Κινηματογραφος

Νύχτες Πρεμιέρας: Τι ετοιμάζει ο Λουκάς Κατσίκας;

Το 22ο Διεθνές Φεστιβάλ Κινηματογράφου της Αθήνας «Νύχτες Πρεμιέρας» είναι το πιο αγαπημένο φεστιβάλ της πόλης. Ανακρίναμε το νέο διευθυντή του.

atk_0452.jpg
Γιάννης Νένες
ΤΕΥΧΟΣ 581
12’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
323700-666759.jpg
Θανάσης Καρατζάς

Το πιο αγαπημένο φεστιβάλ της πόλης, οι Νύχτες Πρεμιέρας, φτάνουν στην 22η χρονιά τους και παραμένουν κάθε φθινόπωρο, το ετήσιο ραντεβού «της φυλής μας», όπως λέει ο Λουκάς Κατσίκας, ο νέος διευθυντής του Φεστιβάλ. Συνεργάτης του αποχωρήσαντα Ορέστη Ανδρεαδάκη και άνθρωπος με φρεσκάδα και γνώση, μας μίλησε για όλα με χειμαρρώδη ενθουσιασμό.

Τίτλοι αρχής

Ξεκίνησα από το περιοδικό Σινεμά, το 1996, την εποχή του Γιώργου του Τζιώτζιου. Ο Γιώργος είχε μία αδυναμία στη νεότητα, ήθελε να αφήνει την πόρτα ανοιχτή σε νέα παιδιά που είχαν κάτι να δείξουν. Ήμουν πάρα πολύ τυχερός όχι μόνο γιατί γνώρισα τον Γιώργο Τζιώτζιο, μία σπάνια περίπτωση ανθρώπου, αλλά και επειδή βρέθηκα σε ένα περιοδικό το οποίο το διάβαζα σαν αναγνώστης. Θυμάμαι, είχα πάει στο Ιντεάλ να δω την «Άβυσσο» κι εκεί πήρα στα χέρια μου το πρώτο, πιλοτικό τεύχος του Σινεμά. Την επόμενη μέρα πήγα στην αβάν πρεμιέρ που διοργάνωνε το περιοδικό, του «Σεξ, Ψέματα & Βιντεοταινίες». Ήμουν τυχερός γιατί στα 22 μου βρέθηκα να κάνω αυτό που μου αρέσει.

     Το ’97, ένα χρόνο μετά, με τον Γιώργο και με τη Λήδα (Γαλανού) συνεργαστήκαμε στο Φεστιβάλ. Ήταν η τρίτη χρονιά που διοργανώνονταν οι Νύχτες Πρεμιέρας και όλοι συνήθως ξεκινούν τη συνεργασία τους εκεί, με το γραφείο τύπου του φεστιβάλ. Οι συνθήκες που λειτουργούσαμε τότε ήταν, πώς να το πω, «φοιτητικές». Ήμασταν πέντε άνθρωποι και βγάζαμε ένα φεστιβάλ των 50-60 ταινιών, έχοντας συναντήσει πολύ μεγάλη αντίσταση από τους «θεσμούς», από τους διανομείς, από το υπουργείο Πολιτισμού κλπ. Νομίζω έβλεπαν με μεγάλη επιφύλαξη την προσπάθεια ενός ιδιώτη να κάνει ένα κινηματογραφικό φεστιβάλ στην Ελλάδα τη στιγμή που υπήρχε ήδη ένα φεστιβάλ, και από την άλλη υπήρχαν πολλές γκρίνιες –που ακόμα δεν έχουν κοπάσει- που θεωρούσαν τις Νύχτες Πρεμιέρας «υπάλληλο» των εταιριών διανομής και ότι στην ουσία έκαναν ένα ποτ-πουρί των ταινιών που θα δούμε μέσα στη χρονιά, κάτι που τότε ήταν πολύ πιο εύκολο σε σχέση με τώρα που οι διανομείς αγοράζουν τα πάντα. Αν πας σε ξένα φεστιβάλ-αγορές θα δεις ότι, από κεκτημένη ταχύτητα, επειδή θέλουν να προλάβουν τον επόμενο Χρυσό Φοίνικα, χτυπάνε τα πάντα και μάλιστα γίνονται προσφορές, ποιος διανομέας θα δώσει τα πιο πολλά για να πάρει τον καινούργιο Γούντι Άλεν ας πούμε.

