- CITY GUIDE
- PODCAST
-
11°
Ιανός σημαίνει φως
Τη Θεσσαλονίκη τη ζει σαν πρίγκιπας και την Αθήνα τη βιώνει σαν οικονομικός μετανάστης.
Τη Θεσσαλονίκη τη ζει σαν πρίγκιπας και την Αθήνα τη βιώνει σαν οικονομικός μετανάστης. Κινούμενος ανάμεσα σε δύο πόλεις, ο επιχειρηματίας Νίκος Καρατζάς θυμάται το παρελθόν του, μιλά για το παρόν του και σχεδιάζει το μέλλον του 25χρονου σήμερα «Ιανού».
«Τα πρώτα βιβλία που διάβασα ήταν τα παραμύθια του Άντερσεν ή των αδελφών Γκριμ, δεν θυμάμαι καλά. Θυμάμαι όμως πάντα πως γεννήθηκα σε ένα φτωχό σπίτι με μικρά δωμάτια, αλλά πολύ μεγάλη βιβλιοθήκη. Παράπονό μου ήταν πως δεν απέκτησα ποτέ ποδήλατο, όσο κι αν έβαζα τα δυνατά μου να περνάω τις τάξεις με καλούς βαθμούς. Κάθε καλοκαίρι μού το έταζαν, αλλά και κάθε καλοκαίρι το ονειρευόμουν για την επόμενη χρονιά. Το πρώτο μου ποδήλατο τελικά το απέκτησα πριν 25 χρόνια, όταν έφτιαχνα τον “Ιανό” της πλατείας Αριστοτέλους. Φρέσκο-φρέσκο όπως το είχα πάρει, το άφησα έξω από τα χαλάσματα και τα μπάζα του βιβλιοπωλείου. Μπήκα μέσα για να επιβλέψω μερικές δουλειές και μου το έκλεψαν. Μπορεί να το κουβαλάω και τραύμα αυτό το ποδήλατο που τελικά δεν απέκτησα ποτέ».
«Στα 13 μου αποφάσισα ότι ήθελα να γράφω, να σβήνω, να διαβάζω, να πουλάω, να γίνω Ιανός. Ένα καλοκαίρι δούλεψα στο βιβλιοπωλείο του “Ραγιά” και ήξερα πως θα γίνω αυτό που έγινα. Το πρώτο βιβλιοπωλείο που επισκέφτηκα ήταν στη συμβολή της Εγνατίας με την Παναγία Δεξιά. Θυμάμαι με πόση έκπληξη ξεφύλλισα το “Άκου, ανθρωπάκο” του Βίλχεμ Ράιχ. Από τα πρώτα ανατρεπτικά κείμενα που εκδόθηκαν στην Ελλάδα μετά τη χούντα. Θυμάμαι ακόμα τον εκδοτικό οίκο, εκδόσεις Πύλη».
«Σε αντίθεση με τους περισσότερους φίλους μου, που γούσταραν τους Rolling Stones, εμένα μου άρεσαν οι Beatles. Σιχαινόμουν το ποδόσφαιρο αλλά και όσους έπαιζαν μπάλα, γιατί στα πάρτι μονοπωλούσαν το ενδιαφέρον των κοριτσιών. Καταφέρνοντας να αποκτήσω ένα δικό μου ηχοσύστημα και μαζεύοντας πολλούς δίσκους, άρχισα να παίζω ως dj και να ανεβάζω τη δημοτικότητά μου. Στο Στρατώνι Χαλκιδικής μάλιστα μαζί με έναν φίλο φτιάξαμε το παράνομο Ράδιο Πειρατής, οπότε ήμασταν περιζήτητοι. Και στα κορίτσια και στην Ασφάλεια, που μας κυνηγούσε».
«Από την πρώτη φορά που, 19 χρονών, πήγα στην Κωνσταντινούπολη, έως σήμερα, που ταξιδεύω στο Βερολίνο ή την Πτολεμαΐδα, το βίτσιο μου είναι ένα και το αυτό: επισκέπτομαι μουσεία, καφέ και βιβλιοπωλεία. Τέτοια είναι τα ταξίδια μου και ίσως γι’ αυτό αυτά τα τρία πράγματα που μια ζωή κυνηγώ τα συμπύκνωσα σαν παιχνίδι στα βιβλιοπωλεία μου».
«Πηγαινοέρχομαι ανάμεσα σε δύο πόλεις. Ήμουν πρίγκιπας στη Θεσσαλονίκη, μέχρι που αποφάσισα να ανοίξω τον “Ιανό” στην Αθήνα, για να ξαναδώ τον εαυτό μου υπό ένα πιο ανασφαλές πρίσμα, αυτό του οικονομικού μετανάστη. Ήξερα βέβαια πως αν ανά πάσα στιγμή τολμούσα να κατεβάσω τον “Ιανό” στην πρωτεύουσα, θα επιβαλλόμασταν. Γιατί πάντα ήμασταν χρήσιμοι και πάντα είχαμε ταυτότητα. Δεν θυσίαζα όμως την πριγκιπική μου ζωή, μέχρι που στο παιχνίδι της νέας ανάπτυξης με έβαλε ο γιος μου. Αυτός θα με διαδεχτεί σε λίγα χρόνια και για την πάρτη του κατεβήκαμε και παίζουμε μπάλα στην Αθήνα».
