Αρχειο

Ο Vivaldi και ο Bach δεν κατοικούν εδώ; #1

H Αthens Voice ανοίγει τη συζήτηση «Κλασική μουσική στην Αθήνα», μιλώντας με σημαντικούς εκπροσώπους της, και εντοπίζει όλα τα στέκια των φίλων της κλασικής μουσικής στην πόλη

114890-643448.jpg
Λήδα Καρανικολού
ΤΕΥΧΟΣ 272
4’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
7589-17106.jpg

Μάθαμε το τρίτο κοντσέρτο του Rachmaninov από την ταινία ο «Πιανίστας» και το “Bolero” του Ravel από το «10»; Θεωρούμε την «Ποιμενική Συμφωνία» του Beethοven συνώνυμη της Μεγάλης Εβδομάδας και το “Requiem” του Mozart  μουσική του πένθους; Ας το παραδεχτούμε: το «αυτί» των περισσότερων Αθηναίων δεν είναι εξοικειωμένο με την κλασική μουσική, όσο σε άλλες ευρωπαϊκές πρωτεύουσες. Ο καφές υπό τους ήχους κουαρτέτων εγχόρδων είναι σύνηθες φαινόμενο, ο συνδυασμός φραπέ με τις «4 Eποχές» του Vivaldi ή το “Adagio” του Albinoni είναι εικόνα επιστημονικής φαντασίας για την πλατεία Κολωνακίου. Στα ερτζιανά του Λεκανοπεδίου Liszt και Haydn ακούμε μόνο στο Τρίτο Πρόγραμμα και στο ραδιόφωνο της Εκκλησίας, ενώ στη δισκοθήκη των περισσότερων από εμάς τα μόνα cd κλασικής μουσικής που υπάρχουν είναι αυτά που κυκλοφόρησαν σε προσφορά κυριακάτικων εφημερίδων.

Ο διευθυντής του Φεστιβάλ Αθηνών κ. Γ. Λούκος έθεσε τον προβληματισμό: «Δεν έχει απήχηση η κλασική μουσική στην Αθήνα. Έρχονται μεγάλα ονόματα και δεν πάει κανείς να τα ακούσει!». Πράγματι, είναι πολύ συχνό το φαινόμενο οι συμφωνικές ορχήστρες να παίζουν σε άδειες αίθουσες. Στον αντίποδα, όμως, δεν υπάρχει γειτονιά της Αθήνας χωρίς ωδείο, λειτουργούν πανεπιστημιακές σχολές μουσικολογίας, ενώ το Τρίτο Πρόγραμμα είναι το πρώτο σε ακροαματικότητα κρατικό κλασικό ραδιόφωνο στην Ευρώπη με δεύτερο το αντίστοιχο γερμανικό! Πολλά τα ερωτήματα, πολλές οι διαφορετικές απόψεις…

ΚΑΜΕΡΑΤΑ Τα εναλλακτικά προγράμματα και η jazz γεμίζουν τις αίθουσες

Η πορεία της είναι παράλληλη με αυτή του Μεγάρου Μουσικής Αθηνών. Η Καμεράτα - Ορχήστρα των Φίλων της Μουσικής ιδρύθηκε το 1991 από τον Σύλλογο «Οι Φίλοι της Μουσικής», ως απάντηση στην ανάγκη δημιουργίας μιας ορχήστρας δωματίου διεθνών προδιαγραφών στην Ελλάδα. Την καλλιτεχνική διεύθυνση της ορχήστρας ανέλαβε ο αρχιμουσικός Αλέξανδρος Μυράτ, που μέχρι και σήμερα στέκεται στο πόντιουμ με την πλάτη στο κοινό... στις περισσότερες εμφανίσεις της. Ο Α. Μυράτ και η διοικητική διευθύντρια της Καμεράτα Παρί Χριστοδουλοπούλου μίλησαν στην A.V.

