Βιβλιο

Ρούλα Γεωργακοπούλου: «Μαμά, με θέλεις για μαμά σου;»

Η συγγραφέας στέλνει ανοιχτή επιστολή στη μητέρα της στο συγκινητικά αστείο αυτοβιογραφικό βιβλίο «Δέντρα, πολλά δέντρα»

2642-204777.JPG
Δημήτρης Φύσσας
ΤΕΥΧΟΣ 657
3’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
roula-georgakopoulou-karatzas.jpg
©Θανάσης Καρατζάς

Το «Δέντρα, πολλά δέντρα» (εκδόσεις «Πόλις») κινείται με πολλή επιτυχία, σχεδόν υβριδικά, μεταξύ πεζογραφίας, προσωπικής μαρτυρίας και ονείρου. Η Ρούλα Γεωργακοπούλου, δημοσιογράφος και συγγραφέας, έβγαλε ένα βιβλίο που είναι ταυτόχρονα ταχτοποίηση λογαριασμών (με την καλή, την καλύτερη έννοια) προς τη νεκρή μάνα που έσβηνε από άνοια, αλλά και αυτοϊχνηλασία. Μιλήσαμε για αυτό στη συνέντευξη-συζήτηση που ακολουθεί. Και για να πλουτίσω το αποτέλεσμα και να πάρετε μια καλύτερη ιδέα, τη συμπληρώνω μ’ ένα απόσπασμα, ένα χαρακτηριστικό μόνο δείγμα από την απερίγραπτη, φρενήρη γραφή/γλώσσα της. 


Διαβάζοντας το βιβλίο, μου δινόταν η εντύπωση πως ήταν ταυτόχρονα α) ανοιχτή επιστολή στη μάνα σου β) εξιστόρηση της μεταξύ σας σχέσης γ) στοιχεία αυτοβιογραφίας, ενηλικίωσης ακριβέστερα.
Είχα μέσα μου ένα πιεστικά αυτοβιογραφικό υλικό που έπρεπε να το φέρω βόλτα, γιατί δεν πιστεύω ότι η πεζογραφία είναι ο κατάλληλος τόπος να πει κανείς τον πόνο του χύμα και τσουβαλάτα χωρίς να μπει στον κόπο να πεζογραφήσει. Άφησα για λίγο το ένστικτό μου να εντοπίσει το ουσιώδες σε όλη αυτή την ιστορία και νομίζω ότι το βρήκα εκεί που το βρίσκω πάντοτε: στη γλώσσα της ηρωίδας μου. Αυτή θα μου έλεγε όση αλήθεια είχα δικαίωμα να μάθω. 
 
Ήσασταν τρεις αδερφές, από πατέρα γιατρό. Η μία ακολούθησε το πατρικό επάγγελμα.  Η επαναλαμβανόμενη φράση «αυτή που δεν έγινε / δε θα γινόταν κ.λπ. γιατρός» αντανακλά οικογενειακό καημό, είναι συγγραφική περίφραση ή κάτι τρίτο;
Πες καλύτερα ότι είναι ένα αστείο, ένα τρικ. Ο τρόπος που βρήκα για να συνοψίσω ένα πολύ μπανάλ οικογενειακό δραματάκι: την υποχρέωση των παιδιών να ακολουθούν το επάγγελμα των γονιών τους. Κυρίως όμως ήθελα να στείλω τα σέβη μου στις αδελφές μου. Στη μία που «έγινε» μια εξαιρετική γιατρός, υποχρεώνοντας έτσι τον πατέρα μου να υποχωρήσει από την κορυφή της οικογενειακής πυραμίδας και να της παραχωρήσει την εξουσία του, και να βγάλω το καπέλο μου στην άλλη που «δεν έγινε», την επαναστάτρια, την ανυπότακτη της υπόθεσης που τα βρόντηξε λίγους μήνες πριν από το πτυχίο της Ιατρικής για να κάνει αυτό για το οποίο ήταν πραγματικά φτιαγμένη. 

roula-georgakopoulou-2-karatzas.jpg
Φωτό: Θανάσης Καρατζάς

Πώς αντέδρασαν οι αδερφές σου, όταν διάβασαν το βιβλίο ολοκληρωμένο;
Στενοχωριέμαι γιατί μου είπαν ότι κλάψανε, ενώ εγώ ήθελα να γελάσουν. Μπορεί όμως και να μου έκαναν πλάκα γιατί ξέρουν το ψώνιο που έχω, να κάνω τους άλλους να γελάνε.    

Ακόμα και σ’ ένα βιβλίο με τέτοιο θέμα, το γράψιμό σου δεν δείχνει να «σοβαρεύεται».
Με τρομάζεις τώρα. Η τελευταία φορά που μου ζήτησαν να σοβαρευτώ ήταν όταν ήμουν έξι χρονών. Νόμιζα ότι είχα ξεμπερδέψει απ’ αυτή την υποχρέωση.

