Κατοικιδια

Γάτες, σκυλιά, Πίσσα στα πούπουλα

Πώς μία σκυλίτσα μπορεί να αλλάξει τον κόσμο και εσένα

115071-630725.jpg
Βαγγέλης Περρής
3’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
thumbnail_img_20191013_121608_873.jpg
Illustration by Nektaria Oscar

Ο Βαγγέλης Περρής περιγράφει πώς είναι η ζωή με ένα κατοικίδιο ζώο.

Μεγάλωσα περιστοιχισμένος από ζώα, συγκεκριμένα γάτες. Γάτες πολύχρωμες, μελωδικές, καβγατζούδες, παιχνιδιάρες. Καμία από αυτές δεν ήταν δική μου. Ανήκαν σε όλη τη γειτονιά που, χωρίς ποτέ να αγκομαχήσει, τις πότιζε, τις τάιζε, τις χάιδευε τα βράδια του καλοκαιριού όταν συγκεντρωνόμασταν στα σκαλιά για να ακούσουμε ιστορίες με φαντάσματα, τις έφερνε τον χειμώνα στις σκεπασμένες αυλές όπου τις περίμενε μια ζεστή και στεγνή κουρελού. Η πιο κοντινή γάτα ήταν αυτή που είχαν ο παππούς και γιαγιά στο δικό του σπίτι. Ήταν φουντωτή, «αγκύρας», με απίστευτα πράσινα μάτια και τη φώναζαν «Γιούρα». Μετά από χρόνια έμαθα ότι το όνομά της που ερχόταν από το κοντινό νησί Γιούρα, τη Γυάρο, αλλά αυτή είναι μια άλλη ιστορία.

Το πρώτο πλάσμα που μπήκε αποκλειστικά στο σπίτι μας ήταν μία καρδερίνα. Της σφύριζε ο πατέρας μου και αυτή απαντούσε, με τον αδερφό μου αγοράζαμε το κανναβούρι της, η μάνα μου τη φρόντιζε με στοργή και καμάρι: «Μόνο η μιλιά της λείπει». Παράδεισος, μέχρι που ένα βροχερό πρωί η πόρτα του κλουβιού άνοιξε, η καρδερίνα αψήφησε τη βροχή και πέταξε μακριά ενώ πίσω της έτρεχαν δύο πιτσιρίκια που σφύριζαν αλλά σύντομα σταμάτησαν γιατί τα χειλάκια τους έτρεμαν από τη θλίψη.

Από τότε δεν υιοθετήσαμε άλλα ζωάκια, μέχρι που δημιουργήθηκε μία άλλη οικογένεια στην οποία ο μικρός είχε γίνει πατέρας και τα δύο παιδιά που ήρθαν σχεδόν ταυτόχρονα, άρχισαν να παίζουν με τις γάτες της γειτονιάς. Σύντομα ανακαλύψαμε ότι ο γιος μας διέθετε ικανότητα γητευτή. Περνούσε μπροστά από τις γυάλινες πόρτες και εσώκλειστα γατάκια έτρεχαν να κολλήσουν τη μούρη τους στο τζάμι περιμένοντας χάδι. Περιφερόμενα γατιά κουλουριάζονταν στα πόδια του εμποδίζοντάς τον να περπατήσει, μικρές φωνούλες και γουργουρητά συνόδευαν τις βόλτες του. Η έλξη ήταν αμοιβαία. Εκείνος περπατούσε χιλιόμετρα με τις τσέπες του γεμάτες τροφή για να ταΐσει τις φιλενάδες του, καθυστερούσε να μπει στο σχολείο γιατί στην αυλή ένα γατάκι διψούσε, έμπαινε κάτω από αυτοκίνητα για να το ξετρυπώσει γιατί φοβόταν ότι ο οδηγός θα αδιαφορήσει... Με δυο λόγια ήταν προορισμένος για γατοπατέρας, αλλά άρχισε να φτερνίζεται, να δυσφορεί, να κοκκινίζει, να του κόβεται η ανάσα. «Αλλεργικός στις γάτες» ήταν η γνωμάτευση την οποία στην αρχή προσπάθησε να αντιμετωπίσει με άγνοια κινδύνου και θεραπείες. Όταν ένα πρωί έπεσε λιπόθυμος κι εμείς χτυπούσαμε μάταια την πόρτα για να μας ανοίξει, όλοι καταλάβαμε ότι η περιπέτεια με τις γάτες έχει λήξει και τότε άνοιξαν δύο αγκαλιές. Η φίλη μας η Νίκη προσέθεσε και το δικό μας γιατί στην παρέα της, ενώ ο γιος μας έψαχνε ένα πιο συμβατό με την υγεία του αντικαταστάτη. Προετοιμάστηκε ψυχολογικά, έκανε έρευνα σε καταφύγια και μια ωραία −όπως αποδείχτηκε− ημέρα μάς ανακοίνωσε ότι βρήκε ένα σκυλάκι για να ζήσει μαζί του. Απαντήσαμε με ελαφρώς παγωμένο χαμόγελο, το οποίο συνοδεύτηκε από τα γνωστά. «Αναλαμβάνεις μεγάλη ευθύνη», «είναι δική σου απόφαση», «μην περιμένεις ότι θα στο μεγαλώσουμε εμείς». Επιφυλακτικότητα η οποία άντεξε μέχρι που εμφανίστηκε ένα σχεδόν νεογέννητο πλασματάκι που μας κοιτούσε με ξεκάθαρη εμπιστοσύνη κι ήταν τόσο άσπρο που λες και είχε βουτηχτεί στο γάλα. Το όνομα Πίσσα ήταν αναπόφευκτο, όσο κι αν μπερδεύονται οι γιαγιάδες που το φωνάζουν «Πίτσα», «Πίζα» και «Πίστα».