«Η αντίθεση Αθήνας - Θεσσαλονίκης δεν πρέπει να σχηματοποιείται συμβατικά και στερεοτυπικά, ότι δηλαδή κάτω είναι η αγορά και η μπίζνα και πάνω το χαλαρά, το καλαμαράκι και τα τηγανητά. Στη Θεσσαλονίκη ιδρώνουμε, ματώνουμε, δεν έχουμε τα ευρωπαϊκά προγράμματα που τρέχουν στην Αθήνα, ούτε τη λάμψη, το γκλάμουρ, το χρήμα, την κόκα, τη δηθενιά και τους ξυσταρχίδηδες του Κολωνακίου. Ποιος όμως πιστεύει ότι η Αθήνα είναι μόνο το Κολωνάκι; Υπάρχουν πόλεις μέσα στις πόλεις. Και για την Αθήνα και για τη Θεσσαλονίκη είναι πλέον άκομψο να μιλούμε με ξεπερασμένους όρους των παλαιότερων χρόνων».
«Μετά την Πολιτιστική η Θεσσαλονίκη περιήλθε σε πλήρη παρακμή και απαξίωση. Κουτσοί προύχοντες και μεγάλα λαμόγια κάνουν παιχνίδι – αν θέλουμε να μιλήσουμε για την πραγματικότητα, αλλά και να καταστρώσουμε σχέδια για το μέλλον, αυτό τον καθρέφτη της πόλης πρέπει να τον θρυμματίσουμε».
«Από την Αθήνα ξεκινάω βράδυ και διανυχτερεύω στον Όλυμπο. Αυτό το βουνό είναι το βασίλειό μου, η καρδιά μου. Το πρωί επιστρέφω στη Θεσσαλονίκη. Αυτό το πάνω-κάτω, το πήγαινε-έλα, γεμάτο χιλιόμετρα αλλά και τουλάχιστον 20 εβδομαδιαία ραντεβού και συσκέψεις, άλλον θα τον τρέλαινε. Εμένα όχι. Γιατί είμαι ένας ευτυχισμένος άνθρωπος που έκανε το χόμπι του δουλειά».
«Παλιά διάβαζα με καύλα, για μένα, ρουφούσα γνώση για να γίνω καλύτερος άνθρωπος. Την ίδια καύλα προσπαθώ να την κρατώ και σήμερα, όπου πλέον διαβάζω και ως επαγγελματίας. Δεν βιώνω διχασμό, παρότι λόγω επαγγελματικής διαστροφής διαβάζω αποδελτιώσεις με όλα τα νέα του χώρου. Παρότι τα τελευταία πέντε χρόνια διαβάζω όχι πια τόσο πυρετωδώς, εντούτοις παραμένει ύψιστη απόλαυση να διαβάζω πρώτος βιβλία φίλων».
«Δεν χρωστώ σε κανέναν. Το 99,9% του τζίρου του “Ιανού” προέρχεται από τον αναγνώστη. Ούτε από το κράτος ούτε από οργανισμούς ούτε από τα πανεπιστήμια. Θεωρητικά, έχω μεγάλο ντιζαβαντάζ, εφόσον τόσα χρόνια ούτε διεπλάκην ούτε διεφθάρην».
«Ο “Ιανός” είναι το πιο πολυτελές μαγαζί στο χώρο του βιβλίου. Η παρούσα οικονομική κρίση είναι εφιαλτική. Μείον 7% είναι η κατανάλωση στα τρόφιμα, μείον 23% είναι στα ρούχα, μείον 32% στο βιβλίο και τα χαρτικά. Παρ’ όλα αυτά, εμείς είμαστε συν 12,3% στο εξάμηνο. Τι να πω; Σκληρή δουλειά; Τύχη; Μάλλον το πρώτο, αλλά και η πεποίθηση του αναγνωστικού κοινού πως ο “Ιανός” δεν πρόκειται να τον ξεγελάσει στο ελάχιστο».
«Είχα πάντα εμμονή με το να λέω τη γνώμη μου. Αυτό το θεωρώ σήμερα ένα από τα μεγαλύτερα πράγματα που έχω κατακτήσει. Παρ’ όλα αυτά, αρνούμαι να εμφανιστώ στην τηλεόραση, δεν φιλοδοξώ να γίνω “παραθυράκιας”, παρότι δέχομαι συνεχώς προτάσεις. Θέλω να μιλώ μόνο γι’ αυτά που ξέρω».
Φωτογραφία: Κώστας Αμοιρίδης