     Έτσι λοιπόν, αυτό που ξεκίνησε το φεστιβάλ ήταν ένας εξω-θεσμικός και εξω-σωματιακός παράγοντας: ήταν η αγάπη του Γιώργου για τις ταινίες. Ταξίδευε έξω, έβλεπε διάφορες ταινίες που ποτέ δεν αγόραζονταν για να προβληθούν στην Ελλάδα και δη του αμερικάνικου ανεξάρτητου κινηματογράφου που είχε ρεύμα τότε. Κι έτσι αποφάσισε να φέρνει στην Ελλάδα σε ένα φεστιβάλ, ταινίες που ποτέ δεν θα βλέπαμε. Το πρώτο και το δεύτερο φεστιβάλ ήταν ένα τέτοιο ποτ-πουρί ταινιών του ανεξάρτητου αμερικάνικου σινεμά. Σιγά σιγά άνοιξε η πόρτα και άρχισαν να μπαίνουν και άλλες κινηματογραφίες μέσα.

    Υπήρχε λοιπόν η επιφύλαξη του ότι αν υπάρχει ένα φεστιβάλ στην Ελλάδα και λειτουργεί καλά, γιατί να υπάρξει και δεύτερο; Και μήπως το δεύτερο είναι ανταγωνιστικό σε σχέση με το πρώτο; Δεν υπήρξε όμως ποτέ ανταγωνισμός μεταξύ των δύο φεστιβάλ. Υπήρχε πάντοτε η αίσθηση ότι εσείς έχετε ένα προφίλ συγκεκριμένο κι εμείς έχουμε ένα άλλο προφίλ. Εμείς είμαστε στην πρωτεύουσα, εσείς είστε στην συμπρωτεύουσα. Εμείς έχουμε ένα πιο νεανικό προφίλ, εσείς έχετε ένα ηλικιακό εύρος.

    Έτσι, μέσα στο πέρασμα των ετών εγώ έμεινα στο Σινεμά άλλαξα τη ζωή που σκόπευα να κάνω. Σπούδαζα Γαλλική φιλολογία και ταυτόχρονα έκανα ένα μάθημα Αγγλικής λογοτεχνίας, Κινηματογράφος και Λογοτεχνία, που θα με πήγαινε μετά στην Αγγλική φιλολογία. Κι έτσι, τα βρόντηξα Γιάννη μου κι έμεινα σε αυτό που μου αρέσει. Τα ξέρεις πώς είναι αυτά. Ταυτόχρονα ήταν και μία πολύ ρομαντική εποχή και για το περιοδικό και για το φεστιβάλ γιατί ήταν στα ξεκινήματά τους. Επίσης, τότε αμειβόμασταν πάρα πολύ καλά, κάτι που έχει εκλείψει πια. Έμεινα λοιπόν στο περιοδικό επί 20 χρόνια, με τρείς διαφορετικούς διευθυντές: τον Γιώργο Τζιώτζιο, τον Χρήστο Μήτση και τον Ορέστη Ανδρεαδάκη, απέκτησα κάποια στιγμή τη θέση της αρχισυνταξίας στο περιοδικό και όλα αυτά τα χρόνια δούλευα παράλληλα και στο φεστιβάλ ως σύμβουλος προγράμματος. Είχα έναν πιο θεωρητικό λόγο γιατί μου είναι πολύ δύσκολο να βάλω σε μία τάξη το μυαλό μου, άρα πώς να βάλω σε τάξη και πρακτικότερα ζητήματα;  Έχω έναν εγκυκλοπαιδικό τρόπο στο πώς σκέφτομαι το σινεμά οπότε, ξέρεις: εάν θέλεις οπωσδήποτε μία βουβή ταινία που να έχει μία άλφα θεματική και δεν μπορείς να βρεις, θα με ρωτήσεις και θα σου την πω.   

