Θεατρο - Οπερα

«Πλατεία Ηρώων» σε σκηνοθεσία Δημήτρη Καραντζά

Υπάρχουν λόγοι για να θυμάσαι αυτή την παράσταση;

4741-35213.jpg
Δημήτρης Μαστρογιαννίτης
4’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
343911-714766.jpg

Πόση ειρωνεία μπορεί να κρύβει ένας τίτλος· η «Πλατεία Ηρώων» είναι το πιο αντιηρωικό έργο που μπορείς να φανταστείς. Στοιχειωμένο, όμως, το χαρακτηρίζεις. Ο Thomas Bernhard το γράφει στοιχειωμένος από το φιλοναζιστικό παρόν και παρελθόν των αυστριακών συμπατριωτών του· η πρεμιέρα του έργου το 1989 θα στοιχειωθεί από τις κραυγές μίσους (ενάντια στα χειροκροτήματα)· οι ήρωές του στοιχειώνονται από την παρουσία του πατριάρχη καθηγητή Γιόζεφ Σούστερ −κι ας έχει αυτοκτονήσει− και η σύζυγός του, Χέντβιχ από την ανάμνηση των ιαχών ενθουσιασμού που συνόδευσαν την είσοδο του Χίτλερ, στις 15 Μαρτίου του ’38, στην πλατεία Ηρώων της αυστριακής πρωτεύουσας.

Τώρα ήρθε η ώρα να ενταχτούμε κι εμείς, ως θεατές, στους στοιχειωμένους. Με μια προϋπόθεση. Να μην ανήκουμε στις φυλές των ψευδο-επαναστατών, των αθεράπευτα ρομαντικών, των φασιστών, των βολεμένων, των συντηρητικών, των μικροαστών, των «διανοούμενων», των «κανίβαλων», των... Πρέπει να μπορείς να ανεχτείς το είδωλό σου στον καθρέφτη όταν μονολογήσεις:

«Όπου και να πας 

ο κόσμος σήμερα είναι άσχημος

κι ως το μεδούλι αμβλύνους

διεφθαρμένος από όπου και να τον πιάσεις

παρατημένος στην τύχη του

είναι προτιμότερο να μη σηκώνεσαι από το κρεβάτι σου

τα τελευταία πενήντα χρόνια οι κυβερνώντες κατέστρεψαν

τα πάντα

ανεπανόρθωτα

οι αρχιτέκτονες κατέστρεψαν τα πάντα

με την αμβλύνοιά τους

ο λαός κατέστρεψε τα πάντα

με την αμβλύνοιά του

τα κόμματα και η Εκκλησία

κατέστρεψαν τα πάντα με την αμβλύνοιά τους... »*

Τελικά, όμως, ποιοι από εμάς δεν ανήκουμε σε αυτές τις φυλές και τελικά ποιο το όφελος να δεις μια παράσταση που βουτηγμένη στον πεσιμιτισμό σε ονοματίζει; Όταν το μόνο που λαχταράς είναι η ελπίδα, ενώ εδώ συναντάς μόνο το ζόφο; Για ποιο λόγο να «κοινωνήσεις» τα λόγια ενός τέτοιου διανοούμενου σε μια εποχή που ο διαφωτισμός δεν είναι τίποτα περισσότερο από εγκυκλοπαιδικό λήμμα; Εκτός κι αν τα κοντύνεις και τα χρησιμοποιήσεις ως αποδοχή για τη γελοία ελληνική πραγματικότητα –πλείστα τα παραδείγματα της ελληνικής πολιτικής αμβλύνοιας– στη λογική παντού τα ίδια είναι.

«Δεν αλλάζει τίποτα

η σύνθεση της κυβέρνησης είναι λεπτομέρεια

όλες είναι απαράλλακτα όμοιες μεταξύ τους

αποτελούνται από τους ίδιους ανθρώπους

εξυπηρετούν τα ίδια συμφέροντα

και είναι οι ίδιες συναλλαγές

που γίνονται πάντα

ανάμεσα στους ίδιους ανθρώπους

πρόκειται πάντα για τους ίδιους διεφθαρμένους ανθρώπους

οι οποίοι κάθε μέρα που περνούν οδηγούν το κράτος στο γκρεμό...»

Ο σκηνοθέτης της Δημήτρης Καραντζάς κόβει την παράσταση σε ώρα δράσης προκειμένου να κάνει διάλειμμα. Θα εκθέσω τον εαυτό μου εδώ, πως την ώρα που σηκώθηκα να ξεμουδιάσω αναρωτιόμουν αν έπρεπε – μήπως ήταν ένα κόλπο του σκηνοθέτη να μας κάνει να αισθανθούμε τύψεις που παρά τα όσα ακούσαμε εμείς το μόνο που αναζητούσαμε ήταν ένα τσιγάρο; Μήπως είμαι τελικά κάποιος που καταναλώνει απλά το χρόνο του βλέποντας παραστάσεις που συζητιούνται – επιβεβαιώνοντας και τα λόγια του Μπέρνχαρντ πως το «θέατρο είναι ένας κομπασμός»;

Όσες φορές και αν διάβασα το κείμενο μετά, κατέληξα πως δεν αντέχω τη μοχθηρότητά του – ως ρασιοναλιστής κάνω κόλπα και επιλογές προκειμένου να επιβιώσω. Συγχρόνως όμως με έλκει με τον τρόπο που σε έλκει αυτό που φοβάσαι. Όταν τρεις εβδομάδες μετά, ακόμα με νοιάζουν όσα άκουσα κάτι δεν σημαίνει; Εκτός, κι αν φταίει που στοιχειώθηκα από την ερμηνεία της Καρυοφυλλιάς Καραμπέτη και από την αισθητική της παράστασης.

