Βιβλιο

Δημήτρης Πετσετίδης:Το ποτάμι της άγριας και της καλής μνήμης

Τα τελευταία είκοσι ένα διηγήματα που μας άφησε φεύγοντας, στο βιβλίο «Μακριά απ’ το ποτάμι».

316546-624073.jpg
Δημήτρης Ραυτόπουλος
ΤΕΥΧΟΣ 738
2’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
biblio1.jpg

Ο Δημήτρης Ραυτόπουλος, ο σημαντικότερος Έλληνας κριτικός λογοτεχνίας, γράφει για το βιβλίο «Μακριά απ’ το ποτάμι» του Δημήτρη Πετσετίδη (εκδόσεις Καστανιώτη).

«Τότε, με το τέλος του πολέμου, εμείς δεν είδαμε ησυχία, σε άσχημες καταστάσεις πάλι μπλέξαμε».

Στον πόλεμο και στις «καταστάσεις» εκείνες ζουν, πεθαίνουν (σκοτώνονται, κατά προτίμηση) ή ξενιτεύονται οι ήρωες του Δημήτρη Πετσετίδη, στα τελευταία είκοσι ένα διηγήματα που μας άφησε φεύγοντας για πάντα, πριν δυο χρόνια ακριβώς. Η θεματογραφία του χρονικά συμπίπτει με τον βίο του (1940-2017), είναι καθαρά βιωματική, με αυτοβιογραφικό κέντρο την παιδική και εφηβική ηλικία, στη γενέτειρα Σπάρτη και τη Λακωνία: μια περιοχή φοβερά δοκιμασμένη από την αποχαλίνωση των παθών, την αυτοδικία και την κακουργία ιδίως των νικητών του εμφυλίου. 

Η εμπειρία αυτή τοποθετείται σε μια ενδοχώρα, θα την έλεγα, από βίους, σχέσεις, αναμνήσεις προηγούμενων γενεών, από ό,τι λέγεται ζωντανή παράδοση και τοπικότητα. 

Ιδιαίτερη πτυχή, σ’ αυτή την «Κατάσταση» –όπως την έλεγαν ουδετεροποιώντας τον φονικό χαρακτήρα της– ήταν η τερατώδης συνάντηση της παιδικής ηλικίας με τον θάνατο και την κτηνωδία, κάτι που χρωματίζει βαριά την επιβεβαιωμένη «κοινοτοπία του κακού»: ο εμφύλιος, ο πιο «δημοκρατικός» πόλεμος, έλυνε τα χέρια στα ορμέμφυτα, τη μνησικακία και την κατωτερότητα· ο φόνος γινόταν συνηθισμένο, καθημερινό συμβάν, επεισόδιο στο καφενείο, κάτι σαν μια παρτίδα τάβλι: «Μια ανοιξιάτικη ημέρα του Απριλίου του 1947, ενώ έπινε τον καφέ του στην πλατεία του χωριού, ο γνωστός δολοφόνος Γιάννης Παύλακας […] κάθισε σε μια καρέκλα απέναντί του και χωρίς περιστροφές τον ρώτησε: “Εσύ είσαι, ρε παλικάρι, ο Κώστας ο Κροκεάτης;” Και πριν ο άλλος προλάβει να του απαντήσει, τον πυροβόλησε στην καρδιά».

Η συνέχεια του διηγήματος είναι… πραγματική συνέχεια: «Ο πατέρας του Κώστα είχε εκτελεστεί τον Νοέμβριο του 1943 μαζί με άλλους κατοίκους του χωριού από τους Γερμανούς. Κουκουλοφόροι συγχωριανοί είχαν καταδώσει τους άτυχους πατριώτες στους κατακτητές». 

