Η πρώτη φορά που παραδόθηκα συνειδητά σε τραγούδι του ήταν το καλοκαίρι του 1977: Οι διαφημιστικές εκπομπές της COLUMBIA στο ραδιόφωνο έπαιζαν του σκοτωμού Άσ’ τον τρελό στην τρέλα του (κατ’ ουσίαν απομονώνοντάς το από τα υπόλοιπα τραγούδια του δίσκου «Παρών», αλλά αυτό είναι μια άλλη συζήτηση). Ήμουν δεκάξι χρονών, σχετικά πρόσφατα μυημένος στα λαϊκά ακούσματα και η δύναμη αυτού του νευρικού απτάλικου δεν γινόταν να με αφήσει αδιάφορο. Άλλωστε μου είχε κάνει μεγάλη εντύπωση που ο Μανώλης Μητσιάς, τον οποίο είχα συνηθίσει στο κλίμα του Χατζιδάκι, του Μούτση και του Κηλαηδόνη, ήταν σε θέση να τραγουδήσει τόσο πειστικά ένα τέτοιο «σκληρό» μπουζουκοτράγουδο.
Κάτι που δεν είχα νιώσει τόσο έντονα τέσσερα χρόνια πριν, το 1973, όταν «τσίμπησα» μεν με το παιχνίδι των λέξεων στο Τι Μαϊστρος Τι Βαρδάρης (το λύνεις και δε λύνεται / το ψήνεις και δεν ψήνεται / το βρίζεις δεν αισχύνεται / το τρως δεν καταπίνεται κ.λπ.), όμως κάτι το ακατανόητο ρεφρέν, κάτι ο Τόλης Βοσκόπουλος, που ουδέποτε υπήρξα fan του, η αίσθηση που απεκόμισα παρέμεινε ημιτελής.
Εν πάση περιπτώσει, έμαθα κάμποσα πράγματα για τον Άκη Πάνου εκείνη την εποχή. Άκουσα, ετεροχρονισμένα μεν, αλλά προσεκτικά, τα παλιότερα σουξέ του με τον Μπιθικώτση, τον Διονυσίου και τη Μοσχολιού, άφησα ανοιχτούς λογαριασμούς με τα έξι -και μόνον- τραγούδια του που ερμήνευσε ο Καζαντζίδης (διότι καταστάσεις σαν κι αυτές που πραγματεύεται Η Ζωή Μου Όλη ή το Μίσος υπερβαίνουν τις παραστάσεις ζωής ενός εφήβου), συγκλονίστηκα με τον άμεσο αλλά και ποιητικό τρόπο που περιγράφει τη σεξουαλική πράξη στο αριστουργηματικό χασάπικο Η πιο μεγάλη ώρα είναι τώρα.
Σαν να λέμε, είχα συνειδητοποιήσει πως η περίπτωσή του με ενδιέφερε, έτσι αποφάσισα να παρακολουθώ συστηματικά κάθε δημιουργική του δραστηριότητα. Αν και ακόμα αδυνατούσα να κατανοήσω πώς ήταν δυνατόν να αισθάνεται κυρίως, για να μην πω αποκλειστικά, ως «στιχουργός» (έχοντας σε κάθε περίπτωση πάντως τη δυνατότητα να υψώνει το Λόγο σε πρωτοφανέρωτα νοητικά και αισθαντικά πεδία), την ίδια στιγμή που οι μουσικές του μου φαίνονταν –και ήταν- τόσο μπροστά από την εποχή τους.
