- CITY GUIDE
- PODCAST
-
10°
Καλωσόρισες έρωτα
Κάπως πρέπει να χρυσώσουμε το χάπι της επιστροφής, και το «ου-ου, γυρίσαμε!» δεν ψήνει κανέναν.
Κάπως πρέπει να χρυσώσουμε το χάπι της επιστροφής, και το «ου-ου, γυρίσαμε!» δεν ψήνει κανέναν. Φταίει άραγες που είναι ακόμα καλοκαίρι και που νιώθουμε γκαντεμομαρίες γιατί δεν είμαστε πια σε νησί; (ναι). Θα ερωτευθούμε ξανά; Καλά, σκασίλα μας – άλλες διακοπές έχουμε τώρα κοντά; (όχι).
Πάντα όταν επιστρέφεις από διακοπές λες στον εαυτό σου ότι όλα άλλαξαν, ότι το καψαλισμένο σου διαμέρισμα γεμίζει με άλλον αέρα, κι όχι επειδή μπαίνοντας ανοίγεις τα παράθυρα να μπει φρέσκο καυσαέριο. Περιφέρεσαι πάντως μέσα στο σπίτι σαν πόλτεργκαϊστ. Τσεκάρεις το ψυγείο, που είναι αποψιλωμένη τούντρα και μυρίζει καμπινεδίλα. Σκουπίζεις αφηρημένα τη σκόνη από το τραπέζι της κουζίνας με το (ηλιοκαμένο σου) χέρι. Δοκιμάζεις το τηλέφωνο (τσεκ), τη βρύση (τσεκ), το λαμπατέρ (βαρέθηκα).
Κάποιες λάμπες κάηκαν εν τη απουσία σου. Άκου τώρα. Πώς πάνε και καίγονται οι αυτοκτονικές ενώ δεν τις αλλάζεις, ο θεός κι η ψυχή τους. Αν είσαι τυχερός, δεν μπήκανε διαρρήκτες όσο έλειπες να σηκώσουν τη συλλογή σου με σαπούνια (χαρά που θα έκαναν οι διαρρήκτες όταν θα ’βρισκαν τη μυστική καταπακτή στην κρεβατοκάμαρα τίγκα στο σαπούνι, δεν λέγεται…). Αν είσαι ακόμα πιο τυχερός, δεν σου έκοψαν φως-νερό-τηλέφωνο. Σε περίπτωση κωλοφαρδίας-της-αρκούδας, σου ’χει έρθει και μια επιταγή επιστροφής χρημάτων από την Εφορία. Καλά, και αν είσαι φριχτά τυχερός επιπέδου Γκαστόνε Ντακ/Γκαντέρ… όσο έλειπες ένα σέξι λαγουδάκι (του φύλου που σε κόφτει) έκανε καθαριότητα στο τσαρδί σου, ψώνισε γάλατα, εγκαταστάθηκε στον καναπέ με κιλότα/σώβρακο/σλιπάκι και σε περιμένει με την επιταγή της εφορίας στα δόντια. Ναι. Κι εγώ είμαι ο πύργος του Άιφελ.
