Μουσικη

Alan Parsons: Ο αρχιτέκτονας της Σκοτεινής Πλευράς του Φεγγαριού

Μια νύχτα στην Αθήνα και μια συζήτηση με έναν από τους πιο εφευρετικούς και πρωτοποριακούς παραγωγούς ήχου του πλανήτη

chris_kissadjekian.jpg
Χρήστος Κισατζεκιάν
5’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
Στιγμιότυπο από τη συναυλία του Alan Parsons στην Αθήνα το 2004
© Χρήστος Κισατζεκιάν

Ο Χρήστος Κισατζεκιάν μοιράζεται σπάνιες εικόνες από τη συναυλία του Alan Parsons στην Αθήνα, τον Οκτώβριο του 2004, στο Gagarin 205 και όσα συζήτησε μαζί του

Σαν αυτή την Κυριακή 20 Δεκεμβρίου πριν εβδομηνταδύο χρόνια γεννήθηκε ο Alan Parsons. Τα (μνημειώδη) έργα και οι (λαμπρές) ημέρες του τον θέλουν να μετρά μέχρι στιγμής δεκατρείς υποψηφιότητες για βραβείο Grammy. Όμως μην συνεχίσω να πληκτρολογώ επ’ αυτού. Μου φτάνει και μου περισσεύει το εξής: τούτος ο υπέρτατος μάστορας της τεχνολογίας του ήχου είναι (συν)υπεύθυνος για τις αμέτρητες ώρες μοναδικής απόλαυσης που μας χάρισαν τέσσερα μεγαλειώδη/μνημειώδη έργα της σύγχρονης μουσικής: «Abbey Road» και «Let It Be» των Beatles και «Atom Heart Mother» και «Dark Side of the Moon» των Pink Floyd.

Η σταδιοδρομία του ξεκίνησε εντυπωσιακά από τα «αποδυτήρια» το λοιπόν αφού η πρώτη του επαγγελματική δουλειά που ανέλαβε ως βοηθός μηχανικού ήχου, ήταν πράγματι το ασυναγώνιστο «Abbey Road» των Beatles. Αμέσως μετά τη διάλυση των θρυλικών Σκαθαριών, ηχογράφησε πλέον ως ηχολήπτης τα «Wildlife» και «Red Rose Speedway» των Wings του Paul McCartney. Όμως, όσο απίστευτο κι αν ακούγεται, όλα αυτά δεν ήταν παρά μόνο η αρχή. Διότι η παγκόσμια καταξίωσή του ως ενός από τους πιο εφευρετικούς και πρωτοποριακούς παραγωγούς ήχου του πλανήτη ήρθε στα 1974 με το «Dark Side Of The Moon» των Pink Floyd, έχοντας ήδη συμμετάσχει και στο επικολυρικό «Atom Heart Mother». Και τα δυο τους -με επικρατέστερο το δεύτερο- αποτελούν (μαζί με όλα τα άλλα ηγετικά χαρακτηριστικά τους) πρότυπο παραγωγής που -κυριολεκτικά-διδάσκεται στα ανώτατα εκπαιδευτικά ιδρύματα Μουσικής της Υφηλίου.

Η υποψηφιότητά του Parsons για βραβείο Grammy το 1974 -θυμίζω, μια από τις δεκατρείς της καριέρας του!- ανάμεσα σε κολοσσιαίους συνάδελφούς του, τον οδήγησε με σιγουριά στα επόμενα βήματά του που τον ήθελαν μεταξύ άλλων υπεύθυνο για τον διαχρονικό ήχο των άλμπουμ «Psychomodo» (Cockney Rebel), «Modern Times» (Al Stewart) και «Ambrosia» (Ambrosia). Όσο για σένα που δεν υπήρχες τότε σε αυτές τις τέσσερεις διαστάσεις, να σου θυμίσω πως αυτός εδώ ο διδάσκαλος φταίει σε μεγάλο βαθμό για τον καλύτερο δίσκο που έχει ξεγεννήσει ως και σήμερα ένας σύγχρονος γητευτής των συχνοτήτων. Αναφέρομαι φυσικά στο «The Raven That Refused To Sing» του γνήσιου απογόνου του, του Steven Wilson!