Η καθοριστική χρονιά για να πάρω χαμπάρι κι άλλα πράγματα για κείνον ήταν το 1982: Η χρονιά που κυκλοφόρησε το περιοδικό ΝΤΕΦΙ (με υπότιτλο «για το τραγούδι και όλα τα άλλα»), όπου η συντακτική επιτροπή τον είχε αναγορεύσει σε απόλυτο μέντορά της. Είχα πλέον την ευκαιρία να διαβάζω σε τακτά χρονικά διαστήματα διάφορα γραπτά του, που άλλα μου επιβεβαίωναν την εξαιρετική διαύγεια της σκέψης του και άλλα με εξόργιζαν με τον δογματισμό τους, όπως, ας πούμε, τότε που μίλησε πολύ περιφρονητικά για το τετράχορδο μπουζούκι και εκείνους που το κρατούσαν. Την ίδια χρονιά κυκλοφόρησε και ο δίσκος «Θέλω Να Τα Πω», με ερμηνευτή τον Γιώργο Νταλάρα.
Στο οπισθόφυλλο του δίσκου υπήρχε ένα κείμενό του με το οποίο αυτοτοποθετείται στον αντίποδα της μοντέρνας ποίησης, ειρωνευόμενος μάλιστα ανοιχτά τον Γκάτσο και τον Ελύτη: «Δεν είναι τραγικό αν σε καταλάβουν και δεν σε δεχτούν, τραγικό είναι να σε δέχονται χωρίς να σε καταλαβαίνουν. Τούτο το τελευταίο δεν είναι "ποίηση", είναι ένα απ’ τα πιστεύω μου. Τα τραγουδάκια που υπάρχουν σ’ αυτό το δίσκο είναι "απλοϊκά τραγουδάκια", με "άτεχνη" μουσική και στίχους με θέματα που καίνε εμένα κι όσους δεν τη "βρίσκουν" καθόλου, ποτέ και με τίποτα. Φοβάμαι πως θα σοκάρουν όσους τη "βρίσκουν" με την τρύπα της κολώνας, την Περσεφόνη, την πράσινη μύγα και τα σκατά των παιδιών».
Κάτι τέτοιες χοντράδες, συν οι πληροφορίες που έρχονταν από φίλους και οι οποίες μιλούσαν για έναν ιδιαίτερα δύσκολο και εγωκεντρικό άνθρωπο, με βασιλοχουντικές κοινωνικοπολιτικές αντιλήψεις, με έκαναν να «κουμπωθώ» κάπως. Χωρίς όμως να πάψω να δηλώνω θαυμαστής του. Τον χειμώνα του 1989 πήγα να δω μία από τις ζωντανές μουσικές παραστάσεις που έδινε μαζί με τον Μανώλη Ρασούλη στο κέντρο ΕΠΕΙΓΟΝΤΩΣ, στην Κυψέλη. Και βρέθηκα μπροστά σε ένα καταπληκτικό σκηνικό, τουλάχιστον ως προς τη διάταξη του πάλκου: Στην πρώτη σειρά τα μπουζούκια και πίσω - πίσω, σχεδόν αθέατοι, οι τραγουδιστές. Το ένιωθες πλέον πως ο ιδιοφυής αυτός δημιουργός είχε ανοιχτές εκκρεμότητες σε σχέση με το συνολικό status της υπόθεσης «τραγούδι» και πως είχε μπει για τα καλά στη ρότα της μετωπικής σύγκρουσης. Με όλους εν ανάγκη.
Την 1η Αυγούστου του 1997, μαζί με όλη την Ελλάδα, πάγωσα στο άκουσμα της είδησης ότι ο Άκης Πάνου, στο σπίτι του στη Λεύκη της Ξάνθης, πυροβόλησε και σκότωσε τον φίλο της κόρης του, μη εγκρίνοντας τη σχέση του μαζί της. Επί κάμποσες μέρες ο καθένας έλεγε το μακρύ του και το κοντό του για την υπόθεση. Δεν παρασύρθηκα σε μια τέτοια δίνη. Αν και μπήκα στον πειρασμό, διαβάζοντας και ξαναδιαβάζοντας τους στίχους του, να προσπαθήσω να ανακαλύψω το «χρονικό του προαναγγελθέντος θανάτου» που -υποτίθεται ότι- κρυβόταν εκεί. Οκτώ μήνες αργότερα κρίθηκε ένοχος και καταδικάστηκε σε ισόβια κάθειρξη για ανθρωποκτονία εκ προθέσεως σε ήρεμη ψυχική κατάσταση. Δεν του αναγνωρίστηκε κανένα ελαφρυντικό, ούτε καν αυτό της πολιτισμικής προσφοράς. Για έναν άνθρωπο ιδιαίτερου ψυχισμού (αλλά και με επιβαρημένη υγεία, κάτι που έγινε γνωστό σχεδόν αμέσως), ήταν φανερό πια πως ο χρόνος είχε αρχίσει να μετράει ανάποδα.
