Κοσμος

Αθήνα - Λονδίνο: Ανάμεσα σε δύο πόλεις

Στην ελληνική πόλη είσαι ορατός. Η κοινότητα σε περικλείει. Στο Λονδίνο νιώθεις τη μοναξιά της αβύσσου.

romanos-gerodimos.jpg
Ρωμανός Γεροδήμος
ΤΕΥΧΟΣ 901
6’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
Αθήνα - Λονδίνο: Ανάμεσα σε δύο πόλεις
Αθήνα © Christos Papandreou / Unsplash

Σχόλιο για τις διαφορές στην κοινωνική ζωή Αθήνας και Λονδίνου. Ο δημόσιος χώρος, το ιδεολογικό και ψυχολογικό DNA της κάθε κοινωνίας

Θα περίμενε κανείς ότι, μετά από 24 χρόνια διαβίωσης στο Λονδίνο και άλλα τόσα στην Αθήνα, και τα συνεχή πήγαινε-έλα, ειδικά τα τελευταία χρόνια, η αλλαγή περιβάλλοντος δεν θα μου προκαλούσε καμία αξιοσημείωτη αντίδραση. Είναι άλλο πράγμα να βρίσκεσαι σε μια πόλη για πρώτη φορά, να γνωρίζεις έναν τόπο όπου τα πάντα είναι διαφορετικά, από το να μετακινείσαι τακτικά ανάμεσα σε δύο σπίτια. Κι όμως υπάρχει μια ιδιαίτερη σωματικότητα στο πώς βιώνουμε την κάθε πόλη που συνδέεται άμεσα όχι μόνο με το κλίμα και τη γεωγραφία της, αλλά και με την κουλτούρα της χώρας.

Ακόμη και μετά από τόσα χρόνια, δεν παύει να με εκπλήσσει η επίδραση που έχει η αλλαγή περιβάλλοντος στο σώμα μέσα σε δευτερόλεπτα μετά την αποβίβαση από το αεροπλάνο. Έχω γράψει στο παρελθόν για την εμπειρία του να σε ακουμπάνε, για πρώτη φορά μετά από μήνες, οι ζεστές, πορτοκαλί ακτίνες του ήλιου όταν το αεροπλάνο καταφέρνει επιτέλους να βγει από την ασφυκτική κουβέρτα των βρετανικών συννέφων. Όπως και για την ενεργοποίηση των αισθήσεων –της όσφρησης, της ακοής, της αφής– όταν καταφτάνεις στην Αθήνα.

Ο δημόσιος χώρος μας μυρίζει: καυσαέριο∙ λουλούδια∙ μαγειρέματα∙ σκουπίδια∙ οι νεραντζιές την άνοιξη∙ το γιασεμί και το νυχτολούλουδο το καλοκαίρι∙ τα αποκαΐδια από τις σόμπες και τα τζάκια τον χειμώνα. Κι ακόμη κι αν η μυρωδιά δεν είναι πάντα ευχάριστη, νιώθεις τουλάχιστον ότι είσαι ζωντανός. Ο δημόσιος χώρος μας έχει υφή: οι χιλιοσπασμένες πλάκες των πεζοδρομίων, η ρημαγμένη άσφαλτος στο οδόστρωμα, το ανάγλυφο τσιμέντο στους τοίχους. Και, φυσικά, ο δημόσιος χώρος μας είναι θορυβώδης: πέραν της κίνησης των αυτοκινήτων, η πόλη σφύζει από ζωή. Το κλίμα και η ιδιοσυγκρασία επιτρέπει στο ιδιωτικό να ξεχυθεί στο δημόσιο, και το δημόσιο να εισβάλλει στο ιδιωτικό∙είτε πρόκειται για τα τραπεζοκαθίσματα των εστιατορίων και των καφενείων, είτε για τις τηλεφωνικές συνομιλίες των επιβατών του μετρό. Στο Λονδίνο ο δυνατός αέρας, το κρύο, το σκοτάδι, οι ακραίες ταξικές διακρίσεις και η φυλετική διαστρωμάτωση σπρώχνουν την ανθρώπινη δραστηριότητα στον ιδιωτικό χώρο, πίσω από τις κλειστές κουρτίνες των σπιτιών.

Αθήνα
Αθήνα © The New Athens Story / Unsplash

Συνήθως –τι συνήθως δηλαδή, πάντα– αντιμετωπίζω την επιστροφή στο Λονδίνο με διστακτικότητα και ένα προαίσθημα μελαγχολίας. Δεν είναι μόνο το ότι δεν με σηκώνει το κλίμα, αλλά και η απομάκρυνση από αγαπημένους φίλους και τόπους. Η ζωή στην Αγγλία είναι πιο ασκητική, πιο λιτή, πιο αφιερωμένη στην εργασία, με πολύ λιγότερη κοινωνικοποίηση, πιο μοναχική, πολύ πιο ήσυχη. Η κοινωνική ζωή στην Ελλάδα είναι σαν ένα αδηφάγο τέρας∙ όσο το τροφοδοτείς, όσο του δίνεις χώρο, τόσο γιγαντώνεται, ενώ αυτό έχει επιδεινωθεί ραγδαία με την είσοδο των εφαρμογών άμεσης επικοινωνίας (WhatsΑpp, Viber, Messenger) στην καθημερινότητά μας. Εκτιμώ ότι θα μπορούσα άνετα να περνάω τις μέρες μου μιλώντας σε εφαρμογές, πηγαίνοντας για καφέδες και φαγητά με φίλους, χωρίς να προλαβαίνω να κάνω οτιδήποτε άλλο.