 Η προεδρία

Με το που φτάσαμε όμως στον Μάιο και πάω στο φεστιβάλ των Καννών, με το που πατάω το πόδι μου στο αεροδρόμιο της Νίκαιας και ανοίγω το κινητό μου βλέπω πρώτο μήνυμα ότι ο Ορέστης επιλέχθηκε για το φεστιβάλ Θεσσαλονίκης. Το γνώριζα βέβαια και το είχαμε συζητήσει κιόλας, προετοιμαζόμασταν για το πώς θα προχωρήσουμε γιατί είναι πολύ οριακά τα χρονικά πλαίσια. Τον Ιούνιο που ξεκινούσε το Athens Open Air Festival ήταν στον αέρα και είχαμε μόνο 3 μήνες πλέον για να προετοιμαστούμε για τις Νύχτες Πρεμιέρας.

Και γύρισες από τις Κάννες;! Δεν έμεινες;

Σιγά μη γύριζα, χαχαχα. Κρατάω λίγη τρέλα και για την εμμηνόπαυση που λέει και ο Γούντι Άλεν. Επέστρεψα λοιπόν μετά τις Κάννες, έγινε πολύ γρήγορα η συζήτηση της διαδοχής, απ’ ό,τι κατάλαβα είχε ήδη προετοιμαστεί από την εταιρία και ήταν και κάτι αναμενόμενο λόγω παλαιότητας και από εκεί και πέρα λύθηκα να ετοιμάσω το πρόγραμμα για το Open Air σε χρόνο μηδέν και είχαμε δύο μήνες για να ετοιμάσουμε τις Νύχτες Πρεμιέρας. Μπορείς να φανταστείς τι έγινε. Μου δημιούργησε αυτό μία δυσκολία σε επίπεδο πρακτικών ζητημάτων και από την άλλη προσπάθησα κι εγώ να διαχειριστώ μία θέση την οποία, δεν είναι ότι απευχόμουν αλλά δεν ήξερα αν ήμουν φτιαγμένος γι’ αυτό. Εννοώ ότι ήμουν πάντοτε ο άνθρωπος που του άρεσε να βρίσκεται στην πίσω θέση, εννοώ στη γαλαρία. Ταυτόχρονα έπρεπε να πάρω επάνω μου και όλο το βάρος μιας εταιρίας. Οπότε προχώρησα αυτοσχεδιάζοντας και σκέφτηκα κάτι που το είχα όνειρο από καιρό: έφερα πίσω πολλά παιδιά που δούλευαν επί σειρά ετών στο φεστιβάλ και που για μένα ήταν εξαιρετικά σε ικανότητες αλλά για διάφορους λόγους είχαν αποχωρήσει, συν κάποιους παλιούς μου συνεργάτες που δεν δούλευαν πια στο περιοδικό και δουλέψαμε μέσα σε πλαίσια απόλυτης δημοκρατικότητας και σε παρεϊστικο κλίμα, αυτό που εγώ γνώρισα από τον Γιώργο Τζιώτζιο. Έτσι ξεκίνησα κι έτσι έμαθα. Έχοντας αυτό ως σκοπό, άρχισα να νοιώθω κάπως άνετα. Τα παιδιά αυτά είναι φίλοι μου και συνεργάτες και είναι γύρω μου σαν ένα προστατευτικό δίχτυ οπότε αν πέσω να με πιάσουν. Περάσαμε ένα δύσκολο καλοκαίρι προσπαθώντας να κλείσουμε ταινίες, να βρούμε χρήματα, να δούμε τι φεστιβάλ θέλουμε να κάνουμε και τι μπορούμε να κάνουμε. Η σταθερά μου όμως πάντα ήταν η φιλία και η παρέα, οπότε θεωρώ ότι έχουμε φτιάξει ένα ωραίο φεστιβάλ που απευθύνεται από νέους σε νέους ανθρώπους και έχει έναν ανεπιτήδευτο και ειλικρινή χαρακτήρα. Είναι what you see is what you get.