Πίσω απ’ όλα, πρωταγωνιστεί –αλλού αφανώς, αλλού φανερά– η πόλη των παιδικών σας χρόνων, η Καλαμάτα, αλλά και μια εποχή, οι δεκαετίες ’60-’70. Και στην πόλη και στην εποχή, μοιάζει οι γονείς σας να αποτελούσαν ένα σημαντικό κοινωνικό επίκεντρο, που πολλοί «αντέγραφαν».
Κανείς δεν αντέγραφε κανέναν. Όλα τα παιδιά φαντάζονται, αποδίδουν στους γονείς τους ιδιότητες παντοδυναμίας, μεγεθύνοντας κάποια χαρακτηριστικά τους. Αυτή είναι όλη κι όλη η εικόνα. Όσο για την πόλη, τις εφημερίδες, τη μετανάστευση, τη δικτατορία και τα υπόλοιπα, αυτά ήταν τα κεφάλαια της δημόσιας ζωής μας. Με εφημερίδες, δικτατορία, μετανάστες και μισόλογα μεγαλώσαμε. Ο ομφαλός της Γης η πόλη μας και το αιώνιο παρόν η δικτατορία. Η μαγική στιγμή που η αίσθηση της ιστορικότητας συναρτάται με την ακινησία. Αντιεπιστημονική, αλλά ψυχικά υπαρκτή φάση. Ήθελα να την καταγράψω για να «νομιμοποιηθεί» και να μη χαθεί μέσα στα τόσα.   

Ο κόσμος του βιβλίου είναι κατά βάση γυναικείος. Υπάρχουν κατά τη γνώμη σου προϋποθέσεις για να «μπει» ένας άντρας στο βιβλίο σου;
Τι προϋποθέσεις εννοείς; Τις πιο συγκινητικές και βαθιές παρατηρήσεις τις έχω δεχτεί από άντρες αναγνώστες. Από την άλλη, εμείς οι αναγνώστριες, έχουμε ανεβάσει στους ουρανούς την αντρική λογοτεχνία χωρίς ποτέ να παραπονεθούμε για μανίκια, μπατζάκια, ορμόνες, ορμές, συμπεριφορές και συνήθειες 100% τεστοστερονούχες. Και δεν νομίζω ότι είμαστε πιο έξυπνες. Αλίμονο, λοιπόν, αν μας χώριζε ένα μανίκι ρεγκλάν! Άλλωστε δεν είναι πια καθόλου της μόδας.

Ποιο ρόλο παίζουν στην αφήγηση οι θηλυκές βοηθοί, που, σε διαφορετικές χρονικές στιγμές, βοηθάνε στο σπίτι και/ή στην αρρώστια;
Για μένα ήταν μια ακόμη εκδοχή του μητρικού, κάποιες φορές πολύ πιο επιδραστική κι από την ίδια τη μητέρα. Σου παρείχαν περίπου τα ίδια, ασφάλεια, αποκλειστικότητα, αυθεντία, αγάπη, στοργή, χωρίς όμως να γίνονται ποτέ υπερεγωτικές θεότητες. Τις αγαπώ, τις πενθώ και τις αναζητώ πάντα, γιατί μεταξύ άλλων με βοήθησαν να περάσω ψυχικά από το αριστοκρατικό πολίτευμα της βιολογικής μητέρας στην πλέρια δημοκρατία του διαφορετικού και του «άλλου» ανθρώπου.

Υπάρχουν συγγραφικοί «πρόγονοι» για το συγκεκριμένο βιβλίο;
Μα βέβαια. Είναι όλα τα βιβλία που έχω διαβάσει στη ζωή μου. Τα κηρύσσω όλα προγόνους μου. Ακόμα κι εκείνα που δεν μου άρεσαν ή άφησα στη μέση. 

Απολαύστε ένα κομμάτι από μια υπέροχη συγγραφέα...

-g-o-g-t-a-p-d-t-a-of-.jpg

❱❱ Επισήμως, δεν μου ζητήθηκε ποτέ να διαλέξω ανάμεσα στη λογοτεχνία του πατέρα μου και τη λογοτεχνία της μητέρας μου, ήταν όμως σα να μου ζητήθηκε. 
Αν δεν με είχαν τρομάξει τόσο πολύ αυτοί οι δυο, να μη μιλάω με αγνώστους «γιατί υπάρχουν πολλοί ανώμαλοι γύρω-γύρω», ευχαρίστως θα είχα εντρυφήσει στις λογοτεχνίες κι άλλων ανθρώπων που συναντούσα εδώ κι εκεί, λαθραναγνώστες εφημερίδων στο πρακτορείο του παππού μου, κάποιους να ρίχνουν δελτία στα προποτζίδικα, άλλους να ψάχνουν για τα γυαλιά τους ενώ τα φοράγανε, να διαλέγουν με περίσκεψη λαχεία εκβιάζοντας τη δυνατότητα των αριθμητικών συνδυασμών ή να μιλάνε έχοντας στο στόμα τους ένα ματσάκι καρφίτσες, στα ραφτάδικα που ήταν στις πίσω αυλές του σπιτιού μας που όμως επικοινωνούσαν με τις δικές τους ανεμπόδιστα. 
Με ενδιέφερε κυρίως το σημείο όπου, κόβοντας οι μοδίστρες το ύφασμα, σιγοντάριζαν το ρυθμό της ψαλιδιάς ανοιγοκλείνοντας το σαγόνι τους. Αυτόν ειδικά τον αλεξανδρινό στίχο, θα ήθελα πολύ να τον είχα γράψει εγώ. Αν ήμουν περισσότερο φιλομαθής και λιγότερο φοβητσιάρα, σίγουρα θα είχα πάρει από πίσω, να φτάσω μέχρι τη φωλιά τους, τους ουκ ολίγους σαλούς που είχε η πόλη μας, για τους οποίους πάντα φυλάγαμε όλοι μας ένα κομμάτι ψωμί.

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