Βιβλιο

Έχων σώας τάς φρένας & άλλες τρελές ιστορίες

Ο ιδιοσυγκρασιακός κόσμος του Αργύρη Χιόνη

357216-740135.jpg
Νεκταρία Ζαγοριανάκου
3’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
358750-743324.jpg

Ο πολυγραφότατος Αργύρης Χιόνης γεννήθηκε το 1943 στην Αθήνα (Σεπόλια) από γονείς νησιώτες, εσωτερικούς μετανάστες. Αφού και ο ίδιος εξέτισε μακρά περίοδο μεταναστεύσεως εις την Εσπερίαν, επέστρεψε στη μητριά πατρίδα το 1992 και εγκαταστάθηκε στο χωριό Θροφαρί της ορεινής Κορινθίας, όπου και έζησε μέχρι το 2011 καλλιεργώντας τη γη και την ποίηση.

Το βιβλίο του «Έχων σώας τάς φρένας & άλλες τρελές ιστορίες» (1η έκδοση, 2016, εκδόσεις Κίχλη) αποτελείται από εννέα αυτοβιογραφικά, μυθοπλαστικά διηγήματα. Η γραφή του διάφανη, ελκυστική. Ο λόγος του αλληγορικός, καυστικός. Παίζει έντεχνα με τις λέξεις περιγράφοντας επιδέξια τις απρόσμενες εναλλαγές του ανθρώπινου ψυχισμού, που κινούνται αβίαστα ανάμεσα στα όρια της τρέλας και της λογικής. 

Ποτέ πια Μαϊντανός. Πετροσέλινο. 

Ο Αργύρης Χιόνης, στο βιβλίο του, «Έχων σώας τάς φρένας & άλλες τρελές ιστορίες», όχι μόνο έγραψε τα υλικά για τα κόλλυβα αλλά και με μια ανώτερη γενναιοδωρία ψυχής έδωσε χρήσιμες συμβουλές για την παρασκευή τους. Βήμα-Βήμα. Βάλσαμο η ανάγνωση, αγαπητοί. Και ο λόγος της πηγαίας ευφορίας μου ριζώνει στη μυστικοπάθεια, των γηραιών και όχι μόνο κυριών, που έφαγαν τη ζωή με το κουτάλι, ίδιο με εκείνο που μοίραζαν το γλυκό των νεκρών. Τις πλησίαζα με δέος. Δοκίμαζα λαίμαργα τα δικά τους κόλλυβα, ζητούσα δειλά τη συνταγή και με ζήλο την έγραφα πάνω στη ζαχαρωμένη χαρτοπετσέτα. Οι δοκιμές πολλές. Κάποια ήταν ζηλευτά αριστουργήματα, δροσίστηκε η ψυχή μου με το ρόδι, σε άλλα με στεναχωρούσε η στεγνή σταφίδα, σε κάποια με ταλαιπώρησε το σκληρό σιτάρι, κι άλλα είχαν μπουκώσει από την παραπανίσια ζάχαρη. Τρώγοντας θρήνησα κι ένα σπασμένο δόντι, μιας και ένα διαβολεμένο τσόφλι καρυδιού κρύφτηκε επιδέξια μέσα στα υπόλοιπα υλικά. Τα μνημόσυνα μεταμορφώθηκαν σε επίδειξη αξιοσύνης. Οι καινούργιες γνωριμίες που κατέληξαν φιλίες, αυτές που όλα τα μαγειρεύουν, πάντα παρέλειπαν να μου πουν μια λεπτομέρεια. Κρατούσαν ένα μυστικό. Και έτσι ερχόμασταν πιο κοντά κάθε φορά, μιας και εξιστορούσα τις μνημειώδεις αποτυχίες παρασκευής του πένθιμου γλυκού, κλαίγοντας στον ώμο τους κι εκείνες με παρότρυναν με συμπόνια να δοκιμάσω ξανά. Και το μνημόσυνο έπαιρνε μιαν άλλη αύρα. Κόπο και τρόπο θέλει κάθε είδους μαγείρεμα. Όπως κι ο θρήνος άλλωστε. 

Θρήνος και Θρέψη. Σώμα και ψυχή.

Διάβασα πως ο Θεόδωρος ο Τήρων που ονομάστηκε έτσι επειδή ήταν στρατιώτης επί Διοκλητιανού στο τάγμα των Τηρώνων (νεοσύλλεκτων), κατά τη διάρκεια λιμού στην περιοχή των Ευχαΐτων της Γαλατίας, έθρεψε τον πληθυσμό μιας πόλης με κόλλυβα. Το στερνό, το βρασμένο σιτάρι, είναι ιδιαίτερα θρεπτικό.

Οι αρχαίοι Έλληνες πίστευαν πως με δεήσεις, θυσίες και προσφορές ήταν δυνατόν να πετύχουν τη συγνώμη των θεών για αμαρτήματα των νεκρών (Ιλιάδα, 497). Τελούσαν μνημόσυνα την 3η, 9η και 30η από τη μέρα του θανάτου. Η ορθόδοξη ανατολική εκκλησία διατήρησε την παράδοση, έτσι τελούνται μνημόσυνα την 3η μέρα του θανάτου, την 9η, την 40η.