Οι διαφορές με τον Ορέστη Ανδρεαδάκη

Κοίτα, ο Ορέστης είχε πάντοτε ένα τρομερό ζιζάνιο μέσα του, είχε μία μαξιμαλιστική αντίληψη των πραγμάτων. Ήθελε να κάνει πολύ περισσότερα πράγματα, σε μεγαλύτερο εύρος και πολύ πιο φιλόδοξα από αυτό που ίσως το φεστιβάλ μπορούσε να αντέξει. Ας πούμε, τα τελευταία χρόνια ο Ορέστης άνοιξε την πόρτα των Νυχτών Πρεμιέρας σε έναν ευρύτερο χώρο που είχε να κάνει με τα εικαστικά και με τις τέχνες γενικότερα, κάτι το οποίο δεν με έβρισκε πάντα σύμφωνο. 

Από τα πρώτα πράγματα που σκεφτήκαμε φέτος ήταν να μειώσουμε τον αριθμό των ταινιών. Τις προηγούμενες χρονιές είχαμε φτάσει πια σε ένα επίπεδο όπου δεν προλάβαινες ούτε και να σκεφτείς τι μπορείς να δεις μέσα σε καμιά 60αριά ταινίες. Φέτος είπαμε να μειώσουμε λοιπόν τον αριθμό των ταινιών και να δουλέψουμε το ωρολόγιο πρόγραμμα με τέτοιο τρόπο ώστε να δίνουμε την ευκαιρία στον κόσμο να βλέπει περισσότερες ταινίες. Να υπάρχουν επαναλήψεις και αυτό που λένε στο εξωτερικό counter-programming. Αν για παράδειγμα θέλεις να δεις το «Neon Demon» δεν θα σου βάλω απέναντι κάτι άλλο που θέλεις να δεις. Συμπυκνώσαμε κάπως το πρόγραμμα αν και προέκυψε ένας ρους καλών ταινιών. Είναι πολύ καλή χρονιά για τις ταινίες φέτος.

Οι νέες Νύχτες Πρεμιέρας

Το νέο φεστιβάλ δεν διαφέρει πολύ από το παλιό με τη λογική του ότι εάν έχει πετύχει κάτι και έχει γράψει στο συλλογικό υποσυνείδητο, ελάχιστες αλλαγές οφείλεις να κάνεις. Βέβαια κάθε φεστιβάλ φέρει κάπως και τη σφραγίδα του διευθυντή του. Έτσι και αυτό έχει κάτι από εμένα, όσο βέβαια είχα χρόνο να κάνω γιατί, όπως λέει και ο Ed Wood, “η επόμενη ταινία μου θα είναι καλύτερη”. Κρατήσαμε λοιπόν το βασικό προφίλ του φεστιβάλ που έχει να κάνει με την αγάπη για τους νέους δημιουργούς και τις ενδιαφέρουσες ανακαλύψεις, μία συνέπεια στο ποιες νέες ταινίες θέλετε να δείτε και πόσο γρήγορα θα τις δείτε, ένα αφιέρωμα στο παρελθόν και σε πράγματα που αγαπούσαμε ιδιαίτερα εγώ και οι συνεργάτες μου. Αποφασίσαμε να κάνουμε φέτος ένα αφιέρωμα στον Νίκο Τριανταφυλλίδη και ένα event στο Gagarin που ήταν άλλωστε ο δικός του ναός εκεί. Μετά από προβολή 2 ταινιών του θα γίνει ένα live εκεί παλαιών συνεργατών του με τον Blaine L. Reininger, τον Αλέξη Καλοφωλιά, τον Boy. Ο Νικόλας ήταν πολύ κοντά στην ιδιοσυγκρασία του φεστιβάλ και είχε υπάρξει και συνεργάτης μας. Επίσης ετοιμάζουμε ένα αφιέρωμα στον Λουί Μαλ, έναν μεγάλο σκηνοθέτη που εγώ τουλάχιστον δεν είχα ποτέ την ευκαιρία να δω τις ταινίες του σε μεγάλη οθόνη παρά μόνο αυτές της δεκαετίας του ’80 (καλά, ούτε τώρα θα έχω την ευκαιρία να τις δω). Μαζέψαμε λοιπόν όλες του τις ταινίες και κάνουμε ένα αφιέρωμα σε έναν σκηνοθέτη που όλοι γνωρίζουν το όνομά του αλλά δεν γνωρίζουν ακριβώς τι μεγάλες ταινίες έχει κάνει. Όπως ενημερώθηκα μάλιστα το καλοκαίρι, δεν έχει γίνει ποτέ στο εξωτερικό ρετροσπεκτίβα στον Λουί Μαλ, κάτι πουμου έκανε τρομερή εντύπωση.

