Εικαστικα

Η Αγγελική Λόη κάτι θέλει να σε ρωτήσει: «Can you love me?»

Μια εγκατάσταση που είναι αδύνατον να μη σταθείς ενώπιόν της όπως ανεβαίνεις ή κατεβαίνεις την Αιόλου.

4754-202316.jpeg
Στέφανος Τσιτσόπουλος
7’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
Η Αγγελική Λόη κάτι θέλει να σε ρωτήσει: «Can you love me?»
«Ραμμένοι είμαστε» / © Αγγελική Λόη

Συνέντευξη με την εικαστικό Αγγελική Λόη για την έκθεσή της «Can you love me?» στις προθήκες της Παροδίου Στοάς, στην Αιόλου.

Στη γωνία Κολοκοτρώνη και Βασιλικής, η εικαστικός Αγγελική Λόη εκθέτει τρία έργα που συνθέτουν μια εγκατάσταση - είναι αδύνατον να μη σταθείς ενώπιόν της όπως ανεβαίνεις ή κατεβαίνεις την Αιόλου. Θραύσματα, απορρίματα, αναστοχασμός, αστικό τοπίο, αμφισβήτηση, μετασχηματισμός και επανάχρηση, όλα κρυμμένα μέσα στην κομβική ερώτηση-τίτλο της δουλειάς της: Can you love me?

Συναντηθήκαμε στην είσοδο του Τμήματος Πολιτικής Επιστήμης και Δημόσιας Διοίκησης του Πανεπιστημίου Αθηνών και ανταλλάξαμε μερικές κουβέντες. Έξω ήταν βράδυ, η εγκατάσταση ήταν γλυκά φωτισμένη, και ορίστε μερικά «κλειδιά» ανάγνωσης για τους περιπατητές που η βόλτα θα τους βγάλει στις βιτρίνες της Παρόδιου Στοάς. 

Πρώτα τα υλικά σου: γύψος, πέτρα, ξύλο και φυσικά τα συραμμένα φίλτρα καφέ από γαλλικές καφετιέρες. Υποθέτω πως το καθένα τους έχει κάποια ιδιαίτερη σημασία για σένα.
Ναι, έτσι είναι. Η επιλογή των υλικών είναι πάντα σημαντική. Κάθε υλικό κουβαλάει ένα ξεχωριστό φορτίο στη μνήμη μου. Αυτό μου ασκεί μια περίεργη γοητεία και η επιλογή τους γίνεται ιεροτελεστία. Στο «Ραμμένοι είμαστε» χρησιμοποίησα άπειρα φίλτρα καφέ, συρραπτικά, μια διπλωμένη ξύλινη επιφάνεια που έπεσε στα χέρια μου και φως led. Συναντάς τα φίλτρα του γαλλικού καφέ στα περισσότερα σπίτια και σε όλα τα καφέ. Για μας τους Έλληνες, καφές σημαίνει απόλαυση, συνήθεια και επικοινωνία. Είναι λευκά, χάρτινα, διάφανα σε σχήμα φωλιάς. Για μένα αυτή η «φωλιά» παραπέμπει στον «προσωπικό χώρο» που κάθε άνθρωπος έχει απόλυτη ανάγκη, εκεί που νιώθει ασφαλής, προστατευμένος, ειλικρινής και μόνος με τον εαυτό του. Εκεί που φιλτράρει τα πάντα, τα δικά του και τα των άλλων, τα γενικά και τα ειδικά. Εκεί που χτίζεται και ωριμάζει η προσωπικότητα του καθενός μας. Που όμως, αυτός ο ιός μάς απέδειξε με τον χειρότερο τρόπο, θέλοντας και μη, πόσο συνδεδεμένοι και αλληλοεξαρτώμενοι είμαστε.
Στο «Μην πατάτε το γρασίδι» χρησιμοποίησα ξεβρασμένα ξύλα και γύψο. Τα ξεβράσματα με γοήτευαν πάντα. Περνούσα και περνάω ώρες στις παραλίες, ψάχνοντας οτιδήποτε θα μου προκαλέσει ενδιαφέρον. Εδώ είναι διάφορα ξύλα με τα οποία διαμόρφωσα μια πολιτεία, την οποία ακούμπησα πάνω σε μια στρογγυλή επιφάνεια και τη γύψωσα. Ο γύψος, πάλι, είναι ένα υλικό που για πολλά χρόνια χρησιμοποιούσα καθημερινά, καθώς είμαι και οδοντοτεχνίτρια και για χρόνια εργάστηκα πάνω σε αυτό το αντικείμενο. Συχνά έλεγα μια φράση φεύγοντας από τη δουλειά, «πάλι γυψώθηκα σήμερα», κυριολεκτικά και μεταφορικά.
Και στο «Love me», με τα ξεβρασμένα μαρμαράκια έφτιαξα μια ξερολιθιά με μια πέτρα άγκυρα από πάνω της, επίσης ξεβρασμένη. Τα μάζευα για χρόνια από τις παραλίες. Με γοήτευαν τα ίχνη πάνω τους από την προηγούμενη ζωή τους, το σμίλεμα από την χρόνων τριβή με την άμμο και το θαλασσόνερο. Η ξερολιθιά επίσης, σαν τεχνική που λέγεται «εν ξηρώ» επειδή κατασκευάζεται χωρίς συνδετικό υλικό, ήταν μια κατασκευή εντελώς συνηθισμένη στα μέρη μου. Αργότερα ανακάλυψα ότι συνέβαινε σε όλη την Ελλάδα, κυρίως στα άγονα και πετρώδη μέρη, αλλά και σε όλον τον κόσμο από αρχαιότατων χρόνων. Σήμερα αυτή η ταπεινή κατασκευή προστατεύεται από την UNESCO ως μνημείο της άυλης πολιτιστικής κληρονομιάς της Ανθρωπότητας.