Η συνέχεια: «Όταν έφυγαν οι Γερμανοί, ενώ είχαμε τα δικά μας εδώ και βγάζαμε τα μάτια μας μεταξύ μας –λύνανε οι άλλοι τις διαφορές τους με τα όπλα κι εμείς υποφέραμε και από την αγριάδα των μεν και από την αγριάδα των δε–, τότε η Λιάκαινα σε κατηγόρησε με ψέματα στον Κουκορό το φονιά…»

Προφανώς ο συγγραφέας τοποθετείται στην παράταξη των ηττημένων του εμφυλίου, αλλά έχει απορρίψει τις παρωπίδες: «Όλοι φταίνε, όλοι μαζί τα κάνανε αυτά που γίνηκαν τότε. Και οι μεν και οι δε», λέει ένα δευτερεύον πρόσωπο. Και επικαλείται δυο αντίθετα επεισόδια, όπου, χωρίς να κατονομάζονται, γίνεται φανερό ποιοι είναι οι… «μεν» και ποιοι οι «δε». («Στο πρακτορείο», σ. 89)

Οι ένοπλες συγκρούσεις ελάχιστα περιγράφονται (στο διήγημα «Προδοσία» π.χ.) γιατί ο πόλεμος έχει κριθεί: «Τα κεφάλια των δυο φίλων εκτέθηκαν αρχικά στην πλατεία του χωριού του Σταύρου και εν συνεχεία στην πλατεία του χωριού του Θεοφίλη»…

Κυριαρχούν οι τρομοκράτες, από εκδικητές μόνιμοι πια φονιάδες, με εξασφαλισμένη ατιμωρησία· είδος «εν επαρκεία» που αναδύεται από τα σπλάχνα του «λαού» με την παραμικρή ευκαιρία στην ιστορία: Προκάς, Παύλακας, Χρωμέας, Γιαννάκος… είναι τα ψευδώνυμα γνωστών αρχιτρομοκρατών που αιματοκύλησαν τη Μάνη. «…ο Γιαννάκος δολοφόνησε περισσότερους από χίλιους ανθρώπους. Λένε ότι ηδονιζόταν να βασανίζει και να σκοτώνει» («Εν τιμή», σ. 138). Δεν βασανίζει μόνο μέχρι θανάτου, για ασήμαντη αιτία –μια μάνα επειδή ο γιος της έφυγε από το χωριό χωρίς την άδειά του– αλλά προσπαθεί να σκοτώσει και την ψυχή: «Έβαλε το γιο να σκοτώσει τη μητέρα του και τον άφησε να φύγει, για να ηδονίζεται καθώς έβλεπε το σαλεμένο λογικό στα τρομαγμένα μάτια του παιδιού». (σ. 142)
Αν είναι μονοθεματική αυτή η συλλογή διηγημάτων, το «μόνο» θέμα της, πέρα από τη φρίκη της τρομοκρατίας, είναι η απώλεια και η απομάκρυνση, η νοσταλγία των φίλων και συγγενών, η μετανάστευση, η χαμένη ομορφιά της φύσης και η ισοπεδωτική «πρόοδος». «…ας όψεται η μετανάστευση που ερήμωσε τα χωριά», καταλήγει μια «οικογενειακή ιστορία» (τίτλος του διηγήματος). Και στο διήγημα «Μυλωνάς»: 

makria_apo_to_potami-2.jpg
«Τα σπίτια στο ποτάμι ερήμωσαν, δεν μένει πια κανείς, οι μύλοι γκρεμίστηκαν, τα βαγένια τους σάπισαν. Τη φτερωτή του δικού μας μύλου την είχα παρατήσει στην κάμαρα κάτω από το σπίτι μου. Μου την έκλεψαν, κλέβουν όλα τα σιδερικά». «Κι έμεινε ερημωμένη η Βαρδούνια, ο μύλος, η “Νερατζιά”, χάθηκε μέσα σ’ ένα βουρκότοπο γεμάτο βάτα, βούρλα, κισσούς και αγριόχορτα, το βαγένι του σάπισε». 

Υπάρχουν πολλές σελίδες με αυτοβιογραφική αφετηρία, κομμάτια από οικογενειακές ιστορίες, από τις δύσκολες σχέσεις με τον πατέρα, από τους πρώτους έρωτες, από τη στρατιωτική θητεία κατά την επταετία της χούντας, από τα επαγγέλματα και τις φιλίες.
Όλα τα παρασύρει το ποτάμι του χρόνου, από τη μνήμη στη λήθη, με τη νοσταλγία πέρα από τη φθορά και την απώλεια. 

Ο Δημήτρης Πετσετίδης έμεινε πιστός στο διήγημα όσο ελάχιστοι στη γραμματεία μας. Τα σαράντα χρόνια της λογοτεχνικής παρουσίας του κλείνουν με τη συλλογή αυτή, τελευταίο εγκάρδιο νεύμα, μακριά από το ποτάμι.

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