Θα υπάρξει μυστική ταινία φέτος;

Θα δούμε… Τώρα προσπαθούμε να δούμε μήπως κλείσουμε κάτι από τη Βενετία.

Επίσης σε αυτό το φεστιβάλ ήθελα να δώσω μεγαλύτερο προβάδισμα στους ανέργους. Θα έχουν τη δυνατότητα να δουν πολλές ταινίες φέτος και όχι ταινίες β’ διαλογής ή παλιές. Θα έχουν να δουν πολλές πρεμιέρες καθώς και ένα αφιέρωμα με ταινίες του παρόντος και του παρελθόντος, στις μειονότητες. Όχι με έναν τρόπο ναφθαλίνης που φαντάζεσαι αλλά με έναν πιο ευρύ τρόπο. Για παράδειγμα, θα προβληθεί το «Heaven’s Gate» του Τσιμίνο, το «Ωραίο μου Πλυντήριο» του Στήβεν Φρίαρς, Φασμπίντερ… ταινίες που θα έχουν την ευκαιρία να τις δουν δωρεάν. Θα έχουν προβάδισμα ακόμα και στον τρόπο που θα δίνονται οι προσκλήσεις.

Ακόμα, θα έχουμε πάρα πολλούς καλεσμένους. Έχουμε εξασφαλίσει τον Φαίδωνα Παπαμιχαήλ ο οποίος θα κάνει ένα master class για τη διεύθυνση φωτογραφίας. Στο τέλος του φεστιβάλ, την Κυριακή, θα προβληθεί ένα ντοκιμαντέρ που θα έχει τον τίτλο «Dancer», για τον διάσημο Ουκρανό χορευτή Σεργκέι Πολούνιν ο οποίος έκανε ένα μεγάλο μπαμ στα 22-23 του, θεωρήθηκε ο διάδοχος του Νουρέγιεφ, και μετά αποφάσισε να τα τινάξει όλα στον αέρα και να τα εγκαταλείψει και επανήλθε πέρσι με ένα βίντεο που έγινε viral, επάνω στο «Take me to church». Αυτός λοιπόν θα έρθει. Επίσης θα έρθει η ηθοποιός και σκηνοθέτις Βαλέρια Μπρούνι Τεντέσκι που είναι μάλιστα, η αδερφή της Κάρλα Μπρούνι. Αυτή είχε μία νέα ταινία που λέγεται «Pazza Gioia», Τρελή Χαρά, και ήταν μάλιστα από τα «sensations» του φετινού φεστιβάλ Καννών – τους σιχαίνομαι αυτούς τους χαρακτηρισμούς. Θα έρθουν ακόμα μία ολόκληρη σειρά νέων ηθοποιών και σκηνοθετών από νέες ταινίες απ’όλο τον κόσμο. Προτιμήσαμε να ρίξουμε το βάρος εκεί, σε καλλιτέχνες που δεν γνωρίζεις αλλά έχει ενδιαφέρον να μάθεις, παρά όλο το μπάτζετ να πέσει σε έναν καλεσμένο, μέθοδος που την έκανε παλιά το φεστιβάλ Θεσσαλονίκης. Θα δείτε πολύ φρέσκο κόσμο και νέα ταλέντα που έρχονται από Κάννες, από Sundance, από Βερολίνο…