Πώς ανταποκρίνεται το κοινό στις συναυλίες της Καμεράτα;

Παρί Χριστοδουλοπούλου: Στις συναυλίες που δίνει η Καμεράτα στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών, τα γνωστά έργα κλασικών συνθετών γεμίζουν τις αίθουσες. Προγράμματα σύγχρονης μουσικής έχουν το στάνταρ κοινό της Αθήνας που παρακολουθεί, περίπου 250 άτομα. Όταν πρόκειται για συνθέτες κινηματογραφικής μουσικής ή για μη κλασικά και εναλλακτικά έργα, εκεί έχουμε sold out. Ειδικά τους νέους προσελκύουν τα εναλλακτικά προγράμματα, όπως η jazz και άλλες προτάσεις cross-over. Αυτό όμως ισχύει στην Αθήνα και όχι απαραίτητα σε άλλες πόλεις, καθώς στην περιφέρεια παρουσιάζεται μεγάλο ενδιαφέρον από όλες τις ηλικίες, διότι αυτού του είδους οι συναυλίες δεν συμβαίνουν συχνά. Η oρχήστρα πραγματοποιεί επίσης συναυλίες για μαθητές Λυκείων, Γυμνασίων και Δημοτικών, όπου τα παιδιά δείχνουν μεγάλο ενδιαφέρον.

Από πού προέρχονται τα έσοδα της oρχήστρας;

Π.Χ.: Η Καμεράτα επιχορηγείται από το Υπουργείο Πολιτισμού και από τον Σύλλογο «Οι Φίλοι της Μουσικής», ενώ υποστηρίζεται ενεργά από τον Οργανισμό Μεγάρου Μουσικής Αθηνών. Τα εισιτήρια εισπράττονται από τους φορείς με τους οποίους συνεργαζόμαστε και όχι από την ορχήστρα. Η δισκογραφία δεν αποφέρει έσοδα, παρά μόνο βοηθάει στην εικόνα της ορχήστρας.

Γιατί οι Αθηναίοι φαίνεται να μην αγαπούν την κλασική μουσική;

Αλέξανδρος Μυράτ: Έλλειψη περιέργειας. Τους «Αθηναίoυς» ειλικρινά δεν τους καταλαβαίνω. Από το 1991, όπου εργάζομαι σ’ αυτή τη μη-πόλη, παρατηρώ ότι κανένα πάθημα δεν γίνεται μάθημα. Η Αθήνα προσβάλλει, βιάζει καθημερινά όλες τις αισθήσεις μου. Οι «Αθηναίοι»;  Ένοχοι, συνένοχοι, αδιάφοροι, αντιστασιακοί; Η κίνηση μιας διαδικασίας όπως «πηγαίνω σε συναυλία» ανήκει στην κατηγορία «αντίσταση» στην ασχήμια, στο θόρυβο, στην υστερία. Όσο για τα ωδεία, διεθνές φαινόμενο: τα ωδεία δεν έστειλαν ποτέ παιδιά στις συναυλίες, με τη λογική που ο «ζαχαροπλάστης δεν τρώει τα γλυκά του». Σε περίοδο κρίσης, άλλωστε, το πρώτο που κόβεται είναι το… «πιάνο». 

Γιατί κατά τη γνώμη σας η κλασική μουσική θεωρείται ακόμη δυσνόητη και «ξένη»;

Α.Μ.: Βυζάντιο, τουρκοκρατία, ορθοδοξία. Μικροαστικός συντηρητισμός, κλειστή κοινωνία, προκαταλήψεις. Οι περισσότεροι Αθηναίοι δεν υποψιάζονται καν ότι μπορούν χωρίς φόβους να βάλουν την έντεχνη δυτική μουσική στη ζωή τους. Η ευτυχία όμως δεν επιβάλλεται, είναι διεκδίκηση. Άρα επανέρχομαι στο μόρφωμα Αθήνα: ο υδραυλικός που στη Βενετία διασχίζει το Πόντε ντελ Ακαδέμια για να φτάσει στη δουλειά του και ο αντίστοιχος του Λεκανοπεδίου Αττικής που διασχίζει τη Λένορμαν βρίσκονται σε διαφορετικές «δονήσεις». Το παράδοξο; Η Αθήνα σού δίνει διεξόδους για την «κλασική», σε βαθμό που πολλοί θα ζήλευαν στο Παρίσι. Πρέπει όμως να το θέλεις και να πιστέψεις ότι μπορείς να βάλεις στη ζωή σου και άλλους ήχους.

