Life in Athens

«Αττικόν» και «Απόλλων»: Οι δίδυμοι Πύργοι της Αθήνας

Η είσοδος των κινηματογράφων είναι ένας σωρός από μπάζα.

2642-204777.JPG
Δημήτρης Φύσσας
ΤΕΥΧΟΣ 379
8’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
20022-44562.jpg

«Αττικόν» και «Απόλλων»: Μη πλήρες οδοιπορικό και μερικές σκέψεις στο ρημαγμένο Κέντρο

Οι δίδυμοι πύργοι της Αθήνας είναι οι πύργοι του κτιρίου που στεγάζει τους κινηματογράφους «Αττικόν» και «Απόλλλων». Δεν έπεσαν, όπως της Νέας Υόρκης, αλλά κάηκαν, μάλιστα ο ανατολικός (προς το Σύνταγμα) ίσα που στέκεται, σώζεται δε σώζεται. Είναι Δευτέρα μεσημέρι, η φωτιά που έβλεπα χτες βράδυ ον λάιν στον υπολογιστή μου έχει πια σβήσει και στέκομαι μαζί με άλλους Αθηναίους παρατηρώντας το σκελετό του κτιρίου, που καπνίζει προς τα πάνω και στάζει νερό προς τα κάτω.

Πολύς κόσμος φωτογραφίζει ή βιντεοσκοπεί με κάμερες και κινητά. Τα σχόλια ανάμεικτα, ακούγονται όλων των ειδών οι γνώμες. Τρεις πυροσβεστικές βρίσκονται στη Χρήστου Λαδά. Έχουν πάψει να καταβρέχουν, αλλά οι πυροσβέστες παραμένουν. Η πρόσοψη και η στέγη δεν υπάρχουν. Στη θέση τους μια διπλή, ενιαία τρύπα: προς τον ουρανό και προς το δρόμο. Εκεί ένας σωρός από σπασμένα τζάμια, καρβουνιασμένα δοκάρια, πλαστικό, σοβάδες, όλα μαυρισμένα, όλα πολτός από το νερό των πυροσβεστών. Η είσοδος των κινηματογράφων είναι ένας σωρός από μπάζα.  Ένα φορτηγάκι με συλλέκτες μετάλλων μαζεύει ό,τι μπορεί.  Αργότερα θα πιάσουν δουλειά οι τζαμάδες.

Τραβάω φωτογραφίες με το κινητό μου. Πλησιάζω πιο κοντα, τραβάω κι άλλες. Ρωτάω έναν πυρσβέστη για την κατάσταση μέσα στο σινεμά. «Η αίθουσα δεν έχει καεί» μου λέει. «Άρα ούτε και το άλλο σινεμά, κάτω;» ξαναρωτάω. «Ούτε κι αυτό» μου λέει, «τίποτα δεν έπαθε». Από τη μια χαίρομαι, από την άλλη σκέφτομαι πόσο νερό μπορεί να έχει κυλήσει ειδικά στον υπόγειο «Απόλλωνα», έχοντας τουμπανιάσει και μουχλιάσει τα πάντα. Πάντα προτιμούσα τον «Απόλλωνα», πιο μοντέρνα και σημερινή αίθουσα, από το βαρυφορτωμένο, μπαρόκ και πιο κυριλέ «Αττικόν». Αλλά μπροστά στην καταστροφή, μου φαίνεται ότι αγάπησα το ίδιο και τα δυο.

Ενώ στο ρείθρο της Σταδίου το νερό ρέει σα να έχει βρέξει δυνατά (η Σταδίου ήταν μέγα ρέμα το 19ο αιώνα και τώρα από κάτω μας περνάει ο πρώτος αληθινός  υπόνομος της Αθήνας), ξεκινάω να φύγω. Είχα κατέβει Πανεπιστήμιο, το κτίριο του οποίου την είχε γλιτώσει. Είχα περάσει βιαστικά από την Κοραή, βιαζόμενος να βρεθώ μιαν ώρα αρχύτερα στο «Αττικόν». Για τον εμπρησμό του είχα μάθει από τον 9,84, όταν με κάλεσαν στο κινητό, Κυριακή βράδυ, να πω μια κουβέντα για την ιστορία του σινεμά. Περιμένοντας να βγω στον αέρα, άνοιξα και είδα την τρομερή, την ανεξίτηλη εικόνα. Είπα τα λίγα λόγια μου στο σταθμό με φωνή τρεμάμενη, σχεδόν κλαμένος.

