Backstage με τον Θανάση Παπακωνσταντίνου
Το Θέατρο Βράχων γέμισε μαγεία, μουσική και κοινωνικά μηνύματα
Το τρόλεϋ ασφυκτικά γεμάτο. Ένα ζευγάρι δίπλα μας φιλιόταν με πάθος. Μια κοπέλα πίσω μας σιγοψιθύριζε: «κι εσύ Αποσπερίτη μου του δειλινού ταιριάζεις...». Φτάσαμε επιτέλους στο Θέατρο Βράχων, Με συντονισμένες κινήσεις αρχίσαμε να ανηφορίζουμε την πλαγιά....ήταν ήδη 9! Μα, πως καθυστερήσαμε έτσι; Οι κερκίδες και η αρένα ασφυκτικά γεμάτες. Φτάσαμε σπρώχνωντας προς τη σκηνή. Πρέπει να είμαστε γύρω στις 7.000 κόσμος! Αυτή είναι «Θανασοσύναξη»! Ε, μας είχε λείψει! Δύο χειμώνες τώρα έκανε «αγρανάπαυση». «Μη μας αφήσεις έτσι και φέτος!» του λέει ένας κύριος. «Όχι, όχι φέτος θα παίξω».
Όπως λέει ο στίχος: «Πρώτα ο Καραβόμυλος, ύστερα η Στυλίδα κι ύστερα την Ιεριχώ μπροστά στα μάτια μου είδα», κάπως έτσι πρώτα βγήκε ο Πολυζωγόπουλος, ύστερα ο Μυστακίδης και τέλος ο Θανάσης. Η συναυλία ξεκινάει. Κάπως μυστηριακά, κάπως μυσταγωγικά... το στοιχείο που επικρατεί σε όλες του τις συναυλίες. Τραγουδάει τις «μαγγανείες» σαν να κάνει κάποια μαγγανεία....
Κάνει ζέστη. Όταν λέει τον «Πεχλιβάνη», τα «ορυχεία», τον «Διάφανο», την «Αμερική», την «Ανδρομέδα» μπουκάλια νερού στροβιλίζονται στον αέρα και μας δροσίζουν. Μπροστά μου κάποιοι παραπονιούνται, ωστόσο, ότι αδικεί τα παλιά του τραγούδια. «Τι λέτε ρε παιδιά; Αφού είπε και την “Αγία Νοσταλγία”, και την «αγρύπνια»...».
Κάποια στιγμή μας λέει: «Θα ήθελα να πω δυο λόγια. Με λύπη μου μαθαίνω ότι αυτές τις μέρες περνάει ένα νομοσχέδιο για τη δημιουργία κάποιων φυλακών υψίστης ασφαλείας. Κάτι φυλακές τύπου Γ. Γιατί θέλουν μάλλον να μας γαμήσουν τη ζωή! Και δε πρέπει να τους αφήσουμε. Καλώ όσους θέλουν να συμμετέχουν σε μία μεγάλη συναυλία. Στη Θεσσαλονίκη μαζεύτηκε τόσος κόσμος για τα μεταλλεία. Μπορούμε να κάνουμε το ίδιο και εδώ. Να μην αφήσουμε να τους περάσει». Και κάπως έτσι ο Θανάσης έβαλε το σπόρο για ακόμα μία μεγάλη κινηματική συναυλία.
Τα τραγούδια της ξενιτειάς «Στην Αμερική» και «Κοιλάδα των Τεμπών» συμπληρώνονται με ένα νέο τραγούδι: «Ο Χομαγιούν και ο Βακάρ». Οι στίχοι βγαίνουν από το στόμα του σαν ριπές: «κι έρχεται η στιγμή που λες «θα φύγω κι ό,τι γίνει», κι αν όπως τρέμεις στο χαμό σε λυπηθεί το κύμα στη Λαμπεντούζα βρίσκεσαι ή και στη Μυτιλήνη».
