Κοσμος

Πρόσφυγας με ένα ποδήλατο και ένα σακίδιο στην πλάτη

Η αληθινή ιστορία του Βαρθολομαίου, ο οποίος σήμερα εργάζεται για τους Γιατρούς Χωρίς Σύνορα

4669-35224.jpg
Τάκης Σκριβάνος
3’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
Πρόσφυγας με ένα ποδήλατο και ένα σακίδιο στην πλάτη
Ο Βαρθολομαίος στον καταυλισμό Ντούτα στην Τανζανία – C: Sarah Callens-MSF

Ο Βαρθολομαίος, πρόσφυγας από το Μπουρούντι, διηγείται στην ATHENS VOICE την ιστορία του

Με αφορμή την Παγκόσμια Ημέρα Προσφύγων ο Βαρθολομαίος, ο οποίος ξέφυγε από τη βία στην πατρίδα του, το Μπουρούντι, με ένα ποδήλατο και ένα σακίδιο στην πλάτη, και σήμερα εργάζεται με τους Γιατρούς Χωρίς Σύνορα στην Τανζανία, διηγήθηκε στην ATHENS VOICE την ιστορία του. Το μήνυμά του: «Μη μας κρίνετε επειδή είμαστε πρόσφυγες. Δεν είμαστε κακοί, είμαστε άνθρωποι όπως εσείς, ζoύμε και αισθανόμαστε, έχουμε φόβους και όνειρα, όπως κάθε άνθρωπος. Αυτό που μας συνέβη μπορεί να συμβεί στον οποιονδήποτε στη γη. Κανείς δεν επιλέγει να είναι πρόσφυγας».

Όταν σκέφτομαι την πατρίδα μου, θυμάμαι να κάνω ποδήλατο τις ζεστές μέρες στους ηλιόλουστους δρόμους δίπλα στη χρυσή όχθη της λίμνης Τανγκανίκα, όπου οι ιπποπόταμοι κρυφοκοιτάζουν από την επιφάνεια του νερού και τα παιδιά παίζουν στη λίμνη το ηλιοβασίλεμα. Θυμάμαι τα φωτεινά χρωματιστά ρούχα των φίλων που συγκεντρώνονταν στην εκκλησία και την ηχώ της φωνής του πάστορα από τον ηλιόλουστο άμβωνα. Θυμάμαι την ημέρα που αποφοίτησα από το πανεπιστήμιο: το περήφανο πρόσωπο της κοπέλας μου, τα λακκάκια στα μάγουλά της. Θυμάμαι ότι ήμουν χαρούμενος.

Αλλά είναι επώδυνο για μένα να θυμάμαι την ημέρα που τα άφησα όλα πίσω μου το 2015. Οι  μέρες πριν φύγω ήταν γεμάτες με πυροβολισμούς και εκρήξεις, και αυτές οι θλιβερές αναμνήσεις δεν φεύγουν ποτέ από το μυαλό μου. Τα πράγματα στη χώρα μου άλλαζαν. Ένα βράδυ, δύο ένοπλοι μπήκαν στο σπίτι μου και με ανάγκασαν να πέσω μπρούμυτα, απειλώντας να με σκοτώσουν ενώ έκλεβαν τα υπάρχοντά μου. Μετά από αυτό, η πικρή γεύση του φόβου κυριαρχούσε μέσα μου και ένα αηδιαστικό κύμα στο στομάχι μου δεν με άφηνε ποτέ, καθώς η βία εξαπλωνόταν κάθε μέρα έξω από το σπίτι μου.

Ήξερα ότι έπρεπε να φύγω, αν και δεν ήθελα να εγκαταλείψω τη δουλειά μου, την οικογένειά μου, την εκκλησία μου και το σπίτι μου. Όταν φίλησα την κοπέλα μου λέγοντάς της αντίο, ένιωσα τα δάκρυα να κυλούν από τα μάτια της. «Δεν ξέρω πού πηγαίνω, αλλά θα σου γράψω όταν φτάσω», της υποσχέθηκα.

Ξεκίνησα με το ποδήλατό μου, με ένα σακίδιο στην πλάτη με μερικά ρούχα, τη Βίβλο μου, ένα κινητό τηλέφωνο και λίγα χρήματα στην τσέπη μου. Γύριζα με το ποδήλατο για ώρες, κρυβόμουν πίσω από κτίρια και δέντρα μόλις άκουγα πυροβολισμούς. Περνούσα από πολυσύχναστες πόλεις όπου οι συγκρούσεις ηχούσαν όπως οι καμπάνες της εκκλησίας. Ταξίδευα με το ποδήλατο μέσα στον καθαρό αέρα των κορυφών των βουνών και έκανα οτοστόπ σε φορτηγά στους γεμάτους με ευκάλυπτους αγροτικούς δρόμους.

Μετά από πέντε ημέρες ταξιδιού, πέρασα τα σύνορα της Τανζανίας. Τα ρούχα μου ήταν βρεγμένα και το πρόσωπό μου σκαμμένο από την κούραση. Από εκεί ξεκίνησε η ζωή μου ως πρόσφυγας…

Στην αρχή έμεινα με περίπου 20 άνδρες σε έναν χώρο σε κέντρο διέλευσης προσφύγων κοντά στα σύνορα. Κοιμόμασταν σε κάτι χαλάκια πάνω στο σκληρό γεμάτο λάσπες πάτωμα και τρώγαμε καλαμπόκι αραιωμένο με νερό, καθώς δεν υπήρχε αρκετό φαγητό. Τραγουδούσαμε  και μαζί προσευχόμασταν να βρούμε καταφύγιο, νερό και ασφάλεια. Μετά από μια εβδομάδα, μας μετέφεραν στον καταυλισμό Nyarugusu, όπου φιλοξενούνται περίπου 150.000 πρόσφυγες από το Μπουρούντι και τη Λαϊκή Δημοκρατία του Κονγκό.