Η συνήθεια να μοιράζεις γλυκό μια πικρή μέρα έχει ρίζες βαθιές. Όπως ακριβώς και ο μαϊντανός. Βέβαια ο Χιόνης εμβαθύνει με μαεστρία.

«Αν πάτε στον μανάβη σας» γράφει «και του ζητήσετε πετροσέλινο, θα σας κοιτάξει για λίγο λοξά παραξενεμένος και θα σας δώσει σέλινο. Αν του ζητήσετε μαϊντανό, θα σας δώσει, αμέσως, χωρίς κανένα δισταγμό, πετροσέλινο. Αν, πάλι, βρεθείτε στη δυτική Ευρώπη ή στη βόρεια και νότια Αμερική, όπου ομιλούνται γλώσσες τις οποίες μέσες άκρες, γνωρίζω, και ζητήσετε πετροσέλινο, δηλαδή petersilie (στα γερμανικά), peterselie (στα ολλανδικά), persil (στα γαλλικά), perejil (στα ισπανικά), prezzemolo (στα ιταλικά), parsley (στα αγγλικά) θα σας δώσουν, ως είναι φυσικό πετροσέλινο. Γιατί το λέω τώρα αυτό; Μα, απλούστατα, επειδή, ενώ εμείς πρώτοι βαφτίσαμε αυτό το ποώδες, διετές αρωματικό φυτό πετροσέλινο, το ζητάμε τώρα από τον μανάβη μας με την τουρκική ονομασία maidanoz, που προέρχεται από την ελληνική μεσαιωνική λέξη μακεδονήσιον, που προέρχεται από τη λατινική λέξη Macedonense, που...»

Ο ιδιοσυγκρασιακός κόσμος του Αργύρη Χιόνη

Το δημοφιλές βότανο έχει κακοποιηθεί ανεπανόρθωτα. Το όνομα κι η φήμη του αξίζει να αποκατασταθούν. Οι χάρες του πολλές κι αξιοζήλευτες, σ’ αυτές οφείλει το άμοιρο τη δεινή του θέση. Πάει παντού. Ταιριάζει με όλα. Χαρίζει φρεσκάδα, περιέχει βιταμίνες, μέταλλα, πολλές αμφεταμίνες οι οποίες προκαλούν σωματική και ψυχολογική έξαρση. Στην αρχαία Ρώμη το μασούσαν και το φορούσαν στο κεφάλι σαν στεφάνι για να απορροφά τις αναθυμιάσεις του κρασιού, στις ασυλλόγιστες οινοποσίες και γαστρονομικές ατασθαλίες και όχι μόνο, που ονόμαζαν συμπόσια. Βέβαια εάν κάποιος ξεχαστεί, όπως εγώ και δεν το βάλλει στα κόλλυβα, δεν έκανε και κανένα μέγα λάθος όπως ομόφωνα αναφώνησαν οι φιλενάδες μου.

Με ξένα κόλλυβα μνημόσυνο δεν κάνεις λέει ο σοφός λαός. Και τα κόλλυβα πέφτουν βαριά, σε τρέφουν και σε πρήζουν. Ο συγγραφέας συνιστά ανεπιφύλακτα την αποχή από αυτό το ντεσέρ μιας κι είναι τόσο δύσπεπτο όσο κι ο θάνατος. Δυστυχώς είναι απαραίτητα για το κλείσιμο του κύκλου. Αναγκαίο να φτιάξεις τα δικά σου, να θρηνήσεις τα απολεσθέντα αγαθά, που βίαια κι απρόσμενα στερήθηκες. Κι αν δεν προσπαθήσεις να τα φτιάξεις θα παραμένεις σκλάβος των στιγμών. Και θα αναμασάς για χρόνια πετροσέλινο μήπως και φύγει η πίκρα από το στόμα.

Η τακτική καθόλα βολική και βέβαια τίποτα δεν έχει να μοιραστεί με το θρήνο, που θέλει θάρρος, κόπο και τρόπο.

Ας μείνουν αλησμόνητες οι εικόνες. Αιωνία τους η μνήμη. Ας θαφτούν στη λήθη. Κάνε χώρο για καινούργιες. Πετροσέλινο κι όχι μαϊντανός. Τα δάνεια των λέξεων είναι βαριά και μόνιμα.

Ό,τι εσύ σπέρνεις δεν ζωογονείται εάν πρώτα δεν πεθάνει. Ευτυχείτε αγαπητοί. 

Ας κλείσω όπως άρχισε ο Χιόνης. «ἐὰν μὴ ὁ κόκκος τοῦ σίτου πεσὼν εἰς τὴν γῆν ἀποθάνῃ, αὐτὸς μόνος μένει· ἐὰν δὲ ἀποθάνῃ, πολὺν καρπὸν φέρει». Κατά Ιωάννη, ιβ΄24

Ο ιδιοσυγκρασιακός κόσμος του Αργύρη Χιόνη

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