Κοσμος

Culture Wars: Πολιτιστικοί πόλεµοι και πόλεµοι πολιτισµών

Η σύγκρουση µεταξύ των αξιών που θεωρούνται παραδοσιακές ή συντηρητικές και εκείνων που θεωρούνται προοδευτικές ή αριστεροφιλελεύθερες

34585-78037.jpg
Δήμητρα Γκρους
ΤΕΥΧΟΣ 21ος αιώνας
3’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
Culture Wars: Πολιτιστικοί  πόλεµοι και πόλεµοι πολιτισµών
© Stephane Legrand / Getty Images

Η άµβλωση, η οµοφυλοφιλία, τα δικαιώµατα των τρανς, η πορνογραφία, η πολυπολιτισµικότητα, ο ρατσισµός θεωρούνται σήµερα το υλικό των πολιτιστικών συγκρούσεων

Πολιτιστικοί πόλεμοι υπήρχαν πάντοτε: οι ξεχωριστές κοινωνικές οµάδες αγωνίζονταν για κυριαρχία στο πεδίο των αξιών, των πεποιθήσεων και των πρακτικών που απορρέουν από αυτές. Απλώς, σε κάθε εποχή, είναι διαφορετικά τα θέµατα που προκαλούν κοινωνική διαφωνία και πόλωση. Ο πολιτιστικός πόλεµος περιγράφει «καυτά» ή «πολωτικά» κοινωνικά θέµατα στην πολιτική και στον δηµόσιο βίο — µερικά από αυτά προέρχονται από τα βάθη του 20ού αιώνα, ενώ άλλα έχουν έρθει στο προσκήνιο τα τελευταία είκοσι χρόνια. Αν και τα διχαστικά ζητήµατα φαίνονται περισσότερο οξυµένα στις Ηνωµένες Πολιτείες, παντού η άµβλωση, η οµοφυλοφιλία, τα δικαιώµατα των τρανς, η πορνογραφία, η πολυπολιτισµικότητα, ο ρατσισµός θεωρούνται σήµερα το υλικό των πολιτιστικών συγκρούσεων.

Ο όρος πολιτιστικός πόλεμος είναι ένα µεταφραστικό δάνειο από το γερµανικό «Kulturkampf» που επινόησε ο ανθρωπολόγος Rudolf Virchow (1821-1902) για να περιγράψει τη σύγκρουση µεταξύ πολιτιστικών και θρησκευτικών οµάδων στην εκστρατεία του 1871-1878 του καγκελάριου Otto von Bismarck εναντίον της επιρροής της Καθολικής Εκκλησίας. Στην Αµερική ο όρος υπονοεί τη σύγκρουση µεταξύ των αξιών που θεωρούνται παραδοσιακές ή συντηρητικές και εκείνων που θεωρούνται προοδευτικές ή αριστεροφιλελεύθερες. Αυτή η χρήση χρονολογείται από τη δεκαετία του 1920 όταν οι αστικές αξίες του βιοµηχανικού κόσµου ήρθαν σε αντιπαράθεση µε τις αγροτικές. Στη συνέχεια, επί αρκετές δεκαετίες, η µετανάστευση ανθρώπων –που οι παλαιότεροι Ευρωπαίοι µετανάστες θεωρούσαν «ξένους»– στις Ηνωµένες Πολιτείες ενέτεινε τις πολιτιστικές συγκρούσεις που είχαν συχνά εθνοθρησκευτικό περιεχόµενο.