Πολλοί έχουν κατά καιρούς αποφανθεί για το σημαντικότερο τραγούδι που άφησε πίσω του ο Άκης Πάνου. Άλλοι ψηφίζουν Η Ζωή Μου Όλη, άλλοι Όταν Σημάνει η Ώρα, κάποιοι δίνουν «σημειολογικό» τόνο με Το Θολωμένο Μου Μυαλό ή ακόμα και με τον Τρελό. Δεν θα μπω σ’ αυτή τη διαδικασία. Όχι διότι είμαι κατά της αποτίμησης των καλλιτεχνικών έργων, ιδίως όταν αυτά επιβιώνουν στη συλλογική μνήμη και «κρίνονται» καθημερινά, στους χώρους που παίζεται η ελληνική λαϊκή μουσική.
Σε κάθε περίπτωση, ελπίζω να μου επιτρέπεται να τον θυμάμαι περήφανο και ερωτικό, μέσα από ένα «έλασσον» τραγούδι του 1982 που ερμήνευσε η Λυδία Σοφού (ήταν σχεδόν πενηντάρης τότε, οπότε εκ των πραγμάτων αισθάνομαι πιο κοντά στο εν γένει ψυχολογικό κλίμα). Όπου η ανατροπή της δεύτερης στροφής σε σχέση με την πρώτη δίνει το μέτρο του Μεγάλου:
Πώς να γελάσω, πώς να τραγουδήσω,
πώς να γλεντήσω με καρδιά μισή.
Πώς να παλέψω, πώς να προσπαθήσω,
πώς να ελπίσω όταν κλαις εσύ.
Πώς να τρομάξω, πώς να γονατίσω,
όταν το χέρι μου κρατάς εσύ.
Πώς να δειλιάσω πόλεμο να κάνω,
πώς να πεθάνω όταν ζεις εσύ.
Ο Αλέξης Βάκης είναι μουσικός, συνθέτης και ενορχηστρωτής. Με την πρώτη του ιδιότητα έχει κυκλοφορήσει τον κύκλο τραγουδιών «Λείπουν Όλα Κι Είναι Εδώ» με ερμηνεύτρια την Γεωργία Γρηγοριάδου (1999), ενώ έχει υπογράψει την ενορχήστρωση αρκετών ελληνικών δίσκων από το 1993 και μετά. Έχει εργαστεί ως καθηγητής της μουσικής σε ωδεία, παίζοντας πιάνο σε συναυλίες και μαγαζιά, αλλά και ως ραδιοφωνικός παραγωγός. Υπήρξε αρθρογράφος σε διάφορα έντυπα, μουσικά και μη, ενώ από το 2006 συνεργάζεται με τον ραδιοφωνικό σταθμό 105,5 Στο Κόκκινο.
Διαβάστε επίσης:
# 1 Ο Μανόλης Πολέντας γράφει για τον Κώστα Καρυωτάκη.. εδώ
# 2 Ο Αντώνης Μποσκοΐτης γράφει για τη Φλέρυ Νταντωνάκη .. εδώ
# 3 Ο Γιώργος Κορδέλλας γράφει για την Κατερίνα Γώγου.. εδώ