Πάω λίγο πιο κάτω. Το «Delicatessen» του Βασιλόπουλου κλειστό, όχι ολοσχερώς κατεστραμμένο, νομίζω. Δίπλα, το «Calzedonia» καμένο. Ένα μεγάλο άνοιγμα στη σπασμένη βριτρίνα. Σκύβω, κοιτάζω μέσα: ηλεκτρικά και ψευδοροφές κρέμονται, οι κάλτσες στα ράφια μισοκαμένες (εδώ δεν έγινε πλιάτσικο, φαίνεται οι εμπρηστές ήταν «γνήσιοι ιδεολόγοι»), στο πάτωμα ο γνωστός πλέον γυαλο-μπαζο-νερο-πολτός. Φωτογραφίζω. Ένας άνθρωπος γύρω στα σαράντα σκύβει,  φωτογραφίζει κι αυτός. «Έρχομαι από την Ερμού» λέει. «Ξέρεις τι συζητάνε εκεί οι έμποροι; Λένε ότι την επόμενη φορά θα ’χουνε μπράβους, όπλα. Δεν την ξαναπατάνε, αφού η αστυνομία δεν μπορεί να κάνει τίποτα, θα κάνουν οι ίδιοι».

Δεν ξέρω αν ο άγνωστος υπερβάλλει, αλλά αν γίνει κι αυτό, δεν ξέρω πού θα φτάσουμε. «Είναι μεγάλες οι καταστροφές εκεί;» ρωτάω. «Χειρότερα από δω» απαντάει. «Είναι πάρα πολλά τα μαγαζιά που δεν μπορούν να δουλέψουν». Από τη φρασεολογία του, μοιάζει μάλλον άνθρωπος του εμπορίου. Δεν ξέρω αν έχει δίκιο για την αστυνομία, αλλά γιατί η αστυνομία μας να λειτουργεί καλύτερα από άλλους τομείς του δημοσίου; Υποθέτω ότι είναι και αυτή στο μέσο όρο: όπως οι εφορίες, τα νοσοκομεία, οι πολεοδομίες ή οι συγκοινωνίες. Γιατί να ξεχωρίζει;

Περνάω απέναντι, ξανά προς τη μεριά της Κοραή. Το φανάρι διαλυμένο –προφανώς είναι πολύ εξουσιαστικό ζήτημα τα πράσινα και τα κόκκινα της κυκλοφορίας– και επισύρουν την άκρως δικαιολογημένη μήνη των αντιεξουσιαστών. Στον «Κάουφμαν» (κάτω από το γνωστό στους παλαιούς ως «γραφεία της ΕΟΝ» του Μεταξά, δίπλα στο παλιό «Άστορ») ένας τζαμάς, χωμένος μέσα στο σκελετό της μεταλλικής βιτρίνας, σπάει με σφυρί τα απομεινάρια των κρυστάλλων και τα ρίχνει σ’ ένα κουτί για μάζεμα. Θ’ ακολουθήσει το φορτηγό που θα φέρει τα καινούργια τζάμια. Ένα από τα κυρίαρχα στοιχεία της μέρας είναι αυτά τα φορτηγά των τζαμάδων, με την ειδική κατασκευή που κρατάει τα τζάμια και τα κρύσταλλα όρθια. Πολλά φορτηγά τέτοια θα ακολουθήσουν, τα μεγαλύτερα μάλιστα διαθέτουν και γερανούς για τα πολύ βαριά κρύσταλλα.

