Βιβλιο

Γιώργος Σκαμπαρδώνης: «Απεχθανόμουνα τους φλώρους πάντα»

Ο μεγάλος Σαλονικιός πεζογράφος για το ημι-αυτοβιογραφικό «Λεωφορείο» του

2642-204777.JPG
Δημήτρης Φύσσας
ΤΕΥΧΟΣ 665
5’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
322713-651101.jpg

Ένα τρομερό αμάλγαμα από νυχτερινά μαγαζιά, γειτονιές, οικογενειακές ιστορίες, σχολεία, «πιάτσες» (με την έννοια του Ζάχου), τραγούδια, ποδόσφαιρο, κολύμπι, επιρροές Γάλλων και άλλων συγγραφέων, απίθανες προσωπικότητες και περιστατικά, όλα αυτά κι άλλα τόσα –πλαστά, «αληθινά» και ανάμικτα–, όμως χωνεμένα, αναπλασμένα επί το «σαλονικότερον» και υφολογικά ενιαία που καλύπτουν από τα τέλη του ’50 μέχρι σχεδόν τις μέρες μας (αλματικά μέσα στο χρόνο), με «όχημα» το ταξίδι ενός λεωφορείου από τη μια άκρη της Θεσσαλονίκης μέχρι την άλλη: ιδού μια  αμυδρή ιδέα από τι συναπαρτίζεται το δυσταξινόμητο «Λεωφορείο» (εκδόσεις Πατάκης) του μείζονος πεζογράφου Γιώργου Σκαμπαρδώνη. 

Συζητώντας μαζί του, προσπάθησα να «βγάλω» ό,τι παραπάνω ήταν δυνατό για το μεγάλης αξίας  κείμενο.  

Το «Βγάζοντας εισιτήριο», το εισαγωγικό σου κείμενο στο βιβλίο, μοιάζει σαν εκλαϊκευμένη διακήρυξη της Θεωρίας Λογοτεχνίας που ακολουθείς…
skampardwnhs.jpg
Είναι ένα ξεκαθάρισμα. Να μη θεωρηθεί πως κάνω μια τυπική βιογραφία με βάση κάποια προηγούμενη πραγματικότητα. Το κείμενο ρέει με αυθάδεια, μη παρατακτικά, παρότι η δομή είναι παρατακτική (σε στάσεις) και μειγνύει μνήμες, πρόσωπα, χρόνους, περιοχές και τόνους σε δοσολογίες υποκειμενικής αξίας. Από το θάμβος στον αυτοσαρκασμό και από τη γνώση στην υπονόμευση. Από το κάποτε υπάρχον στη μεταμόρφωση, και από την αιωνιότητα των μνημείων στην αέναη μεταβολή της πόλης. Από την επιπόλαιη θαυμαστική νεότητα στις νέες αυταπάτες της τρίτης ηλικίας. Κατά βάση, θέλω να πω, δεν είναι παρά ένα κείμενο που ανήκει στον εαυτό του, και τίποτε άλλο. Άσχετα από πού και πώς πολλαπλώς εμπνέεται.

...Ενώ τα κεφάλαια των λεωφορειακών στάσεων μπορούν να θεωρηθούν η εφαρμογή της θεωρίας αυτής.
Δεν είναι τόσο εφαρμογή, όσο επισήμανση πως δεν πρόκειται για ρεπορταζιακές καταγραφές πραγματικότητας. Και να είναι, πιο μεγάλη σημασία έχει το ύφος και ο τρόπος αφήγησης, η μείξη και ο ρυθμός. Ότι, με πρόσχημα την ελλειπτική βιογραφία, είναι πιο πολύ Λογοτεχνία, παρά η θέληση να αφηγηθώ επεισόδια απ’ τη ζωή μου. Είναι κι αυτό, αλλά πιο μεγάλη σημασία έχει ο τρόπος αφήγησης. Το παίγνιο. Οδυνηρό, κωμικό, ή και τα δυο μαζί, σε πυκνή-χαλαρή μη-χορογραφία.

Πόσα κεφάλαια-στάσεις αποτελούν το βιβλίο-λεωφορείο;
Έχει τυπικά δέκα εννιά κεφάλαια, δέκα εννιά στάσεις. Αλλά υπάρχει διαπήδηση στις ιστορίες, φλας μπακ, αψιδωτές συνδέσεις, υπορροές και θεληματικές επαναλήψεις κι αντανακλάσεις ώστε να δημιουργείται συνοχή ύφους και σε βαθύτερα, πιο οργανικά στρώματα.

…Και ποιος το οδηγεί; Ο συγγραφέας, ο αναγνώστης, η πόλη, κάποιος ανώνυμος οδηγός; Προφανώς ο συγγραφέας. Αλλά ποιος είναι ο συγγραφέας; Είναι και ο άλλος, και ο πριν, και ο φαντασιακός, και ο έτερος, και η πόλη, και η μνήμη, και η πολλαπλή όραση και το παρελθόν και η ίδια η μεταβολή του αφηγητή μέσα στον χρόνο, καθώς, όμως, ο ίδιος διαρκώς αυτοπαρατηρείται και αυτο-υπονομεύεται για να μην ξεπέσει στην αυταρέσκεια. Στον ακκισμό.