Δεύτερον ο τίτλος: Can you love me? Πώς προέκυψε ο τίτλος αλλά και η ιδέα των τριών έργων, που νομίζω πως επικοινωνούν-συνομιλούν το ένα με το άλλο.
Can you love me? Να αγαπήσεις μπορείς; O τελευταίος στίχος από το ποιητικό κείμενο του «Love me», νομίζω, περικλείει όλα όσα με προβλημάτισαν έντονα αυτή την περίοδο, όλα όσα θέλησα να πω με αυτά τα έργα. Είναι έκκληση, παράκληση, ικεσία, απαίτηση, ουρλιαχτό. Αγάπησέ με, προστάτεψέ με, φρόντισέ με, ενημέρωσέ με, μάθε με. Μη μου φυτεύεις ζαρντινιέρες, μη με φυτεύεις στο χώμα, μη με αστυνομεύεις, μη με τρομοκρατείς, μη με χτυπάς, μη με γυψώνεις, μη με απειλείς,  μη μου κλείνεις κήπους, μουσεία, αρχαιολογικούς χώρους, παραλίες, μη βάζεις κάγκελα, πρόστιμα, καρμανιόλες, μη μου αρπάζεις τη ζωή. 

Πώς νιώθεις να αντιλαμβάνεται τα έργα ο διαβάτης της Αιόλου; Η ματιά του αγκιστρώνεται από το απόλυτο κοντράστ της νύχτας με το φως;
Νομίζω, έκπληξη, ξάφνιασμα, το φως τον αιχμαλωτίζει εξαφανίζοντας τον περίγυρο, τον μαγνητίζει να έρθει κοντά, να δει, να καταλάβει... Ακόμα και τα αυτοκίνητα τις βραδινές ώρες, ανεβαίνοντας τη Βορέου στο σημείο που συναντάς την Αιόλου, ξαφνιάζονται και κοντοστέκονται. Το μεγαλύτερο μέρος από το «Ραμμένοι είμαστε» έγινε εκεί μέσα, στον χώρο που εκτίθεται. Αυτό ήταν μια τρομερή εμπειρία εφ’ όλης της ύλης. Η Παρόδιος Στοά του ΕΚΠΑ βρίσκεται μέσα στο εμπορικό-ιστορικό–τουριστικό τρίγωνο της Αθήνας, πράγμα που σημαίνει ότι έχει πολλή κίνηση και τις νύχτες ακόμα περισσότερη. Τα βράδια λοιπόν και, ενώ δούλευα πυρετωδώς μέσα στο φωτισμένο περιβάλλον των φίλτρων, το πρώτο πράγμα που ένιωθα από τους ανύποπτους διαβάτες, ήταν αυτό, το φως να εγκλωβίζει τα μάτια τους. Μάλιστα μια κυρία περαστική είπε: «δεν με νοιάζει τι θες να πεις, μου φτάνει να το βλέπω».

