Κοσμος

Ζεράρ Ντεπαρντιέ: o «τέλειος ένοχος»

Το μιντιακό λυντσάρισμα και η ανάγκη για κανόνες κοινωνικής συμπεριφοράς

Σώτη Τριανταφύλλου
Σώτη Τριανταφύλλου
4’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
Υπόθεση Ζεράρ Ντεπαρντιέ: Το μιντιακό λυντσάρισμα και η ανάγκη για κανόνες κοινωνικής συμπεριφοράς
© EPA/ANTONIO PEDRO SANTOS

Υπόθεση Ζεράρ Ντεπαρντιέ: Η Σώτη Τριανταφύλλου γράφει για τη χυδαία συμπεριφορά του κατηγορούμενου ηθοποιού, τις αντιδράσεις και τις επιθέσεις.

Όταν το 2018, η Γαλλίδα ηθοποιός Charlotte Arnould κατηγόρησε τον Gérard Depardieu για βιασμό και σεξουαλική παρενόχληση (αυτές οι δύο κατηγορίες απέχουν αρκετά σε βαρύτητα), η υπόθεση μπήκε στο αρχείο λόγω ελλιπών στοιχείων. Πέντε χρόνια αργότερα, η δημοσιογράφος Marine Turchi δημοσίευσε στο Mediapart μαρτυρίες 13 γυναικών που κατηγορούν τον Depardieu για σεξουαλικές επιθέσεις στη διάρκεια γυρισμάτων από το 2004 μέχρι 2022. Το Mediapart εκφράζει την άκρα αριστερά και τον δικαιωματισμό: αναφέρω την πολιτική τοποθέτηση του ιστοτόπου, διότι, αν ο Depardieu ήταν αριστερός, νομίζω πως δεν θα πρωτοστατούσε στις αποκαλύψεις εναντίον του. Στη συνέχεια, το καλοκαίρι του 2023, τρεις (γυναίκες) δημοσιογράφοι τού επίσης αριστερού ραδιοφωνικού σταθμού France Inter κατηγόρησαν τον Depardieu για ανάρμοστη συμπεριφορά· ακολούθησαν σχετικές μηνύσεις της ηθοποιού Hélène Darras και της δημοσιογράφου Ruth Baza.

Σύμφωνα με το Mediapart και τον ιστότοπο κριτικής στα ΜΜΕ Arrêt sur images, ο Gérard Depardieu έχει κάνει επανειλημμένως, ήδη από το 1977, απαράδεκτα σεξιστικές δηλώσεις: πράγματι, μεταξύ άλλων, σε συνέντευξή του στο αμερικανικό περιοδικό Film Comment παραδέχτηκε, με χαρακτηριστική ελαφρότητα, ότι οι βιασμοί ήταν μέρος της ταραγμένης εφηβείας του σε μια επαρχιακή πόλη της κεντρικής Γαλλίας. Αλλά, στη δεκαετία του 1970, οι Γάλλοι έβρισκαν χαριτωμένες όλες τις σεξουαλικές καταχρήσεις: όπως έχω γράψει στο παρελθόν, η γαλλική αριστερά, προτού συνετιστεί —ή υιοθετήσει τον κομμουνιστικό πουριτανισμό: όπως το δει κανείς— οργάνωνε εκστρατείες υπέρ της σεξουαλικής απελευθέρωσης των παιδιών· όποιος από μας έφριττε, τον θεωρούσαν σεμνότυφο και τον περιφρονούσαν. Κλείνω την παρένθεση. Εκείνη την εποχή λοιπόν, ουδείς έδειξε να ενοχλείται από τις χυδαίες καυχησιές του Γάλλου ηθοποιού: άλλωστε, βρισκόταν στο αποκορύφωμα της σταδιοδρομίας του πρωταγωνιστώντας σε ενδιαφέρουσες ταινίες, οι οποίες ωστόσο δεν θα μπορούσαν να γυριστούν σήμερα (π.χ. Les valseuses, Buffet froid) —παραήταν σεξιστικές και γενικότερα politically incorrect. Πάντως, το 1991, το κοινωνικό κλίμα είχε αλλάξει και το περιοδικό Time ανέσυρε τη συνέντευξη του 1977 με μια καινούργια συνέντευξη όπου ο Depardieu επιβεβαίωνε τα περί σεξουαλικής βίας στα νιάτα του: αυτή τη φορά έγινε, δικαίως, μεγάλη φασαρία και ο Depardieu αναγκάστηκε να τα μαζέψει κάνοντας λόγο για «λάθος στη μετάφραση» και καταλήγοντας ότι είχε υπάρξει «συνεργός βιασμού» αλλά όχι βιαστής. Τα γαλλικά ΜΜΕ, αντί να ερευνήσουν το ζήτημα, τσαντίστηκαν: πώς τολμούσαν οι «συντηρητικοί» και καθυστερημένοι Αμερικανοί να κακομεταχειρίζονται μια τιτανοτεράστια γαλλική προσωπικότητα; Και επιπλέον να αρνούνται στον Gérard το Όσκαρ;