OΡΧΗΣΤΡΑ ΤΩΝ ΧΡΩΜΑΤΩΝ  Beethoven μέχρι Beatles στις παρτιτούρες της

 

Ήταν στις 23 Νοεμβρίου 1989 όταν μια νέα ορχήστρα με το όνομα Ορχήστρα των Χρωμάτων έκανε το ντεμπούτο της στην αίθουσα «Παλλάς», υπό τη διεύθυνση του ιδρυτή της Μάνου Χατζιδάκι. Έκτοτε η ορχήστρα έφερε το αθηναϊκό κοινό σε επαφή με άγνωστα έργα συνθετών του 20ού αιώνα, όπως των Copland, Menotti, Britten, Kurt Weill, Piazzolla, Rota, αλλά και με μουσικές από το θέατρο και τον κινηματογράφο. Από το 1994 την μπαγκέτα της ορχήστρας κρατάει σταθερά ο Μίλτος Λογιάδης, ενώ καλλιτεχνικός διευθυντής της είναι ο Γιώργος Κουρουπός, που μιλάει στην Α.V. για το 20χρονο πλέον μουσικό «παιδί» του Μάνου Χατζιδάκι!

Ποιο είναι το κοινό της Ορχήστρας των Χρωμάτων;

Το κοινό ποικίλλει ανάλογα με το χώρο και το ρεπερτόριο. Για παράδειγμα, άλλο το κοινό του Μεγάρου, άλλο το κοινό του «Τριανόν», άλλο το κοινό μιας συμφωνικής συναυλίας, άλλο το κοινό των Beatles. Η Ορχήστρα των Χρωμάτων παίζει σε πολλούς διαφορετικούς χώρους και το πρόγραμμά της είναι ιδιαίτερα ευρύ, από το καλό τραγούδι έως τη σύγχρονη μουσική διεθνή δημιουργία. Υπάρχει ένας βασικός πυρήνας φίλων που μας ακολουθεί όπου κι αν πάμε, ενώ το ποσοστό των νέων έχω την αίσθηση ότι συχνά είναι σημαντικό.

Από πού προέρχονται τα έσοδα της ορχήστρας;

Από τα ετήσια έσοδά μας, που ανέρχονται στο αξιοσέβαστο (για μια ορχήστρα που δεν διαθέτει δική της αίθουσα) ποσό των 600.000 ευρώ περίπου. Τα έσοδα από εισιτήρια και από πωλήσεις συναυλιών αποτελούν το 50%, ενώ το άλλο 50% προέρχεται από χορηγίες. Τα έσοδα από πωλήσεις δίσκων δεν είναι ακόμη σημαντικά.

 

Γιατί, κατά τη γνώμη σας, οι αίθουσες συναυλιών κλασικής μουσικής στην Αθήνα είναι συχνά άδειες;

Είναι αναμφισβήτητο ότι το επίπεδο της γενικής μας παιδείας, ιδιαίτερα σε ό,τι αφορά τις τέχνες, είναι ιδιαίτερα χαμηλό. Τα παιδιά των περισσοτέρων ωδείων είναι περαστικά για κάποια χρόνια – όσο αντέξουν από την πίεση του χρόνου, που αρχίζει από το σχολείο και τελειώνει στο πιάνο, το χορό ή το μπάσκετ. Είναι εντελώς ανορθολογικός ο τρόπος που παιδεύουμε, όχι εκπαιδεύουμε, τα παιδιά μας. Υπάρχουν βέβαια και ιστορικοί λόγοι που μας απομακρύνουν από την κλασική μουσική: το μεγαλύτερο μέρος του ελλαδικού χώρου δεν συμμετείχε στην ευρωπαϊκή Αναγέννηση. Από την άλλη μεριά, η χώρα μας έχει μια πολύ πλούσια και δυναμική λαϊκή παράδοση. Τέλος, τα ΜΜΕ ευθύνονται επίσης, καθώς έχουν εξ ορισμού κερδοσκοπικό και όχι παιδαγωγικό χαρακτήρα. Αυτό όμως δεν επιτρέπεται να ισχύει και για τα κρατικά ΜΜΕ.

Ποιοι τρόποι υπάρχουν να αλλάξει αυτή η κατάσταση και να γίνει πιο ελκυστική η κλασική μουσική; 

Πρέπει να βρούμε «μη παραδοσιακούς» τρόπους επικοινωνίας, εκμεταλλευόμενοι, ίσως, τα ίδια τα όπλα της παγκοσμιοποίησης. Εύκολο να το λες, αλλά δύσκολο να βρεις τρόπο να το κάνεις.

 

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