Επακολουθώ. Η πόρτα που οδηγεί στους ορόφους του παλιού «Άκρον», δεκαετίες κλειστού, ρημαγμένη.  Ίχνη φωτιάς που δεν προχώρησε. Η πόρτα του ισογείου του, με ρολά, άντεξε. Όχι όμως και η βιτρίνα του, που είναι διαλυμένη. Στο πρόχειρο κάλυμμα της βιτρίνας, κάποιος έχει γράψει «Athens is the new Berlin». Προφανώς εννοεί το Βερολίνο του Απρίλη και Μάη του ’45 – δεν ξέρει όμως τι μέγεθος έχει η αναλογία που μεταχειρίζεται. Φωτογραφίζω. Το κατάστημα με τα οικιακά είδη δίπλα στον «Ιανό» με σπασμένες βιτρίνες και λεηλατημένο. Έχουν μείνει τα αυτοκόλλητα των εκπτώσεων: 50%, 40%. Αλλά εδώ τα εμπορεύματα δεν πουλήθηκαν καν με έκπτωση: «απαλλοτριώθηκαν». Οι άνθρωποι μέσα στο μαγαζί μοιάζουν πολύ λυπημένοι, ιδίως μια γυναίκα που στέκει στην είσοδο. Ντρέπομαι και δεν φωτογραφίζω.

 

Κι όμως, υπάρχουν πολιτικοί χώροι που στέκονται αμήχανοι μπροστά σ’ αυτές τις βαρβαρότητες. Ο ΣΥΡΙΖΑ και το ΚΚΕ καταγγέλλουν τους προβοκάτορες, λένε ότι είναι βαλτοί από το κράτος, ότι συνεργάζονται με την αστυνομία για να χτυπήσουν το λαϊκό κίνημα – και καθαρίζουν, νομίζουν ότι βγάζουν την ουρά τους απέξω, ότι δεν έχουν καμιά ευθύνη. Κι όμως, η μελέτη των στοιχείων δείχνει ότι δεν είναι (ή, τουλάχιστον, δεν είναι οι περισσότεροι) προβοκάτορες. Οι εισβολείς που εγκλωβίστηκαν και πιάστηκαν στο δημαρχείο προτού το καταστρέψουν (έργο Κάλκου) έχουν όνομα, ηλικία, ιδιότητα και πολλοί προέρχονται από συγκεκριμένους εξωκοινοβουλευτικούς χώρους. Άλλοι κατά καιρούς συλληφθέντες (και στη συνέχεια ελεύθεροι μέχρι να γίνει η δίκη, οπότε μπορεί να γίνουν και υπότροποι, αλλά η δίκη αναβάλλεται κ.λπ. κ.λπ.) το ίδιο. Άλλοι είναι κοινοί εκβιαστές και/ή πλιατσικολόγοι.

Η σύνθεση των «μπάχαλων» ή «μπαχαλάκηδων», όπως έχουν καθιερωθει, ποικίλλει. Κατά τη γνώμη μου, το να τους πει κανείς «προβοκάτορες» και να προσπεράσει λέγοντας «εγώ δεν έχω καμιά ευθύνη γιατί εκφράζω το γνήσιο λαϊκό κίνημα», είναι η απόλυτη ανευθυνότητα. Ακόμα και τώρα δεν έχω δει μια ρητή και ξεκάθαρη καταδίκη των εμπρηστών και καταστροφέων, χωρίς τις εύκολες περικοκλάδες περί κράτους, προβοκατόρων κ.λπ.