Αυτή τη φορά περιέργως το σώμα στέλνει ένα λίγο διαφορετικό μήνυμα. Η πτήση είναι η πρώτη φορά εδώ και μήνες που καταφέρνω να συγκεντρωθώ και να μείνω με τον εαυτό μου χωρίς περισπασμούς και ενοχές. Μέσα σε τέσσερις ώρες τελειώνω ενάμιση βιβλία.

Λονδίνο
Λονδίνο © Naveen Annam / Pexels

Με το που ανοίγουν οι πόρτες και πατάω το πόδι μου στο αεροδρόμιο του Gatwick νιώθω ένα έντονο αίσθημα αποσυμπίεσης. Όχι, το πρόβλημα δεν το έχει το σύστημα του αεροσκάφους, αλλά εγώ. Ακόμη και στη μέση ηλικία δεν έχω αναπτύξει επαρκείς μηχανισμούς οριοθέτησης του προσωπικού χώρου και του χρόνου εργασίας –ένα πρόβλημα που αντιμετωπίζουμε όσοι εργαζόμαστε από το σπίτι–, ενώ η προοπτική του να πω «όχι» σε κάποιον (δεν συζητάμε καν για τα μικρά καθημερινά ψέματα, τα little white lies των Βρετανών) μου προκαλεί σωματική δυσφορία. Υποψιάζομαι ότι δεν είμαι ο μόνος που δεν ξέρει να θέτει όρια ανάμεσα στον εαυτό και στους άλλους. Υποψιάζομαι ότι αυτό είναι μία συλλογική συνθήκη∙ το εθνικό μας σπορ.

Με το που βγαίνω έξω νιώθω να με αγκαλιάζει η ησυχία. Κανείς δεν μιλάει δυνατά. Στο τρένο δεν μαθαίνεις το ιατρικό ιστορικό και τα οικογενειακά, κληρονομικά, φορολογικά και σεξουαλικά προβλήματα του συνεπιβάτη σου. Η Αθήνα (οποιαδήποτε πόλη της Ελλάδας) είναι ένα χωριό. Λες κάτι στον διπλανό σου και αύριο το ξέρουν όλοι. Περπατάς μισό χιλιόμετρο και πέφτεις πάνω σε τουλάχιστον δύο γνωστούς. Στο Λονδίνο είσαι άγνωστος, ανώνυμος.

Στην ελληνική πόλη είσαι ορατός. Η κοινότητα σε περικλύει. Στο Λονδίνο νιώθεις τη μοναξιά της αβύσσου.

Και οι δύο περιπτώσεις έχουν θετικά και αρνητικά. Στην ελληνική πόλη είσαι ορατός. Η κοινότητα σε περικλύει. Αυτή η αίσθηση του ανήκειν και της ορατότητας είναι θεμελιώδης, πρωτόγωνη ανάγκη του ανθρώπου. Στο Λονδίνο νιώθεις τη μοναξιά της αβύσσου. Στην Αθήνα νιώθεις ότι έχεις ένα γερό πλέγμα υποστήριξης. Αν όμως δεν προσέξεις πολύ, αν δεν προστατέψεις τις αξίες και τις αρχές σου, γρήγορα θα βρεθείς προ επίπονων διλημμάτων. Σε κάθε επίπεδο και πτυχή της κοινωνικής, πνευματικής, πολιτικής και επαγγελματικής ζωής, θα πρέπει να διαλέξεις ομάδα, θα πρέπει να δηλώσεις πίστη στη φατρία. «Ή θα είσαι μαζί μας ή θα είσαι εναντίον μας».

Ταυτόχρονα, η κοινότητα ισοπεδώνει και εξομοιώνει∙ δεν ανέχεται το διαφορετικό. Στο Λονδίνο η ανωνυμία και η ποικιλομορφία διασφαλίζουν την ελευθερία, αλλά ταυτόχρονα και την αίσθηση του ότι δεν έχεις τίποτα κοινό με τους άλλους∙ ότι δεν μοιράζεστε κοινούς ιστορικούς, συλλογικούς ή πολιτισμικούς κώδικες πέραν της ανθρώπινης ιδιότητας. Οι άλλοι σού είναι εν δυνάμει ανταγωνιστές, εάν όχι παντελώς αδιάφοροι. Στην Αθήνα νιώθεις οικειότητα. Αν όμως δεν ακολουθήσεις την κοινωνική σύμβαση, τότε υπάρχει ο κίνδυνος να περιθωριοποιηθείς. Οι άλλοι δεν θα διστάσουν να επισημάνουν τα παράπονά τους και να προσπαθήσουν να επιβάλουν τους όρους εμπλοκής και επικοινωνίας που θέλουν αυτοί. Χρειάζεται αποστασιοποίηση και αυτάρκεια για να μη σε νοιάζει το τι θα πουν οι άλλοι για σένα, μπροστά ή πίσω από την πλάτη σου. Αν αρχίσει να σε νοιάζει, τότε έχεις μπει σε μια βαθιά τσουλήθρα χωρίς τριβή.