Όταν έφτασα στον καταυλισμό, η βροχή έπεφτε ασταμάτητα και το μόνο που μπορούσα να δω ήταν μια θάλασσα από λάσπη γεμάτη με διάσπαρτους λευκούς μουσαμάδες που στηρίζονταν πάνω σε σκουριασμένους στύλους. Μοιράστηκα τη σκηνή μου με άλλους έξι άντρες, κοιμόμουν σε ένα χαλάκι πάνω στο σκληρό πάτωμα, φορούσα όλα μου τα ρούχα και έτρεμα από την υγρασία. Η βροχή διαπερνούσε τον μουσαμά κι έμπαινε  στη σκηνή και σύντομα υπήρχαν ψείρες παντού: στα μαλλιά μου, στα ρούχα μου, στο κρεβάτι.

Ένιωθα μόνος στην αρχή, αλλά οι άλλοι γύρω μου μού έδωσαν ενέργεια. Μαζεύαμε ξύλα για τη φωτιά μαζί και καθόμασταν γύρω από τις φλόγες το βράδυ, μαγειρεύοντας χυλό και μιλώντας για τις πατρίδες και τις οικογένειές μας. Συνειδητοποίησα ότι δεν ήμουν μόνος και ότι πολλοί από τους αδελφούς μου εδώ είχαν υποφέρει πολύ περισσότερο από εμένα. Είχαμε ο ένας τον άλλον και συνδεθήκαμε - όχι ως πρόσφυγες, αλλά ως  άνθρωποι.

Μετά από δυόμισι μήνες, με μετέφεραν σε έναν άλλο καταυλισμό που ονομάζεται Νντούτα στα βορειοδυτικά της Τανζανίας. Από το να κοιμάμαι κάτω από έναν μουσαμά και να ζω μέσα σε μια σκηνή, έφτασα να χτίσω τελικά το δικό μου σπίτι με ξύλα και λάσπη. Μαζί με τα μέλη της τοπικής χριστιανικής εκκλησίας, χτίσαμε επίσης μια καινούρια εκκλησία για τον καταυλισμό.

Σύντομα βρήκα δουλειά στους Γιατρούς Χωρίς Σύνορα. Εδώ συνεργάζομαι με γιατρούς, νοσηλευτές, μηχανικούς από όλο τον κόσμο, συμπεριλαμβανομένων των Τανζανών, κι αυτό μου δίνει μία υπέροχη αίσθηση ότι ανήκω κάπου. Είμαστε οι μόνοι που προσφέρουμε υπηρεσίες υγείας στον καταυλισμό και παρέχουμε σωτήρια θεραπεία για την ελονοσία, την ιλαρά, τον διαβήτη και δεκάδες άλλα απειλητικά για τη ζωή νοσήματα στα οποία εκτίθενται οι άνθρωποι στον καταυλισμό.

Τον Ιούνιο του 2016 η κοπέλα  μου έφυγε από το Μπουρούντι για να ξεκινήσει το ίδιο ταξίδι και τελικά ξανασυναντηθήκαμε στον προσφυγικό καταυλισμό της Ντούτα. Μετά από έναν χρόνο που ζήσαμε χωριστά, έχοντας αγωνία ο ένας για τη ζωή του άλλου, παντρευτήκαμε στην εκκλησία στον καταυλισμό και σήμερα έχουμε ένα αγοράκι που το ονομάσαμε Good Luck Tena.

Έχω ζήσει ως πρόσφυγας για πέντε χρόνια στην Τανζανία και το μόνο που ζητώ είναι: παρακαλώ, μην μας κρίνετε επειδή είμαστε πρόσφυγες. Δεν είμαστε κακοί, είμαστε άνθρωποι όπως εσείς, ζoύμε και αισθανόμαστε, έχουμε φόβους και όνειρα, όπως κάθε άνθρωπος. Αυτό που μας συνέβη μπορεί να συμβεί στον οποιονδήποτε στη γη. Κανείς δεν επιλέγει να είναι πρόσφυγας.

Ελπίζω ότι μια μέρα θα μπορέσω να επιστρέψω στην πατρίδα μου, σε ένα ασφαλές μέρος. Μου λείπει η εκκλησία μου και οι πολύχρωμες συναθροίσεις μας και μου λείπει η οικογένειά μου. Μια μέρα, θα χτίσω το δικό μου σπίτι στη γη που μου ανήκει εκεί, και για άλλη μια φορά θα κάνω ποδήλατο κατά μήκος της όχθης της λίμνης Τανγκανίκα το ηλιοβασίλεμα, έχοντας δίπλα μου τον γιο και τη γυναίκα μου.


Ο Βαρθολομαίος εργάζεται με τους Γιατρούς Χωρίς Σύνορα στον καταυλισμό Ντούτα στη βορειοδυτική Τανζανία, όπου η οργάνωση είναι ο μοναδικός πάροχος υγειονομικής περίθαλψης για 75.000 πρόσφυγες.

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