 

Όμως την κορυφαία (από την ανάποδη) δήλωση τη διάβασα χτες βράδυ και την κατέβασα για να τη βάλω σε τούτο το κείμενο. Λέει ο Αλέκος Αλαβάνος, πρώην πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ και παλιός φίλος: «Στο βαθμό που οι δυνάμεις της Αριστεράς μένουν αποξενωμένες από τον κύριο όγκο της νέας γενιάς, στο βαθμό που η “ανατροπή” αποτελεί ένα κουραστικό στερεότυπο και δεν μεταφράζεται σε επαναστατικό σχέδιο και πολιτική συγκρουσιακότητα, τα φαινόμενα αυτά και θα πυκνώνουν και θα διαχέονται. Ο Γαβριάς των “Αθλίων” του Βίκτωρα Ουγκό, αν είχε κατέβει χθες στο Σύνταγμα δεν θα ήταν στα κλειστά μπλοκ κομματικών νεολαίων, θα έκαιγε με την παρέα του τράπεζες και κινηματογράφους». Η εκτίμηση αυτή μου φαίνεται τόσο εξωπραγματική, τόσο εξωγήινη,  ακόμα και για τον Αλαβάνο, που δεν βρίσκω λόγια να τη σχολιάσω.  

Ξαναβγαίνω Κοραή. Στου «Ζάρα», τζαμάδες σε σκάλες φτιάχνουν τις βιτρίνες. Φωτογραφίζω. Παραδίπλα το «Άστυ» με μισοκαμένη την είσοδό του, κάτω από τη  μαυρισμένη μαρκίζα του κτιρίου. Πλησιάζω, στη σκάλα όλα καλά. Κατεβαίνω. Βρίσκω τον Γιώργο Στεργιάκη, του παίρνω συνέντευξη ον κάμερα με το παλιό αθάνατο κινητό μου. «Κατέβηκαν κουκουλοφόροι χτες βράδυ» μου λέει. «Ζήτησαν χρήματα, τους τα έδωσα και φύγανε. Γι’ αυτό δεν μας κάψανε. Το ίδιο κάνανε και άλλα μαγαζιά πάνω, στη στοά». Μου λέει ότι είχε  έξι-εφτά θεατές που πήγανε να δούνε την  ταινία «Το λιμάνι της Χάβρης» του Άκι Καουρισμάκι. Οι άνθρωποι βέβαια φύγανε, «τους είπαμε εμείς να φύγουν» λέει  ο Στεργιάκης, «κινδύνευαν, δεν ξέραμε τι θα γινόταν». Φαντάζομαι τους ηρωικούς αυτούς θεατές να ξεμπουκάρουν από το υπόγειο στην Κοραή με πέτρες πάνω απ’ το κεφάλι τους, μέσα στα δακρυγόνα, στους καπνούς, την μπόχα και τα μπινελίκια  των «αντιεξουσιαστών» προς τα ΜΑΤ, και να προσπαθούν  να γυρίσουν σπίτι τους σε χαώδη, οιονεί πολεμική κατάσταση. «Όλα τα σινεμά του κέντρου πάνε καλά, όταν παίζουν καλές ταινίες» μου λέει ο Στεργιάκης και τελειώνει με ένα, «δεν κλείσαμε, δεν καήκαμε, παίζουμε κανονικά». Παίρνει σειρά η συνάδελφος Ιφιγένεια από την «Καθημερινή».  

Ανεβαίνοντας τη σκάλα, παίρνω την απόφαση ν’ ανατρέψω κάθε προγραμματισμό γι’ αυτή τη βδομάδα και να αφιερώσω όλο το «City Lover» στο «Ατικόν» και στο «Άστυ» (δείτε τη στήλη). Βγαίνω έξω. Τα μαγαζιά της «Galleria» μάλλον κανονικά. Κλειστό όμως, σπασμένο και καμένο, το γωνιακό, το «Starbucks». Ήθελα να γράψω γι’ αυτό, μα δεν πρόλαβα. Για το ήρεμο περιβάλλον του, το wi-fi που από πολύ νωρίς καθιέρωσε, το τραπέζι μελέτης, τη χαμηλή, διακριτική μουσική που σ’ αφήνει να επικοινωνήσεις με την παρέα σου. Τώρα παντού γύρω είναι διάχυτη η μυρωδιά της καΐλας. Τη στιγμή αυτή, πολύς κόσμος προσπαθεί να φωτογραφίσει το εσωτερικό και το εξωτερικό του. Φωτογραφίζω με τη σειρά μου τους φωτογραφίζοντες.

