόμα του, έτσι ώστε να φαίνεται μόνο ένα κομμάτι του κάτω και του άνω χείλους του.
«Γνωρίζετε ανθρώπους που δεν έχουν χείλη; Είναι πάντα εγωιστές και κακοί -το παρατήρησα αυτό», πρόσθεσε ο Μάρκο.
Ο Κρίστοφ Σβιρ επικοινώνησε για πρώτη φορά με τον Μάρκο στις αρχές του 2018, αφού διάβασε ένα άρθρο στο Der Spiegel σχετικά με το πείραμα του Κέντλερ, στο οποίο ο Μάρκο δήλωνε ότι τον είχε απογοητεύσει η Γερουσία του Βερολίνου. Μετά τη δημοσίευση της έκθεσης της Τερέζα Νέντβιγκ, ο Μάρκο έγραψε στη Γερουσία ζητώντας περισσότερες πληροφορίες για το τι του είχε συμβεί, αλλά ένιωσε ότι η Γερουσία δεν ανταποκρίθηκε επαρκώς στο αίτημά του.
Η πολιτική εκμετάλλευση ενός πολύ γερμανικού σκανδάλου
Ο Κρίστοφ Σβιρ είχε «προσφέρει βοήθεια μέσω του AfD», εξήγησε ο Μάρκο, λέγοντας ότι του είχε ξεκαθαρίσει ότι δεν ήθελε βοήθεια για πολιτιούς λόγους, αλλά για να υποστηριχθεί η έρευνά του.
Από τη σκοπιά ενός πολιτικού του AfD, η ιστορία της ζωής του Μάρκο ήταν πολιτικό εργαλείο, μια ιστορία για τους τρόπους με τους οποίους η γερμανική αριστερά είχε κάνει λάθος στη σεξουαλική εκπαίδευση των νέων της Γερμανίας.
Στις συνεδριάσεις του γερμανικού κοινοβουλίου, τα μέλη του AfD (το οποίο κέρδισε πάνω από το 12% των ψήφων στις τελευταίες εθνικές εκλογές, αποτελώντας το τρίτο μεγαλύτερο κόμμα της Γερμανίας) συσπειρώθηκαν γύρω από την υπόθεση Κέντλερ ως έναν τρόπο να αναγκάσουν τους αριστερούς πολιτικούς να ασχοληθούν τόσο με την ιστορία του Μάρκο, αλλά και για να επιτεθούν σε προοδευτικές θέσεις. Όπως αναφέρθηκε παραπάνω, αυτή η ιστορία, μαζί με το πείραμα του Κέντλερ ήταν μία συγκεκαλυμμένη επίθεση σε όλη τη ΛΟΑΤΚΙ+ κοινότητα.
Μια ομάδα υπεράσπισης που συνδέεται με το AfD διοργάνωσε συγκεντρώσεις με τίτλο «Σταματήστε τη σεξουαλική αγωγή του Κέντλερ», για να διαμαρτυρηθεί για τον τρόπο με τον οποίο διδάσκεται σήμερα η σεξουαλική διαπαιδαγώγηση στα γερμανικά σχολεία. «Το εγκληματικό παιδοφιλικό πνεύμα του Κέντλερ ζει ακάθεκτο στη σημερινή σεξουαλική αγωγή», εξηγούσε ένα φυλλάδιο που είχε διανείμει η οργάνωση.
Το αποτέλεσμα ήταν μάλλον αναμενόμενο. Δεξιοί πολιτικοί ζητούσαν την επιστροφή στο είδος της «τρομερά επικίνδυνης ανατροφής» κατά της οποίας είχε επαναστατήσει ο Κέντλερ. Στο μανιφέστο του, το AfD τόνιζε ότι είναι προσηλωμένο στην «παραδοσιακή οικογένεια ως κατευθυντήρια αρχή», μια ιδέα που συνδέεται με τη διατήρηση της πολιτιστικής ταυτότητας και της ισχύος της Γερμανίας.
Σε μια ακρόαση τον Φεβρουάριο του 2018, ένας εκπρόσωπος του AfD, ο Θόρστεν Βάις, παραπονέθηκε ότι η Γερουσία δεν είχε αναλάβει την ευθύνη για τα εγκλήματα του Κέντλερ. «Πρόκειται για μια υπόθεση πολιτικής σημασίας, η οποία απαιτεί και πολιτική δράση», δήλωσε. «Η Γερουσία προδίδει διπλά τα θύματα και αυτό είναι σκάνδαλο».