Τέλος πάντων ενώ το σιχαινόμαστε όλοι το να γυρίζουμε από διακοπές… το βιώνουμε ταυτόχρονα με μία μαζοχιστική ικανοποίηση: όλα είναι όπως τα αφήσαμε, ή περίπου. Η ζωή θα ξαναμπεί στον παλιό της ρυθμό τον οποίον είχαμε ξεχάσει για 15-20-30 μέρες. Και η πόλη έχει έναν τρόπο να σε πιάνει απ’ το λαιμό με το που πατάς στο λιμάνι, αεροδρόμιο ή σταθμό τρένου της. Σε περιμένει με μπαρ, μαγαζιά, εστιατόρια, θέατρα, κινηματογράφους, καφέ, ουζερί, ταβερνάκια, παγωτατζίδικα, ζαχαροπλαστεία, roof gardens, pool bars, beach bars και πάει λέγοντας… πω-πω, έχει γίνει τόσο ποιητική αυτή η υπόθεση που με πιάνει πονοκέφαλος, σιγά μη σε περιμένει και με κιλότα/σώβρακο/σλιπάκι, δηλαδή…
Πάνω στην επιστροφή πήγα στο “Villa Mercedes”, το κλασικό χάι-club-restaurant-lounge-whatever, που διέγραψε λαμπρή πορεία άλλο ένα καλοκαίρι με καλεσμένους φίρμες ντιτζέις και ακόμα πιο φίρμες πελάτες. Είναι διαφορετικό κάπως αλλά όχι πάρα πολύ, με την ανοιχτή αυλή για τους φανατικούς καπνιστές, τις δυνατές μουσικές, τα φαντεζί γκομενάκια και τους νόστιμους πορτιέρηδες – όλα τα στάνταρ του Βασίλη Τσιλιχρήστου με άλλα λόγια. Στο “VM” είναι ωραίο να πας με μεγάλη παρέα με την οποία παρέα δεν έχεις απαραίτητα πολλά να πεις, μάλιστα είναι καλύτερα να μην έχεις να πεις τίποτα απολύτως, για να μη σε τρώει κι η αγωνία, θα τα πω-δεν θα τα πω. Όχι: θα πεις «κουκλίτσαμουουου», «αγάπημουουου» και μετά διάφορα ακατάληπτα που δεν θα ακούσει κανένας, και θα σου πούνε τα ανάλογα, με τη ζεμανφού βεβαιότητα ότι δεν ακούς ντιπ τίποτα. Παρ’ όλ’ αυτά, το “VM” την έχει τη χάρη του, μ’ έναν τρόπο λίγο eighties. Που αν είσαι τακτικός πελάτης δεν σε χαλάει καθόλου, κι αν δεν είσαι έτσι κι αλλιώς δεν πρόκειται να ξαναπάς τώρα σύντομα, οπότε μη σκας.
Πιο «πόλη» από το “VM” δεν γίνεται, αλλά έχουνε προκύψει κάμποσα μαγαζιά τελευταία με παρόμοιο, υπερ-αστικό (!) vibe. To “Papaya” είναι κάπως έτσι, γιατί επειδή είσαι πάνω στη Βασιλέως Κωνσταντίνου ουσιαστικά δεν ξεφεύγεις καθόλου απ’ την πόλη, και σε περίπτωση που στα μυαλά σου είσαι ακόμα διακοπές… συνέρχεσαι αυτόματα. Το “Papaya”, εκτός από το κάπως ατυχές όνομα (που εύκολα μπορεί κανείς να το παρακούσει ή να το παρερμηνεύσει, ας πούμε), έχει την τύχη να βρίσκεται σε πολύ δροσερό και γενικά θεϊκό σημείο – ούτε να σκεφτούμε τι ενοίκιο πληρώνουνε, δηλαδή. Απ’ αυτό το θεϊκό και χωρίς αμφιβολία χαϊχλίδογλου σημείο τέλος πάντων, έχουν περάσει κατά καιρούς πολλά μαγαζιά. Στη σημερινή του ενσάρκωση το μπαρ-εστιατόριο μοιάζει με νησί, που όμως ξεφυτρώνει μέσα στην πηχτή κίνηση της Αθήνας (κρατιέμαι να μην πω «σαν σπάνιο λουλούδι», όπως καταλαβαίνετε). Τα σνακς είναι απλά και νόστιμα, τα κοκτέιλς σύνθετα και ό,τι τραβάει η ψυχή σας, το σέρβις τέλειο. Το Καλλιμάρμαρο προσφέρει ένα ακόμα πιο τέλειο σκηνικό, φωτισμένο για πάρτη σας. Και μόνον. Επειδή ήσασταν διακοπές, γυρίσατε και σας έπιασε μουχλομάνια, όπως όλους μας – αλλά θα συνέλθετε γρήγορα, γιατί δεν σας παίρνει κιόλας. Όπως όλους μας…
Ευτυχώς δηλαδή που δεν βγήκε τίποτα με τον έρωτα, γιατί μόνον αυτό μας έλειπε.
Villa Mercedes, Ανδρονίκου & Τζαφέρι 11, Ρουφ, 210 3422.606, 210 3422.886
Papaya, Βασιλέως Κωνσταντίνου 2, 210 7511.357