«Ήμουν αρκετά νέος όταν μου ανέθεσαν την κονσόλα του “Dark Side Of The Moon” και ως εκ τούτου η εμπειρία μου ήταν ακόμη σχετικά μικρή, οπότε το θεώρησα πολύ μεγάλη πρόκληση…» μου ανέφερε μεταξύ άλλων ο Alan Parsons στην τηλεφωνική μας συνέντευξη λίγες μέρες πριν την συναυλία του στο Gagarin 205. «Μην ξεχνάμε ότι οι Pink Floyd την εποχή εκείνη ήταν ήδη τεράστιο όνομα στο χώρο της ηλεκτροδοτούμενης μουσικής. Υπήρξε λοιπόν ένα τεράστιο βήμα ετούτο στην όλη μου πορεία. Μια μεγάλη στιγμή για μένα. Έτσι λοιπόν θα είμαι μια για πάντα ευγνώμων απέναντί τους. Διότι κακά τα ψέματα, εάν δεν είχα δουλέψει ως μηχανικός ήχου σε αυτό το πολυπλατινένιο έργο, το πιθανότερο είναι πως οι Alan Parsons Project δεν θα είχαν προκύψει ποτέ…»

Όσον αφορά το πιο γνωστό του κύημα ως μουσικοσυνθέτη, το «Tales Of Mystery And Imagination» κυκλοφόρησε τον Ιούνιο του 1976 και αποτέλεσε το φαντασμαγορικό ντεμπούτο του ως συνθέτη, στιχουργού, ενορχηστρωτή, κιθαρίστα, κιμπορντίστα και πολυοργανίστα γενικώς. Ήταν ένας… «κινηματογραφικός» (ήτοι ατμοσφαιρικότατος) φόρος τιμής στον συγγραφέα τρόμου και φαντασίας Edgar Alan Poe. «Στη δική μας την εποχή, στη δική μας γενιά, η ανάγνωση βιβλίων ήταν μια από τις κυριότερες πηγές ψυχαγωγίας» μου εξήγησε ο δημιουργός, «…και ο Poe γαλούχησε καίρια αμέτρητους φίλους του μυστηρίου όπως είμαι κι εγώ».

Στιγμιότυπο από τη συναυλία του Alan Parsons στην Αθήνα το 2004
© Χρήστος Κισατζεκιάν

Όπως άφηνε ξεκάθαρα να εννοηθεί το όνομα εκείνης της σύναξης διακοσίων και πλέον μουσικών, επρόκειτο για ένα ελευθέρας μορφής και σύστασης project που θα μεταβαλλόταν εσαεί ανάλογα με τις εκάστοτε ανάγκες του εγχειρήματος. Όπως και αποδείχθηκε άλλωστε με την πάροδο του χρόνου. Έτσι λοιπόν σε αυτό το κορυφαίο έργο του βρίσκαμε ονόματα επώνυμων συνεργατών όπως οι Arthur Brown, Eric Woolfson, John Miles, Francis Monkman, Kevin Peek. κ.α. Όσο για την ατμοσφαιρική αφήγηση που λειτουργεί ως υποβλητική εισαγωγή στα όσα το άλμπουμ εξιστορείται, ανήκει σε έναν από τους σημαντικότερους σκηνοθέτες και ηθοποιούς του περασμένου αιώνα: τον Orson Welles. Διόλου περίεργο λοιπόν το γεγονός της πασιφανούς επιδραστικότητας που είχε ο Parsons και τα ηχητικά του κομψοτεχνήματα σε πάμπολλες μπάντες του λυρικού progressive rock εδώ και τέσσερις δεκαετίες.