Ο James Davison Hunter, κοινωνιολόγος στο Πανεπιστήµιο της Βιρτζίνια, επανεισήγαγε την έκφραση «πολιτιστικοί πόλεµοι» το 1991 στο «Culture Wars: The Struggle to Define America» περιγράφοντας µια δραµατική αναδιάταξη και πόλωση που µεταµόρφωνε την αµερικανική πολιτική και κουλτούρα. Ο Hunter υποστήριζε ότι σε έναν αυξανόµενο αριθµό «καυτών» θεµάτων —άµβλωση, πολιτική περί όπλων, διαχωρισµό εκκλησίας και κράτους, προστασία της ιδιωτικής ζωής, ψυχαγωγική χρήση ναρκωτικών, οµοφυλοφιλία, λογοκρισία— υπήρχαν δύο διακριτές πολικότητες. Η κοινωνία είχε διαιρεθεί 50%-50% αποτελώντας δύο αντιµαχόµενες οµάδες που δεν καθορίζονταν από τη θρησκεία, την εθνότητα, την κοινωνική τάξη ή ακόµη και τις πολιτικές πεποιθήσεις, αλλά µάλλον από ιδεολογικές κοσµοθεωρίες τις οποίες ονόµαζε Προοδευτισµό και Ορθοδοξία. Άλλοι έχουν υιοθετήσει τη διχοτόµηση µε διαφορετικές ετικέτες, όπως ο  Bill OReilly, ο συντηρητικός πολιτικός σχολιαστής και πρώην οικοδεσπότης του talk-show του Fox News «The OReilly Factor», o oποίος στο βιβλίο του «Culture Warrior» (2006) τόνιζε τις αντιθέσεις µεταξύ «προοδευτικών» και «παραδοσιακών».

Η ιστορικός Kristin Kobes Du Mez αποδίδει τους πολιτιστικούς πολέµους της δεκαετίας του 1990 στο τέλος του Ψυχρού Πολέµου. Γράφει ότι οι ευαγγελιστές έβλεπαν έναν συγκεκριµένο χριστιανικό ρόλο του ανδρικού φύλου ως τη µοναδική άµυνα των ΗΠΑ µπροστά στην απειλή του κοµµουνισµού. Όταν αυτή η απειλή ατόνησε µε το τέλος του Ψυχρού Πολέµου, οι ευαγγελιστές ηγέτες µετέφεραν την απειλή από τον ξένο κοµµουνισµό στις εγχώριες αλλαγές στους ρόλους των φύλων και στη σεξουαλικότητα. Στην πραγµατικότητα, αναδύθηκε και πάλι το ιδεώδες της χριστιανικής δηµοκρατίας.

Ο πολιτιστικός πόλεμος είχε σημαντικό αντίκτυπο στην αµερικανική πολιτική της δεκαετίας του 1990 και ο αντίκτυπός του ήταν παγκόσµιος. Η ρητορική του Χριστιανικού Συνασπισµού της Αµερικής (Christian Coalition of America) και ο νεοσυντηρητισµός (οι «neocons») άλλαξαν τους όρους της δηµόσιας συζήτησης στις αρχές της δεκαετίας του 2000: οι νεοσυντηρητικοί διέφεραν από τους αντιπάλους τους στο ότι ερµήνευαν τα προβλήµατα που αντιµετωπίζει το έθνος ως ηθικά και όχι ως οικονοµικά ή πολιτικά. Για παράδειγµα, είδαν την παρακµή της παραδοσιακής οικογενειακής δοµής ως µια πνευµατική κρίση που απαιτούσε µια πνευµατική απάντηση. Οι επικριτές κατηγόρησαν τους νεοσυντηρητικούς για σύγχυση αιτίας και αποτελέσµατος. Κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 2000, η ψήφος υπέρ των Ρεπουµπλικανών άρχισε να συσχετίζεται σε µεγάλο βαθµό µε παραδοσιακές θρησκευτικές πεποιθήσεις ενώ η ψήφος υπέρ των Δηµοκρατικών συσχετίστηκε περισσότερο µε τη φιλελεύθερη ή τη νεωτεριστική θρησκευτική πίστη και µε το να µην είσαι θρησκευόµενος. Η εµπιστοσύνη σε επιστηµονικά συµπεράσµατα, όπως η κλιµατική αλλαγή, συνδέθηκε επίσης στενά µε την ένταξη σε πολιτικά κόµµατα. Όπως έγραφε ο Andrew Hoffman, η κλιµατική αλλαγή είχε «εµπλακεί στους λεγόµενους πολιτιστικούς πολέµους».