Σε μια άλλη ακρόαση, επτά μήνες αργότερα, ο Βάις επέκρινε τη Γερουσία επειδή άργησε να συγκεντρώσει περισσότερες πληροφορίες σχετικά με το πείραμα του Κέντλερ. «Δεν θα επιτρέψουμε να κρυφτεί κάτω από το χαλί η παιδεραστία που υποστηρίζεται από την κυβέρνηση», είπε.
Δύο πολιτικοί του Κόμματος των Πρασίνων, το οποίο έχει υπερασπιστεί τα δικαιώματα των σεξουαλικών μειονοτήτων, κατηγόρησαν το AfD ότι χειραγωγεί τα θύματα. «Αυτό που προσπαθεί να κάνει το AfD, δηλαδή να εργαλειοποιήσει αυτό το έγκλημα για τους δικούς του σκοπούς, είναι απαράδεκτο», δήλωσε ένας εκπρόσωπος.
Ο Κρίστοφ Σβιρ, σύμβουλος του AfD, προσπάθησε να βρει έναν δικηγόρο που θα μπορούσε να υπερασπιστεί τον Μάρκο σε μια αστική αγωγή. «Υπερασπίζομαι έναν φίλο, το θύμα του λεγόμενου πειράματος του Κέντλερ», έγραψε σε ένα μέιλ του προς μεγάλο δικηγορικό γραφείο του Βερολίνου. Ο Μάρκο είχε ήδη καταθέσει ποινική μήνυση, αλλά η έρευνα περιορίστηκε επειδή ο Χένκελ είχε πεθάνει το 2015. Ο επικεφαλής της υπόθεσης, ο οποίος συνταξιοδοτήθηκε αφού εργάστηκε για το γραφείο για περισσότερα από σαράντα χρόνια, έκανε χρήση του δικαιώματός του να μη μιλήσει, όταν η αστυνομία επικοινώνησε μαζί του. Ο εισαγγελέας, Νόρμπερτ Βίνκλερ, κατέληξε στο συμπέρασμα ότι ο Χένκελ συμμετείχε σε «σοβαρές σεξουαλικές επιθέσεις, συμπεριλαμβανομένης της τακτικής πρωκτικής επαφής», αλλά δεν μπόρεσε να βρει αποδείξεις ότι κάποιος στο γραφείο ήταν συνένοχος. Το πρόβλημα, όπως είπε, ήταν ότι όποτε προέκυπταν υποψίες οι υπάλληλοι του γραφείου «βασίζονταν στους ισχυρισμούς του κ. Κέντλερ, ο οποίος ήταν τότε ένα πολύ διάσημο πρόσωπο».
Ο Μάρκο και ο Σβεν προσπάθησαν να καταθέσουν αγωγές εναντίον του κρατιδίου του Βερολίνου και της περιοχής Tempelhof-Schöneberg, όπου βρίσκεται το γραφείο πρόνοιας ανηλίκων, για παραβίαση επίσημων καθηκόντων. Ωστόσο, με βάση το αστικό δίκαιο, είχε περάσει υπερβολικά πολύς χρόνος. Το AfD ζήτησε από έναν ειδικό να αναλύσει αν έπρεπε να ισχύσει η παραγραφή στην υπόθεση αυτή. Η γερουσιαστής Παιδείας του Βερολίνου, Σάντρα Σίρες, μέλος του Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος, ήθελε να δει αν ο Μάρκο και ο Σβεν θα αποδέχονταν μια αποζημίωση αντί να ακολουθήσουν την οδό μιας αγωγής που φαινόταν καταδικασμένη.
Πίστευε ότι το AfD τους έδινε κακές συμβουλές, παρατείνοντας αδικαιολόγητα την προσπάθειά τους να αποσπάσουν χρήματα.
«Μου φάνηκε πολύ παράξενο πώς το AfD συνεργάστηκε με τα θύματα—πόσο στενή ήταν η σχέση τους και ότι τους έδιναν νομικές συμβουλές. Φυσικά, είναι αποδεκτό αν το AfD επισημαίνει αδικίες, αλλά αυτό που συνέβη εδώ ήταν ασυνήθιστο. Δεν έχω ξαναδεί κάτι παρόμοιο», δήλωσε χαρακτηριστικά η Scheeres.
