Trending Now

Οι νέες λέξεις του 2023 σύμφωνα με το Αγγλικό Λεξικό του πανεπιστημίου της Οξφόρδης

Μαζέψαμε τις πιο ενδιαφέρουσες και, με το θράσος της λεξιπλασίας σαν παιχνίδι, προσπαθήσαμε να δώσουμε και την ελληνική εκδοχή

atk_0452.jpg
Γιάννης Νένες
ΤΕΥΧΟΣ 898
6’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
Οι νέες λέξεις του 2023
Εικονογράφηση: HYPOKONDRIAK

Ανασκόπηση 2023: Οι νέες λέξεις της χρονιάς σύμφωνα με το Oxford University Press (OUP)

Το Oxford University Press (OUP) ανακοίνωσε πρόσφατα τις 700 νέες λέξεις και φράσεις που πρόσθεσε στο λεξικό του για το 2023. Οι νέες λέξεις και φράσεις στην αγγλική γλώσσα πάντα έχουν διεθνή απήχηση και αντικατοπτρίζουν τις τρέχουσες τάσεις και εξελίξεις στην κοινωνία, την τεχνολογία και τον πολιτισμό. Επίσης έχουν πλάκα, είναι έξυπνες και ακονίζουν την αντίληψη στη σύγχρονη ζωή. Μαζέψαμε τις πιο ενδιαφέρουσες και, με το θράσος της λεξιπλασίας σαν παιχνίδι, προσπαθήσαμε να δώσουμε και την ελληνική εκδοχή (...τω Μπαμπινιώτη ρήμασι πειθόμενοι) σε όσες δεν ήταν σαφείς στη γλώσσα μας.

Agrivoltaics Η ταυτόχρονη χρήση μιας έκτασης γης για γεωργία και για παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας με χρήση ηλιακών συλλεκτών. Αγροβολταϊκή, δηλαδή.

Air fryers Οι αεροφριτέζες. Καλά, ώρα τις ανακάλυψε το Λεξικό του Oxford; Τζήζας.

Back-Slum Κρυφό, πίσω δωμάτιο σε ένα σπίτι ή μαγαζί. Στα ελληνικά: η γνωστή «καβατζούλα».

Βail Μια νέα μορφή εγγύησης που χρησιμοποιείται για να απελευθερώσει έναν κατηγορούμενο από τη φυλακή πριν από τη δίκη του. Η νέα μορφή εγγύησης βασίζεται σε ένα μοντέλο τεχνητής νοημοσύνης που αξιολογεί τους παράγοντες κινδύνου για φυγή ή διάπραξη νέου εγκλήματος. Στα ελληνικά: μνημόνιο (τύπου).

Bell tent Μια σκηνή που στηρίζεται σε έναν κεντρικό στύλο και μοιάζει σε σχήμα καμπάνας ή κώνου. Στα ελληνικά: καμπανοτσαντήρι.

Bitel Απαρχαιωμένος, ξεπερασμένος, παρωχημένος, υπό κατάργηση. Στα ελληνικά: εντελώς λαστ γίαρ.

Biting Λαμπερό, έξυπνο, καίριο, κάτι που είναι ειπωμένο με ειρωνεία ή σαρκασμό, σκληρό αλλά δίκαιο, επιθετικό, εριστικό. Στα ελληνικά: τσούζει.

Bittersweetness Συναίσθημα ανάμεσα στη γλυκιά μελαγχολία και τη στεναχώρια. Στα ελληνικά: γλυκοπικράδα ή «πού να βρω ένα φιλαράκι / Να μου πει πως μ’ αγαπάει στ’ αλήθεια».

Bittie Μικρό κομματάκι, κάτι λιγάκι, πολύ μικρή περίοδος χρόνου. Στα ελληνικά: πίτσι ή πιτς φυτίλι.

Bitwise Σιγά σιγά, λίγο λίγο, αποσπασματικά. Στον προγραμματισμό υπολογιστών, είναι μια γρήγορη και απλή ενέργεια, βασική στις αριθμητικές πράξεις υψηλότερου επιπέδου και υποστηρίζεται άμεσα από τον επεξεργαστή. Στα ελληνικά: σέρνεται ο υπολογιστής.