Η Αγγελική Λόη κάτι θέλει να σε ρωτήσει: «Can you love me?»
«Ραμμένοι είμαστε» / © Αγγελική Λόη

Τα ενωμένα φίλτρα του καφέ ξεχύνονται από κάπου και απλώνονται καταλαμβάνοντας το σύνολο του χώρου. Ποιο είναι το μήνυμα; Από πλευράς μου, νιώθω το έργο σαν σχόλιο για τη χαμένη επαφή μας λόγω πανδημίας και εγκλεισμού, που μας στέρησε την κοινωνικότητα. Από την άλλη, τα βλέπω να ξεχύνονται σαν από μια μήτρα. Επεκτείνοντας τους συλλογισμούς μου, θα τολμούσα να πω πως εκτός από αναφορά στην cafe society, μου μοιάζουν και με μωρουδίστικες κούνιες ή και μικρά δωμάτια. Μπορείς να «ξεκλειδώσεις» σημεία του έργου;
Το έκανες ήδη! Είναι όλα μαζί! Ο τίτλος του είναι «Ραμμένοι είμαστε». Το κείμενο που έγραψα  για αυτό το έργο είναι:
Ραμμένοι είμαστε.
Τελεία και παύλα.
Ανάσες, κορμιά, μαλλιά, σπλάχνα.
Μόνοι.
Στο καβούκι μας
με τους διάφανους τοίχους.
Μην ουρλιάζεις.
Σ’ ακούω.
Ο ψίθυρός σου με πονάει.
Δεν μπορείς να μου γυρίσεις την πλάτη.
Είμαστε ραμμένοι.
Το ξύλινο διπλωμένο στοιχείο παραπέμπει με το σχήμα του σε μια μήτρα μέσα από την οποία όλοι οι άνθρωποι, σε όλα τα μήκη και πλάτη της γης, με τον ίδιο τρόπο, ξεχύνονται στον κόσμο. Θα μπορούσες να το πεις και ποτάμι, βαθύ και ορμητικό, που ξεκινάει από την πηγή, γίνεται καταρράκτης και απλώνεται μέχρι να συναντήσει τη θάλασσα. Το νερό είναι πηγή ζωής και το ανθρώπινο σώμα αποτελείται σε ποσοστό 50% έως 80% από νερό. Θα μπορούσες να το πεις και επικοινωνία, αυτήν που στη φάση του εγκλεισμού λησμονήσαμε, θα μπορούσες να το πεις και βρεφική κούνια, -προστασία, θαλπωρή, αγάπη-, αυτήν που επίσης στον εγκλεισμό μας στερηθήκαμε. Απλώνεται και κατακλύζει ασφυκτικά τον χώρο, όπως εμείς οι άνθρωποι  πάνω στη γη. Άλλωστε, ενώ ο καθένας μας μόνος του πορεύεται, μεταξύ μας δημιουργούνται σχέσεις-συνδέσεις, ορατές ή αόρατες που μας ενώνουν μεταξύ μας.