Ενώ τα ζητήματα του παραδοσιακού πολιτιστικού πολέμου, ιδίως οι αµβλώσεις, αποτελούν ακόµα κοµβικό σηµείο, το πεδίο της σύγκρουσης διευρύνθηκε και εντάθηκε στα µέσα και στα τέλη της δεκαετίας του 2010. Ο Jonathan Haidt, συγγραφέας του “The Coddling of the American Mind”, σχολίασε τον ρόλο των social media στον «πόλεµο» µεταξύ των νέων προοδευτικών και των συντηρητικών θρησκευοµένων —ιδιαίτερα από το 2012— ο οποίος είχε «µεταµορφωτικά αποτελέσµατα στην πανεπιστηµιακή ζωή και αργότερα στην πολιτική και στον πολιτισµό σε όλο τον αγγλόφωνο κόσµο». Ο Ντόναλντ Τραµπ συνέβαλε στην όξυνση των αντιθέσεων πρωτοστατώντας σε µια πολιτική αδιάκοπου πολιτιστικού πολέµου και καταγγέλοντας το κίνηµα Black Lives Matter, τις διαµαρτυρίες για τον εθνικό ύµνο των ΗΠΑ, την κλιµατική αλλαγή, την εκπαιδευτική πολιτική, την πολιτική υγειονοµικής περίθαλψης συµπεριλαµβανοµένης της Obamacare, καθώς και την πολιτική υποδοµών.

Τα δικαιώµατα των τρανσέξουαλ και ο ρόλος της θρησκείας στη νοµοθεσία προσδιορίστηκαν ως «νέα µέτωπα στον πολιτιστικό πόλεµο» από τον πολιτικό επιστήµονα Jeremiah Castle, καθώς η πόλωση της κοινής γνώµης σε αυτά τα δύο θέµατα φαίνεται casus belli. Casus belli θεωρήθηκε το 2020, κατά τη διάρκεια της πανδηµίας του COVID-19, ακόµα και η προστατευτική µάσκα: αν και πολλοί, όπως ο κυβερνήτης της Βόρειας Ντακότα, Doug Burgum, χαρακτήρισαν την αντίσταση στη χρήση µάσκας «ανούσιο» ζήτηµα πολιτιστικού πολέµου που θέτει σε κίνδυνο την ανθρώπινη ασφάλεια, ο πληθυσµός χωρίστηκε στα δύο — το φαινόµενο του διχασµού ήταν παγκόσµιο. Αν και στον Καναδά, στην Αυστραλία, σε χώρες της Ευρώπης και της Αφρικής, τα ζητήµατα που δηµιουργούν πόλωση διαφέρουν από εκείνα των ΗΠΑ, στην πραγµατικότητα πρόκειται για µια διελκυστίνδα µεταξύ παράδοσης και ρήξης µε την παράδοση.

Από την εποχή που ο Hunter εισήγαγε για πρώτη φορά την έννοια των πολιτιστικών πολέµων στην αµερικανική ζωή, η ιδέα έχει αποτελέσει αντικείµενο ερωτηµάτων σχετικά µε το εάν οι «πολιτιστικοί πόλεµοι» είναι πραγµατικό φαινόµενο και αν ναι, αν το φαινόµενο αυτό είναι αιτία ή απλώς αποτέλεσµα της συµµετοχής σε οµάδες, όπως πολιτικά κόµµατα και θρησκείες. Οι πολιτιστικοί πόλεµοι έχουν επίσης επικριθεί ότι είναι τεχνητές, επιβεβληµένες ή ασύµµετρες συγκρούσεις, παρά αποτέλεσµα αυθεντικών διαφορών µεταξύ των πολιτισµών.

* Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην ειδική έκδοση για τα 20 χρόνια Athens Voice «Επιβιώνοντας στον 21ο αιώνα - Οι πολιτικές, οι τάσεις, τα ρεύµατα της εποχής µας», σε επιµέλεια Σώτης Τριανταφύλλου

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