(Ο Weiß, εκπρόσωπος του AfD, αντέδρασε σε αυτό: «Θα με εξέπληττε αν έλεγε κάτι θετικό για εμάς. Πιστεύει ότι εξακολουθεί να υπάρχει ένα δίκτυο παιδεραστίας στη Γερμανία και ότι εκείνοι που συνδέονται με αυτό «χρησιμοποιούν την πολιτική τους επιρροή ώστε το δίκτυο να παραμένει στην αφάνεια»).
Ο Μάρκο πήγε να επισκεφτεί έναν από τους θετούς γιους του Χένκελ από την «πρώτη γενιά», όπως το έθεσε, για να δει αν ήθελε να συμμετάσχει στη νομική του προσπάθεια με τον Σβεν. Ο θετός γιος με το όνομα Σαμίρ (σ.σ.: πρόκειται για ψευδώνυμο), ζούσε στο σπίτι του Χένκελ στο Βρανδεμβούργο, εκεί όπου τα αγόρια περνούσαν τα καλοκαίρια τους. Το σπίτι, που είχε μόνο ένα δωμάτιο, ήταν φτιαγμένο από μπεζ τούβλα και φαινόταν πρόχειρα κατασκευασμένο.
Σε φωτογραφίες από τη δεκαετία του '90, ο χώρος είναι ακατάστατος: μια πλαστική σακούλα και μισοφαγωμένο ψωμί πάνω στο τραπέζι· έξω από το σπίτι, μια παλιά φρυγανιέρα δίπλα σε ένα σαπισμένο κομοδίνο.
Ο Σαμίρ, που είναι πενήντα επτά ετών και Αλγερινός κατά το ήμισυ, δεν είχε έρθει σε επαφή με τη βιολογική του οικογένεια για περισσότερα από σαράντα χρόνια. Είχε αλλάξει το επώνυμό του σε Χένκελ και είχε υιοθετήσει και ένα νέο γερμανικό όνομα. Η ετεροθαλής αδελφή του, που ζει στην Αλγερία, δηλώνει ότι τόσο η ίδια όσο και η αδελφή της είχαν προσπαθήσει πολλές φορές να επικοινωνήσουν μαζί του, χωρίς αποτέλεσμα. Ήταν εκείνος ο θετός γιος που οι σχέσεις του με τον Χένκελ προκάλεσαν ποινική έρευνα το 1979, όταν ήταν δεκαπέντε ετών. Τότε, ένας ψυχολόγος είχε δώσει στον Σαμίρ ένα τεστ προσωπικότητας, και εκείνος είχε ζωγραφίσει τον εαυτό του ως ένα καρποφόρο δέντρο το χειμώνα που «στερείται κάθε επαφής με τη θρεπτική γη». Ο ψυχολόγος πήρε συνέντευξη και από τον Χένκελ και παρατήρησε ότι πάσχιζε να συγκρατήσει τις «τεράστιες επιθετικές του παρορμήσεις» και ότι μέσω των θετών γιων του προσπαθούσε να «αντισταθμίσει κάτι που του έλειπε στο δικό του παρελθόν».
«Ήθελα να του δώσω την ευκαιρία να ξεκαθαρίσει τα πράγματα όπως είχα κάνει με τον Σβεν, αλλά όταν είδα αυτό—όχι, όχι, όχι». Ένας άλλος θετός αδελφός, ο πρώτος που είχε μετακομίσει στο σπίτι του Χένκελ, ζούσε λίγα χιλιόμετρα πιο πέρα, αλλά ο Μάρκο αποφάσισε ότι δεν είχε νόημα να τον επισκεφθεί κι αυτόν. Γύρισε στο αυτοκίνητό του και πήγε σπίτι. Ο εισαγγελέας Γουίνκλερ είχε στείλει ανακριτές στο σπίτι του Σαμίρ και το περιέγραψε ως «σωρό από σκουπίδια». Δεν υπήρχε τρεχούμενο νερό ή ηλεκτρικό ρεύμα. Υπήρχε ελάχιστος διαθέσιμος χώρος για περπάτημα. Κι όμως, μια γωνιά του σπιτιού ήταν τακτοποιημένη και φροντισμένη. Είχε μετατραπεί σε ένα είδος βωμού. Μια τεφροδόχος με τις στάχτες του Χένκελ περιβαλλόταν από φρέσκα λουλούδια.