Ακόμα, θα υπάρχει ένα μεγάλο αφιέρωμα στο ιταλικό σινεμά της τρεχούσης περιόδου το οποίο αποκτά ενδιαφέρον γιατί ενώ το ιταλικό σινεμά της τελευταίας 20ετίας είχε ξεπέσει σε κάτι λαϊκές κωμωδίες  σαν αυτά που βλέπαμε εμείς παλιά, του Φίνου, κυρίως με τηλεοπτικά ονόματα και τηλεοπτική αισθητική, τώρα έχει να δείξει ένα νέο ρεύμα γκανγκστερικών φιλμ. Μάλιστα ένα από αυτά, το Suburra, θα το προβάλλουμε. Από τη στιγμή που εμφανίστηκαν σκηνοθέτες όπως ο Πάολο Σορεντίνο, ο Ματέο Γκαρόνε ή ο Λούκα Γκουαντανίνο που έκανε το «Io sono l’amore» με την Τίλντα Σουίντον, άρχισε πάλι να δρομολογείται ο ιταλικός κινηματογράφος. Βλέπεις υπάρχουν άνθρωποι που δεν προσπαθούν να ακολουθήσουν τα χνάρια τους και είναι άνθρωποι που σύντομα θα ακούσεις για αυτούς. Από αυτό το ρεύμα έχουμε συγκεντρώσει 5 φετινές ταινίες για τις Νύχτες.

Επίσης δίνουμε και πάλι έμφαση στο ελληνικό σινεμά μέσα από τις μικρού μήκους και 5 νέες ελληνικές παραγωγές που θα δούμε, μεταξύ των οποίων και η ταινία του Θάνου Αναστόπουλου που ήταν στις Κάννες, η «Τελευταία Παραλία». Θα είναι εδώ και ο ίδιος για να την παρουσιάσει, γιατί μένει στην Τεργέστη τώρα πια.

Άλλες αλλαγές. Αλλάξαμε κάποια πράγματα στον τρόπο που λειτουργούν οι επιτροπές και τα προγράμματα. Κάποια από αυτά άλλαξαν ονομασία, κάποια ενσωματώθηκαν και έγιναν ένα – δηλαδή το λεγόμενο «Πανόραμα του Φεστιβάλ» το οποίο ούτε κι εμείς οι ίδιοι ξέραμε τι χαρακτήρα είχε, αλλάζει εντελώς φέτος και ενσωματώνεται με τις «πρεμιέρες» δημιουργώντας ένα πακέτο με ταινίες που θέλεις να δεις και ξέρεις ότι εκεί μπορείς να τις βρεις.

Κάτι άλλο που ήθελα επί σειρά ετών να γίνει αλλά δεν ήταν στο χέρι μου, είναι το εξής: Υπήρχε μία επιτροπή νεαρών παιδιών, φοιτητών, οι οποίοι ψήφιζαν για τα βραβεία. Θεωρούσα ότι όσο ενδιαφέρον και αν είχε αυτό το εγχείρημα, δεν είχε εκτόπισμα επί της ουσίας. Οπότε αποφασίσαμε φέτος ότι η επιτροπή που θα ψηφίσει για τις ταινίες του διεθνούς διαγωνιστικού προγράμματος θα αποτελείται από επαγγελματίες. Θα είναι άνθρωποι διευθυντές φεστιβάλ, δημοσιογράφοι έγκριτοι από το εξωτερικό, άνθρωποι του χώρου που μπορεί να έχουν οποιαδήποτε θέση. Αυτοί απαρτίζουν μία πολύ ωραία επιτροπή 5 ατόμων φέτος.

Ομοίως και η μουσική επιτροπή που είναι φτιαγμένη 100% από ανθρώπους που γνωρίζουν από μουσική και είναι τρομερή μου χαρά που θα έχουμε πρόεδρο τη Λένα Πλάτωνος. Είναι περίεργη χρονιά φέτος για τις μουσικές ταινίες, αλλά έχουμε εξασφαλίσει το ντοκιμαντέρ για τους Μπητλς του Ρον Χάουαρντ. Επίσης παίρνουμε κάποια ρίσκα με τη λογική ότι θα μπορούσες κάλλιστα να παίξεις κάποιο ντοκιμαντέρ για τους Weekend ή για κάποιον που μεσουρανεί τώρα αλλά εμείς προτιμήσαμε να παίξουμε ένα ντοκιμαντέρ για τον Gary Numan ο οποίος είναι τρικυμιώδης φυσιογνωμία και βγάζει πάλι άλμπουμ.