Captain Obvious Ένα σαρκαστικό ή απαξιωτικό όνομα για κάποιον που επισημαίνει αυτό που είναι ξεκάθαρο σε όλους. Στα ελληνικά, ίσως: ο κυρ-Προφανής.

Cheddar Στη γλώσσα του χιπ χοπ σημαίνει «το χρήμα». Στα ελληνικά: το μπαγιόκο, τα μπερντέ, τα ντουλά, τα μπικικίνια, τα μαρουλόφυλλα.

Cheugy Όρος που χρησιμοποιείται για να περιγράψει παρωχημένα ή μη μοντέρνα στιλ ή τάσεις. Στα ελληνικά: βλαχάρα (σόρι κιόλας).

CODA Ένα πρόσωπο που έχει έναν ή δύο γονείς ή κηδεμόνες που είναι κωφοί ή έχουν προβλήματα ακοής και ομιλίας. Είναι ακρωνύμιο του «Children of Deaf Adults» ή, στα ελληνικά, ΠΚ (Παιδί Κωφών).

Conventioneeirng Η ενέργεια ή το γεγονός ότι κάποιος ανήκει ή υποστηρίζει μια συγκεκριμένη σύμβαση ή συνέλευση. Επίσης: η πρακτική της διοργάνωσης συνελεύσεων ή της παρακολούθησης μιας συνέλευσης. Στα ελληνικά: συνεδριοποίηση.

Crash diet Δίαιτα που προορίζεται να οδηγήσει σε πολύ γρήγορη απώλεια βάρους μέσω σοβαρών περιορισμών στην πρόσληψη θερμίδων, σε σχετικά σύντομο χρονικό διάστημα. Στα ελληνικά: πανικοδίαιτα ή δίαιτα των ηθοποιών.

Crazy-Pants Ένα άτομο που είναι εκκεντρικό ή παράξενο. Η λέξη μπορεί να χρησιμοποιηθεί με θετικό ή αρνητικό τρόπο. Στα ελληνικά: τζαζεμένος.

Dapping Xειραψία που περιλαμβάνει να χτυπήσουν τις παλάμες τους ή τις γροθιές τους δύο άτομα. Συχνά είναι σημάδι φιλίας, αποδοχής ή συγχαρητηρίων. Στα ελληνικά: χεριτούρα.

Deepfake Ένα είδος ψηφιακής παραποίησης στο οποίο ένα πρόσωπο αντικαθίσταται ή προστίθεται σε ένα υπάρχον βίντεο ή ηχητικό υλικό με τη χρήση αλγορίθμων μηχανικής μάθησης. Στα ελληνικά: μονταζιέρα.

Denatonium Χημική ένωση, μία από τις πιο πικρές γνωστές ουσίες, και προστίθεται σε διάφορα προϊόντα για να αποτρέψει την κατανάλωσή τους από παιδιά ή άτομα που δεν πρέπει να τα καταναλώσουν. Συνήθως βρίσκεται σε προϊόντα όπως καθαριστικά, απορρυπαντικά, λιπαντικά, αλλά και σε άλλα χημικά προϊόντα. Το denatonium είναι γνωστό και ως «Bitrex» στην αγορά των προϊόντων καθαρισμού και ασφαλείας. Στα ελληνικά: καρακατάπικρο.

Derecho Μεγάλης έκτασης και δυνατό ατμοσφαιρικό φαινόμενο με ισχυρούς ανέμους και έντονες καταιγίδες. Συνήθως προκαλείται από ένα γραμμικό σύνολο καταιγίδων που εξελίσσεται σε μια ευθεία γραμμή, προκαλώντας ισχυρούς ανέμους, πυκνή βροχόπτωση, κεραυνούς και άλλα ακραία καιρικά φαινόμενα. Στα ελληνικά: μήνυμα από το 112.