 

Σκέφτομαι ότι εμείς έχουμε τις πολιτικές, οικονομικές, ιδεολογικές μας αντιθέσεις, η πόλη όμως τι φταίει; Τι φταίει η Αθήνα αν ψηφίζουμε ή όχι το μνημόνιο, αν θα γίνουν ή όχι εκλογές; Την πόλη (θα έπρεπε να) την έχουμε όλοι μαζί, καμιά πολιτική σκοπιμότητα, καμιά πολιτική αντιπαράθεση, καμιά διαδήλωση δεν έχει το δικαίωμα να καταστρέφει την πόλη. Και την πόλη δεν την καταστρέφουν τα ΜΑΤ. Την καταστρέφουν οι μπάχαλοι που βάζουν ταυτόχρονα δεκάδες φωτιές, αλλά και όσοι τους κάνουν πλάτες ή τους καλύπτουν εκ των υστέρων, άμεσα ή έμμεσα. Την καταστρέφουν όσοι «αγανακτισμένοι» εμποδίζουν τις αντλίες να πάνε άμεσα στις πυρκαγιές. Την καταστρέφουν όσοι αποδέχονται τη βαριοπούλα ως πολιτικό επιχείρημα. Οι υπηρεσιακοί παράγοντες μπορούν να εγκληθούν το πολύ πολύ για ανικανότητα ή άγνοια των μεγεθών: τι ξέρει για την ιστορία της πόλης το ένστολο στέλεχος που, αντί για το «Αττικόν», δίνει συνέντευξη από τηλεοράσεως και μιλάει για τη φωτιά στο «Κosta Boda»; Αλλά οι ευθύνες δεν είναι ίσες κι όμοιες.

Συνεχίζω. Το πυραμιδωτό άνοιγμα από τον υπόγειο σταθμό του μετρό σπασμένο ξανά, μάλλον δεν έχει νόημα να το επισκευάζουνε συνέχεια. Η Eurobank γωνία Πανεπιστημίου και Κοραή (εγώ θυμάμαι πολύ καλά τον παλιό «Γαμβέτα» με τους γέρους που πίνανε τον καφέ τους γύρω στα τέλη του ’70) καμένη αρκετά στην πρόσοψη. Η γνωστή ασπροκόκκινη κορδέλα «μην πλησιάζετε», οι καθαριστές που έχουν ήδη πιάσει δουλειά, ένα φορτηγό, οι τζαμάδες που περιμένουν. Φωτογραφίζω. Κατεβαίνω την Πανεπιστημίου, σχεδόν παντού τα ίδια στη μονή πλευρά, της καθόδου. Το Γενικό Λογιστήριο του Κράτους με μικρές φθορές. Ο Παπασωτηρίου επίσης, μόνο μάρμαρα από τους παραστάτες λείπουνε. Η πρώτη Alpha bank, σε νέο κτίριο (το σπίτι του Ραγκαβή) με σχετικά λίγες ζημιές.

 

Οι στοές φαίνεται ότι γίνανε ιδιαίτερος στόχος: στοά Πεσμαζόγλου και στοά Νικολούδη κλειστές και κατεστραμμένες. Αν ο Στεργιάκης έχει δίκιο για το τι έγινε στην από πάνω του στοά, φαίνεται πως σ’ αυτές εδώ δεν πληρώσανε οι μαγαζάτορες. Το μέγαρο Νικολούδη, με πολύ μεγάλες ζημιές, θα μπορούσε να έχει καεί και ολόκληρο, όπως το βλέπω. Πιο κάτω η Alpha bank, γωνία Πεσμαζόγλου (το παλιό τετραώροφο κτίριο της Λαϊκής Τράπεζας και μετέπειτα Ιονικής, σπουδαίο μεσοπολεμικό έργο του Αναστάσιου Μεταξά, εξαιρετικά αποκαταστημένο στις μέρες μας από τους Καλλιγάδες) έχει καεί στην πρόσοψη και στο εσωτερικό του ισογείου, ενώ οι περσίδες έχουν λιώσει στα παράθυρα και η μαυρίλα, προς την Πεσμαζόγλου, έχει βγει από μέσα προς τα έξω. Κομμένα κλαριά δέντρων, φαντάζομαι για να μην πάρουν φωτιά, σωριασμένα στο πεζοδρόμιο.