Η αφίσα

Την αφίσα του φεστιβάλ, και του Open Air και των Νυχτών Πρεμιέρας ήθελα φέτος να την αναθέσουμε σε κάποιον νεαρό και πολύ ταλαντούχο άνθρωπο. Ευτυχώς είχαμε την τύχη και τον βρήκαμε, ονομάζεται Βασίλης Μέξης και μας έκανε δύο εξαιρετικές αφίσες κατά τη γνώμη μου, τις καλύτερες νομίζω που είχαμε στην μέχρι τώρα πορεία του φεστιβάλ. Η αφίσα δείχνει τη σιλουέτα μίας γυναίκας που σχηματίζεται από τις κουρτίνες μίας αυλαίας. Στην καλοκαιρινή αφίσα, με την Αθηνά, έκανε ένα παράξενο πράγμα που εμένα με αποστόμωσε: κατάφερε και ζωγράφισε τα χρώματα του δειλινού. Σε μία προβολή είχα πάει νωρίτερα όπως πάντα και καθόμουν και κοίταζα την οθόνη και ξαφνικά τα χρώματα της δύσης ήταν σαν συνέχεια της αφίσας. Έμοιαζε σαν να είναι μόνη της η Αθηνά πλαισιωμένη από ένα κάδρο….

Εσύ σαν σινεφίλ νοιώθεις να χάνεις κάτι από αυτή σου την ιδιότητα τώρα που έχεις πάρει επάνω σου ένα τόσο μεγάλο φεστιβάλ;

Όχι. Δυσκολεύομαι πάντα να απαντήσω στην ερώτηση «τι επαγγέλλεσαι» και να σου πω «κριτικός κινηματογράφου», όπως και τώρα που δεν μπορώ να πω «διευθυντής». Είναι μια λέξη που δεν μπορώ να την εκστομίσω.

Άρα τι λες;

«Επαγγελματίας θεατής» λέω. Όπως ήμουν πάντοτε. Θεωρώ ότι αν χαθεί ο αρχικός ενθουσιασμός και το δέος που έχεις απέναντι σε αυτά τα πράγματα που είναι η μουσική, το σινεμά και τα βιβλία, έχεις χάσει ένα πολύ μεγάλο κομμάτι του εαυτού σου. Εάν μάλιστα αποφασίσεις ότι επαγγελματικά θα ασχοληθείς με αυτό, αν δεν συντηρήσεις τη φλόγα δεν υπάρχει λόγος να το κάνεις.  Έτσι παραμένω επαγγελματίας θεατής ακόμα και τώρα από αυτή τη θέση που μου δώσανε και θέλω οι ταινίες που θα προβληθούν στο φεστιβάλ να είναι επιλογές όλης της ομάδας.

Η κρίση πώς επηρεάζει το φεστιβάλ;