Ο Χένκελ υιοθετούσε νεαρά ή πολύ μικρής ηλικίας αγόρια για περίπου 30 χρόνια. Όταν τελικά σταμάτησε, το 2003—δεν του είχε ανατεθεί νέος θετός γιος—ο Μάρκο ήταν είκοσι ενός. Δεν είχε πού να μείνει. Πέρασε τρεις νύχτες σε παγκάκια στο πάρκο. Με τη βοήθεια φιλανθρωπικού οργανισμού για άστεγους νέους, κατάφερε τελικά να μετακομίσει σε επιδοτούμενο διαμέρισμα. Που και που έκλεβε τρόφιμα από σούπερ μάρκετ. «Δεν ήξερα πώς λειτουργεί ο κόσμος. Δεν ήξερα καν ότι πρέπει να πληρώνεις για το ρεύμα που βγαίνει από μια πρίζα», εξηγεί.
Ξυπνούσε αρκετές φορές μέσα στη νύχτα, μια συνήθεια από την εποχή που φρόντιζε τον Μαρσέλ Κράμερ. Αλλά αντί να πάει στο δωμάτιο του θετού αδελφού του, τσέκαρε το ίδιο του το σώμα για να διαπιστώσει, όπως είπε, «αν όλα είναι ακόμα στη θέση τους και αν ακόμα υπάρχω». Περνούσε τόσο πολύ χρόνο μόνος του, που δυσκολευόταν να συντάξει προτάσεις, να επικοινωνήσει με άλλους ανθρώπους.
Ο Σβεν ζούσε μόνος του σε ένα μικρό διαμέρισμα στο Βερολίνο επίσης, αλλά, σε αντίθεση με τον Μάρκο, διατηρούσε επαφή με τον Χένκελ. «Πάντα πίστευα ότι του όφειλα κάτι», είπε στο Der Spiegel το 2017. Ο Μάρκο και ο Σβεν ζούσαν όπως όταν ήταν έφηβοι: περνούσαν τη μέρα στον υπολογιστή ή βλέποντας τηλεόραση, σπάνια μιλούσαν σε κάποιον. Ο Σβεν, που έχει περάσει περιόδους βαριάς κατάθλιψης από παιδί, εξακολουθεί να ζει σε αυτό που αποκαλούσε «φρούριο μοναξιάς» και δεν ήθελε να μιλήσει για το παρελθόν του. «Δεν έχω άλλη δύναμη. Αλλά μπορώ να διαβεβαιώσω ότι όλα όσα είπε ο αδελφός μου για τη ζωή μας με τον Χένκελ είναι αλήθεια λέξη προς λέξη», είπε στη δημοσιογράφο.
Η βία φέρνει βία
Ο Μάρκο επίσης βρισκόταν σε μια κατάσταση σχεδόν αδράνειας. Όμως, μετά από πέντε χρόνια, ένιωθε ότι μεταμορφωνόταν σε «τέρας», όπως είπε. «Δεν έφτασα στο σημείο να κάνω εγκληματικές πράξεις, αλλά υπήρχε μια καταστροφικότητα, μια έλλειψη ενσυναίσθησης», εξηγεί.
Όταν ήταν είκοσι έξι ετών, βρισκόταν σε τρένο στο Βερολίνο και παρατήρησε τρεις άνδρες να τον κοιτάζουν επίμονα. Χωρίς να το σκεφτεί συνειδητά, ο Μάρκο κατέληξε να τους χτυπήσει. «Έπρεπε να πω, “Ε, τι κοιτάτε;”. Αλλά, αντί γι’ αυτό, επιτέθηκα αμέσως. Αντιλήφθηκα ότι στην πραγματικότητα ήθελα να τους σκοτώσω». Ένας από τους άνδρες κατέληξε στα επείγοντα. Ο Μάρκο συνειδητοποίησε πόσο η συμπεριφορά του έμοιαζε με εκείνη του θετού του πατέρα. «Ήταν μια αντίδραση Χένκελ», είπε. «Ήμουν προϊόν. Γινόμουν αυτό που εκείνος είχε φτιάξει».