Περνάω απέναντι και χαζεύω. Όλη η αριστερή πλευρά της Πανεπιστημίου γεμάτη αντλίες, πυροσβέστες, αστυνομικούς, σκουπιδιάρικα μετάλλων και φορτηγά τζαμάδων. Τα περισσότερα φανάρια σπασμένα, μερικά ψυγεία από περίπτερα ριγμένα κάτω, κάδοι σκουπιδιών καμένοι, μάραμαρα σπασμένα για να γίνουν πυρομαχικά. Σα να τα έχω ξαναγράψει αυτά και παλιότερα. Φωτογραφίζω.

Στην Ιπποκράτους τα αναμενόμενα, αλλά σε κάπως μικρότερη κλίμακα. Βγαίνω Ακαδημίας. Στην  Εμπορική Τράπεζα φαίνεται πολύ καλά το καμένο εσωτερικό της. Τρεις μεγάλοι μεταλλικοί κάδοι σκουπιδιών στο πεζοδρόμιο περιμένουν να δεχτούν τα μπάζα, ενώ μεταλλικό περίβλημα που θα προστατεύει τους εργάτες της αποκατάστασης έχει ήδη εγκατασταθεί και τεχνίτες κάνουν τις τελευταίες ηλεκτροσυγκολλήσεις. Στο βιβλιοπωλείο Χρηστάκη, ένα τεράστιο φορτηγό κατεβάζει με γερανό, πολύ προσεκτικά, το μεγαλύτερο κρύσταλλο που έχω δει ποτέ, κρατημένο με έξι ή εφτά τεράστιες βεντούζες, για να το βάλουνε στη σπασμένη βιτρίνα.

Κατηφορίζω ξανά, βγαίνω Χαριλάου Τρικούπη. Κλειστή για τ’ αυτοκίνητα, γεμάτη πυροσβεστικές. Έχει καεί το «Atrium» κι έχει κλείσει η στοά του προς Πανεπιστημίου, γιατί είναι ήδη ένα πρώιμο εργοτάξιο (αν και η καφετέρια προς την Πανεπιστημίου λειτουργεί). Προχωρώ πιο κάτω, βγαίνω Ομόνοια, πάω Αθηνάς, Σοφοκλέους, Ευριπίδου, Μπενάκη. Δεν έχει νόημα να συνεχίσω, οι εικόνες επαναλαμβάνονται. Κύριος στόχος τα καταστήματα κινητής τηλεφωνίας – υποθέτω ότι οι λεβέντες εμπρηστές και υαλοθραύστες, ως αντιεξουσιαστές, δεν έχουν κινητά. Άλλος κύριος στόχος οι τράπεζες. Αλλά και πολλά μικρομάγαζα χτυπημένα ή και κατεστραμμένα. Πλιάτσικο αλλού ναι, αλλού όχι.  

Η αγάπη για την πόλη είναι το ζητούμενο. Κανένας ξένος παράγοντας, κανένας Γερμανός, κανένας αλλοδαπός δεν την καταστρέφει, εμείς βγάζουμε τα μάτια μας. Η ευθύνη των πολιτικών κομμάτων και του συνδικαλιστικού κινήματος είναι μεγάλη, όταν οργανώνει συγκεντρώσεις στο κέντρο. Η λειτουργία των σωμάτων ασφαλείας προφανώς πρέπει να βελτιωθεί.

Αλλά δεν μπορείς να δικαιολογείς το κάψιμο του «Αττικόν», Αλέκο.

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