Αρχειο

Τα ρετιρέ της ζωής μου

Στην Αλωπεκής κάθε μέρα ήταν πάρτι

4831-35211.jpg
Γιώργος Παυριανός
ΤΕΥΧΟΣ 450
5’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
49319-109209.jpg

Μαζώξεις και μπιρίμπα με θέα...Ο Γιώργος Παυριανός γράφει πώς ήταν η ζωή στα ρετιρέ της Αθήνας τη δεκαετία του '80 και του '90.

Όταν έφυγα από το πατρικό μου, 20 χρονών, αρχές της δεκαετίας του ’70, τα ρετιρέ ήταν ένα άπιαστο όνειρο για μας τα φτωχαδάκια. Σ’ αυτά έμεναν μόνο οι πλούσιοι και αυτοί που είχαν δώσει τα οικόπεδά τους αντιπαροχή. Εμείς οι φοιτητές νοικιάζαμε συνήθως επιπλωμένες γκαρσονιέρες, ισόγειες, ακόμα και υπόγειες, με ελάχιστα κοινόχρηστα και χαμηλό νοίκι. Τις προτιμούσαμε γιατί ήταν ζεστές το χειμώνα και δροσερές το καλοκαίρι. Εγώ πάλι που δεν ήθελα να ακούω το θόρυβο από το λεβητοστάσιο ή το καζανάκι της αποπάνω, στην αρχή έμεινα σε κάτι άθλιες μονοκατοικίες με αποτέλεσμα να τουρτουρίζω το χειμώνα και να κατακλύζομαι από τις κατσαρίδες το καλοκαίρι. Όταν όμως άρχισα να δουλεύω στο «Εργοστάσιο», τη μυθική ντικσκοτέκ των ’80, είχα αρκετά χρήματα και έτσι έπιασα το πρώτο μου ρετιρέ στην οδό Ροβέρτου Γκάλλι, απέναντι από την Ακρόπολη.

Το ρετιρέ προέρχεται από τη γαλλική λέξη retire, που σημαίνει αποτραβηγμένος. Δεν μπορώ να ισχυριστώ ότι έζησα αποτραβηγμένος στη Ροβέρτου Γκάλλι. Ήταν μια τρελή εποχή, στο μαγαζί γνώριζα κάθε βράδυ και ένα διαφορετικό άνθρωπο, πηγαίναμε σπίτι, ξελυσσάγαμε και το πρωί ξύπναγα με ένα άγνωστο πρόσωπο δίπλα μου. Εκεί υιοθέτησα τη φράση «Έλα να φεύγουμε οι πρωινοί!», με την οποία αποχαιρετούσα την πρόσκαιρη σχέση μου. Εκεί άνοιγα το παράθυρο τις μέρες που είχα ρεπό και άκουγα τις πρόβες από τις ορχήστρες στο Ηρώδειο. Εκεί η Πέπη Ραγγούση, ο Γιώργος Σκληρός, ο Ιάσων Τριανταφυλλίδης και άλλοι φίλοι εύρισκαν ερωτικό καταφύγιο τις ώρες που εγώ δούλευα στο μαγαζί. Εκεί έπαιζα με τις ώρες με ένα καινούργιο παιχνίδι που λεγόταν ΑΤΑRI.

Το «Εργοστάσιο» έκλεισε, τα λεφτά λιγόστεψαν, οι εφήμερες σχέσεις είχαν αρχίσει να με κουράζουν, χρειαζόμουν μια αλλαγή. Έφυγα και πήγα στο Παγκράτι στην οδό Ερατοσθένους, απέναντι από το κλαμπ της μόδας το «Bright Shoe». To ρετιρέ αυτό ήταν τριάρι, με τζάκι, τεράστιες βεράντες και φτηνό νοίκι, γιατί δεν είχε κεντρική θέρμανση. Εδώ επηρεασμένος από το κλίμα της εποχής έγραψα τους στίχους για το δίσκο «Μόνο άντρες». Εδώ ερχόταν ο Σταμάτης Κραουνάκης με τον Γιώργο Μαρίνο για να συζητήσουμε τις λεπτομέρειες. Εδώ φιλοξενούσα για ένα διάστημα τον Άρη Δαβαράκη, που κοιμόταν πάνω σε μία πόρτα σαν φακίρης. Εδώ ένα βράδυ, την ώρα που τρώγαμε γεμιστά στη βεράντα παρέα με τη Ζωή Λάσκαρη, ακούμε ένα «μπάμ!» και βλέπουμε το «Bright Shoe» μέσα στις φλόγες! Κάποιος είχε πετάξει γκαζάκια. Δεν μου άρεσε καθόλου αυτό το περιστατικό. Άρχισα να ψάχνω για καινούργιο σπίτι…