img_0723.jpg
«Μην πατάτε το γρασίδι» / © Αγγελική Λόη

Η πόλη στον γύψο, πάλι, μου γεννά την αίσθηση μιας ξεπλυμένης από το πολύ αντισηπτικό Αθήνας, που κάθε άλλο έχει σχέση με ειδυλλιακές εικόνες Αιγιοπελαγίτικων και ξασπρισμένων συνοικισμών.
Μου αρέσει που το βλέπεις και έτσι! Πολύ ενδιαφέρουσα εκδοχή! Να σου πω τη δική μου. Ο τίτλος του είναι «Μην πατάτε το γρασίδι» και το κείμενο που το συνοδεύει:
Και ξαφνικά…
ο χρόνος σταμάτησε.
Γυψωθήκαμε σκέφτηκα.
Χέρια, πόδια, μυαλά, τα σπίτια μας, οι ανάσες μας.
Όλα.
Φοβάμαι.
Έχει ημερομηνία λήξεως;
Και ανέβηκα στην ταράτσα,
Να μας δω από ψηλά.
Εσένα, εμένα, την πόλη μου.
Ακίνητη.
Γυψωμένη.
Εμείς, εντός, ακινητοποιημένοι, αγκυλωμένοι, αποστειρωμένοι και φοβισμένοι, περιμένοντας την έξοδο, που συνεχώς έπαιρνε αναβολή. Μην πατάτε το γρασίδι. Στην πραγματικότητα, δεν υπάρχει πουθενά γρασίδι, άρα δεν έχει λογική εξήγηση, όπως δεν είχε καμιά λογική εξήγηση «Ο μεγάλος περίπατος» και οι ζαρντινιέρες που φύτρωσαν ξαφνικά εν μέσω πανδημίας και σε φάση εγκλεισμού στο κέντρο της Αθήνας και όταν αυτό που περιμέναμε να γίνει άμεσα ήταν η ενδυνάμωση του ξεχαρβαλωμένου συστήματος υγείας.

img_0724.jpg
«Love me» / © Αγγελική Λόη

Και έρχομαι στο τρίτο, αυτή την ας την πω ξερολιθιά. Μοιάζει από πάνω της σαν να επικρέμεται μια απειλή: η πέτρα(;) δείχνει σαν να θέλει να τη βομβαρδίσει και να τη διαλύσει...
Σωστά το διάβασες. Ο τίτλος του είναι «Love me». Και το κείμενό του:
Ένα - ένα σάς μάζευα,
χρόνια τώρα,
στις άκρες της θάλασσας.
Έφτιαξα μια ξερολιθιά.
Όπως μνημείο.
Άκου…
Να μ’ αγαπήσεις μπορείς;
Σε αυτό το έργο, έχω φτιάξει μια ξερολιθιά με ξεβρασμένα μαρμαράκια και από πάνω της κρέμασα από ψηλά μια μεγάλη πέτρα που μάζεψα από την παραλία. Είναι ένας φαλλόσχημος όγκος με μια τρύπα, από την οποία και το κρέμασα, η οποία όπως έμαθα, ήταν άγκυρα στην προηγούμενη ζωή της. Σε αυτό τον τόπο, όταν λέμε «μάρμαρα», εννοούμε τον πολιτισμό μας. Χρησιμοποίησα λοιπόν αυτό το υλικό που είναι οικείο και γνώριμο, για να μιλήσω για την πίεση, για την ανασφάλεια, για τα ημίμετρα που πάρθηκαν, για την αβεβαιότητα που ταλανίζει τον κόσμο της τέχνης. Η φαλλόσχημη πέτρα – σύμβολο εξουσίας, όπως σωστά το διαπίστωσες, μοιάζει να θέλει να βομβαρδίσει και να διαλύσει αυτό που κανονικά θα έπρεπε να εκτιμά, να  προστατεύει και να υποστηρίζει με όλους τους τρόπους. Γιατί χωρίς πολιτισμό τίποτα δεν έχει αξία.