ALAN PARSONS LIVE PROJECT – Gagarin 205, Αθήνα, Σάββατο 9 Οκτωβρίου 2004

Μουσικότητα. Αν θα έπρεπε να επιλέξω μία και μόνο λέξη που να περικλείει τα τεκταινόμενα κείνο το Σαββατόβραδο, αυτή είναι η Μουσικότητα. Λυρισμός και άκρατος επαγγελματισμός εις γάμου κοινωνία. Αυτό αντιμετωπίσαμε λοιπόν όσοι τιμήσαμε το (τότε) τριαντάχρονο έργο του guru της τεχνολογίας του ήχου.

Στιγμιότυπο από τη συναυλία του Alan Parsons στην Αθήνα το 2004
© Χρήστος Κισατζεκιάν

To όλο θέαμα υπήρξε χορταστικότατο, με την επιβλητική φυσιογνωμία του μουσικοσυνθέτη να δεσπόζει στο κέντρο της σκηνής. Πάνω σε μια δική του υπερυψωμένη εξέδρα, ο μεγαλόσωμος και συνάμα μεγαλόπνοος ηγέτης επέβλεπε ενορχηστρώνοντας διακριτικά -μα καίρια- τους πάντες και τα πάντα, με ακρίβεια μαθηματική. Το ακρόαμα αποδείχθηκε πολυποίκιλο, αφού το δίωρο setlist κατάφερε να χωρέσει σχεδόν όλα τα αγαπημένα μας hit singles του παρελθόντος, με τρεις μονάχα αναφορές στο πιο πρόσφατο, πειραματικά «ηλεκτρονικό» «A Valid Path». Και γράφω σχεδόν, αφού η έλλειψη της αξεπέραστης μπαλάντας «Some Other Time» έγινε αισθητή από όλους μας… Όμως μη τρελαθούμε. Μιλάμε για μια δισκογραφία δεκαπέντε δίσκων, λογικό και επόμενο να μείνει κάτι απ’ έξω.

Στιγμιότυπο από τη συναυλία του Alan Parsons στην Αθήνα το 2004
© Χρήστος Κισατζεκιάν

Από τους υπόλοιπους πέντε μουσικούς επί σκηνής, ο Godfrey Townsend (μέλος των John Entwistle Band, Dave Mason, Jack Bruce) ήταν αυτός που κέρδισε τις εντυπώσεις με τα ανατριχιαστικά κιθαριστικά του ξεσπάσματα. Αντίστοιχα τίμησε το πλουσιότατο βιογραφικό του όμως και ο Steve Murphy (τυμπανιστής των Sting, John Entwistle, Steve Lukather, Company Of Wolves), με τις ταυτόχρονες φωνητικές του ερμηνείες να τον καθιστούν εν τέλει χαρισματικό.

Στιγμιότυπο από τη συναυλία του Alan Parsons στην Αθήνα το 2004
© Χρήστος Κισατζεκιάν

Το κυρίως πρόγραμμα έκλεισε προβλέψιμα πλην όμως εντυπωσιακά με το διάσημο δίδυμο «Sirius/Eye In The Sky» και για το μεγάλο encore επιλέχθηκαν τα «Dr. Tarrand Professor Fether», «Old & Wise», όπως και το πασίγνωστο χιτ σινγκλ «Games People Play» από το πλατινένιο «The Turn Of A Friendly Card» του 1980 που έκλεισε την αυλαία με ρυθμικά χειροκροτήματα από τους (το πολύ) πεντακόσιους παρευρισκόμενους. Μια συμμετοχή που δεδομένης της σημαντικότητας/μοναδικότητας της βραδιάς με ήθελε προσωπικά βαθιά απογοητευμένο.

Στιγμιότυπο από τη συναυλία του Alan Parsons στην Αθήνα το 2004
© Χρήστος Κισατζεκιάν

Στιγμιότυπο από τη συναυλία του Alan Parsons στην Αθήνα το 2004
© Χρήστος Κισατζεκιάν

Στιγμιότυπο από τη συναυλία του Alan Parsons στην Αθήνα το 2004
© Χρήστος Κισατζεκιάν

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