Μανώλης Τσουράκης
«Δάγκωσα ακόμη μια φορά τα χείλη, το σώμα δεν λειτουργούσε, το μυαλό οδηγούσε πια τα βήματα»
Κυριακή χαράματα, 10 Νοέμβρη 2013, πετάχτηκα απ’ τα ζεστά στρωσίδια. Αποταυρίστηκα νυσταγμένος και χαμογελαστός, εφτακάθαρος γεμάτος λαχτάρα. Είχε φτάσει η στιγμή. Βρέθηκα στο Σύνταγμα, αργές κινήσεις, αλαφροπάτητος, χαιρετούρες με νεύματα μα και αγκαλιές, χώθηκα στο κάθισμα σιωπηλός. Στάθηκα καταμεσής του ιστορικού σταδίου του Μαραθώνα. Ρόδιζε το φως, πολύβουο το μελίσσι γύρω μου, εμείς –σκέφτηκα– είμαστε οι κολόνες που κρατούν τη γη, είμαστε πιο πλούσιοι απ’ τον Σολομώντα. Στάθηκα στη γραμμή, μουσικές, φωνές, γέλια, κουβέντες, ευχές. Βρε, είμαστε όλοι ζωσμένοι στο φως. Όλοι φτερούγες είχαμε φυτρωμένες στους ώμους που τις καταχτυπούσαμε στα πλευρά μας, ανυπόμονοι, οι πατούχες μας δεν έδεναν πια με την άσφαλτο. Παναγιά μου. Ορμή κι ύστερα... μπαμ! Πολύχρωμα μπαλόνια στον ουρανό, τραγούδια ξεσηκωτικά, υπέροχες στιγμές. Ποταμός αλάκερος, ρουθουνίζαμε σαν ταύροι έτοιμοι να χυμήξουν μπροστά. Και από πάνω ο Μεγάλος Βιγλάτορας, ο οδηγητής, να φεγγοβολά τη στράτα μας. Σπυρωτός ο ιδρώτας κυλούσε στο στήθος και το πρόσωπο, υγρασία και πνιχτή ατμόσφαιρα, οι αναπνοές δύσκολες, οι κινήσεις αργές. Ατέλειωτα τα χιλιόμετρα, έψαχνα με απόγνωση κάτι να γλυκάνει τα σωθικά μου. Έστριβε ο νους. Ήμουν έτοιμος να λιποψυχήσω, όχι όμως, ορθός ακόμη. Είχα φτάσει εκεί που αρχίζει ο ευεργετικός κατήφορος. Δάγκωσα ακόμη μια φορά τα χείλη, το σώμα δεν λειτουργούσε, το μυαλό οδηγούσε πια τα βήματα. «Ξύπνησα» στο στάδιο απ’ τη βοή και τα παλαμάκια, έσερνα βαροπάτητα τα βήματα του τέλους, ακόμη μια φορά τερμάτιζα έναν δύσκολο αγώνα. Τα βλέμματα ανήσυχα, είχα αργήσει να φτάσω. Το «ραντεβού» μου ήταν πάντοτε πιο νωρίς, όμως είχα τερματίσει ακόμη μια κλασική. Είμαστε ακόμη ορθοί, είμαστε ακόμη γεροί, έτοιμοι για όμορφους αγώνες.
*Ο Μ.Τ. είναι ταξιδιωτικός πράκτορας