Φτάνω στον χαοτικό σταθμό της London Bridge. Συνειδητοποιώ ότι μέσα σε τρεις μήνες έχω ξεχάσει πώς να φέρομαι – πώς να φέρω το σώμα μου στον δημόσιο χώρο. Με κάποιο τρόπο καταφέρνω να βρίσκομαι συνεχώς μες στη μέση της πορείας των άλλων, εμποδίζοντάς τους να προχωρήσουν, σκουντώντας τους με τις βαλίτσες μου. Στην Αθήνα δεν υπάρχει η έννοια του σεβασμού του προσωπικού χώρου του άλλου, όχι μόνο με τη θετική έννοια της φροντίδας και την αρνητική της αδιακρισίας, αλλά κυριολεκτικά, με το στρίμωγμα, τη δυνατή φωνή ή μουσική, το διερευνητικό βλέμμα και τη σωματική επαφή. Ξαναθυμάμαι ότι στην Αγγλία πρέπει να λέμε συνεχώς «συγγνώμη» και «με συγχωρείτε» σαν να φταίμε, ακόμη κι αν δεν φταίμε, ακόμη κι αν δεν έχει γίνει απολύτως τίποτα κακό, απλώς ως «γέμιση» της διάδρασής μας με τους άλλους.

London Bridge
London Bridge © Samuel Wölfl / Pexels

Πριν ακόμα φτάσω στο σπίτι θυμάμαι ότι η καθημερινή ζωή στην Αγγλία απαιτεί ή προκαλεί πολύ μεγαλύτερη χρήση της φαντασίας. Το ραδιόφωνο, το Spotify, τα βιβλία, οι ταινίες, η τηλεόραση, οι εφαρμογές, τα video games κυριαρχούν στην καθημερινότητα σε αντίθεση με τη συνεχή κοινωνική επαφή – τους καφέδες, τα τηλέφωνα και τα τραπέζια στην Ελλάδα.

Ειδικά σε σχέση με την Ελλάδα, η Βρετανία είναι μια εξαιρετικά, σχεδόν υπερβολικά, αποκεντρωμένη, διάσπαρτη χώρα με αμέτρητες πόλεις, κωμοπόλεις και χωριά. Η μέθοδος αντιμετώπισης της μοναξιάς και νοηματοδότησης της ζωής των Βρετανών δεν είναι πλέον τόσο πολύ η φυσική κοινότητα στον χωροχρόνο, αλλά οι εικονικές κοινότητες και η φαντασία. Οι Βρετανοί παράγουμε περισσότερο πολιτισμικό περιεχόμενο απ’ ό,τι μπορούμε να καταναλώσουμε. Οι Έλληνες δεν παράγουμε αρκετό. Γι’αυτό χρειαζόμαστε και το κουτσομπολιό∙ για να τροφοδοτούμε τη φαντασία και να λαδώνουμε την καθημερινή ύπαρξη.

Φτάνω στο σπίτι. Με περιμένει ένα βουνό από κυριακάτικες εφημερίδες και περιοδικά. Μέσα στις πρώτες ώρες από την άφιξη μου ακούω και διαβάζω για τη Γάζα, για την Ουκρανία, για την Υεμένη, για τον Τραμπ. Η διεθνής επικαιρότητα είναι ενταγμένη στα ΜΜΕ, στον δημόσιο διάλογο αλλά και στις καθημερινές ιδιωτικές και επαγγελματικές συζητήσεις με τρόπο που δεν είναι στην Ελλάδα.

Η ιστορία του Β΄ Παγκοσμίου και του Ψυχρού Πολέμου είναι για τη Βρετανία ό,τι και ο Εμφύλιος ή η Μεταπολίτευση για εμάς: γεγονότα συνυφασμένα με το πολιτισμικό, ιδεολογικό και ψυχολογικό DNA της κάθε κοινωνίας. Έτσι λοιπόν η σημερινή συνέχεια της ιστορίας, ο Νέος Ψυχρός Πόλεμος και οι τωρινές ιστορίες κατασκοπείας με τη Ρωσία και την Κίνα, έρχονται να «κουμπώσουν» πάνω σε υπάρχοντα αφηγήματα και ιδέες, με τον τρόπο που στην Ελλάδα κουμπώνουμε το οτιδήποτε στα κυρίαρχα αφηγήματα για τη μετεμφυλιακή και μεταπολιτευτική Ελλάδα.

Συνειδητοποιώ για μια ακόμη φορά ότι ενώ όλα φαίνεται να αλλάζουν –και στις δύο πόλεις∙ και στις δύο χώρες∙ και μέσα μου– τελικά όλα τα ίδια μένουν. 

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