Απορώ πώς κρατήθηκα και δεν σηκώθηκα όρθιος να χειροκροτάω, την ώρα που συνέβαινε, αυτό που κατάφερε η ηθοποιός. Ερμηνεύοντας την κυρία Τσίτελ, την οικονόμο του αυτόχειρα καθηγητή, με σώμα αποχυμωμένο και δύσκαμπτο, όπως είναι τα σώματα των ανθρώπων που δεν έχουν δεχτεί ένα χάδι στη ζωή τους, η Καραμπέτη έπλασε μυθική ερμηνεία με το λόγο της. Με φωνή που απέχει από τα συνηθισμένα ποσταρίσματα έκανε μικροχειρουρχική. Θύμα του καθηγητή και της μάνας της, θύτης απέναντι στην νεαρή υπηρέτρια (πόσο εκκωφαντικό βλέμμα είχε η Σύρμω Κεκέ), πλατωνική ερωμένη και πειραματόζωο του αυταρχικού καθηγητή, στειρωμένη αλλά και στιγμές ανθισμένη, ένας Ιανός καθώς δεν ήταν λίγες οι φορές που μέσω αυτής ενσαρκωνόταν μπροστά στα μάτια μας ο αυτόχειρας.

Έχω παρακολουθήσει πρόβες του Καραντζά για άλλα έργα, ξέρω πώς δουλεύει και πόσο τον αφορά ο ρυθμός. Είμαι σίγουρος πως δούλεψαν με το μετρονόμο – αναρωτιέμαι αν υπολόγισαν και το πότε ξεφυσούσε ατμό το σίδερο της σιδερώστρας για να γίνει πιο έντονη η συνθήκη. Ευτυχισμένος που έζησα τη συνύπαρξή τους.

Εκτός της κυρίας Τσίτελ ο άλλος βασικός πυλώνας του έργου είναι ο καθηγητής Ρόμπερτ Σούστερ, αδελφός του εκλιπόντα. Αυτός είναι κυρίως που θα μας μεταφέρει την κοσμοθεωρία του Μπέρνχαρντ. Τον ρόλο τον επωμίστηκε ο Χρήστος Στέργιογλου. Η ερμηνεία του μπορεί να μου επικοινώνησε τα λόγια, αλλά στα μάτια μου ο χαρακτήρας που έπλασε ο ηθοποιός ήταν μονοδιάστατος – έχασα την ειρωνεία, που στο πρώτο μέρος έλαμψε και μας έδωσε το δικαίωμα να γελάσουμε. Ο καθηγητής Ρόμπερτ, νομίζω, έχει αποσυρθεί από θέση και όχι γιατί δεν του χαρίστηκε η ζωή. Δεν είναι ένας μονήρης ανθρωποφάγος, αλλά ένας άνθρωπος με συνειδητή άποψη, πληρωμένη με την υγεία του.

«Δεν ταράζομαι

απλώς εξάπτομαι κάπου κάπου

ώστε να μη νομίζετε

ότι είμαι κιόλας νεκρός

δεν είμαι

το αντίθετο μάλιστα

το σώμα είναι απονεκρωμένο αλλά το κεφάλι

αναγεννιέται κάθε μέρα

φοβερή κατάσταση

τα πρωινά στο κρεβάτι δεν μπορώ να φανταστώ τον εαυτό μου

να στέκεται ξανά στα πόδια του

όμως δεν παραιτούμαι

δεν παραιτούμαι και δεν εγκαταλείπω...»

Η σκηνοθεσία έδωσε την ευκαιρία και σε άλλους ηθοποιούς να λάμψουν. Πόσο εξαιρετικές ήταν και οι άλλες τρεις γυναίκες του θιάσου. Η Μαρία Σκουλά, η Άννα Καλαϊτζίδου και η Υβόννη Μαλτέζου – λίγο πιο θαμποί στα μάτια μου ο Γιώργος Μπινάρης και o Παναγιώτης Εξαρχέας. Οι δύο πρώτες επωμιζόμενες των ρόλο των δύο αδελφών λειτούργησαν αντιστικτικά. Εκπροσώπησαν τη νέα γενιά που προσπαθεί να αρθρώσει λόγο –από επιθετική ή αμυντική θέση–, καταπλακωμένη από το παρελθόν και την εκπαίδευση που έδωσαν οι προπάτορες. Αλλά και η κυρία καθηγητού της Μαλτέζου ήταν συγκλονιστική – μια γυναίκα που ήδη δεν κατοικεί μεταξύ μας.

Τελικά, η παράσταση του Καραντζά (με τη συμβολή των Κλειώ Μπομπότη στα σκηνικά, της Ιωάννας Τσάμη στα κοστούμια, τη μουσική του Γιώργου Πούλιου και τους φωτισμούς του Αλέκου Αναστασίου) είναι μια ακριβής αισθητικής παράσταση – και δεν αναφέρομαι μόνο στην καλλιέπεια. Γιατί είναι εξαιρετικό, ενώ έχεις στήσει τη δράση σε ρυθμό fortissimo το κείμενο να περάσει sotto voce – κι όχι ως ανάθεμα. Ίσως, τελικά, αυτός να είναι περισσότερο και ο λόγος που μιλάω για στοίχειωμα (και λόγω της ερμηνείας της Καραμπέτη, δεν κουράζομαι να επαναλαμβάνω).

*Τα λόγια του έργου είναι σε μετάφραση Βασίλη Τσαλή («Πλατεία Ηρώων», εκδ. Κριτική). Η Έρι Κύργια έκανε τη μετάφραση για την παράσταση.


Info: Μπείτε στο guide της A.V. 

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