Αρχειο

Το σπίτι της Λούλας Αναγνωστάκη

Αγάπησε τον Χειμωνά. Είναι μία από τις πιο σημαντικές μεταπολεμικές συγγραφείς. Έζησε όπως ήθελε.

100453-200768.jpg
Χρύσα Φωτοπούλου
ΤΕΥΧΟΣ 533
2’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
101097-226006.jpg

«Έχετε πολύ ωραία μαλλιά, κυρία Αναγνωστάκη». Αυτό της είπα την πρώτη φορά που τη συνάντησα. Καμία κουβέντα για κείμενα, ανθρώπους και παρελθόν. Κοιτούσα τα μαλλιά της. Πολλά, πυκνά, ακούνητα. Πιο πολύ γκρι, παρά άσπρα. Γυαλιά σκούρα, κραγιόν ανεξίτηλο, χέρια λεπτά. Φοράει δαχτυλιδάκια στο δείκτη του δεξιού χεριού. Με ρωτάει αν μ’ αρέσουν. Λέει το όνομά μου και χαμογελάει με συστολή. Με ρωτάει αν έφαγα, αν ξεκουράστηκα, αν θέλω κάτι να μου φέρει η Νέβενα από την κουζίνα.

Παρατηρώ το χώρο της με δεκατέσσερα μάτια. Τις φωτογραφίες, τα κεντημένα ποιήματα (σε ανθεκτικό ύφασμα) του Χειμωνά, μια προσωπογραφία του γιου της Θανάση. «Ο Γιώργος τον ζωγράφισε με μολύβι, τον Απρίλη του ’72». Η ίδια στη γνωστή, ασπρόμαυρη φωτογραφία του Στάβερη. Ο Μανώλης, ο αδερφός της. Αυτή τη φωτογραφία την αγγίζω. Δεν υπάρχει μέσα σε κορνίζα. Είναι σκέτη. Την αγγίζω σαν να έχει ψυχή. «Κυρία Αναγνωστάκη, τον αγαπάω τον αδερφό σας». «Μου λείπει πολύ» μου απαντάει. Της διαβάζει ο Κωνσταντίνος στα καπάκια την «Οδό Αιγύπτου». Κλαίει χωρίς ήχους.

Μια φωτογραφία και ένα «Υστερόγραφο». Το ύψος του, η θερμοκρασία, η φωνή του δεν υπάρχουν στο τώρα και το εδώ. Στο «Υστερόγραφο» του Μανώλη Αναγνωστάκη έχουμε ήδη υπογραμμίσει τη φράση «αγαπούσε μέχρι και τον αριθμό του τηλεφώνου της». «Θέλω να με αγαπήσει ένας ποιητής, Λούλα, και αν είναι να αγαπήσει και τα τέσσερα εννιάρια του αριθμού μου, χαλάλι του. Θα το αποδώσω στην ιδιαιτερότητά του». Τώρα γελάει και ζητάει τσιγάρο. Φίλιπ μόρις. Ένα πακέτο κρυμμένο κάτω από το «Βιβλίο των εικόνων» του Ρίλκε.

Η Νέβενα ποτίζει τα γεράνια και τους βασιλικούς της βεράντας. Ο δρόμος κάτω από τη βεράντα είναι η οδός Καψάλη. Μαγαζιά με γλυκά, αλλαντικά, τυριά και ακριβά μαγιό. Παιδικά παπούτσια, καφέ και ευγενικοί θυρωροί με γραβάτα. Κάποια στιγμή μάς δείχνει το στυλό και το μολύβι με τα οποία έγραφε. «Έγραφα γρήγορα. Πάντα». Δεν έγραφε μόνο γρήγορα, περπατούσε και γρήγορα. Δεν στεκόταν απέναντι από το πλήθος. Έκανε βουτιά μέσα του. Ήξερε εκ των προτέρων τη γλώσσα που αφορούσε στον κόσμο, ήξερε και από καθαρή συνειδητοποίηση, όταν δήλωνε «Εγώ δεν βολεύομαι... Δεν είμαι ο μέσος όρος. Δεν είμαι απ’ αυτούς που ρίχνουν νερό στο μύλο των ισχυρών και νομίζουν πως κάτι είναι ενώ δεν είναι τίποτα».

«Έτσι προέκυπτε κάθε φορά. Μου άρεσε να γράφω. Σκεφτόμουνα ένα πρόσωπο που μιλούσε, μιλούσε... Δεν έγραφα μία φράση, αν δεν σκεφτόμουν πολιτικά, άσχετα αν στο έργο δεν σκεφτόμουν πολιτικά. Το αποτέλεσμα δεν το μάντευα. Τους ξέρω τους ανθρώπους. Μπορώ και τους ακούω. Δεν αποστασιοποιούμαι. Οι ήρωές μου αγγίζονται. Τους μαθαίνεις με το μικρό τους όνομα γιατί κάνουν λάθη. Και τα λάθη μειώνουν την απόσταση από τον καθρέφτη».

Παίρνει δυο κεράσια από το μπολ και τα κρεμάει στο αριστερό της αυτί. Ανανεώνει το κραγιόν της. Το τσιγάρο το κάπνισε μισό. Θυμάται πάλι τον Χειμωνά. «Δεν μπορώ να πιστέψω ότι πέρασαν 15 χρόνια από το θάνατο του Γιώργου». Δεν θέλω να τη δω να ξαναβουρκώνει και της υπόσχομαι ότι την επόμενη φορά θα της χαρίσω έναν ψευτοαληθινό ιβίσκο για τα μαλλιά της. Πάλι μου χαμογελάει σαν κορίτσι. Έχω συνηθίσει και τα σκούρα της γυαλιά. Είναι σαν να μην τα φοράει, όταν μιλάει μαζί σας. Οι κινήσεις των ματιών είναι ευδιάκριτες, το ίδιο και όσα εννοεί, όταν μόνο μας κοιτάζει.

Η Λούλα Αναγνωστάκη γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη. Κόρη γιατρού, ακτινολόγου συγκεκριμένα. Αδερφή του Μανώλη και της Μαρίας. Και ο Μανώλης γιατρός, αλλά και ποιητής. Η Λούλα παραλίγο ποινικολόγος, αλλά πάντα συγγραφέας. Πρωτοδιάβασε το «Έγκλημα και τιμωρία» στα γαλλικά. Έγραψε το πρώτο της θεατρικό κείμενο σε μια νύχτα, το πήγε στον Κουν και αμέσως έγινε παράσταση. Αγάπησε τον Χειμωνά. Είναι μία από τις πιο σημαντικές μεταπολεμικές συγγραφείς. Αγαπιέται πολύ από τους νέους ανθρώπους. Οι ιστορίες της έχουν την οικονομία της καθημερινότητας και την άμεση κατάδειξη ενός ποιήματος. Έζησε όπως ήθελε για να μπορεί αυτή τη στιγμή να ξεκουράζεται σε απλότητες και σιωπές. Μου βγαίνει καμιά φορά η παιδική ανάγκη να της ζητήσω να μου υπογράψει τον «Ήχο της ζωής» για να ’χει κρατήματα η μνήμη μου σε 50 χρόνια που θα ’μαι επιρρεπής στο «χάος».

Αλλά πιάνουμε κουβέντα για γκομενικά και τέτοια και όλο το αναβάλλω.

Φωτό: Σπύρος Στάβερης

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