Πέρασαν χρόνια κι ο Depardieu ξέπεσε: εκτός του ότι έκανε όλο και λιγότερο επιτυχημένες επιλογές —ταινίες όπως Βabylone A.D., Coco, O Aστερίξ στους Ολυμπιακούς Αγώνες— αποκαλύφθηκε πόσο ανάγωγος και αλλοπρόσαλλος ήταν· η ερωτοτροπία του με τη Ρωσία του Πούτιν, και με τον ίδιο τον Πούτιν, καθώς και η συστηματική του φοροαποφυγή (έχει μεταφέρει την έδρα του στο Βέλγιο) είναι δυο πρόχειρα παραδείγματα της ευτέλειάς του. Στο μεταξύ, πολλές ηθοποιοί και μέλη κινηματογραφικών συνεργείων —μεταξύ των οποίων η Emmanuelle Debever που αυτοκτόνησε— άρχισαν να εκφράζονται εναντίον του στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης: η σιωπή, για μερικούς η ομερτά, έδωσε τη θέση της σε μιντιακό λυντσάρισμα κατά το οποίο ο Gérard Depardieu ενοχοποιείτο ακόμα και για το ότι η Debever έπεσε στον Σηκουάνα και πνίγηκε.Πολλές γυναίκες, που βρίσκονταν σε υποδεέστερη ιεραρχική θέση στα κινηματογραφικά πλατώ, φαίνεται ότι υπέστησαν παρενόχληση —προτάσεις για σεξουαλικές υπηρεσίες επ’ αμοιβή— ή και βία: ο Depardieu νόμιζε ότι του επιτρέπονταν όλα· ακόμα και το να δείχνει το πέος του, να θωπεύει τις μαγικιέζ παρά τη θέλησή τους και να απευθύνεται στις γυναίκες με αισχρότητα.

Αλλά, μέχρι να προβληθούν σκηνές από ένα ντοκυμαντέρ του Yann Moix με τον Depardieu στη Βόρεια Κορέα (σημειώνω εδώ ότι oMoix είναι εξαιρετικά αντιπαθητικό και νοσηρό άτομο), πολλοί πίστευαν ότι οι κατηγορίες ήταν υπερβολικές κι ότι απλούστατα επρόκειτο για άνδρα παλαιάς κοπής, στον οποίον, λόγω «γενιάς» (λόγω μπουμεριάς), επιτρέπονταν τα κρύα σεξιστικά αστεία και το αναχρονιστικά άσεμνο λεξιλόγιο. Το 2018 ο Depardieu και ο Μοix κουβαλήθηκαν στη Βόρεια Κορέα με την ευκαιρία των 70 ετών του καθεστώτος: για όποιον ξέρει την πολιτεία του Moix, η ιδέα να γυρίσει ντοκυμαντέρ με τον Depardieu στην Πιονγιάνγκ δεν προκαλεί έκπληξη· ούτε τα λόγια που ακούγονται στα rushes που προβλήθηκαν πριν από λίγες εβδομάδες στο τηλεμαγκαζίνο Complément d’enquête προκαλούν έκπληξη. Ο ηθοποιός ξεστομίζει προστυχιές ακόμα και σχετικά με ένα δεκάχρονο κοριτσάκι.

Ωστόσο, αυτό που μου φαίνεται πιο ενδιαφέρον από τη χυδαία συμπεριφορά του Gérard Depardieu είναι οι αντιδράσεις. Από τη μία πλευρά, ακούγεται το επιχείρημα ότι πρόκειται για μεγάλο ηθοποιό και για εθνικό κεφάλαιο: pardon? Από πότε οι μεγάλοι ηθοποιοί και τα εθνικά κεφάλαια εξαιρούνται από τον νόμο ή/και την κοινωνική κριτική; Ακόμα και ο Εμμανουέλ Μακρόν έκανε φάουλ στηρίζοντας τον Depardieu με αυτό το χονδροειδές επιχείρημα, στο οποίο προσέθεσε, ευτυχώς, εκείνο του τεκμηρίου της αθωότητας: μα είναι δυνατόν ένας πρόεδρος της Δημοκρατίας να παρεμβαίνει σε συζητήσεις περί διασημοτήτων και, ακόμα χειρότερα, σε εκκρεμείς υποθέσεις της δικαιοσύνης; Είναι. Από την άλλη πλευρά, φεμινίστριες, δικαιωματιστές και ακτιβιστές του διαδικτύου φρύαξαν: η αντίδρασή τους περιέχει, όπως πάντοτε, ρητορική μίσους· όλοι αυτοί οι άνθρωποι και οι συλλογικότητες διατελούν σε μόνιμη υστερία αναζητώντας στόχους μεταξύ των «λευκών ανδρών» που υποτίθεται ότι κραδαίνουν τα προνόμιά τους. Υπό αυτή την έννοια, ο Depardieu είναι όντως ο τέλειος ένοχος. Τέλος, υπήρχαν και μερικοί που είπαν ότι πρέπει να ξεχωρίσουμε τον καλλιτέχνη από τον άνθρωπο: όταν ακούω τέτοιες κοινοτοπίες τις οποίες διατυπώνουν άτομα χωρίς προσωπικότητα με σκοπό να μη χαλάσουμε τις καρδιές μας, θέλω να σπάσω κάτι. Όσο για τη αντίδραση του Depardieu, δημοσίευσε ανοιχτή επιστολή στην εφημερίδα Le Figaro όπου έγραφε ότι δεν είναι ούτε βιαστής (όπως είπα υπήρξε «βοηθός βιαστή»), ούτε «αρπακτικό του σεξ»· αλλά, βεβαίως οι ισχυρισμοί του δεν έμειναν χωρίς απάντηση.