Dish dog Άτομο που απασχολείται για να πλένει πιάτα και να εκτελεί άλλες ταπεινές εργασίες σε μια κουζίνα. Ένας αχθοφόρος κουζίνας. Στα ελληνικά: λαντζογούφης.

Doomscrolling Η πράξη της καταναγκαστικής ανάγνωσης ή παρακολούθησης ειδήσεων ή αναρτήσεων στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης που είναι αρνητικές ή καταθλιπτικές. Στα ελληνικά: μετανοείτε.

Drag-out Χρησιμοποιείται για να περιγράψει μια μακρά και επίπονη διαδικασία ή συζήτηση. Στα ελληνικά: έχει τον ατελείωτο, πιάσαμε ροκφόρ κ.λπ.

Drag race Διαγωνισμός ομορφιάς, ταλέντου, ικανότητας, πρωτοτυπίας, υπερβολής και θράσους ανάμεσα σε εντυπωσιακά ή και εφιαλτικά ντυμένες και βαμμένες drag queens. Στα ελληνικά: μια νύχτα σου Κοκλώνη.

Dragnetting Μια διαδικασία ή τεχνική που χρησιμοποιείται για τη συλλογή πληροφοριών ή δεδομένων από διάφορες πηγές, συνήθως με εκτεταμένη κάλυψη. Ο όρος προέρχεται από την αγγλική λέξη «dragnet», που σημαίνει κυνήγι με δίχτυ ή αστυνομικός κλοιός. Στα ελληνικά: θα το γκουγκλάρω μωρέ.

Final girl Όρος που χρησιμοποιείται για να περιγράψει έναν γυναικείο χαρακτήρα σε μια ταινία τρόμου που είναι η τελευταία που επιβιώνει από μια σειρά δολοφονιών. Τυπική Jamie Lee Curtis. Στα ελληνικά θα λέγαμε «η τελικιά».

Finsta Ένας κρυφός λογαριασμός Instagram που χρησιμοποιείται για τη δημοσίευση λιγότερο καλοφτιαγμένου ή πιο προσωπικού περιεχομένου. Στα ελληνικά: ντικ πικς.

Frontly Μια νέα τάση στην επικοινωνία, στην οποία οι άνθρωποι είναι πιο ανοιχτοί και ειλικρινείς σχετικά με τις σκέψεις και τα συναισθήματά τους. Η νέα τάση αυτή βασίζεται στην ιδέα ότι η ειλικρίνεια και η διαφάνεια είναι απαραίτητες για να δημιουργηθούν ισχυρές σχέσεις και να επιτευχθεί η επιτυχία. Στα ελληνικά: μπεσαλής.

Frontseater Αυτός που καταλαμβάνει θέση στο μπροστινό μέρος μιας αίθουσας, θεάτρου κ.λπ. Στα ελληνικά: πρωτοτραπεζάκιας.

Gimp Λέξη που προέρχεται από το «Pulp Fiction». Αδύναμο ή υποτελές άτομο που αναλαμβάνει έναν υποτακτικό ρόλο στο bondage (δέσιμο με λουριά συνήθως), στο παιχνίδι του σαδομαζοχισμού ή παρόμοιες σεξουαλικές δραστηριότητες, φορώντας μάσκα. Στα ελληνικά: ο σκύλος.

Groomzilla Ο άντρας που είναι υπερβολικά απαιτητικός και αγχώδης κατά τη διάρκεια του προγραμματισμού του γάμου του. Από το «groom» (γαμπρός) και «zilla» (υποκοριστικό του κινηματογραφικού Godzilla). Στα ελληνικά: γκιαουρογαμπρός

Gummy Είδος γλυκού που παρασκευάζεται από ζελατίνη, ζάχαρη, νερό και αρώματα. Τα gummies είναι συχνά σε σχήμα ζώων ή φρούτων και είναι δημοφιλή στα πιτσιρίκα. Επίσης: όρος που χρησιμοποιείται για να περιγράψει κάτι που είναι κολλώδες ή λιπαρό. Στα ελληνικά: ζελεδάκια ή μπλιάχ (στη δεύτερη περίπτωση).