Μετά την «Αμερική» τραγουδάει το «Μανάκι μου» της Μαρίκας Παπαγκίκα, αν και έχει έντονες ενστάσεις σχετικά με τον τελευταίο στίχο. «Κυρ αστυνόμε μη βαράς, δε φταίω εγώ ο φουκαράς». «Απ΄αυτό το στίχο όμως, εμπνεύστηκα το επόμενο τραγούδι». Και ακολούθησε φυσικά… «το σκουλαρικάκι». Σε παλιότερη συναυλία είχε διηγηθεί και την υπόλοιπη ιστορία της γέννησης του τραγουδιού, όταν μπάτσοι με στολές σχεδιασμένες από τον Τσεκλένη κυνηγούσαν στα Εξάρχεια αυτούς που είχαν σκουλαρίκι στο αυτί.
Κάτι ξεχνάμε όμως..... Ε,ναι! Ματούλα Ζαμάνη! Την υποδεχτήκαμε στη σκηνή με το γνωστό σύνθημα: «Τελεία και παύλα Ματούλα είσαι.....». Μεταξύ των άλλων «κλασικών» ερμηνειών («Μιλώ για ‘σενα», «Περσεφόνη», «Στυλίτης»), είπε ακόμα ένα από τον καινούριο δίσκο: «Ένα σανδάλι βρέθηκε στην πόρτα μου απ’ έξω. Το πήρα και το φόρεσα και βγήκα για να παίξω».
Κι ακούσαμε κι άλλο νέο τραγούδι Αφιερωμένο στον έρωτα. «Δε γράφω συνήθως ερωτικά τραγούδια. Γιατί πιστεύω ότι ο άνθρωπος στον πυρήνα του είναι άφυλος». Οι στίχοι είναι διασκευή ποιήματος του Οκτάβιο Παζ σε μετάφραση του Κώστα Κουτσουρέλη. Ένα θα σας πω: στο δίσκο το τραγουδάει ο Σωκράτης.
Και έτσι μαγικά όπως άρχισε η βραδιά, έτσι και τελείωσε με τα «Έρημα Κορμιά» από τη Ματούλα και το «Νυχτέρι» και μία γεύση από κοκκινόπετρες και αστρική σκόνη στο στόμα....
Μετά το τέλος κατέβηκε και μίλησε με τον κόσμο. Όλοι στριμώχνονταν γύρω του να του κλέψουν μια φωτογραφία. Εκείνος ήρεμος, πράος και πάντα χαμογελαστός κρατώντας ένα μπουκάλι μπύρα μιλούσε με όλους. Ένα παιδί μάλλον του έδωσε ένα ντοσιέ με τραγούδια του, «Να μου πεις τη γνώμη σου», του λέει. Μια κοπέλα έρχεται και τον παίρνει «Θα χαρεί πολύ η αδερφή μου να σε δει αλλά δεν μπορεί να έρθει μέχρι εδώ. Έλα εσύ σε παρακαλώ.» «Πάμε» απαντά εκείνος.
Σε κάποια φάση που πηγαινοερχόταν, οι μπράβοι έκλειναν την πόρτα κάθε τόσο για να μην μπαίνει ο κόσμος. «Σιγά ρε παιδιά, τους λέει, «ανοίξτε τις πόρτες να περάσει ο κόσμος, εδώ είναι όλα ανοιχτά». «Μισό λεπτό παιδιά», ξανάρχομαι μας λέει. Και ξανάρθε.
Ένα κοριτσάκι τον πλησιάζει με την παρέα της. «Θα φύγω», του λέει, «και μάλλον δε θα σε ξαναδώ. Θα πάω στην Αλβανία. Από εκεί είμαι. Τι να κάνω; Εδώ δε βρίσκω δουλειά». «Δεν υπάρχουν σύνορα», της απαντά.
Τον ρωτήσαμε αν πέρασε τόσο καλά όσο εμείς, μας κοιτά γελώντας καλόκαρδα και αντέτεινε: «Εσύ τι λες;»