Πήγα στη Φωκυλίδου, στο Κολωνάκι. Ηταν το μικρότερο ρετιρέ που έχω μείνει. «Αυτό δεν είναι σπίτι, αυτό είναι καμπίνα αεροπλάνου!» μου είπε ο Σταμάτης Φασουλής όταν το είδε. Είχε όμως μια καταπληκτική βεράντα που έβλεπες όλη την Αθήνα πιάτο μέχρι την Αίγινα. Το νοίκι ήταν πανάκριβο, αλλά δεν με ένοιαζε γιατί εκείνη την εποχή έγραφα τα σενάρια για την «Οδύσσεια» με τον Ευγένιο Σπαθάρη, που παιζόταν από την τηλεόραση της ΕΡΤ. Όλη την ημέρα έγραφα και το βράδυ πήγαινα στο «Μονπαρνάς», το μπαρ της Ράτκας Κούνδουρου. Δούλευε εκεί η φίλη μου Ζυράννα Ζατέλη και με κερνούσε ποτά, άσε που φεύγοντας η αγαπημένη Ράτκα είχε ετοιμάσει ένα πακέτο με φαγάκι για να το πάρω μαζί μου.

Και ποιος δεν πέρασε από αυτό το σπίτι! Φίλοι και γνωστοί χτυπούσαν το κουδούνι για ένα καφέ και για την υπέροχη θέα. Καθόμασταν όλοι πάνω στο μονό κρεββάτι και ένα βράδυ, παλεύοντας στα αστεία με τον Χρήστο Ζαμπούνη, το κρεβάτι έσπασε και βρεθήκαμε και οι δυο στο πάτωμα. Ήταν ένα αλάνθαστο σημάδι ότι η εποχή της Φωκυλίδου είχε τελειώσει.

Αρχές της δεκαετίας του ’90 μετακόμισα στην οδό Ευελπίδων απέναντι από τα Δικαστήρια. Ήταν η χειρότερη περίοδος της ζωής μου, είχα πέσει σε βαθιά μελαγχολία, τα λεφτά είχαν τελειώσει, οι καταχρήσεις με είχαν εξοντώσει, δεν ήθελα να δω τίποτα και κανέναν. Καθόμουν συνέχεια στη βεράντα, μέτραγα τις κλούβες που έφερναν τους κρατούμενους για να δικαστούν, έτρωγα μόνο γεμιστά μπισκότα Παπαδοπούλου, έπινα μόνο Μίλκο, οι έρωτες είχαν κοπεί με το μαχαίρι, το ίδιο και οι παρέες. Όσο διάστημα έμεινα εκεί δεν θυμάμαι να ήρθε κάποιος να με επισκεφτεί. Είχα πάθει μια καταθλιψάρα και περίμενα κάτι να έρθει να με ξεκολλήσει.

Έτσι και έγινε. Μια μέρα σηκώθηκα νωρίς το πρωί, πακετάρισα τα πράγματα και τηλεφώνησα στον Βασίλη Ζούλια. Έμενε σε ένα ρετιρέ στην οδό Αλωπεκής μαζί με τη Βανέσσα Κουτσοποδίτου. Το σπίτι ήταν τεράστιο, υπήρχε ένα δωμάτιο άδειο, μου είχε προτείνει να το πιάσω και να μοιραζόμαστε το νοίκι. Του είπα ότι δέχομαι και μέσα σε μια ώρα μεταφέρθηκα ξανά στο πολύβουο Κολωνάκι. Εκείνη την εποχή ξεκίνησε το «ΚΛΙΚ» και άρχισα να δουλεύω εκεί μαζί με την παρέα που έγραψε ένδοξες σελίδες στην ιστορία του ελληνικού Τύπου. Η κατάθλιψη πήγε περίπατο.

Στην Αλωπεκής κάθε μέρα ήταν πάρτι. Ο Βασίλης φωτογράφιζε γυμνά μοντέλα στο σαλόνι, ο Μπίλυ Μπο και ο Μάκης Τσέλιος έπιναν Coca Cola στη βεράντα, η Λάουρα ντε Νίγκρις τσακωνόταν με τη Βανέσσα στην κουζίνα, ο Δημήτρης Ζουρντός κλειδωνόταν με τον Δημήτρη Μάο στο μπάνιο, ενώ από την τραπεζαρία ακουγόταν το βροντερό γέλιο της Ματούλας Καρρέρε. Ζούσα μέσα σε αυτό το σκηνικό, ξόδευα νιάτα, ενέργεια, χρήμα, υγεία, αλλά κάθε μέρα έτρωγα το lifestyle με το κουτάλι.