Halfsies Δύο ίσα μερίδια ή μέρη. Χρησιμοποιείται σε εκφράσεις που αναφέρονται στην κατοχή ή διεκδίκηση μισού μεριδίου σε κάτι. Ολίγον παιδικό σαν έκφραση. «Θα πληρώσουμε τον λογαριασμό σε μισαδάκια». Μιέχ.

Lamester Νεολογισμός που χρησιμοποιείται για να περιγράψει έναν παίκτη που είναι κακός ή μέτριος στο παιχνίδι του. Η λέξη αποτελεί ένας συνδυασμός των λέξεων «lame» (ανίκανος, μέτριος) και «master» (μάστερ, κύριος). Στα ελληνικά: αχρηστίδης, μπακατέλας, ψωνισαμε από σβέρκο.

Metaverse Ένα εικονικό σύμπαν που δημιουργείται και συντηρείται από λογισμικό υπολογιστών, επιτρέποντας στους χρήστες να αλληλεπιδρούν μεταξύ τους καθώς και με αντικείμενα στον εικονικό κόσμο. Στα ελληνικά: μετασύμπαν.

Mononym Απολύτως ελληνικό, το μονώνυμο –ένα μονολεκτικό όνομα με το οποίο είναι γνωστός κάποιος– είναι ένα γνώριμο χαρακτηριστικό της κουλτούρας των διασημοτήτων του τελευταίου εικοστού και εικοστού πρώτου αιώνα. Elvis, Adele, Αλίκη, Στελάρας, Μελίνα, όλοι μονώνυμοι.

NFT Μη αντικαταστήσιμο κέρμα (Non-fungible token). Ένα ψηφιακό περιουσιακό στοιχείο που αντιπροσωπεύει την κυριότητα ενός μοναδικού αντικειμένου, όπως ένα έργο τέχνης, ένα συλλεκτικό αντικείμενο ή ένα ψηφιακό αγαθό. Στα ελληνικά: χρήματα από τη Μονόπολη.

Noogie Σε σχολική αργκό, το σκληρό χτύπημα ή τρίψιμο των αρθρώσεων των δακτύλων του χεριού στο κεφάλι ενός συμμαθητή «για πλάκα». Στα ελληνικά: κεφαλομπούλινγκ.

Parasocial Μια αίσθηση ψευδούς οικειότητας που νιώθει κάποιος προς μια διασημότητα ή άλλη εξέχουσα προσωπικότητα. Στα ελληνικά: ψευδοκουμπαριά.

Pinkie promise Yπόσχεση που δίνεται ενώ ο ένας συνδέει το μικρό δάχτυλό του με αυτό ενός άλλου ατόμου και θεωρείται ιδιαίτερα δεσμευτική ή ειλικρινής. Για ηλικίες από 12 και κάτω. Στα ελληνικά: υποσχεσούλα.

Porch pirate Αυτός που κλέβει τα δέματα των ηλεκτρονικών παραγγελιών από τις εισόδους των σπιτιών όπου τα αφήνει ο κούριερ – συνήθεια ευτυχώς όχι διαδεδομένη ακόμα στην Ελλάδα. Ελληνική εκδοχή: δεματάκιας.

Quiet quitting Aθόρυβη παραίτηση. Η πράξη του να κάνεις την ελάχιστη απαιτούμενη εργασία σε μια δουλειά, αποφεύγοντας την επιπλέον προσπάθεια ή ευθύνη. Στα ελληνικά: λάου λάου.

Rage farming Σκόπιμη δημοσίευση εμπρηστικού ή αμφιλεγόμενου περιεχομένου για να προκαλέσει την έντονη αντίδραση των άλλων. Στα ελληνικά: μισαλλο-καλλιέργεια.

Sheesh Επιφώνημα που εκφράζει έκπληξη, θαυμασμό ή αποδοκιμασία. Στα ελληνικά: ’σους Χριστός.