Το καίριο ερώτημα, το οποίο δεν αφορά μόνο την υπόθεση  Depardieu, είναι το πού τίθεται το όριο μεταξύ της βωμολοχίας και της σεξουαλικής βίας η οποία επιπλέον ασκείται ως κατάχρηση εξουσίας: η βωμολοχία είναι δυσάρεστη, αλλά δεν εμπίπτει στον νόμο όπως εμπίπτει η βία. Οι σύγχρονοι δικαιωματιστές, που πιστεύουν ότι ο ανθρώπινος πολιτισμός ξεκινά από τους ίδιους κι ότι οι παλαιότερες γενιές ζούσαν βαθιά μέσα στον βόρβορο της αρσενικής αυθαιρεσίας, επιδιώκουν την επιβολή αυταρχικών κανόνων, συγχέοντας την πρωτόγονη ανδρική συμπεριφορά —άσεμνα αστεία, σεξιστικές προσφωνήσεις, υπονοούμενα, απρεπείς χειρονομίες— με τη σεξουαλική εκμετάλλευση, τις επιθέσεις, τη σωματική και ψυχική βαναυσότητα. Όσο για εκείνους που θεωρούν τον Depardieu αθώοπαρότι δεν είναι— είτε φρονούν, όπως είπα, πως οι ισχυροί και δημοφιλείς άνδρες έχουν περισσότερα δικαιώματα και λιγότερες υποχρεώσεις από τους κοινούς θνητούς, είτε δεν κατανοούν ότι χρειαζόμαστε σαφείς κανόνες κοινωνικής συμπεριφοράς. Τουτέστιν, αμφότερες οι αντιμαχόμενες πλευρές έχουν άδικο. Προσθέτω εδώ πως το άδικο εντείνεται διότι υπεισέρχονται προσωπικά συμφέροντα και μεροληψίες: οι φίλοι του ηθοποιού τον στηρίζουν λόγω της στενής σχέσης μαζί του αμελώντας την ηθική όψη του ζητήματος· κι όσοι δεν τον χωνεύουν για διάφορους λόγους —πολιτικούς και επαγγελματικούς— δράττονται της ευκαιρίας να του αποδώσουν κατηγορίες οι οποίες μπορούν να τον οδηγήσουν στη φυλακή. Δεν είναι λίγοι εκείνοι που θα χαίρονταν να δουν έναν πλούσιο και διάσημο λευκό πίσω από τα σίδερα: ο φθόνος απέχει ένα θήτα από τον φόνο. Και συχνά, αν όχι πάντοτε, οι εκδηλώσεις της cancel culture έχουν αφετηρία τον φθόνο.

Η υπόθεση Depardieu καταδεικνύει την τρομερή επιρροή του διαδικτυακού όχλου που καταργεί το τεκμήριο της αθωότητας, υποκαθιστά τους θεσμούς της δικαιοσύνης, στήνει λαϊκά δικαστήρια και πυροδοτεί διχαστικά αισθήματα. Στο τσίρκο συμβάλλει η δόλια παρέμβαση των πολιτικών οι οποίοι ευθυγραμμίζονται με το φύσημα του ανέμου: σήμερα ο άνεμος φυσάει εναντίον των ανδρών με συμπεριφορά ανθρώπου των σπηλαίων —και δικαίως— αλλά αυτό δεν δίνει το δικαίωμα της ποινικοποίησής της μέσα στον εκκωφαντικό θόρυβο των εκρήξεων ηθικολογίας. Όσο ενοχλητικοί είναι οι άνδρες τύπου Depardieu (και Donald Trump: πρόκειται για προϊόντα του ίδιου εργοστασίου), τόσο ενοχλητικοί είναι οι φρουροί της αρετής μας.

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