Περίπου την ίδια εποχή, περπατούσε στον δρόμο όταν μια φωτογράφος του έκανε κομπλιμέντο για την εμφάνισή του και τον ρώτησε αν ήθελε να κάνει αυτό που ο Μάρκο αποκάλεσε «χόμπι μοντελινγκ». Συμφώνησε και κάθισε για μια σειρά φωτογραφιών, υιοθετώντας διάφορες πόζες: σε κάποιες, φαίνεται σαν γυαλισμένος δικηγόρος έτοιμος για δουλειά· σε άλλες, με αέρα και κομψότητα. Οι φωτογραφίες δεν τον οδήγησαν σε δουλειές, αλλά άρχισε να κάνει παρέα με τη φωτογράφο και τους φίλους της. Παρομοίασε την εμπειρία με το να είναι ξένος σε μια εξωτική χώρα και να βρίσκει επιτέλους ανθρώπους πρόθυμους να του μάθουν τη γλώσσα. «Έμαθα φυσιολογικούς τρόπους επικοινωνίας», είπε.
Το τέλος του Χένκελ: Λύτρωση και μια καινούρια ζωή
Η ενασχόληση με το μόντελινγκ τον ενέπνευσε να κουρευτεί και, στο κομμωτήριο πια, μια εντυπωσιακή γυναίκα με ζωηρή και χαρούμενη παρουσία, η Έμμα, του έκοψε τα μαλλιά. Ο Μάρκο τείνει να αποδίδει την εμφάνισή του στα καθοριστικά γεγονότα της ζωής του: πιστεύει ότι η εμφάνισή του ήταν ο λόγος που τον διάλεξε ο Χένκελ—πολλοί από τους θετούς γιους του Χένκελ είχαν σκούρα μαλλιά και μάτια—και, είκοσι χρόνια αργότερα, η εξήγηση για την πρώτη του σοβαρή σχέση. «Ήμουν όμορφος, και δεν με άφησε. Κάποιες γυναίκες απλώς έχουν αδυναμία στους μαλάκες και εγώ ήμουν ένας από αυτούς», είπε, αστειεύομενος.
Αρχικά ήταν διστακτικός για μια σχέση, αλλά σταδιακά τον έπεισε η αφοσίωση της Έμμα. Περισσότερες από μία φορές κοιμήθηκε έξω από την πόρτα του διαμερίσματός του. «Κατάλαβα ότι με αγαπάει πραγματικά, και ότι στη ζωή πιθανόν να έρχεται μόνο ένα άτομο που θα παλέψει αληθινά για σένα», εξηγεί. Προσπάθησε να μετριάσει τις αντικοινωνικές του παρορμήσεις θυμίζοντας στον εαυτό του ότι δεν ήταν έμφυτες αλλά επίκτητες λόγω του τρόπου ανατροφής του. «Επανεκπαίδευσα τον εαυτό μου, κατά κάποιον τρόπο», είπε. «Προσπάθησα να αναθρέψω ξανά τον εαυτό μου».
Τον Μάιο, ο Μάρκο και η Έμμα είχαν μετακομίσει από το Βερολίνο σε μια νέα κατοικημένη περιοχή στα προάστια της πόλης. Ζήτησαν από τη δημοσιογράφο του The New Yorker να μην κατονομάσει ή περιγράψει τον νέο τόπο διαμονής τους, επειδή δεν ήθελαν οι γείτονές τους να μάθουν για το παρελθόν του Μάρκο. Πλέον έχει δύο παιδιά, τα οποία έπαιζαν με την Έμμα στην τεράστια πίσω αυλή.
Μέσα στο σπίτι, ο Μάρκο άκουγε χαλαρωτική μουσική και έπινε νερό από μια μεγάλη κούπα καφέ. Όπως γράφει η Ρέιτσελ Αβίβ του New Yorker «είχα την αίσθηση ότι, με διαφορετικά παιδικά χρόνια, ίσως να είχε εξελιχθεί σε έναν μάλλον εύθυμο μεσήλικα. Ήταν παιχνιδιάρης και ειλικρινής, και μιλούσε ποιητικά για την άποψή του περί μεταθανάτιας ζωής. Μου περιέγραφε τα αναπτυξιακά βήματα των παιδιών του με λεπτότητα και περηφάνια. Σε μια αυθόρμητη έκρηξη φιλοξενίας, με ρώτησε αν ήθελα να με κουρέψει η Έμμα, πριν απολογηθεί έντονα λέγοντας ότι τα μαλλιά μου ήταν μια χαρά.