Στην Ελλάδα της κρίσης, αν θέλεις να υπερασπιστείς λέξεις όπως τέχνη και πολιτισμός είναι πολύ δύσκολο να το κάνεις. Η κρίση μας έκανε να ευαισθητοποιηθούμε περισσότερο αλλά σημείωσε και ένα περίεργο πράγμα που εγώ πέρσι το κατάλαβα, που ήταν το πιο δύσκολο καλοκαίρι να ζεις στην Ελλάδα: στις ταινίες του Open Air Film Festival έβλεπες να πολλαπλασιάζεται ο αριθμός των θεατών από προβολή σε προβολή. Πέρσι το φεστιβάλ είχε την πιο πετυχημένη του χρονιά και κατ’ επέκταση και οι Νύχτες Πρεμιέρας. Παράξενο αν σκεφτείς τι ζούσαμε και τι ζούμε ακόμη βέβαια. Το ίδιο συνέβη και φέτος το καλοκαίρι. Πολύ περισσότερος κόσμος ερχόταν στις προβολές απ’ότι παλιότερα. Υπάρχει μία ολοένα και μεγαλύτερη δίψα για να δουν ταινίες. Δεν νομίζω ότι έχει να κάνει με την κρίση όσο με τη διάθεση επιστροφής σε μία διαδικασία συμμετοχής, του να ανήκεις κάπου. Αυτό νομίζω τους το παρείχε φέτος το Open Air διότι ήταν ένα φεστιβάλ που είχε από Prince μέχρι Amadeus, Σέξπιρ και Τζον Κάρπεντερ. Δεν σου κρύβω ότι εμένα αυτό είναι το αγαπημένο μου φεστιβάλ γιατί η εμπειρία παρακολούθησής του είναι πολύ συγκινητική – το να παρακολουθείς μία ταινία σε ένα χώρο όπως ένα μουσείο, ένα δάσος, ένα λόφο που δεν μπορείς να φανταστείς ότι θα μεταμορφωθεί σε σινεμά για ένα βράδυ.. Είναι πολύ ωραία πρόκληση. Τελειώνει η ταινία και δεν θέλεις να φύγεις. Το σκέφτηκα για ένα βράδυ φέτος αυτό, να κάνουμε ένα double feature, να παίξουμε δύο ταινίες, αλλά θα μας έπιανε το πρωί.

Οι Νύχτες και η Αθήνα

Ένα φεστιβάλ όπως οι Νύχτες Πρεμιέρας οφείλει στην πόλη να δώσει μία κινηματογραφική εκδήλωση αντάξια των ευρωπαϊκών – δεν θέλω να σου πω ότι θα γίνουμε Κάννες, αλλά να είναι μία εκδήλωση για την οποία θα είσαι υπερήφανος. Από την άλλη είναι ένα ετήσιο ραντεβού που δίνει ωραίο έναυσμα για να ξεκινήσεις το φθινόπωρό σου –που για μένα είναι η πιο άχαρη περίοδος της χρονιάς. Είναι μία περίοδος που χρειάζεσαι κάτι να σου χτυπήσει χαϊδευτικά τον ώμο και να σου πει ότι όλα θα πάνε καλά. Θεωρώ ότι οι Νύχτες Πρεμιέρας πάντα λειτουργούσαν έτσι. Είναι το κάλεσμα μίας φυλής. Εάν υποθέσουμε ότι ο εκάστοτε διευθυντής είναι ο φύλαρχος, είναι μια μάζωξη. Η συγκέντρωση μιας εκλεκτής φυλής.


Ιnfo: Το 22ο Διεθνές Φεστιβάλ Κινηματογράφου της Αθήνας «Νύχτες Πρεμιέρας», θα πραγματοποιηθεί φέτος από τις 21 Σεπτεμβρίου ως τις 2 Οκτωβρίου 2016 στους κινηματογράφους Ιντεάλ, Δαναός 1 και Δαναός 2, Όπερα 1 και Όπερα 2 και Ταινιοθήκη.

Το Διεθνές Φεστιβάλ Κινηματογράφου της Αθήνας εγκαινιάζει από φέτος τη συνεργασία του με το Viva.gr. για την ηλεκτρονική έκδοση των εισιτηρίων.

Πληροφορίες πώλησης καρτών διαρκείας:

12-13 Σεπτεμβρίου | Γραφείο Τύπου Φεστιβάλ, ΙΑΝΟΣ (Σταδίου 24).

14 Σεπτεμβρίου - μέχρι εξαντλήσεως των διαθέσιμων ΚΔ: ΙΑΝΟΣ και ηλεκτρονική διάθεση μέσω του Viva.gr.

Τιμές Εισιτηρίων: € 5: Η πρώτη απογευματινή προβολή (ώρα έναρξης έως 19.55) - € 6: Οι υπόλοιπες προβολές (ώρα έναρξης από 20.00)

*Ολες οι προβολές που θα πραγματοποιηθούν στην Ταινιοθήκη της Ελλάδος (προβάσιμη σε ΑΜΕΑ) θα έχουν ελεύθερη είσοδο για το κοινό, με σειρά προτεραιότητας.

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