Δεν είναι κάπως νωρίς για μια Αυτοβιογραφία, έστω και «ημι-», έστω και ανακατωμένη με επινοημένα ή αλλότριας προέλευσης στοιχεία;
Τυπικά αυτό το ξέρει μόνο ο επουράνιος εισαγγελέας. Αν ζήσω καμιά δεκαριά χρόνια ακόμα, ίσως είναι νωρίς. Αν φτάσω στα χρόνια του Γλέζου, τότε είναι πάρα πολύ νωρίς. Αλλά έτσι κι αλλιώς, όπως λέω και στο βιβλίο, είναι όντως πολύ νωρίς σε κάθε περίπτωση, εφόσον, άσχετα πόσο θα ζήσουμε, η αλήθεια είναι πως δεν θα πεθάνουμε ποτέ. Εξάλλου, όπως είπα, το βιβλίο είναι τελικά το κείμενο καθεαυτό. Μια διαδρομή ενός ανθρώπου, με πολλά εσωτερικά στοιχεία, υποκειμενικά, γραμμένη σε ένα θεληματικά μεικτό ύφος. Όλα είναι ένα πρόσχημα για τις οπλές των λέξεων. Εξ αποτελέσματος, θέλω να πω.
  
Θέλω τώρα να σε ρωτήσω αν μπορείς να προσδιορίσεις ποιος είναι ο κύρος παράγοντας που σε διαμόρφωσε συγγραφικά.
Νομίζω το πιο μοιραίο για ένα συγγραφέα είναι η από πολύ νωρίς επιλογή του τόνου. Ποιος τόνος σού αρέσει πιο πολύ; Του Ροΐδη, του Σικελιανού, του Ρίτσου, του Εμπειρίκου; Του Σεφέρη, ή του Σκαρίμπα; (Να μην αναφέρω ξένους και μπερδευτούμε). Ή, μια μίξη διαφόρων που ταιριάζει στην ιδιοπροσωπία σου; Από εκεί ξεκινούν τα πάντα. Κατόπιν όλα εξελίσσονται με βάση αυτό, αν το έχεις μέσα σου αποφασίσει, ως κυρίως αφετηρία όρασης και κύμανσης.

Από τα χρόνια του ’60, ’70 και ’80 προκύπτει «ανελέητο» (δική σου, ολοένα επανερχόμενη λέξη) και συνεχές γλέντι, κραιπάλη, σαρκασμός και χαβαλές. Ήταν η Θεσσαλονίκη, ήταν η εποχή, ήταν ο συνθήκες, ήταν η ηλικία σου – τι ήταν;
Ήταν η εποχή, ήταν η ελευθερία της φτώχειας μας, ήταν η προσωπική περιέργεια και θέληση, η τύχη, η νεότητα, η αναζήτηση. Δεν μπορούσα να ησυχάσω. Ήθελα να τα καταπιώ όλα, να τα μάθω όλα, να ζήσω με όλους. Ύπνος δεν μου κολλούσε. Προσωπικά το ένιωθα ως μια διαρκή διδασκαλία. Μάθαινα, ρουφούσα, ζούσα. Καιγόμουν. Δεν έπρεπε να αφήσω τίποτε απέξω. Θέλησα να ρισκάρω. Να ζήσω τα πάντα χωρίς προκατάληψη και κομφορμισμούς. Να μιλάμε για τον Προυστ, ενώ ήμασταν στο πιο φριχτό σκυλάδικο, μεθυσμένοι άγρια. Να απαγγέλλω Εμπειρίκο σε μια όμορφη, λούμπεν πόρνη.  Δεν το έβρισκα ασύμβατο. Να παίζω χαρτιά, πόκα, μερόνυχτα, με σκληρά μούτρα που όμως τα έβλεπα ως αγίους. Και πραγματικά ήταν, τώρα που το ξανασκέφτομαι. Απεχθανόμουνα τους φλώρους, πάντα. Τους άδαρτους. Εκείνους που δεν έφαγαν ποτέ πραγματικό ξύλο. Ούτε έδωσαν. Ζούσαν πάντα μέσα στην πόζα. Εκείνη η πυρακτωμένα ξοδεμένη ζωή είναι η τωρινή αντιμισθία μου.

Στο βιβλίο σου «παρελαύνουν» αναρίθμητα πρόσωπα, δημόσια και ιδιωτικά, υπαρκτά και επινοημένα και ημικατασκευασμένα και σύμμικτα. Θες ν’ αναφέρεις τα σημαντικότερα, από τη συγγραφική σκοπιά; 
Από συγγραφική σκοπιά για μένα ήταν πιο σημαντικά κάποια εντελώς ασήμαντα πρόσωπα. Καθημερινοί άνθρωποι, που προφανώς για σκοτεινούς λόγους τους καταύγαζα ως μοναδικούς. Είναι προσωπικό θέμα το τι αντιπροσωπεύουν οι άλλοι. Εμείς νοηματοδούμε τα πάντα με αυθαίρετο κατά βάθος τρόπο. Οι συγγραφείς και οι καλλιτέχνες με δίδασκαν σε άλλο επίπεδο, τεχνικό, ηθικό, ή γνώσεων. Δεν μ’ ενδιέφεραν λογοτεχνικά, γιατί ένιωθα πως έχουμε διαφορετική όραση. Ασύμβατο ντορό. Πιάναμε διαφορετικές μυρωδιές, οπότε συγγραφικά μ’ άφηναν αδιάφορο.