Shithousery Οτιδήποτε θεωρείται απεχθές, απαράδεκτο ή κακό, αλλά στο πλαίσιο ενός αγώνα ποδοσφαίρου αναφέρεται σε ανατρεπτικές ή κρυφές τακτικές που χρησιμοποιούνται για την εξασφάλιση ενός αθέμιτου πλεονεκτήματος για την ομάδα κάποιου. Στα ελληνικά, πολύ απλά: κωλοχανίαση.

Slumming Είδος τουρισμού που περιλαμβάνει επίσκεψη σε φτωχές περιοχές. Οι επισκέπτες του slumming συχνά ενδιαφέρονται να μάθουν περισσότερα για τη ζωή των φτωχών ή να βιώσουν μια διαφορετική πλευρά της πόλης που επισκέπτονται. Στα ελληνικά: παραγκότσαρκα.

Spilling the tea Αποκάλυψη κουτσομπολιών ή κρυφών πληροφοριών. Στα ελληνικά: βάλε καφέ να στα πω (αντί για tea-τσάι).

Straight-bat Στο κρίκετ είναι η τεχνική του παίκτη να χρησιμοποιεί τη ρακέτα του (γνωστή ως «bat») με ευθύτητα και ακρίβεια, κρατώντας την οριζόντια στον αέρα. Στη νέα αργκό αναφέρεται σε κάποιον που είναι ειλικρινής και άμεσος στις πράξεις του. Στα ελληνικά: τύπος-σπαθί.

Textspeak Γλώσσα που θεωρείται χαρακτηριστική των μηνυμάτων sms και άλλων μορφών ηλεκτρονικής επικοινωνίας, που συχνά αποτελείται από συντομογραφίες, ακρωνύμια, emoticons ή emoji κ.λπ. Ελληνική εκδοχή: «αυτά τα ιντερνετικά που γράφεις».

Trackable Κάποιος ή κάτι που μπορείς να παρακολουθήσεις τα ίχνη του ή που μπορείς να εντοπίσεις τα ίχνη του χρησιμοποιώντας ένα ηλεκτρονικό ή online σύστημα παρακολούθησης. Για αυτό υπάρχει η ωραιότατη ελληνική λέξη: ανιχνεύσιμος.

Τurner Λέξη που χρησιμοποιείται για να περιγράψει μια νέα γενιά ανθρώπων που είναι ευαισθητοποιημένοι για θέματα όπως η κλιματική αλλαγή, η κοινωνική δικαιοσύνη και η αειφορία. Οι turners είναι συχνά νέοι άνθρωποι, αλλά όχι απαραίτητα. Στα ελληνικά: τορνάρηδες ή αναποδογυρολόγοι.

Τurnout Το ποσοστό των ανθρώπων που συμμετέχουν σε μια συγκεκριμένη δραστηριότητα, εκδήλωση, ψηφοφορία κ.λπ. Συνήθως, χρησιμοποιείται για να περιγράψει το ποσοστό των ενδιαφερομένων που παρευρίσκονται σε μια συγκεκριμένη εκδήλωση σε σχέση με τον συνολικό αριθμό των ανθρώπων που θα μπορούσαν να είχαν παρευρεθεί. Στα ελληνικά: τελική σούμα ή λυπητερή.

Uncrewed Χρησιμοποιείται για να περιγράψει οχήματα ή συστήματα που λειτουργούν χωρίς την παρουσία πληρώματος, και είναι συνήθως ελεγχόμενα από απομακρυσμένα συστήματα ή αυτοματισμούς. «Χωρίς πλήρωμα» ή «αυτόματος πιλότος» ή «τη βάψαμε».

Vibe-check Μια προσπάθεια να διαπιστωθεί η διάθεση ή η στάση κάποιου, με βάση την αύρα, την ενέργεια ή την ατμόσφαιρα που εκπέμπει. Στα ελληνικά: ψυχανέμισμα.

Wingsuit Ειδική στολή με μανίκια-πτερύγια που χρησιμοποιείται για να προσθέσει επιφάνεια στο σώμα του «δύτη» και να δημιουργήσει αυξημένη ανύψωση, η οποία επιτρέπει παρατεταμένο χρόνο αέρα στην ελεύθερη πτώση. Στα ελληνικά: στολή Μπάτμαν.

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