Η αλήθεια είναι ότι ταιριάζουν και τα τρία. Η Πίσσα είναι νόστιμη, αξιοθέατο, χορευταρού. Μου φαίνεται το πιο ωραίο θέαμα του κόσμου όταν ξυπνάω το βράδυ και τη βλέπω δίπλα μου αθόρυβη να με κοιτάζει στα μάτια και, αφού ησυχάσει ότι δεν την έχουμε ανάγκη, να ξαπλώνει στο χαλάκι της. Τη θαυμάζω όταν στέκεται στα δυο της πόδια για να κάνει αγκαλιές, κάθε μέρα και περισσότερές κάθε μέρα και πιο μεγάλες. Ξεσπάω στα γέλια όταν τη βλέπω να προσπαθεί να χωρέσει δύο μπάλες στο στόμα ώστε να παίξει ταυτόχρονα με όλους, τη θαυμάζω γιατί μπορεί να ξεχωρίσει τη σωστή κουκουνάρα και να τη φέρει πίσω εκτελώντας μία αποστολή που από μόνη της ανέλαβε, ανησυχώ και καμαρώνω που θέλει να παίξει με όποιον συναντάει γιατί είναι σίγουρη ότι ο κόσμος είναι τόσο καλός όσο εκείνη.

Με ένα μαγικό τρόπο αυτό συμβαίνει! Οι βόλτες της Πίσσας μας βοήθησαν να γνωρίσουμε ωραίους ανθρώπους που προφανώς μεγαλώνουν δίπλα σε αντίστοιχες Πίσσες, η καθημερινή συναναστροφή μαζί της μας έκανε να αντιληφθούμε ότι η αγάπη που ξεχειλίζει μέσα από φιλιά και μικροδαγκώματα δεν είναι υποχρεωτικό να ανταλλάσσεται με το σταγονόμετρο, ότι η ευγνωμοσύνη εξακολουθεί να αποτελεί ένα ζωογόνο μέγεθος. Ευγνωμοσύνη που είναι αμοιβαία. Εκείνη (φαντάζομαι ότι) τη δείχνει όταν βγαίνει απ’ το ασανσέρ και στήνει τρελό χορό πανηγυρίζοντας την επανασύνδεσή μας, άσχετο αν έχει μεσολαβήσει μόλις μισή ώρα από την προηγούμενη. Η δική εκφράζεται πιο αμήχανα. Τα ανθρώπινα μέσα είναι λίγα, δεν έχουμε μουσούδα για να τη χώσουμε ανάμεσα στα δάχτυλα, δεν μας τρέχουν τα σάλια όποτε ακούμε γνώριμες φωνές, δεν μπορούμε να πηδήσουμε τρία μέτρα για να χωθούμε σε μία αγκαλιά.

Διαθέτουμε απλώς την ικανότητα να γράφουμε. Είναι σίγουρο ότι τα σκυλιά μας διαβάζουν, χωρίς να ξέρουν ανάγνωση. Ευχαριστούμε, κορίτσι μας.

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