Θυμάσαι τη συναισθηματική σου κατάσταση κατά τη διάρκεια της κατασκευής του «Can you love me?»; Τις εικόνες της πόλης και του εαυτού σου, καθώς εκεί έξω καραδοκούσαν μοναξιά, κίνδυνος και λογής αδιέξοδα. Ειδικά για τους καλλιτέχνες, υποψιάζομαι πως το σταμάτημα κάθε δραστηριότητας δεν ήταν εύκολα διαχειρίσιμο. Πώς το πάλεψες;
Το «Can you love me?» δρομολογήθηκε μετά από πρόσκληση του επιμελητή Κωνσταντίνου Μπάσιου αμέσως μόλις βγήκαμε από τη σκληρή φάση του εγκλεισμού, όντας ακόμα μπερδεμένοι, φοβισμένοι και αποσυντονισμένοι. Άρχισα να το δουλεύω από τον Μάιο. Αυτό που είχα στο μυαλό μου ήταν να επικοινωνήσω σε αυτόν τον δημόσιο χώρο που ανήκει στο Εθνικό Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών τα συναισθήματα που βίωσα και σαν άνθρωπος και σαν καλλιτέχνης, έγκλειστη σε ένα διαμέρισμα. Σήμερα, μπορώ πια να δουλεύω στο εργαστήριο, αυτό είναι από μόνο του μια μεγάλη ανακούφιση, αλλά όλοι ξέρουμε καλά ότι από μόνο του δεν φτάνει. Έξω από εκεί επικρατεί ένα μούδιασμα, μια παγωμάρα. Όσο για τον κόσμο της τέχνης, αυτό που ξεκίνησε με την κρίση αποτέλειωσε με την πανδημία. Έξι μήνες μετά το τέλος του εγκλεισμού, δυστυχώς η πανδημία με εξάρσεις και μεταλλάξεις είναι ακόμα εδώ και εμείς κουρασμένοι, φοβισμένοι  και περισσότερο αποσυντονισμένοι.

img_0719.jpg

Τι ετοιμάζεις; Δουλεύεις κάτι νέο με προοπτική ατομικής έκθεσης; Και ειδικά σε σχέση με τη ζωγραφική, που γνωρίζω πως είναι επίσης πεδίο και αναφορά σου;
Δουλεύω πάντα… Νομίζω αυτό είναι η σωτηρία μου, η ανάγκη μου, που δεν υπακούει σε φόρμες, ούτε σε κανόνες, που γινόταν καθημερινά ακόμα και στη σκληρή φάση της καραντίνας. Η ζωγραφική είναι σαράκι, το 'χεις ή δεν το 'χεις… Τώρα τα υπόλοιπα, επειδή έχουν πάει πίσω αρκετά όλα τα δρομολογημένα πράγματα, θα δούμε… Αργότερα… Νομίζω αυτή τη στιγμή η κατάσταση παγκοσμίως είναι πολύ ρευστή και προβληματισμένη, για να μπορούμε να πούμε με ευκολία κάτι για το μέλλον.

img_0741.jpg
Η Αγγελική Λόη εκθέτει

Η Αθήνα είναι το σπίτι σου, μα ξέρω πως κρατάς σκούφια από Ναύπακτο. Επιστρέφεις συχνά; Πού σου πάει καλύτερα; Το ρωτώ γιατί λόγω πανδημίας ξέρω αρκετούς καλλιτέχνες που διάλεξαν να επιστρέψουν στην περιφέρεια.
Δεν κρατάω μόνο σκούφια από τη Ναύπακτο, ζω εκεί τα καλοκαίρια. Εκεί έχω φίλους, συγγενείς, μέχρι πρόσφατα τη μητέρα μου, είναι η πόλη που γεννήθηκα και είμαι απολύτως συνδεδεμένη  με αυτήν. Για λόγους προσωπικούς παρέμεινα στην Αθήνα για όλο το διάστημα του εγκλεισμού, ίσως γιατί ποτέ δεν μπορούσα να πιστέψω ότι θα κρατούσε τόσο πολύ. Πιστεύω ότι, αν είχα πάει, θα περνούσα πιο χαλαρά αυτή τη δύσκολη περίοδο, κυρίως γιατί η θάλασσα είναι σε απόσταση αναπνοής από το σπίτι μου, και αυτό βοηθάει πολύ. Όσοι επέλεξαν έγκαιρα να φύγουν μάλλον ωφελήθηκαν περισσότερο από εμάς εδώ στην Αθήνα. Παρ' όλα αυτά νιώθω πως συναισθηματικά μοιράζομαι ανάμεσα στις δύο πόλεις το ίδιο.

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