Λίγες μέρες πριν την επίσκεψή μου, η Γερουσία του Βερολίνου είχε ανακοινώσει ότι θα αναθέσει σε ερευνητές του Πανεπιστημίου του Χίλντεσχαϊμ—που είχαν δημοσιεύσει την προκαταρκτική αναφορά το 2020 —να ετοιμάσουν νέα έκθεση σχετικά με τα ιδρύματα που διευθύνονταν από παιδόφιλους και σε άλλα μέρη της Γερμανίας. Η Σάντρα Σίρες, γερουσιαστής Παιδείας, είχε ζητήσει συγγνώμη από τους Μάρκο και Σβεν, και η Γερουσία τους προσέφερε πάνω από πενήντα χιλιάδες ευρώ— ποσό που θεωρείται σημαντικό στη Γερμανία, όπου οι αποζημιώσεις είναι πολύ χαμηλότερες σε σχέση με τις Ηνωμένες Πολιτείες».
Ο Κρίστοφ Σβιρ, σύμβουλος του AfD, προέτρεπε τους Μάρκο και Σβεν να συνεχίσουν τον αγώνα, αλλά ο Μάρκο δεν καταλάβαινε γιατί. «Πετύχαμε αυτά που θέλαμε, οπότε δεν υπάρχει λόγος να ενοχλούμε ή να βασανίζουμε άλλο τη Γερουσία», εξήγησε.
Αλλά, όπως είπε, ο Σβιρ συνέχιζε να τον πιέζει. (Ο Σβιρ το αρνείται.) «Τότε άρχισα να υποψιάζομαι. Αναρωτήθηκα: Τι άλλο θα έπρεπε να θέλω; Εκεί ήταν που ένιωσα πως το AfD ήθελε απλώς να με εκμεταλλευτεί, να με βγάλει μπροστά. Και είπα, "Δεν θέλω να γίνω πολιτικό εργαλείο. Δεν θέλω να μπλεχτώ σε προεκλογική εκστρατεία"».
Εγκατέλειψε την αγωγή του και αποδέχθηκε την προσφορά της Γερουσίας. Ο μόνος του στόχος πια ήταν να αποκαλυφθούν, στην επερχόμενη αναφορά, όλα τα ονόματα των ανθρώπων που συμμετείχαν στην υλοποίηση του πειράματος του Κέντλερ. (Ο Σβιρ είπε ότι υποστήριζε τον Μάρκο ως «ιδιώτης», όχι εκ μέρους του AfD. Επίσης είπε, «Έχω νέες ιδέες, αλλά για τον Μάρκο το θέμα έχει κλείσει»).
Ο Μάρκο και η Έμμα θα παντρεύονταν στο τέλος του μήνα και δεν ήθελε να σκέφτεται το παρελθόν. «Ήθελα απλώς να τελειώσω με όλο αυτό, να κλείσει αυτό το κεφάλαιο», είπε. Σκόπευε να πάρει το επώνυμο της Έμμα. Δεν είχε μιλήσει με τους βιολογικούς του γονείς ή με τον αδελφό του από τότε που ήταν δέκα ετών και τώρα θα ήταν σχεδόν αδύνατο να εντοπιστεί. Είχε προσπαθήσει να τον ψάξει στο Google μια φορά, αλλά θεώρησε την ιδέα της επανασύνδεσης σπατάλη συναισθηματικής ενέργειας που μπορούσε να αφιερώσει στα παιδιά του. «Δεν θα μου προσέφερε τίποτα ούτως ή άλλως. Η περίοδος της διαμόρφωσης από τη μητέρα μου έχει τελειώσει», παραδέχθηκε.
Τρεις εβδομάδες αργότερα, την παραμονή του γάμου του έγραψε ένα μάλλον συγκινητικό μήνυμα προς τη δημοσιογράφο που έκανε την έρευνα για τη ζωή του.
«Σε μία ώρα, γύρω στις 10 π.μ., θα πάμε στο ληξιαρχείο. Συμβολικά, αρχίζει μια νέα ζωή», της εγραψε.
Μετά την αποχώρησή του από το σπίτι του Χένκελ, ο Μάρκο ήρθε σε επαφή μαζί του μόνο δύο φορές. Η πρώτη ήταν όταν ο Μάρκο ήταν γύρω στα 25. Ο Χένκελ του τηλεφώνησε ξαφνικά. Φαινόταν να έχει αναπτύξει κάποιο είδος άνοιας. Ρώτησε αν ο Μάρκο είχε ταΐσει τα κουνέλια τους.