Tι μπορεί να σημαίνει το «Λεωφορείο» σ΄ ένα νεαρό Σαλονικιό, ας πούμε κάτω από τα 30 ή 35;…
Μπορεί να μη σημαίνει τίποτε, μπορεί πολλά, με έναν δικό του τρόπο. Αλλά μήπως γιατί ενδιαφέρει όλο τον κόσμο, επί αιώνες, η Τροία και ο Αχιλλέας, ή ο Αίαντας ο Τελαμώνιος; Τι τον νοιάζει το Βιετνάμ, ή ο Μένγκελε και βλέπει σχετικές ταινίες; Τι τον νοιάζει η Κολομβία και διαβάζει Μάρκες; Το λογοτεχνικό βιβλίο πλέει προς παντού και προς τους πάντες. Το θέμα, ο τόπος ή ο χρόνος, είναι προσχηματικά, όπως είπα. Δεν έχουν καμιά σημασία. Μόνο ο τρόπος. Το κείμενο. Ή σε αποπλανεί στο πλυσταριό, ή όχι.

…Και τι σ’ έναν ολωσδιόλου μη Σαλονικιό αναγνώστη;
Όλοι είμαστε Σαλονικιοί στη λογοτεχνία, όσο και να μη φαίνεται. Όπως όλοι είμαστε από παντού. Εξαρτάται από το αν ο εκάστοτε συγγραφέας μπορεί με έναν μαγικό τρόπο να μας πολιτογραφήσει κατά βούληση σε όποια πόλη θέλει, πραγματική ή φανταστική – αν και πραγματικές πόλεις δεν υπάρχουν στη λογοτεχνία. Μόνο στη δημοσιογραφία, υπό συζήτηση και αυτό.

Στοιχεία της πόλης που έχουν αλλάξει προς το «καλύτερο» και προς το «χειρότερο» στη διάρκεια των δεκαετών που καταγράφεις;
Οι μεταμορφώσεις είναι διαρκείς, αόρατες και ορατές, συγκλονιστικές, αέναες και μυστικές. Απλώς εμείς δεν μπορεί παρά να έχουμε περιορισμένη αίσθηση, λόγω πεπερασμένων αισθητηρίων. Ό,τι και να απαντήσω θα είναι μερικό, ελάχιστο και κατ’ επίφαση. Και παίζει  ρόλο και η θραυσματική πρόσληψη των πάντων, η τυχαιότητα, η διάθλαση της στιγμής. Ακόμα και μνημεία σταθερά, όπως η Ροτόντα, ανάλογα με τις εποχές έχουν υποστεί απρόβλεπτες μεταμορφώσεις, παραμένοντας ωστόσο τα ίδια, χωρίς να είναι, όντας εν ροή.

Αν προλάβουμε να ζήσουμε το μετρό της Θεσσαλονίκης σαν πραγματικότητα, θα μπορούσες να γράψεις ανάλογο βιβλίο με βάση τους σταθμούς του, έστω κι αν εν πολλοίς θα ταυτίζονται με τις επίγειες στάσεις;
Όχι, γιατί το μετρό θα είναι υπόγειο, οπότε θα αποκλείει την όραση προς τα έξω, στον δρόμο. Θα μπορούσα όμως να γράψω μια τέτοια διαδρομή του μετρό, πριν γίνει το μετρό, εφόσον μπορώ να φτιάξω ένα μετρό μόνος μου, με τον μετροπόντικα του μυαλού μου, με δικά μου βαγόνια και μύριους επιβάτες, επινοημένα δρομολόγια, αυθαίρετες στάσεις και πραγματικούς μηχανοδηγούς που δεν υπήρξαν ποτέ πριν. Διότι ο μηχανοδηγός ενός βιβλίου είναι πιο πραγματικός από τους όντως υπάρξαντες, που όμως είχαν μια αδυναμία: ήταν θνητοί. Και σε μια στείρα διαδρομή πήγαινε-έλα, ως τη σύνταξη. Εκτός αν κάποιος απ’ αυτούς ήταν ποιητής και απογείωνε την αμαξοστοιχία προς τ’ άστρα.

Τι ετοιμάζεις τώρα;
Σχεδιάζω διάφορα. Γράφω μικρά κείμενα, διηγήματα, κρατώ ιδέες, στρατηγεύω, ψάχνω, κι αγρυπνώ πίνοντας. Το επόμενο αγριογούρουνο δεν έχει φανεί ακόμα ανάμεσα στους θάμνους.    

➜ d.fyssas@gmail.com

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