Μπούχτισα. Πεθύμησα λίγη ησυχία. Νοίκιασα ένα ρετιρέ στη Βεντήρη, δίπλα στο Χίλτον. Από κάτω ήταν μαζεμένα όλα τα μπαρ, αλλά επάνω δεν με ενοχλούσε κανείς. Επειδή δεν είχα τηλέφωνο, όταν αργούσα τα κείμενά μου στο «ΚΛΙΚ», ερχόταν κούριερ και μου έριχνε σημειώματα του Γιάννη Νένε, «Παύρη, το κείμενο! Ο θείος είναι έξαλλος!». Ο θείος ήταν ο Πέτρος Κωστόπουλος, ο οποίος είδε και αποείδε, μου έδωσε ένα από τα πρώτα κινητά που μόλις είχαν κυκλοφορήσει. Έτσι μπορούσα να καλώ τους φίλους να έρθουν για μπιρίμπα. Το τι μπιρίμπα παίχτηκε σε αυτό το σπίτι δεν λέγεται! Καθόμασταν στη βεράντα και κάποια στιγμή, που ο Γιώργος Πανόπουλος φώναζε «Τι το πετάς, βρε κούκλα μου, το ατού;», έβγαιναν στα μπαλκόνια του Χίλτον οι Γιαπωνέζοι και μας φωτογράφιζαν! Εκατοντάδες Γιαπωνέζοι θα πρέπει να έχουν μαζί με τις φωτογραφίες των διακοπών και τις δικές μας, να σφαζόμαστε για μια μπιρίμπα. Τα βράδια τα περνούσα κάτω στα μπαρ μπεκροπίνοντας. Όταν όμως ένα βράδυ έφαγα το σκουλήκι από το μπουκάλι της τεκίλας, μου ήρθε φλασιά από τη μεσκαλίνη και άκουσα μια φωνή να με προστάζει «πρέπει να φύγεις από τη Βεντήρη!»

Υπάκουσα στη φωνή και μετακόμισα στις αρχές της οδού Βουλιαγμένης. «Ενοικιάζεται ρετιρέ με θεά» έγραφε η αγγελία και όντως η «θεά» ήταν καταπληκτική. Έβλεπε όλη την Ακρόπολη. Αλλά ο βασικότερος λόγος που με έκανε να το νοικιάσω ήταν η στάση που υπήρχε μπροστά στην πολυκατοικία. Από εκεί περνούσε το λεωφορείο που σταματούσε μπροστά από το σπίτι της μάνας μου. Έτσι κάθε Κυριακή μπορούσα να κουβαλάω τα ρούχα που δεν έμαθα να πλένω και να γυρίζω με τάπερ γεμάτα από το φαγάκι της μανούλας.

Είχα σταματήσει να γράφω στο «ΚΛΙΚ», είχα γράψει στίχους για ένα νέο τραγουδιστή, τον Σάκη Ρουβά, και είχα αρκετό χρόνο στη διάθεσή μου. Έτσι πήρα από το δρόμο παλέτες, έφτιαξα τρεις ωραιότατους καναπέδες και τους έβαλα στο μπαλκόνι. Ανήμερα στα γενέθλιά μου και ενώ τρώγαμε φασολάκια λαδερά με τον Νίκο Μουρατίδη και τον Τάκη Τσαντίλη, σκίστηκε από ένα καρφί το πανάκριβο παντελόνι του Τάκη. Τότε ήταν που είπε την ιστορική φράση: «Αγαπούλα μου, η παλέτα μού έσκισε την τουαλέτα!».

Τον Μάιο του 2003 βρήκα ένα δώμα στην Πρατίνου, στο Παγκράτι. Εδώ μένω ακόμα, όσο δηλαδή με ανέχεται η ιδιοκτήτρια που είναι πολύ γνωστή τραγουδίστρια της παλιάς φρουράς. Το σπίτι είναι μικρό, έχει όμως μεγάλη βεράντα και είναι ήσυχο. Εδώ βρήκαν τη θέση τους έπιπλα και αντικείμενα που είχαν μαζευτεί όλα αυτά τα χρόνια. Καναπέδες, τραπέζια, φωτιστικά, βιβλιοθήκες, ντουλάπια, λες και είχαν φτιαχτεί για να τοποθετηθούν σ’ αυτό το χώρο. Εδώ ζω αποτραβηγμένος από τους ανθρώπους «ως στρουθίον μονάζον επί δώματος». Εδώ γράφω τους αθάνατους στίχους για την Athens Voice, εδώ έγιναν μερικά από τα καλύτερα πάρτι της παλιοπαρέας, μέχρι κι ο έρωτας μου έκανε τη χάρη να με επισκεφτεί.

Διάβασα μια μελέτη που δημοσιεύτηκε στο «European Journal of Epitimiology». Έλεγε ότι αυτοί που μένουν στα ρετιρέ έχουν 40% λιγότερες πιθανότητες να πεθάνουν από νοσήματα των πνευμόνων σε σχέση με αυτούς που κατοικούν στα ισόγεια διαμερίσματα. Έχουν, όμως, 60% περισσότερες πιθανότητες να αυτοκτονήσουν πηδώντας από το μπαλκόνι. Τι να πω; Μπορεί να έχει δίκιο. Παρόλες τις καταχρήσεις, τα πλεμόνια δεν με έχουν ενοχλήσει μέχρι σήμερα. Αν όμως ο έρωτας, που λέγαμε πιο πάνω, διαβάσει αυτό το κείμενο και δεν μου τηλεφωνήσει, οι πιθανότητες να πηδήξω από το μπαλκόνι θα αυξηθούν δραματικά!

ΕΓΓΡΑΦΕΙΤΕ ΣΤΟ NEWSLETTER ΜΑΣ

Tα καλύτερα άρθρα της ημέρας έρχονται στο mail σου

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