Η επόμενη φορά ήταν το 2015, όταν η Έμμα ήταν έγκυος στο πρώτο τους παιδί. Ο Μάρκο αναγκάστηκε να πάει σε μια κλινική στο Βρανδεμβούργο, όπου ο Χένκελ νοσηλευόταν σε μονάδα ανακουφιστικής φροντίδας, πεθαίνοντας από καρκίνο. Όταν άνοιξε την πόρτα και τον είδε ξαπλωμένο στο κρεβάτι, να βογκάει από τον πόνο, με εκείνη τη μακριά γενειάδα, του φάνηκε σαν δαιμονισμένος. Τον κοίταξε για λιγότερο από πέντε δευτερόλεπτα, όσο χρειαζόταν για να επιβεβαιώσει πως όντως πέθαινε. Ύστερα γύρισε, έκλεισε την πόρτα και έφυγε από το νοσοκομείο.
Όταν ο Μάρκο επέστρεψε σπίτι, το ραδιόφωνο στην κουζίνα του έπαιζε, αλλά δεν θυμόταν να το είχε ανοίξει. Ένας τραγουδιστής επαναλάμβανε τη φράση «I’m sorry» (συγγνώμη). Ένιωσε σαν να προσπαθούσε ο Χένκελ να επικοινωνήσει μαζί του. «Κάπως λίγο τρελάθηκα. Νόμιζα ότι ο Χένκελ ήταν φάντασμα που με ακολουθούσε, με στοίχειωνε. Ήταν σίγουρα αυτός: προσπαθούσε να ζητήσει συγγνώμη.»
Ο Χένκελ πέθανε την επόμενη μέρα. Ο Μάρκο μπήκε σε μια κατάσταση πένθους τόσο ρευστή και έντονη, που για πρώτη φορά έκλαψε για τον θάνατο του θετού του αδελφού, Μαρσέλ Κράμερ. Είχε ξαπλώσει μαζί του στο κρεβάτι για μία ώρα μετά τον θάνατό του, προχωρώντας σε ένα είδος αγρυπνίας · μετά έκοψε μία από τις μπούκλες του Κράμερ, για να έχει κάτι να τον θυμάται. Αλλά ποτέ δεν τον είχε πενθήσει πραγματικά. Ξαφνικά, «ο κόμπος λύθηκε», είπε. Κατάλαβε γιατί δεν είχε φύγει από το σπίτι του Χένκελ όταν έγινε δεκαοχτώ. «Ήμουν δεμένος με την οικογένεια λόγω του Μαρσέλ».
Μερικές εβδομάδες μετά τον θάνατο του Χένκελ, άρχισε να νιώθει καλύτερα. Τουλάχιστον δεν ήταν τόσο έντονη η αίσθηση ότι αυτός ο άνδρας τον στοιχειώνει.
«Η ελευθερία ήρθε αργά. Ήταν σαν μια πείνα που γίνεται όλο και πιο έντονη. Δεν ξέρω πώς να το πω, αλλά ήταν η πρώτη φορά που συνειδητοποίησα ότι ζω μια ζωή με δισεκατομμύρια δυνατότητες. Θα μπορούσα να είμαι οτιδήποτε. Η εσωτερική μου φωνή δυνάμωσε, η διαίσθησή μου ότι δεν χρειάζεται να ζήσω όπως με δίδαξε αυτός, ότι μπορώ να συνεχίσω»...
ΠΗΓΗ: The New Yorker Magazine
Δειτε περισσοτερα
Αρωματικά βράδια χωρίς τσιμπήματα
Μια αναδρομή στη ζωή της απόλυτης ντίβας της μαύρης αμερικανικής μουσικής λίγο πριν τη συναυλία της στο Καλλιμάρμαρο
Ο θρυλικός φωτογράφος γύρισε όλη την Ελλάδα και αποτύπωσε εικόνες που έχουν χαραχθεί στο μυαλό Ελλήνων και ξένων ως ένα «χρυσό» αλλά χαμένο πια παρελθόν, μιλάει στην ATHENS VOICE
Ο ζωγράφος γράφει για το νησί που δεν αφήνει ποτέ τον επισκέπτη του να πλήξει
Αν δεν έχετε επιλέξει που θα πάτε φέτος το καλοκαίρι, σας δίνουμε… πολιτιστικά κίνητρα